ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Tamassos Suppliers ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 60
Δημητριάδη Aνθή Δημήτρη και Άλλοι ν. Yπουργικού Συμβουλίου και Άλλων (1996) 3 ΑΑΔ 85
Λάμπρου Λάμπρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2009) 3 ΑΑΔ 79
Intercollege Management & Communication Studies Ltd v.Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 551
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1470/2006)
19 Φεβρουαρίου, 2010
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 25, 26, 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΑΚΚΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Ξένια Ευγενίου (κα), για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.
Θεοδώρα Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, με την προσφυγή του, αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής, ημερομηνίας 30/5/2006, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του εναντίον της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, με την οποία δεν έγινε δεκτό το αίτημά του για παραχώρηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση υπόγειων δεξαμενών αποθήκευσης πετρελαιοειδών.
Ο αιτητής, ιδιοκτήτης ενός οικοπέδου (τεμάχιο αρ. 347, Φ/Σχ. ΧΧΙ.64.W1), εντός της Οικιστικής Ζώνης Κα7, στην Αγλαντζιά, στις 18/2/2004, υπέβαλε στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, (η «Πολεοδομική Αρχή»), αίτηση για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας, για κατασκευή υπόγειων δεξαμενών αποθήκευσης πετρελαιοειδών στο πιο πάνω τεμάχιο. Η αίτησή του απορρίφθηκε στις 31/8/2004, για τους πιο κάτω λόγους:-
«(500) Η αιτούμενη ανάπτυξη (υπόγειες δεξαμενές αποθήκευσης πετρελαιοειδών) αποτελεί, με βάση το Παράρτημα Α (ερμηνεία όρων) των Τοπικών Σχεδίων, 'Αποθηκευτική Ανάπτυξη Κατηγορίας Α' και προτείνεται σε τεμάχιο που εμπίπτει στην Οικιστική Ζώνη Κα7. Ως εκ τούτου, διέπεται από τις πρόνοιες των παραγράφων 11.13 (Αποθηκευτική Ανάπτυξη) και 9.6.1 και 9.6.3 (΄Αλλες Χρήσεις Εντός Οικιστικής Ζώνης) του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, με βάση τις οποίες τέτοιου τύπου ανάπτυξη δεν είναι δυνατό να επιτραπεί.
(501) Η πρόσβαση προς το τεμάχιο της αιτούμενης ανάπτυξης διενεργείται διαμέσου εγγεγραμμένου δημόσιου πεζόδρομου, που είναι τμήμα του τοπικής σημασίας οδικού δικτύου της περιοχής. Ως εκ τούτου, κρίνεται ότι το εν λόγω τεμάχιο δεν διαθέτει 'ικανοποιητική προσπέλαση', κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό με την σχετική Εντολή 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών, κατά παράβαση των προνοιών της παραγράφου 1(γ) του Παραρτήματος Β των Τοπικών Σχεδίων.»
Επειδή, όπως διαπιστώθηκε, στο εν λόγω τεμάχιο, ο αιτητής είχε προχωρήσει σε αυθαίρετη ανέγερση υπόγειων δεξαμενών αποθήκευσης πετρελαιοειδών και υπόστεγου στάθμευσης οχημάτων από ευτελή υλικά, η Πολεοδομική Αρχή του κοινοποίησε σχετική Ειδοποίηση Επιβολής, με βάση το ΄Αρθρο 46 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, (Ν. 90/72), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), καλώντας τον να κατεδαφίσει όλες τις αυθαίρετες εγκαταστάσεις. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής υπέβαλε, στις 5/10/2004, ιεραρχική προσφυγή.
