ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 922/2008)

 

11 Ιανουαρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Αιτήτρια,

-         KAI  -

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.

Ρ. Πασιουρτίδου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

-------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:    Ο διορισμός στη θέση Διοικητικού Λειτουργού στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου-Λάρνακας των καθ΄ ων, έδωσε έναυσμα για σειρά προσφυγών μεταξύ των διαφόρων υποψηφίων. 

 

        Συγκεκριμένα, οι καθ΄ ων διόρισαν μετά από εσωτερική γνωστοποίηση προκήρυξης της θέσης, την Ιωάννα Κυριάκου από 1.9.02, με αποτέλεσμα οι συνυποψήφιες της Στέλλα Αντωνίου Χριστοφή (παρόν ενδιαφερόμενο μέρος) και  Μαρία Αντωνίου  (παρούσα αιτήτρια), να καταχωρήσουν στο Ανώτατο Δικαστήριο τις προσφυγές υπ΄ αρ. 806/02 και 814/02, οι οποίες αφού συνεκδικάστηκαν οδήγησαν στην ακύρωση του διορισμού στη βάση του σκεπτικού ότι η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, αλλά και η ίδια η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ΄ ων, ήταν αναιτιολόγητες σε ό,τι αφορούσαν την επιλογή της Ιωάννας Κυριάκου (απόφαση Ηλιάδη, Δ., ημερ. 5.4.04 - Παράρτημα Δ στην ένσταση).  Το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση του ακύρωσε τον επίδικο διορισμό στην προσφυγή αρ. 806/02, με αποτέλεσμα να αποστερηθεί του αντικειμένου της η προσφυγή αρ. 814/02, που είχε καταχωρήσει η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή.  Η επανεξέταση από πλευράς των καθ΄ ων οδήγησε στις 24.5.05 στην αναδρομική προαγωγή της Στέλλας Αντωνίου Χριστοφή, με αποτέλεσμα η Ιωάννα Κυριάκου να καταχωρήσει την προσφυγή αρ. 891/05, η οποία οδήγησε στην εκ νέου ακύρωση του διορισμού που είχε γίνει στη βάση και πάλι αναιτιολόγητης επιλογής τόσο από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, όσο και από το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ΄ ων (απόφαση Γαβριηλίδη, Δ., ημερ. 6.7.07).

 

 Ακολούθησε νέα επανεξέταση κατά την οποία η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή σύστησε την αναδρομική προαγωγή και πάλι της Στέλλας Αντωνίου Χριστοφή, η οποία σύσταση έγινε δεκτή από τους καθ΄ ων στη συνεδρίαση τους ημερ. 6.5.08, στη βάση της διαπίστωσης ότι είχε κριθεί από την Επιτροπή Διεξαγωγής Προσωπικών Συνεντεύξεων ως «εξαιρετική», ενώ λήφθηκε επίσης υπόψη υπέρ της ότι υπερείχε σε αξία έναντι της Ιωάννας Κυριάκου στη βάση των υπηρεσιακών τους εκθέσεων, προηγείτο δε και σε αρχαιότητα έναντι της συνεπαγόμενη υπεροχή της και σε εμπειρία.  Σε σχέση με την παρούσα αιτήτρια οι καθ΄ ων αναφέρθηκαν στο μεταπτυχιακό της προσόν κρίνοντας ότι παρόλον που δεν προνοείτο στο σχέδιο υπηρεσίας, αυτό δεν ήταν άσχετο δίνοντας του έτσι τη δέουσα βαρύτητα.  Παρατήρησαν, όμως, ταυτόχρονα ότι το εν λόγω  προσόν δεν αποτελούσε πανεπιστημιακό τίτλο ως απαιτούσε το συγκεκριμένο σχέδιο υπηρεσίας. 

