ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 953/06, 992/06 και 1006/06)
15 Ιανουαρίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 953/06)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΠΑΡΗ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 992/06)
ΝΙΚΟΣ ΣΑΒΒΑ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 1006/06)
1. ΞΕΝΟΦΩΝ ΝΙΚΟΥ,
2. ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗ,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------
Υπόθεση Αρ. 953/06
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Αρ. Γεωργίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 - Δ. Δημητρίου.
Καμιά εμφάνιση για τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Υπόθεση Αρ. 992/06
Ι. Νικολάου, για τον αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Αρ. Γεωργίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 - Δ. Δημητρίου.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
Υπόθεση Αρ. 1006/06
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Αρ. Γεωργίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 - Δ. Δημητρίου.
Καμιά εμφάνιση για τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
---------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών (όχι κατ΄ ανάγκη ταυτοσήμων σε κάθε μια από τις προσφυγές), στη θέση του Γραμματειακού Επόπτη Β΄ από 5.4.06 με απόφαση των καθ΄ ων ημερ. 4.4.06, έδωσε το έναυσμα για την καταχώρηση έξι προσφυγών μεταξύ των οποίων και οι υπό κρίση τρεις, έχοντας στην πορεία αποσυρθεί δύο λίγο πριν τις διευκρινίσεις και μια μετά την επιφύλαξη της απόφασης.
Εγείρονται διάφορα ζητήματα στις διάφορες προσφυγές οι οποίες συνεκδικάστηκαν μετά από σχετική αίτηση ενόψει της κοινής απόφασης των καθ΄ ων για προαγωγή των αντίστοιχων ενδιαφερομένων μερών μέσα από την ίδια διαδικασία. Παρά τη συνένωση τους, η προσφυγή υπ΄ αρ. 953/06, διαφοροποιείται ως προς το εγερθέν προδικαστικό ζήτημα για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αιτητή να προσβάλει τη σχετική διοικητική πράξη εφόσον αυτός δεν είχε συμπληρώσει τριετία στην αμέσως προηγούμενη θέση και ως εκ τούτου ο αιτητής δεν είχε καν περιληφθεί στον κατάλογο των υποψηφίων, ούτε είχε βεβαίως κριθεί κατ΄ εφαρμογήν του Καν. 10(4) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών Προσωπικού του 1982, Κ.Δ.Π. 220/82, ως τροποποιήθηκαν.
Παρόλον που ο αιτητής στην πιο πάνω προσφυγή, Χαράλαμπος Κασπαρή, εγείρει παρόμοια ζητήματα όπως και οι άλλοι αιτητές, εν τούτοις η προσφυγή του θα πρέπει να απορριφθεί ενόψει της ορθώς εγερθείσας προδικαστικής ένστασης περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Ο σχετικός Κανονισμός επιτρέπει προαγωγή στον αμέσως ανώτερο του κατεχόμενου βαθμό, εφόσον στον κατεχόμενο βαθμό συμπληρώθηκε τριετής τουλάχιστον υπηρεσία. Οι καθ΄ ων διατηρούν όμως τη δυνατότητα σε εξαιρετικές περιπτώσεις με σχετική πρόνοια (στην ουσία επιφύλαξη) του Κανονισμού, με συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και εισήγηση του Γενικού Διευθυντή τους, να προάξουν σε οποιοδήποτε ανώτερο του κατεχόμενου βαθμό προσωπικό, υπό την προϋπόθεση ότι για θέσεις Επιθεωρητών ο υποψήφιος θα έχει συμπληρώσει 9ετή υπηρεσία στους καθ΄ ων, για δε θέσεις Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β΄ και άνω, θα έχει συμπληρώσει 12ετή υπηρεσία.
Ως αναφέρθηκε προηγουμένως, παρά τη γενικότητα των λόγων που προβάλλει ο αιτητής Κασπαρή στην προσφυγή του, η γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αναλώνεται στον, κατά την εισήγηση του, λανθασμένο και κατά μηχανικό τρόπο αποκλεισμό του επειδή το συμβουλευτικό όργανο αποφάσισε χωρίς πλήρη έρευνα κατά τις διατάξεις των Κανονισμών ότι αυτός δεν δικαιούτο σε κρίση με τη χρήση των προνοιών της επιφύλαξης. Ο αντίλογος από τους καθ΄ ων είναι ότι ο αιτητής κατείχε το βαθμό του Ανώτερου Γραφέα (Κλίμακα Α8) από 1.7.02 και συνεπώς δεν είχε συμπληρώσει την απαιτούμενη τριετία μέχρι τις 31.5.05, που ήταν η ημερομηνία κατοχής των προσόντων, δηλαδή η ημερομηνία κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση για πλήρωση διαφόρων θέσεων μεταξύ αυτών και του Γραμματειακού Επόπτη Β΄, (σχετικό είναι το Παράρτημα 2 στην ένσταση που είναι τα πρακτικά της 14/2005 συνεδρίας του Συμβουλίου Προσωπικού των καθ΄ ων που συνήλθε σε διάφορες ημερομηνίες, της πρώτης στις 28.12.05).