Το Υπουργείο Εσωτερικών, σε Σημείωμά του προς την Υπουργική Επιτροπή, παρέθεσε τις απόψεις όλων των ενδιαφερομένων - (του αιτητή, της Πολεοδομικής Αρχής, του Δήμου Αγλαντζιάς και του ιδίου). Τόσο η Πολεοδομική Αρχή όσο και ο Δήμος Αγλαντζιάς εισηγήθηκαν απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Το Υπουργείο Εσωτερικών, στο Σημείωμά του, έκαμε την ίδια εισήγηση για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, για τους ίδιους λόγους που απορρίφθηκε και η πολεοδομική αίτηση. Τελικά, η Υπουργική Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 30/5/2006, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή, με το πιο κάτω σκεπτικό:-
«Η Επιτροπή μελέτησε το Σημείωμα αρ. 60/6 του Υπουργείου Εσωτερικών και, αφού εξέτασε τα πραγματικά γεγονότα και νομικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την υποβληθείσα πολεοδομική αίτηση, την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής, καθώς και τους λόγους που επικαλείται ο αιτητής για υποστήριξη της προσφυγής του, ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, αποφάσισε να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή για τους ίδιους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση από την Πολεοδομική Αρχή, κρίνοντας ότι η απόφασή της είναι ορθή και σύμφωνη με τις σχετικές πρόνοιες της Νομοθεσίας και του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.»
Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στο συνήγορο του αιτητή, με σχετική επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 29/6/2006.
Ο αιτητής εισηγείται ότι η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής πάσχει, γιατί:-
(ι) Στα πρακτικά της 30/5/2006 δεν έχουν καταγραφεί οι απόψεις των παρευρισκομένων υπηρεσιακών παραγόντων.
(ιι) Παραβιάστηκαν οι αρχές της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση.
(ιιι) Υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας· και
(ιν) Παραβιάστηκε το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος.
Τα πρακτικά της συνεδρίας της Υπουργικής Επιτροπής, ημερομηνίας 30/5/2006, έχουν τεθεί ενώπιόν μου από τη συνήγορο των καθ' ων η αίτηση ως Τεκμήριο 1, όπου αναφέρονται τα πιο κάτω:-
«Πρακτικά 60ής συνεδρίας της Υπουργικής Επιτροπής
για εξέταση Ιεραρχικών Προσφυγών, με βάση το
άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου,
που έγινε στο Υπουργείο Εσωτερικών
στις 30.5.2006
Παρόντες:
κ. Α. Χρίστου, Υπουργός Εσωτερικών,
κ. Π. Γεωργιάδης, Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού,
κ. Χ. Θράσου, Υπουργός Συγκοινωνιών και ΄Εργων,
Παρευρισκόμενοι (κατά την προπαρασκευαστική συνεδρία):
κ. Γ. Παπαδόπουλος, Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας
και Οικήσεως,
κ. Α. Ασσιώτης, Υπουργείο Εσωτερικών,
κ. Χρ. Κτωρίδης, Πρώτος Λειτουργός Πολεοδομίας,
Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως,
κα Ανδρούλλα Χατζηπαναγή, Ανώτ. Λειτουργός Πολεοδομίας,
Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως,
κ. Μ. Κιτρομηλίδης, Ανώτ. Διοικητικός Λειτουργός,
Υπουργείο Εσωτερικών,
κα Στάλω Αγαθοκλέους, Διοικητικός Λειτουργός Α΄,
Υπουργείο Εσωτερικών,
-------------------------
Κατά την προπαρασκευαστική συνεδρία, οι υπηρεσιακοί παράγοντες παρουσίασαν στην Υπουργική Επιτροπή τις Ιεραρχικές Προσφυγές που περιλαμβάνονται στην Ημερήσια Διάταξη της 60ης συνεδρίας της Επιτροπής, έθεσαν ενώπιόν της όλα τα σχετικά έγγραφα, (έκθεση Πολεοδομικής Αρχής, απόψεις του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και άλλων αρχών, σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, κ.ά.), έδωσαν σ' αυτή επεξηγήσεις και διευκρινίσεις σε τεχνικά και άλλα θέματα που ήγειραν Μέλη της, και απεχώρησαν.»