 

        Η αιτήτρια εισηγείται ότι ως κάτοχος B.Sc. Business Studies από το Phillips College, Master in Business Administration από το University of Kent at Canterbury και Diploma in Marketing από το The Chartered Institute of Marketing της Αγγλίας, υπερείχε του ενδιαφερομένου μέρους το οποίο διέθετε μόνο Πτυχίο Εμπορικών Επιστημών της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών.  Αναφορικά με την αξία είναι εισήγηση της ότι παρατηρείται ουσιαστική ισοδυναμία εφόσον από τους φακέλους των διαδίκων, η μεν αιτήτρια είχε συγκεντρώσει τα τελευταία πέντε έτη πριν τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή, μεταξύ του 1997 και 2001, 19 «Α» («εξαίρετα»), ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 20 «Α» («εξαίρετα»).  Πρόσθετα, το 2001 και οι δύο διάδικοι είχαν 5 «Α», ενώ το 2000 η αιτήτρια υπερείχε κατά 1 «Α», ενώ το 1999 και οι δύο ήταν ισοδύναμες με 4 «Α». Όσον αφορά την υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους μεγαλύτερη αρχαιότητα, αυτή έχει κριθεί από τη νομολογία ως μικρής μόνο σημασίας αναγόμενη μόνο σε απλή κατοχή θέσης μισθολογικά ανώτερης, ήτοι της θέσης του Λογιστικού Λειτουργού σε κλίμακα Α8  από 1.5.2000, έναντι της θέσης του Γραφέα (κλίμακες Α2-Α5-Α7), που κατέχει η αιτήτρια από 1.4.1995. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω συγκριτικά, τόσο η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, όσο και η ίδια η απόφαση των καθ΄ ων, βρίσκονται σε αντίθεση και σύγκρουση με τους υπηρεσιακούς φακέλους, είναι αναιτιολόγητες, παραβιάζοντας πρόσθετα και το δεδικασμένο που έχει δημιουργηθεί από τις προηγηθείσες ακυρωτικές αποφάσεις.  Αλλά και περαιτέρω, υπάρχει πλάνη όσον αφορά το μεταπτυχιακό της αιτήτριας το οποίο υποβαθμίστηκε ανεπίτρεπτα από τους καθ΄ ων,  ενώ λανθασμένα κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε πείρα, εφόσον αυτή δεν ήταν σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης του διοικητικού λειτουργού με δεδομένο το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ασκούσε μόνο καθήκοντα καθαρά λογιστικά. 

 

        Τόσο οι καθ΄ ων, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, στις δικές τους γραπτές αγορεύσεις, αντικρούουν τους σχετικούς ισχυρισμούς με επίκεντρο το γεγονός ότι εδώ η επίδικη θέση είχε προκηρυχθεί εσωτερικά με αποτέλεσμα να παραμένει ισχυρό το κριτήριο της αρχαιότητας, ως ένα από τα τρία κριτήρια επιλογής στη βάση των σχετικών κανονισμών των καθ΄ ων, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε της αιτήτριας, έστω οριακά, σε αξία, το δε δεδικασμένο που είχε δημιουργηθεί από την απόφαση του Ηλιάδη, Δ., αφορούσε τη σύγκριση της αιτήτριας με την τότε συνυποψήφια της Ιωάννα Κυριάκου αναφορικά με τα μεταπτυχιακά τους προσόντα, και όχι με το ενδιαφερόμενο μέρος. 

 

        Το ενδιαφερόμενο μέρος εγείρει πρόσθετα δύο προδικαστικές ενστάσεις ως προς το έννομο συμφέρον της αιτήτριας.  Η πρώτη εδράζεται στο ότι η αιτήτρια δεν ήταν διάδικος στη δεύτερη προσφυγή υπ΄ αρ. 891/05, που οδήγησε με την απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ, στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση.  Η ένσταση δεν ευσταθεί.  Κατά την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας (κατά πλειοψηφία 11 έναντι 2 Δικαστών), στη Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, δεν δικαιολογείται αμφισβήτηση διοικητικής πράξης μετά από επανεξέταση από αιτητή που δεν είχε προσβάλει την αρχική, για ζητήματα τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως.  Με άλλα λόγια, δεν νομιμοποιείται να θέσει ζητήματα πλημμέλειας που προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση.  Στη δε απόφαση Ανθή Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, (1995) 4 Α.Α.Δ. 984, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι νέα απόφαση μετά από επανεξέταση, συνιστά νέα εκτελεστή διοικητική πράξη εφόσον η προηγούμενη πράξη έχει καταργηθεί.  Η παραγωγή με τη νέα πράξη νέων εννόμων αποτελεσμάτων, δύναται να τύχει αναθεώρησης από οποιοδήποτε έχει δυσμενώς επηρεαστεί.  Προκαταρκτικές πράξεις δεν παράγουν αφεαυτών έννομα αποτελέσματα, αποκτούν δε σημασία μόνο εφόσον υιοθετούνται από το διορίζον σώμα και προσμετρούν ως στοιχείο κρίσης.  Εδώ, προβάλλονται από την αιτήτρια νέοι λόγοι ή λόγοι που απορρέουν από το δημιουργηθέν αποτέλεσμα της δεύτερης επανεξέτασης και δεν σχετίζονται με την  έλλειψη αιτιολογίας ή λόγων που είχαν προηγηθεί των δύο ακυρωτικών αποφάσεων.  Οι ακυρωτικές αποφάσεις εδράστηκαν στις με  γενικές αναφορές της Συμβουλευτικής και των καθ΄ ων επιλογές των αντίστοιχων ενδιαφερομένων μερών, χωρίς προσδιορισμό των λόγων που οδήγησαν στην κάθε απόφαση, παρά την ύπαρξη διαφοροποιητικών στοιχείων για τις υποψήφιες.