Σύμφωνα με τους Κανονισμούς των καθ΄ ων, ο βαθμός του Γραμματειακού Επόπτη (που αντιστοιχούσε προηγουμένως με τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας Β΄), είναι βαθμός μη επιστημονικού προσωπικού σε αντιδιαστολή με τους Λειτουργούς Β΄ και Α΄ που είναι αντίστοιχοι με Προϊσταμένους Υπηρεσίας Β΄ στο επιστημονικό προσωπικό. Οι καθ΄ ων, κατά εφαρμογήν της γραμματικής έννοιας του Κανονισμού 10(4), ορθά έκριναν ότι ο αιτητής δεν είχε συμπληρώσει τριετή υπηρεσία στον κατεχόμενο βαθμό. Όπως εξηγεί και ο συνήγορος των καθ΄ ων στη δική του γραπτή αγόρευση, η διαδικασία με την οποία προχωρούν οι καθ΄ ων μέσα από τα διάφορα συμβουλευτικά όργανα διερευνά, ευλόγως, πρώτιστα κατά πόσο υπάρχουν υπάλληλοι που έχουν συμπληρώσει τριετία στον κατώτερο βαθμό. Εφόσον βρεθούν κατάλληλοι προς προαγωγή, τότε η επιλογή γίνεται μεταξύ αυτών, εάν όχι, τότε γίνεται περαιτέρω έρευνα μεταξύ εκείνων των υπαλλήλων που κατέχουν τον κατώτερο βαθμό, χωρίς τη συμπλήρωση της τριετίας και ακόμη και μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν οποιοδήποτε κατώτερο βαθμό προς διερεύνηση της εφαρμογής της επιφύλαξης του Καν. 10(4). Ο κ. Αγγελίδης δέχεται στην αγόρευση του ότι είναι δυνητική η κατ΄ εξαίρεση προαγωγή και επομένως δεν μπορεί ευλόγως να παραπονείται ο αιτητής ως προς τον αποκλεισμό του, εφόσον όντως δεν είχε τριετή υπηρεσία στον κατώτερο της προαγωγής βαθμό. Δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης λόγω έλλειψης έρευνας και αιτιολογίας για τη μη εφαρμογή της υπαρκτής, αλλά κατ΄ εξαίρεση και μόνο διάταξης της επιφύλαξης του Κανονισμού, ως εισηγείται ο συνήγορος στην αγόρευση του. Ορθά, κρίνεται, ότι η επιφύλαξη αναδύεται στην επιφάνεια ώστε να προκύπτει ζήτημα προς εξέταση, μόνο εφόσον δεν υπάρχουν υπάλληλοι σε ικανό αριθμό για να πληρώσουν τις θέσεις κατά το κύριο σκέλος του Καν. 10(4). Στην ουσία ο Κασπαρή, ως μη προσοντούχος, δεν έχει έννομο συμφέρον να προσφύγει εναντίον της απόφασης (δέστε Μαρία Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 186 και Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 5).
Παρόμοιο θέμα για τον ίδιο αιτητή έχει συζητήσει και αποφασίσει η Παπαδοπούλου, Δ., στις συνεκδ. υποθ. αρ. 76/06, 84/06, 157/06 και 212/06, Κύπρος Τούμπας κ.α. ν. Α.ΤΗ.Κ., απόφαση ημερ. 23.11.09, όπου κρίθηκε ότι ο Κασπαρή δεν ικανοποιούσε τον όρο για τριετή τουλάχιστο υπηρεσία και επομένως δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών. Οι πιο πάνω συνεκδικασθείσες προσφυγές αφορούσαν παρόμοιο ζήτημα για την πλήρωση πέντε κενών θέσεων Γραμματειακού Επόπτη Β΄ στις οποίες προήχθηκαν με απόφαση των καθ΄ ων ημερ. 22.11.05, τα εκεί ενδιαφερόμενα μέρη. Κρίθηκε ότι εφόσον ο Κασπαρή δεν είχε συμπληρώσει στις 22.6.04, που ήταν η ημερομηνία προκήρυξης της θέσης, τριετία στον κατώτερο βαθμό του Επιθεωρητή Γραφείου ή Ανώτερου Γραφέα, δεν είχε και έννομο συμφέρον σύμφωνα με καλά καθιερωμένες αρχές στη νομολογία των διοικητικών πράξεων. Έγινε αναφορά στις αποφάσεις Αριστείδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 588 και Κάζανου ν. ΑΤΗΚ (2001) 3 Α.Α.Δ. 293.