Ο αιτητής, επικαλούμενος την απόφαση στην Intercollege Manag. & Com. Studies Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 551, υπέβαλε ότι στα πρακτικά θα έπρεπε να είχαν καταγραφεί και οι πληροφορίες που δόθηκαν από τους διάφορους υπηρεσιακούς παράγοντες, οι οποίοι παρευρέθηκαν στη συνεδρία της Υπουργικής Επιτροπής.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. ΄Οπως καταγράφεται στο απόσπασμα των πρακτικών που έχει παρατεθεί, οι υπηρεσιακοί παράγοντες παρευρέθηκαν σε προπαρασκευαστικό στάδιο, για να παρουσιάσουν τις ιεραρχικές προσφυγές, να θέσουν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής όλα τα αναγκαία έγγραφα και τους σχετικούς φακέλους και να δώσουν επεξηγήσεις, κυρίως για τεχνικά και νομικά ζητήματα. Τα πρόσωπα αυτά αποχώρησαν πριν την έναρξη της εξέτασης των ιεραρχικών προσφυγών από την Υπουργική Επιτροπή και, συνεπώς, δεν προέκυπτε ανάγκη οποιασδήποτε καταγραφής, πέραν των όσων περιέχονται στο πρακτικό.
Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), δεν επιβάλλει - (΄Αρθρο 24) - την καταγραφή των κατατοπιστικών πληροφοριών ή των στοιχείων που δίδονται από αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες σε κάποιο συλλογικό όργανο, πριν τη διαβούλευση για λήψη απόφασης.
Η απόφαση που επικαλείται ο αιτητής - Intercollege Manag. & Com. Studies Ltd v. Δημοκρατίας, (πιο πάνω) - αφορούσε την απουσία καταγραφής στα πρακτικά του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης - Πιστοποίησης των σχετικών διαβουλεύσεων και απόψεων των μελών Ομάδας Αξιολόγησης και του Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης μέσα στα πλαίσια εξέτασης αιτήσεων για αξιολόγηση κύκλου σπουδών. Στην παρούσα περίπτωση, το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο είναι διαφορετικό. Το ίδιο ακριβώς επιχείρημα σε σχέση με πρακτικά Υπουργικής Επιτροπής κατά την εξέταση ιεραρχικών προσφυγών κατά πολεοδομικών αποφάσεων τέθηκε και απορρίφθηκε σε δύο πρόσφατες αποφάσεις - (βλ. Μαρίνα Κ. Πίκολου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 878/07, 8/8/08 και Ελένη Ιωαννίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 975/07, 15/1/09[1]).
Ο αιτητής επικαλείται την άδεια αποθήκευσης πετρελαιοειδών (Licence to store Petroleum), η οποία του χορηγήθηκε, για πρώτη φορά, από τον ΄Επαρχο Λευκωσίας το 1997, κατόπιν σχετικής αίτησης. Η πιο πάνω άδεια είχε μονοετή ισχύ και, για την ανανέωσή της, λάμβανε χώρα επιτόπια έρευνα της καταλληλότητας και ασφάλειας των εγκαταστάσεων του αιτητή. Σημειώνεται ότι η Επαρχιακή Διοίκηση, αφού διαπίστωνε την καταλληλότητα των εγκαταστάσεων, εξέδιδε προς τον αιτητή, ετησίως, την πιο πάνω άδεια μέχρι το 2003. Επιπρόσθετα, ο Δήμος Αγλαντζιάς του επέβαλλε τέλη επαγγελματικής άδειας και επαγγελματικού υποστατικού.