 

        Όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ζήτημα, αυτό σχετίζεται με την, κατ΄ ισχυρισμόν, μη κατοχή του απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακού τίτλου.  Και αυτή η ένσταση πρέπει να απορριφθεί.  Είχε ήδη κριθεί (θα αναπτυχθεί κατωτέρω το ζήτημα εκτενέστερα), ότι η αιτήτρια ήταν προσοντούχος για τη θέση τόσο από τη Συμβουλευτική, όσο και από τους ίδιους τους καθ΄ ων.  Να λεχθεί επίσης  ότι η θέση του ενδιαφερομένου μέρους στο θέμα αυτό, αντίκειται στη θέση των ιδίων των καθ΄ ων στη δική τους αγόρευση.

 

        Επί της ουσίας, διαπιστώνεται πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο κατά την όλη διαδικασία αξιολόγησης των συνυποψηφίων τόσο κατά τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, όσο και κατά τη διαδικασία της πλήρωσης της θέσης από τους ίδιους τους καθ΄ ων, σε σειρά θεμάτων.  Κατά πρώτο λόγο, όντως λανθασμένα τόσο η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, όσο και το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ΄ ων, αναφέρθηκαν στο προσόν της αιτήτριας από το University of Kent at Canterbury ως «Master of Business Administration in Social Sciences», ενώ ο ορθός τίτλος όπως παρατηρείται από το αντίγραφο που βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο Τεκμ. «Α», είναι «Master of Business Administration», in the Faculty of Social Sciences, το οποίο σημαίνει ότι το πτυχίο είναι στη Διοίκηση Επιχειρήσεων που διδασκόταν και χορηγείτο από το Τμήμα Κοινωνικών Επιστημών του πανεπιστημίου.  Δεν είναι με άλλα λόγια μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων στις Κοινωνικές Επιστήμες, όπως λανθασμένα ανέφεραν οι καθ΄ ων, δίνοντας  έτσι σ΄ αυτό άλλη διάσταση από την πραγματική.  Αυτή η λανθασμένη διάσταση του ζητήματος φαίνεται και από το γεγονός ότι στη σχετική αναφορά τους οι καθ΄ ων κατέγραψαν ότι «... το μεταπτυχιακό αυτό προσόν δεν είναι άσχετο και παρότι δεν προνοείται στο σχέδιο υπηρεσίας του έδωσαν όμως τη δέουσα βαρύτητα.».  Από το λεκτικό αυτό φαίνεται αβίαστα ότι το προσόν αυτό δεν θεωρήθηκε ως εμπίπτον στους προνοούμενους τίτλους του σχεδίου υπηρεσίας.  Μετέπειτα, η δέουσα βαρύτητα που δόθηκε, όποια και αν ήταν, σταθμίστηκε από την άποψη της λανθασμένης εντύπωσης ότι το μεταπτυχιακό αφορούσε τις Κοινωνικές Επιστήμες προς τις οποίες οι καθ΄ων συνέδεσαν το «Business Administration».  Ποια θα ήταν η κρίση τους εάν επικρατούσε στη σκέψη τους η ορθή αντίληψη πραγμάτων όσον αφορά τον πραγματικό τίτλο ή τη θεματολογία του μεταπτυχιακού, ανήκει στη σφαίρα της εικασίας.  Επ΄ αυτού δεν υπάρχει οποιοσδήποτε αντίλογος από τους καθ΄ ων.  Συνάγεται ότι υπάρχει πλάνη και έλλειψη δέουσας έρευνας στο συγκεκριμένο σημαντικό ζήτημα.