Επί των άλλων δύο προσφυγών, το παράπονο των αντίστοιχων αιτητών είναι ότι η απόφαση των καθ΄ ων να προάξουν τα αντίστοιχα ενδιαφερόμενα μέρη είναι ουσιαστικά αναιτιολόγητη ή χωρίς επαρκή αιτιολογία ως προς το λόγο που παραγνωρίστηκε η προς το αντίθετο σύσταση τόσο του Γενικού Διευθυντή, όσο και η σχετική συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού.
Η διαδικασία επιλογής των υποψηφίων ακολουθεί συγκεκριμένη δομή με βάση τους σχετικούς Κανονισμούς, κατά τρόπο ώστε οι καθ΄ ων να βοηθούνται στην κρίση τους, χωρίς όμως και να δεσμεύονται, από τις συστάσεις ή «συμβουλή», όπως αναφέρεται στους Κανονισμούς, από το Συμβούλιο Προσωπικού και από το Γενικό Διευθυντή. Η υπό τελική ημερομηνία 26.1.06 απόφαση του Συμβουλίου Προσωπικού, έδωσε τη συμβουλή της για την πλήρωση των επτά θέσεων Γραμματειακού Επόπτη Β΄ με βάση τον Καν. 10(5), αφού εξέτασε τους υποψήφιους που είχαν συμπληρώσει τριετία στο βαθμό του Επιθεωρητή Γραφείου/Ανώτερου Γραφέα. Εξέτασε όλα τα σχετικά κριτήρια, δηλαδή, με βάση τον Καν. 10(7), την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την ουσιαστική καταλληλότητα ενός εκάστου για προαγωγή, στο οποίο κριτήριο περιλαμβάνονται η αξία, η πείρα, τα προσόντα και η γενική υπηρεσιακή τους εικόνα. Η κατάληξη δεν ήταν ομόφωνη ως προς τα συστηνόμενα άτομα, αλλά υπήρχαν αποκλίσεις κατά τον τρόπο που καταγράφεται στο σχετικό πρακτικό. Εκείνο που προκύπτει όμως και που αφορά τους παρόντες αιτητές, είναι ότι και οι τρεις, δηλαδή, οι Ξενοφών Νίκου και Κώστας Πασχάλη στην υπόθ. αρ. 1006/06 και ο Νίκος Σάββα στην υπόθ. αρ. 992/06 προσφυγή, έτυχαν της σύστασης, ενώ ουδείς των προαχθέντων ενδιαφερομένων μερών είχε συστηθεί πλην του Ελευθέριου Ιωάννου κατά τον τρόπο που θα υποδειχθεί πιο κάτω. Στη συνέχεια, στην εισήγηση του Γενικού Διευθυντή (Παράρτημα 3 στην ένσταση), οι τρεις προαναφερθέντες ήσαν επίσης μεταξύ των επτά συστηθέντων, αφού αυτός διαπίστωσε ταυτότητα απόψεων με τη συμβουλή της πλειοψηφίας του Συμβουλίου Προσωπικού, με διαφορετική όμως σειρά προτεραιότητας. Στην εισήγηση του Γενιικού Διευθυντή δεν εμφανιζόταν ο Ελευθέριος Ιωάννου.
Η τελική κρίση του Συμβουλίου των καθ΄ ων, (σημειώνεται εδώ ότι στην προσφυγή υπ΄ αρ. 992/06 τέθηκαν λανθασμένα πρακτικά που αφορούσαν την πλήρωση της θέσης του Επόπτη Ειδικευμένου Προσωπικού αντί των ορθών πρακτικών), αποτελούμενου από τον πρόεδρο και έξι μέλη (δύο μέλη απουσίαζαν), επίσης δεν ήταν ομόφωνη ως προς το αποτέλεσμα, με την εξαίρεση ομοφωνίας σε δύο υποψηφίους τους οποίους και προήγαγε και οι οποίοι δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών. Για τις υπόλοιπες πέντε θέσεις, ο πρόεδρος και τέσσερα μέλη έκριναν καταλληλότερους για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη Δημήτρη Δημητρίου, Ελευθέριο Ιωάννου, Χαράλαμπο Παχίπη, Δημήτρη Σάββα και Αντρούλλα Χριστοδούλου, κρίνοντας αυτούς ως καταλληλότερους «... λαμβάνοντας υπόψη την υπηρεσιακή τους εικόνα, τα σχόλια των προϊσταμένων τους και την εν γένει υπηρεσία τους, στοιχεία που δείχνουν τις ικανότητες τους». Η πλειοψηφία δεν παρέλειψε να καταγράψει ότι δεν παραγνώρισε είτε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, είτε την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή. Τα υπόλοιπα δύο μέλη διαφώνησαν σημειώνοντας ότι από τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής των υποψηφίων, δεν προέκυπτε οτιδήποτε που να δικαιολογεί παρέκκλιση από την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, ούτε ότι οι επιλεγέντες προς προαγωγή παρουσίαζαν οποιαδήποτε υπεροχή έναντι των προτεινομένων προς προαγωγή υποψηφίων.