Με βάση τα πιο πάνω, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η στάση των αρμοδίων τμημάτων - (Επαρχιακής Διοίκησης και Πολεοδομικής Αρχής) - συνιστά αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης και προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη προς αυτή, καθώς, επίσης, την αρχή της καλής πίστης, γιατί, ενώ, επί σειρά ετών, του χορηγούσαν άδεια αποθήκευσης πετρελαιοειδών, αναγνωρίζοντας ότι στο τεμάχιό του διεξαγόταν συγκεκριμένη εργασία, στη συνέχεια, απέρριψαν την πολεοδομική του αίτηση για ανάπτυξη σ' αυτό, για λόγους οι οποίοι δε συνιστούσαν προηγουμένως κώλυμα για την έκδοση της άδειας αποθήκευσης πετρελαιοειδών, η οποία, μάλιστα, προϋπήρχε του Τοπικού Σχεδίου.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι. ΄Οπως διαπιστώνεται από τα έγγραφα που έχουν παρουσιαστεί και επισημαίνεται ορθά από τη συνήγορο των καθ' ων η αίτηση, η άδεια που εδίδετο στον αιτητή ήταν μόνο για την αποθήκευση πετρελαιοειδών σε συγκεκριμένο αποθηκευτικό χώρο, με βάση τις πρόνοιες του περί Πετρελαιοειδών Νόμου, Κεφ. 272, (όπως τροποποιήθηκε), και των συναφών Κανονισμών. Οι όποιες εργασίες διεξάγονταν στο χώρο αφορούσαν την εκ μέρους του αιτητή αυθαίρετη και παράνομη ανέγερση εγκαταστάσεων υπόγειων δεξαμενών αποθήκευσης πετρελαιοειδών και υπόστεγου στάθμευσης οχημάτων, για τις οποίες επιδόθηκε στον αιτητή η σχετική Ειδοποίηση Επιβολής. Η άδεια αποθήκευσης πετρελαιοειδών δεν εξασφάλιζε στον αιτητή είτε την αποδοχή της πολεοδομικής του αίτησης είτε την έγκριση των αυθαίρετων εγκαταστάσεων που ανεγέρθηκαν στο τεμάχιό του. Το αίτημα για πολεοδομική ανάπτυξη εξετάστηκε μέσα στα πλαίσια του Νόμου και απορρίφθηκε, για τους λόγους που καταγράφονται στην απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής. Η δε άδεια αποθήκευσης πετρελαιοειδών, η οποία εκδίδεται με βάση τις προϋποθέσεις του περί Πετρελαιοειδών Νόμου, Κεφ. 272, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολεοδομική άδεια. Επέτρεπε μόνο την αποθήκευση συγκεκριμένης ποσότητας πετρελαιοειδών.
Το ΄Αρθρο 21 του Νόμου απαγορεύει την οποιαδήποτε ανάπτυξη, χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας. Η επίκληση της αρχής της καλής πίστης δεν μπορεί να βοηθήσει τον αιτητή. ΄Οπως έχει λεχθεί στη Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191:- (σελ. 196)
«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. ΄Οπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου. ΄Οπως υποδεικνύεται στην Παμπόρη ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 164/95, 15.12.1995, η αρχή της καλής πίστης δε μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών, που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται.»
Στην παρούσα υπόθεση, ούτε η άδεια αποθήκευσης προεξοφλούσε έγκριση της πολεοδομικής ανάπτυξης, ούτε οι υφιστάμενες παράνομες εγκαταστάσεις υπαγόρευαν τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας, κατ' επίκληση της αρχής της καλής πίστης. Η Πολεοδομική Αρχή εξέτασε την αίτηση, με βάση τη σχετική νομοθεσία, η οποία δεν επέτρεπε τη σκοπούμενη ανάπτυξη, για τους λόγους που προσδιορίστηκαν στη Γνωστοποίηση Αρνήσεως Χορηγήσεως Πολεοδομικής ΄Αδειας της 31/8/2004 και αφορούσαν τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.
Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί για αντιφατική συμπεριφορά, παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς τη διοίκηση απορρίπτονται.
Με άλλο λόγο ακύρωσης, ο αιτητής εισηγείται ότι η Υπουργική Επιτροπή, κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής του, δε διενήργησε δική της έρευνα, αλλά «υιοθέτησε παθητικά» τις θέσεις της Πολεοδομικής Αρχής, εξομοιώνοντας την ιεραρχική προσφυγή με έφεση. Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι δεν έχουν δοθεί πειστικοί λόγοι, που θα αποκάλυπταν το σκεπτικό της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής.