 

        Κατά δεύτερο λόγο, εγείρεται ερώτημα ως προς την πραγματική θεώρηση του μεταπτυχιακού προσόντος.  Έγινε επ΄ αυτού πολύς λόγος από όλους τους διαδίκους, της αιτήτριας προσπαθώντας να υποστηρίξει την άποψη ότι το μεταπτυχιακό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως πρώτο πτυχίο και ως μεταπτυχιακό, οι δε καθ΄ ων θεωρώντας ότι είχε χρησιμοποιηθεί ως αναγνωριστικό πρώτου πτυχίου, δεχόμενοι μάλιστα (σελ. 12-13 της γραπτής τους αγόρευσης), ότι το σχετικό λεκτικό του πρακτικού δεν είναι «διατυπωμένο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».

 

          Η όλη συζήτηση είναι εσφαλμένη.   Οι καθ΄ ων είχαν τη θέση ότι το μεταπτυχιακό δεν αποτελούσε πανεπιστημιακό τίτλο όπως απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας. Εφόσον  το θεώρησαν ως μεταπτυχιακό και από αυτή την άποψη δεν ήταν της κατηγορίας του πρώτου πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου, τότε σημαίνει ότι το προσόν που η αιτήτρια είχε από το Phillips College, αυτό το B.A. in Business Studies, πρέπει να θεωρήθηκε επαρκές ως εμπίπτον στα απαιτούμενα προσόντα του πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου, διαφορετικά δεν θα κρινόταν ως προσοντούχα για να αξιολογηθεί.  Αυτό, σ΄ αντίθεση με τη θέση της δικηγόρου των καθ΄ ων στη σελ. 11 της γραπτής της αγόρευσης, όπου αναφέρθηκε ότι το δίπλωμα του Phillips College δεν αποτελούσε πανεπιστημιακό τίτλο κατά τον ουσιώδη τότε χρόνο, όπως απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας.  Αυτό δεν εξηγείται ποσώς, αλλά απλά αναφέρεται ότι αυτό «είναι γνωστό».  Δεν έχουν, όμως, έτσι τα πράγματα διότι αυτό είναι ενάντια στο δεδικασμένο, αλλά και διότι αντιπαραβολή της κρίσης των καθ΄ ων για την άλλη υποψήφια Ιωάννα Κυριάκου που κατέχει BA in Accounting Finance από το Phillips College, πιστοποιεί ότι το τελευταίο δεν θεωρήθηκε ως καλυπτόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας, διότι δεν είναι στη θεματολογία που εκεί αναφέρεται.  Δεν λέχθηκε κάτι αντίστοιχο για την αιτήτρια.

 

Ταυτόχρονα επιχειρείται στην ίδια σελίδα της αγόρευσης των καθ΄ ων να ταξινομηθεί το μεταπτυχιακό της αιτήτριας ως πρώτος πανεπιστημιακός τίτλος και ότι «προφανώς» αυτό λήφθηκε κατά τέτοιο τρόπο υπόψη για να θεωρηθεί η αιτήτρια ως κατέχουσα τα προσόντα.  Τέτοια θέματα δεν είχαν βεβαίως εγερθεί ή κριθεί προηγουμένως στις δύο προαναφερθείσες ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεν τέθηκε ποτέ σε αμφιβολία ότι η αιτήτρια είχε πρώτο πανεπιστημιακό δίπλωμα, του Master of Business Administration από το University of Kent θεωρουμένου κατά τον Ηλιάδη, Δ., στις συνεκ. υποθ. αρ. 806/02 και 814/02, ως μεταπτυχιακό προσόν και μάλιστα σε καταλληλότερο τομέα για τις ανάγκες της επίδικης θέσης του διοικητικού λειτουργού, χαρακτηριζομένου ταυτόχρονα από το Δικαστήριο ως πέραν της οριακής αξίας ενόψει του ότι το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες.  Αυτή η κρίση του εκεί Δικαστηρίου σαφώς αποτελεί δεδικασμένο και δεν είναι νοητό να γίνεται τώρα συζήτηση για την κατοχή του μεταπτυχιακού της αιτήτριας, ως πρώτου πτυχίου.  Αυτά είχαν ήδη ξεπεραστεί.  Και αν με την καταληκτική πρόταση της κρίσης των καθ΄ ων για την αιτήτρια, εννοείτο ότι το μεταπτυχιακό της δεν αποτελούσε καν πανεπιστημιακό τίτλο, για να θεωρείτο υποψήφια, τότε αυτό είναι πεπλανημένο ενόψει των ανωτέρω.  Αν εννοείτο ότι επειδή το προσόν είναι επιπρόσθετο του πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου, αυτό είναι άλλο, και φαίνεται απ΄ αυτό η αναγνώριση άλλου προσόντος ως πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου.