Όπως είναι νομολογημένο, οι συστάσεις του προϊσταμένου ή του σώματος αξιολόγησης των υποψηφίων αποτελούν ξεχωριστό, πρωτογενές, ουσιώδες και ταυτόχρονα αυτοτελές στοιχείο κρίσεως διότι αυτού του είδους οι συστάσεις στοχεύουν να διασφαλίσουν ότι στη διαδικασία επιλογής το όργανο που έχει την ευθύνη της τελικής απόφασης καθοδηγείται ορθά και δίκαια από λειτουργό ή λειτουργούς που όχι μόνο προβαίνουν στην απαραίτητη προεργασία ταξινόμησης και αξιολόγησης των υποψηφίων, αλλά και διότι είναι σε καλύτερη θέση να περιγράψουν εκείνες τις αρετές και ιδιότητες του κάθε υποψηφίου που θα τον βοηθήσουν στο έργο που θα αναλάβει στη νέα θέση μετά από την προαγωγή. (δέστε Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826 και Κώστας Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624). Η γνώμη του προϊσταμένου είναι στοιχείο «. που άπτεται της αξίας των υποψηφίων, τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση απόκλισης της ΕΔΥ, από τη γενόμενη σύσταση ..» (Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 480, σελ. 482-483).
Όπως αναφέρθηκε στην Ιωάννης Μοδίτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, αναμένεται από ένα προϊστάμενο να δώσει ουσιαστικά και μόνο τη συμβουλή του ή τη γνώμη του ως προς τον καταλληλότερο για προαγωγή στη βάση του συνόλου της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων, έχοντας υπόψη τις ανάγκες της συγκεκριμένης θέσης, επισημαίνοντας εκείνες τις ιδιότητες ή ικανότητες ενός υπαλλήλου, εάν είναι σε θέση να το πράξει, για να ανταποκριθεί καλύτερα στις ανάγκες αυτές, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζονται τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων. (Γιαννάκης Δημητρίου ν. Δημοκρατίας υπόθ. αρ. 1156/00, ημερ. 18.1.02). Σύμφωνα δε με τη νομολογία, όπως για παράδειγμα, την Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, έγκυρο δείκτη της επαγγελματικής αξίας των διαφόρων υποψηφίων αποτελούν μόνο οι υπηρεσιακές τους εκθέσεις, εφόσον εκεί αξιολογούνται εφ΄ όλων των δεδομένων που συνθέτουν την αξία αυτή.
Απόκλιση επομένως από τις συστάσεις του Συμβουλευτικού Σώματος ή του προϊσταμένου Διευθυντή, είναι βεβαίως επιτρεπτή και δυνατή από το διορίζον όργανο που έχει και την τελική ευθύνη, υπό την προϋπόθεση ότι δίνονται προς τούτο επαρκείς πειστικοί λόγοι. Εκείνο που παρατηρείται στην παρούσα περίπτωση είναι η έλλειψη τέτοιας επαρκούς, ειδικής αιτιολογίας για την προαγωγή των αντίστοιχων ενδιαφερομένων μερών κατά παρέκκλιση της σύστασης τόσο του Συμβουλίου Προσωπικού, όσο και του Γενικού Διευθυντή. Στη βασική παράγραφο όπου καταγράφεται η κρίση των καθ΄ ων ως προς την κατά πλειοψηφία προαγωγή των πέντε ενδιαφερομένων μερών, δεν υπάρχει οτιδήποτε το εξειδικευμένο που να επιτρέπει δικαστικό έλεγχο του ευλόγου της κρίσεως αυτής. Υπενθυμίζεται, αν και εκ του περισσού, ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του γι΄ αυτή της διοίκησης, αλλά ελέγχει κατά πόσο η κρίση αυτή λήφθηκε εντός των ορθών παραμέτρων που καθορίζουν ο νόμος και οι κανονισμοί του διορίζοντος οργάνου και ήταν ταυτόχρονα εύλογα επιτρεπτή. (δέστε Μιλτιάδους ν. Ε.Δ.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 1318, Impalex Agencies Ltd v. Republic (1970) 3 C.L.R. 361 και Δημοκρατία ν. Ζαχαριάδη (1986) 3 Α.Α.Δ. 852).