Και αυτά τα επιχειρήματα είναι αβάσιμα. Η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής βασίστηκε στο Σημείωμα που ετοιμάστηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών, με το οποίο τέθηκαν ενώπιόν της όλα τα απαραίτητα στοιχεία, καθώς και η γνώμη και οι εισηγήσεις όλων των εμπλεκομένων. Σ' αυτό, τέθηκαν, επίσης, οι θέσεις του αιτητή, όπως αντικατοπτρίζονταν στους λόγους της ιεραρχικής προσφυγής του και τα αντίστοιχα σχόλια της Πολεοδομικής Αρχής. Με το Σημείωμα, η Υπουργική Επιτροπή είχε ενώπιόν της ολοκληρωμένη εικόνα της υπόθεσης. Σύμφωνα με πάγια επί του θέματος νομολογία, δεν είναι απαραίτητο η διενέργεια της έρευνας να γίνεται από το ίδιο το αποφασίζον όργανο και το γεγονός ότι η τελική απόφαση συμπίπτει με τις εισηγήσεις της Πολεοδομικής Αρχής και του Υπουργείου Εσωτερικών δε συνιστά απεμπόληση εξουσίας - (βλ. Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργ. Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85· Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ, 810 και Λάμπρος Λάμπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ 3866, 11/2/09).
Αβάσιμο είναι και το επιχείρημα ότι η Υπουργική Επιτροπή θα έπρεπε να θεωρήσει ότι η Πολεοδομική Αρχή εμπλεκόταν ως «αντίδικος» του αιτητή στην ιεραρχική προσφυγή και, γι' αυτό, θα έπρεπε, λόγω του ενδεχομένου μεροληψίας, οι απόψεις της να τύγχαναν εκτενέστερης έρευνας.
Η Υπουργική Επιτροπή είχε, σύμφωνα με τη νομολογία που έχει παρατεθεί, κάθε δικαίωμα να αναζητήσει τις απόψεις οποιουδήποτε αρμόδιου φορέα ή τμήματος. Η Πολεοδομική Αρχή έθεσε, ως όφειλε, ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στην υπόθεση. Ο αιτητής δεν απέδειξε ο,τιδήποτε το μεροληπτικό από πλευράς Πολεοδομικής Αρχής, κατά την παρουσίαση των στοιχείων. Από την άλλη, η Υπουργική Επιτροπή αποφάσισε να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή, γιατί έκρινε ότι η Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου και της Νομοθεσίας.
Αναφορικά με την αιτιολογία της απόφασης, όπως έχει, κατ' επανάληψη, νομολογηθεί, αυτή δεν είναι απαραίτητο να παρουσιάζεται μόνο στο σώμα της πράξης, αλλά μπορεί να διαπιστώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου - (βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298). Στην παρούσα περίπτωση, η αιτιολογία, δεν περιέχεται στο κείμενο της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής με σαφήνεια, συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου και κυρίως από το Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο περιέχει όλα όσα συνιστούν μια έγκυρη και νόμιμη αιτιολογία. Στο ίδιο, άλλωστε, το πρακτικό της Υπουργικής Επιτροπής, ημερομηνίας 30/5/2006, σε σχέση με το ζήτημα της αιτιολογίας της απόφασής της, αναφέρονται τα εξής:-
«Σε περιπτώσεις που στην απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής γίνεται αναφορά στην ορθότητα της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής θεωρείται ότι η αιτιολογία της απόφασης της Αρχής και τα επιχειρήματα που διατυπώνουν οι αρχές που συμφωνούν με την ανωτέρω απόφαση, αποτελούν την αιτιολογία της Απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής.»
Στην απαντητική αγόρευση του αιτητή, εγείρονται κατά τρόπο γενικό και, εν πολλοίς, ασαφή, ισχυρισμοί για παραβίαση του ΄Αρθρου 23 του Συντάγματος και της αρχής της αναλογικότητας. Ο τελευταίος, μάλιστα, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στα νομικά σημεία της αίτησης, αναφέρεται σε όρους που τέθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, γεγονός που τείνει να καταδείξει ότι η έγερσή του οφείλεται σε παραδρομή.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί, ενόψει του τρόπου αλλά και του χρόνου που έχουν εγερθεί, θεωρώ ότι δεν μπορούν να εξεταστούν.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200,00 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] ΄Εχουν εφεσιβληθεί. Εκκρεμούν οι Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 149/08 και 20/09, αντίστοιχα.