        Άλλη πλάνη είναι ότι, τόσο η Συμβουλευτική, όσο και οι καθ΄ ων αναφέρονται σε επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους ως το καταλληλότερο για τη θέση «σε σύγκριση με τους υπόλοιπους», αλλά δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά στο πρόσθετο ή επιπλέον προσόν της αιτήτριας, αυτό του Diploma in Marketing, που έλαβε τον Ιούνιο του 1990 από το Chartered Institute of Marketing από τους καθ΄ ων στη συνεδρία τους ημερ. 6.5.08.  Η εντελώς αόριστη και γενική αναφορά σε προσόντα στη σελ. 8 του πρακτικού που επικαλείται η συνήγορος των καθ΄ ων, δεν επαρκεί, ούτε ακόμη και να καλύψει τη γενική αναφορά που έγινε από τη Συμβουλευτική στη δική της έκθεση, ημερ. 15.4.08.  Δεν έγινε δηλαδή ορθή συγκριτική παραπομπή εφόσον δεν αξιολογήθηκε συγκεκριμένα το πρόσθετο αυτό προσόν ώστε να τύχει εξέτασης και ταξινόμησης από το διορίζον όργανο.

 

        Άλλη πλάνη των καθ΄ ων, ήταν η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους σε ουσιαστική σύγκριση μόνο με την Ιωάννα Κυριάκου, όσον αφορά τα κριτήρια της αξίας και της αρχαιότητας.  Προφανώς, οι καθ΄ ων λειτούργησαν στη βάση της τελευταίας ακυρωτικής απόφασης του Γαβριηλίδη, Δ., στην προσφυγή υπ΄ αρ. 891/05, ρητά καταγράφοντας ότι την έλαβαν υπόψη. Στην προσπάθεια τους να δικαιολογήσουν την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους σε σύγκριση αυτού με την Ιωάννα Κυριάκου, σύγκριναν μόνο τις δύο, θεωρώντας ότι η τελευταία υστερούσε σε αξία όπως προέκυπτε από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, ενώ υστερούσε και σε αρχαιότητα γεγονός που προσέδιδε στο ενδιαφερόμενο μέρος και υπέρτερη πείρα.

 

        Δεν έπραξαν όμως το ίδιο στα δύο αυτά κριτήρια έναντι και της αιτήτριας, την οποία  σύγκριναν με το ενδιαφερόμενο μέρος μόνο σε ό,τι αφορούσε τα προσόντα και πάλι όμως κατά το λανθασμένο ή ασαφή τρόπο που εξηγήθηκε προηγουμένως.  Και δεν είναι νοητό να θεωρηθεί, όπως εισηγούνται οι καθ΄ ων και το ενδιαφερόμενο μέρος, ότι οι καθ΄ ων είχαν κατά νουν την ήδη γενόμενη αξιολόγηση της αιτήτριας, αλλά και τα όσα λέχθηκαν στην ακυρωτική απόφαση του Ηλιάδη, Δ., με αποτέλεσμα να μην ήταν ανάγκη να επανακαταγραφούν.  Ήταν  υποχρέωση των καθ΄ ων να δικαιολογήσουν την απόφαση αποκλεισμού της αιτήτριας, την οποία η Επιτροπή διεξαγωγής προσωπικών συνεντεύξεων έκρινε ως εξαιρετική υποψήφια, συγκρίνοντας την με το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο και επελέγη για διορισμό, σε ό,τι αφορά ένα έκαστο των τριών κριτηρίων επιλογής έναντι κάθε υποψήφιου. Οι δύο προηγούμενες αποφάσεις είχαν ως υπόβαθρο το αναιτιολόγητο των αντίστοιχων προσβαλλόμενων πράξεων ως προς την επιλογή του εκάστοτε ενδιαφερόμενου μέρους.  Και εφόσον, όπως υποδείχθηκε και προηγουμένως, η παρούσα αιτήτρια διατηρεί έννομο συμφέρον στην κατάθεση της υπό κρίση προσφυγής, έπεται ότι έπρεπε και αυτή να αξιολογηθεί και συγκριθεί (όπως και κάθε άλλος υποψήφιος), από τους καθ΄ ων, ολοκληρωμένα.