Η απλή όμως αναφορά εκ μέρους της πλειοψηφίας ότι δεν παραγνώρισε είτε το Συμβούλιο Προσωπικού, είτε το Γενικό Διευθυντή, δεν εξηγεί τι λήφθηκε στην ουσία υπόψη για να επιλεγούν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Περιέχει δηλαδή αρνητική και όχι, ταυτόχρονα, και θετική κρίση. Δεν είναι επαρκής η αναφορά, γενική και αόριστη από το λεκτικό της, ότι έλαβε υπόψη σε αντιστάθμισμα της συμβουλής και της εισήγησης του Διευθυντή, ότι οι επιλεγέντες ήταν καταλληλότεροι λαμβάνοντας υπόψη «την υπηρεσιακή τους εικόνα, τα σχόλια των προϊστάμενων τους και την εν γένει υπηρεσία τους, στοιχεία που δείχνουν τις ικανότητες τους.». Ιδιαίτερα, τη στιγμή που δύο παραγράφους προηγουμένως, οι καθ΄ ων σημείωσαν ότι ενώπιον τους είχαν 30 ουσιαστικά εξαίρετους υπαλλήλους με τον ανώτατο βαθμό 5, ως μέσο όρο βαθμολογίας για την τελευταία τριετία για 27 από αυτούς, για ένα με μέσο όρο 4.97 και για τους άλλους δύο, 4.93. Ποια ήταν εκείνα τα διαφοροποιητικά στοιχεία, κατά συγκεκριμένο και με αναφορά στα προσωπικά δεδομένα τρόπο και την υπηρεσιακή εικόνα ενός εκάστου των επιλεγέντων υποψηφίων που έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ τους, δεν εξηγείται. Ιδιαίτερα, τη στιγμή που οι καθ΄ ων κατέγραψαν εξίσου ευμενή σχόλια για κάθε ένα από τους αιτητές που σε τίποτε δεν υστερούσαν από τα σχόλια τους για τα ενδιαφερόμενα μέρη. Πρόσθετα, οι καθ΄ ων είχαν ενώπιον τους τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού που επισύναψε και αναφέρθηκε στην έκθεση του, στην επακριβή υπηρεσιακή εικόνα όλων των υποψηφίων στα συνημμένα 2-5, όπου καταγράφονται λεπτομερώς η υπηρεσιακή κατάσταση και τα προσόντα ενός εκάστου των υποψηφίων. Υπάρχει δε συνημμένος πίνακας που καταγράφει τον μέσο όρο βαθμολογίας των υπαλλήλων για την περίοδο 1.1.02-31.12.04.
Αναφορά στα αντίστοιχα συνημμένα που σχετίζονται με τους τρεις αιτητές και τα πέντε ενδιαφερόμενα πρόσωπα αποκαλύπτει τα εξής: Ο αιτητής Νίκος Σάββα είχε μέση γενική βαθμολογία 5 και πέραν του απολυτηρίου από Οικονομικό Λύκειο Λευκωσίας είχε το LCCI: Accounting Higher, το Pitmans Advance Book-keeping, καθώς και τέσσερα πιστοποιητικά παρακολούθησης διαφόρων προγραμμάτων. Ο Ξενοφών Νίκου είχε επίσης μέσο γενικό όρο βαθμολογίας 5, απολυτήριο Οικονομικού Λυκείου Λευκωσίας, LCCI: Accounting Higher και πέντε πιστοποιητικά παρακολούθησης διαφόρων προγραμμάτων. Ο Κώστας Πασχάλη είχε επίσης γενικό μέσο όρο βαθμολογίας 5 και απολυτήριο Γυμνασίου Κύκκου Αρρένων, LCCI: Accounting Third Level και έξι διαφορετικά πιστοποιητικά παρακολούθησης διαφόρων προγραμμάτων.
Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν επίσης μέσο γενικό όρο βαθμολογίας 5 και επιμέρους ως εξής. Ο Δημήτρης Δημητρίου έχει απολυτήριο Τεχνικής Σχολής, LCCI: Accounting Third Level και τέσσερα πιστοποιητικά παρακολούθησης προγραμμάτων, ο Ελευθέριος Ιωάννου έχει απολυτήριο Οικονομικού Γυμνασίου, LCCI: Accounting Higher και τρία πιστοποιητικά συμμετοχής σε προγράμματα, ο Χαράλαμπος Παχίπης είναι απόφοιτος Θ΄ Οικονομικού Γυμνασίου Λεμεσού, κατέχει το LCCI: Accounting Higher, έχει πτυχίο του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και ένα πιστοποιητικό παρακολούθησης προγράμματος, ενώ ο Δημήτρης Σάββα είναι απόφοιτος Κολλεγίου Πάφου, η δε Αντρούλλα Χριστοδούλου πέραν του απολυτηρίου Γυμνασίου Λαπήθου έχει και τέσσερα πιστοποιητικά παρακολούθησης προγραμμάτων.
Όλα τα πιο πάνω σταθμίστηκαν, κατά τους καθ΄ ων, με την απλουστευμένη και γενικευμένη αναφορά ότι έλαβαν υπόψη τους την υπηρεσιακή τους εικόνα, τα σχόλια των προϊσταμένων τους και την εν γένει υπηρεσία τους. Αυτά πόρρω απέχουν από την καταγραφή των συγκεκριμένων διαφοροποιητικών στοιχείων που θα αναμενόταν εφόσον όλοι ήταν εξαίρετοι, ενώ ταυτόχρονα τα σχόλια των προϊσταμένων τους στο βαθμό που αντανακλώνταν στις συστάσεις-συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, αλλά και στην εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα με τις επιλογές των καθ΄ ων. Δεν έγιναν εκείνοι οι αναγκαίοι συσχετισμοί μεταξύ των υποψηφίων, ως ήταν αναγκαίο (δέστε Κωνσταντίνου ν. Ξενίδη (2004) 3 Α.Α.Δ. 375, που αφορούσε ακριβώς θέση στους καθ΄ ων).
Τα όσα ο συνήγορος των καθ΄ ων στη γραπτή του αγόρευση κατέγραψε στις σελ. 11-12, ως εκείνα τα εκ της υπηρεσιακής εικόνας των ενδιαφερομένων μερών αναδυόμενα υπέρ τους στοιχεία, όπως την «ευθέως σημαντική αρχαιότητα» της Ανδρούλλας Χριστοδούλου, την υπεροχή των προσόντων του Χαράλαμπου Παχίπη λόγω πανεπιστημιακού πτυχίου και του Δημήτρη Δημητρίου λόγω εξαίρεσης μαθημάτων από το City and Guilds, αλλά και το συνεχές ενδιαφέρον για επιμόρφωση όλων των ενδιαφερομένων μερών, δεν είναι δυνατό να αποτελούν νόμιμη εκ των υστέρων δικαιολογία εφόσον ουδέν σχετικό καταγράφεται στην ίδια την κρίση των καθ΄ ων. Περαιτέρω δε, ως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, οι αγορεύσεις δεν αποτελούν το μέσον συμπλήρωσης ή παρείσφρυσης γεγονότων, αλλά είναι απλώς επιχειρηματολογία, που προϋποθέτει ως βάση την ύπαρξη πρωτογενών γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384).
Όσα καταγράφηκαν από το συνήγορο, θα έπρεπε, και, έτσι θα ήταν το αναμενόμενο, να αποτελούσαν εκείνα τα ιδιαίτερα στοιχεία κρίσης που ξεχώριζαν στα μάτια των καθ΄ων τα ενδιαφερόμενα μέρη, αν, πράγματι, αυτά ήταν που τους ώθησαν να λάβουν τη συγκεκριμένη απόφαση. Δεν εναπόκειται όμως στο Δικαστήριο να διαπιστώσει πρωτογενώς δεδομένα ή να προβεί στη συγκριτική αξιολόγηση τους. Αυτό είναι έργο του διοικητικού οργάνου. Και υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος σ΄ όσα αναφέρει ο συνήγορος των καθ΄ ων. Πέραν της περί του αντιθέτου συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού και της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, παρατηρείται, για παράδειγμα, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Δημήτρης Σάββα, δεν έχει παρακολουθήσει κανένα επιμορφωτικό σεμινάριο και δεν έχει σχετικά πιστοποιητικά (έχει βεβαίως αρχαιότητα), ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη Δημήτρης Δημητρίου και Ελευθέριος Ιωάννου έχουν λιγότερα πιστοποιητικά από τους αιτητές Κ. Πασχάλη και Ξενοφών Νίκου. Έπρεπε, κατά συνέπεια, να καταγράφονταν τα δεδομένα εκείνα που οδήγησαν στη συγκεκριμένη επιλογή. Ούτε είναι δυνατόν η αιτιολογία να συμπληρωθεί εδώ από τους φακέλους κατά το άρθρο 29 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, διότι δεν συμπληρώνονται ανυπέρβλητα κενά όταν η αιτιολογία δεν εμφαίνεται ρητά στο σώμα της ληφθείσας απόφασης (Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134 και Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385), διαφορετικά θα ήταν ως να καλείτο το ίδιο το Δικαστήριο να ανεύρει ή να συμπληρώσει κατά το δοκούν την αιτιολογία.
Εκείνο το οποίο εξάγεται από την ίδια τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού είναι ότι τα έξι άτομα που την είχαν απαρτίσει (Πρόεδρος και πέντε μέλη), είχαν τοποθετηθεί διαφορετικά ως προς τους υποψήφιους που επέλεξαν προς σύσταση. Ο Πρόεδρος και δύο μέλη είχαν επιλέξει, κατά σειρά προτεραιότητας, να συστήσουν τον αιτητή Νίκο Σάββα, τον οποίο επίσης επέλεξε και άλλο ένα μέλος. Τον αιτητή Κ. Πασχάλη επέλεξαν επίσης ο Πρόεδρος και δύο μέλη, ενώ τον αιτητή Ξενοφών Νίκου, επέλεξαν ο Πρόεδρος και δύο μέλη ως έβδομο στη σειρά και ακόμη ένα μέλος. Εκ των ενδιαφερομένων μερών, μόνο ο Ελευθέριος Ιωάννου συστήθηκε και μάλιστα όχι μόνο από τον Πρόεδρο και τα δύο μέλη, έστω για πλήρωση της έβδομης θέσης, αλλά ήταν στις επιλογές και των υπόλοιπων τριών μελών.
Έτσι παρόλο ότι ο Ε. Ιωάννου δεν συστήθηκε από τον Γενικό Διευθυντή, (ο οποίος δεν έδωσε λόγο για τη μη σύσταση του Ιωάννου, παρά την επιλογή του και από τον Πρόεδρο, αλλά και από όλα τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού), η επιλογή του από τους καθ΄ ων δεν ήταν κατά τον ίδιο τρόπο προσβλητέα, όπως για τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη, ούτε εντελώς αναιτιολόγητη εφόσον ήταν εντός της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού. Ενόψει όμως του επόμενου λόγου ακύρωσης που ακολουθεί δεν μπορεί να διασωθεί ούτε η προαγωγή του Ελευθέριου Ιωάννου.
Τέθηκε ζήτημα κακής σύνθεσης του Συμβουλίου των καθ΄ων στη συνεδρία τους ημερ. 4.4.06, μόνο από τον αιτητή στην υπ΄ αρ. 992/06 υπόθεση. Η σύνθεση βάλλεται επειδή δεν φαίνεται από το διοικητικό φάκελο ότι κλήθηκαν δεόντως ο αντιπρόεδρος Π. Θεοδότου και το μέλος Τ. Φέκκος, που καταγράφηκαν ως απόντες, ο μεν πρώτος, λόγω απουσίας στο εξωτερικό, ο δε δεύτερος, λόγω «ανειλημμένων υποχρεώσεων». Πρόσθετα, ότι ήταν ανεπίτρεπτα παρόντες κατά τη συνεδρία ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, ο Βοηθός Γενικός Διευθυντής-διοίκησης, ο Γραμματέας και ο Βοηθός Γραμματέας, και δη κατά το χρόνο συζήτησης και λήψης της απόφασης. Το τελευταίο θέμα είναι απορριπτέο εφόσον από τα τηρηθέντα πρακτικά, (Παράρτημα 1 στην ένσταση), αποκαλύπτεται ότι τα πιο πάνω παρευρισκόμενα πρόσωπα, αποχώρησαν από τη συνεδρία πριν την εξέταση, συζήτηση και απόφαση για την πλήρωση των επτά θέσεων Γραμματειακού Επόπτη Β΄. Μάλιστα, ρητά αναφέρεται ότι χρέη γραμματέα από το σημείο της αποχώρησης των υπηρεσιακών παραγόντων θα εκτελούσε ένα εκ των μελών του σώματος. Σύμφωνα δε και με το άρθρο 21(2) των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, είναι επιτρεπτό το διορίζον όργανο να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς για την παροχή πληροφοριών ή στοιχείων, υπό την προϋπόθεση ότι αποχωρούν από τη συνεδρία κατά τη συζήτηση και λήψη της απόφασης. Δεν συνιστά, με άλλα λόγια, κακή σύνθεση η κατά τον τρόπο αυτό παρουσία αρμοδίων υπηρεσιακών οργάνων (δέστε την απόφαση στη Λάμπρος Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 3866, ημερ. 11.2.09 καθώς και την υπόθεση Ελένη Αγαθοκλή Πιερή ν. Δημοκρατίας, αρ. 640/06, ημερ. 23.12.08).
Όμως παρατηρείται, σε συμφωνία με τη θέση του συνηγόρου του αιτητή, παντελής έλλειψη στοιχείων ως προς την απαραίτητη αποστολή των σχετικών ειδοποιήσεων προς τα μέλη των καθ΄ ων για τη σύγκληση της συνεδρίας κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη διοικητική πράξη. Έχει παγίως αποφασιστεί ότι για να συνεδριάσει και αποφασίσει νομότυπα το συλλογικό όργανο, απαιτείται η εμπρόθεσμη και έγκαιρη αποστολή ειδοποίησης προς τα μέλη του, η οποία είτε πρέπει να προκύπτει από σύγχρονα αποδεικτικά στοιχεία, είτε από βεβαιώσεις των μελών που δεν δημιουργούνται εκ των υστέρων. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 110-111, Sigma Radio T.V. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α.Ε. αρ. 50/06, ημερ. 22.1.09, Αναστασίου ν. ΕΤΕΚ (2003) 3 Α.Α.Δ. 615 και Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 2295/06 ημερ. 20.10.09). Ο συνήγορος των καθ΄ ων, στη γραπτή του αγόρευση σελ. 8 παρ. 6, αναφέρει ότι δεν πάσχει η σύνθεση του οργάνου διότι καταγράφεται ο λόγος απουσίας των μελών που απουσίαζαν, γεγονός που αποδεικνύει αφεαυτού ότι γνώριζαν για τη συνεδρία, τα σχετικά δε έγγραφα «θα παρουσιαστούν» κατά τη δικάσιμο. Εκτός όμως από το γεγονός ότι και πάλι διά της αγορεύσεως επιχειρήθηκε εκ των υστέρων η κάλυψη του κενού, ουδέν στοιχείο ή έγγραφο παρουσιάστηκε τελικώς κατά τις διευκρινίσεις, ούτε το Δικαστήριο παραπέμφθηκε σε οτιδήποτε στους παρουσιασθέντες διοικητικούς φακέλους (στην ουσία μόνο οι προσωπικοί και υπηρεσιακοί φάκελοι κατατέθηκαν), που να αποδεικνύει είτε την αποστολή, είτε τη λήψη των προσκλήσεων από τον Πρόεδρο και τα μέλη, ούτε και υποστηρίχθηκε με αναφορά σε συγκεκριμένη απόφαση των καθ΄ ων, ότι οι συνεδρίες των καθ΄ ων είναι τακτικές, ως ήταν η εισήγηση.
Το άρθρο 9 του περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302, ως τροποποιήθηκε, προνοεί ότι η Αρχή μπορεί να εκδίδει μόνιμες διαταγές που να ρυθμίζουν τα της διαδικασίας της, γενικά και ειδικά, σχετικά, μεταξύ άλλων, και τη σύγκληση των συνεδριών της. Αυτές οι οδηγίες έπρεπε βεβαίως να παρουσιαστούν προς στοιχειοθέτηση των όσων αναφέρθηκαν. Ο συνήγορος αρκέστηκε σε απλή αναφορά στο θέμα κατά τις διευκρινίσεις. Χρειαζόταν όμως απόδειξη είτε του γεγονότος του τακτικού των συνεδριών, είτε της ειδοποίησης προς τα μέλη. Και το ζητούμενο δεν είναι η καταγραφή του λόγου απουσίας των δύο ατόμων, αλλά αυτή ταύτη η αποστολή της πρόσκλησης. Η νομότυπη και έγκαιρη πρόσκληση αποτελεί προϋπόθεση ως προς την διαπιστωνόμενη μεταγενέστερη αιτιολογία απουσίας κάποιου μέλους. Διαπιστώνεται επομένως και εξ αυτού, λόγος ακυρότητος.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης.
Η προσφυγή υπ΄ αρ. 953/06 απορρίπτεται λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος με €1.200 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Οι προσφυγές υπ΄ αρ. 992/06 και 1006/06 επιτυγχάνουν με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εκάστη, υπέρ του αντίστοιχου αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων. Καμιά διαταγή εξόδων ως προς τα αντίστοιχα ενδιαφερόμενα μέρη.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