 

 Προκύπτει επομένως και ζήτημα ορθής αιτιολογίας, η οποία δεν μπορεί εδώ να εξαχθεί ή να συμπληρωθεί από το περιεχόμενο των φακέλων, εφόσον το σχετικό πρακτικό των καθ΄ ων δεν περιέχει  οποιαδήποτε καταγραφή ως προς τα δεδομένα που λήφθηκαν υπόψη προς επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους και προς αποκλεισμό της αιτήτριας.  (δέστε Χαράλαμπος Φανίδης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Α.Ε. αρ. 60/06, ημερ. 22.9.08).  Άλλωστε, οι σχετικοί Κανονισμοί των καθ΄ ων (Καν. 3(2) του Μέρους ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα της Κ.Δ.Π. αρ. 291/86), απαιτεί αιτιολογημένη έκθεση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και βεβαίως απαιτείται αιτιολογία και από τους ίδιους τους καθ΄ ων.  Πρόσθετα, ο Καν. 23(2) που αφορά τις προαγωγές, ρυθμίζει ότι οι προαγωγές αποφασίζονται βάσει της πείρας, της αξίας, της ικανότητας και της αρχαιότητας σε συσχετισμό με το εκάστοτε ισχύον για τη θέση σχέδιο υπηρεσίας και της επίδοσης κάθε υποψήφιου στην υπηρεσία.

 

        Όλα τα ανωτέρω, οδηγούν σε κατάρρευση της κρίσης των καθ΄ ων και η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί.  Ορθό είναι όμως να λεχθεί ότι η θέση αν και πρώτου, στην ουσία, διορισμού, επειδή προκηρύχθηκε εσωτερικά των λειτουργών των καθ΄ ων, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για προαγωγές, ακολουθήθηκαν κατ΄ αναλογία όπως είναι και η θέση  της συνηγόρου των καθ΄ ων στη γραπτή της αγόρευση (σελ. 5 υπό στοιχείο (γ) «Αρχαιότητα»), το συζητά δε σ΄ αυτή τη βάση και ο συνήγορος της αιτήτριας.  Επομένως, τα κριτήρια της αρχαιότητας, της αξίας, της ικανότητας, των προσόντων και της απόδοσης στην υπηρεσία («τα παραδεδεγμένα κριτήρια»), λήφθηκαν υπόψη από τους καθ΄ων κατά την επιλογή τους.  Το Δικαστήριο δεν χρειάζεται, όμως, να τα εξετάσει ούτε να εκφέρει οποιαδήποτε κρίση επί του τρόπου που οι καθ΄ων και προηγουμένως η Συμβουλευτική, χρησιμοποίησαν τα παραδεδεγμένα κριτήρια, ενόψει του ότι όπως αναλύθηκε προηγουμένως, εμφιλοχώρησε ουσιώδης πλάνη σε διάφορα επί μέρους ζητήματα που αφορούν αυτή ταύτη την εφαρμογή των κριτηρίων, όπως, για παράδειγμα, ως προς το μεταπτυχιακό προσόν της αιτήτριας, ενώ δεν υπήρξε στην ουσία σύγκριση της αιτήτριας και ως προς τα υπόλοιπα κριτήρια, ώστε να υπάρχει η θέση των καθ΄ ων.

        Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.  Επιδικάζονται €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων.  Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο