ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 788/2008)

 

29 Ιανουαρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

TIVOLI PROPERTY LTD,

Αιτητές,

-         v.   -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------

Κ. Μιχαηλίδης, για τους Αιτητές.

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Στις 13.9.1991, το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων (εφεξής «το Υπουργείο»), δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας σχετική γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης για τα τεμάχια με αριθμό 329 (ολόκληρο) και 390 (μέρος) του συμπλέγματος 25 στην ενορία Τρυπιώτη της πόλης Λευκωσίας, τα οποία θεωρήθηκαν αναγκαία για σκοπούς δημοσίας ωφελείας, δηλαδή, «... για την πολεοδομική και χωροδομική αναβάθμιση και βελτίωση της περιοχής του αστικού κέντρου της Λευκωσίας» η δε απαλλοτρίωση επιβαλλόταν για «... τη διασφάλιση της λειτουργικής και οπτικής συνέχειας και των δυνατοτήτων ενιαίας πολεοδομικής διαμόρφωσης ή ανάπτυξης ή αξιοποίησης του αστικού κέντρου της Λευκωσίας». 

 

        Οι αιτητές,  ως ιδιοκτήτες του τεμαχίου 390, δεν υπέβαλαν ένσταση  λόγω της απουσίας τότε των μετόχων τους στο εξωτερικό με αποτέλεσμα η απαλλοτριούσα αρχή να δημοσιεύσει το διάταγμα απαλλοτρίωσης στις 8.11.1991.  Στη συνέχεια προσφέρθηκε στις 9.7.1992 αποζημίωση για το ποσό των ΛΚ400.000, την οποία οι αιτητές αποδέχθηκαν με επιφύλαξη στις 11.8.1992.  Η Δημοκρατία δεν κατέβαλε το ποσό με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και να εκδοθεί εξ συμφώνου απόφαση στις 15.9.1993 για το ισόποσο, το δε απαλλοτριωθέν τεμάχιο ενεγράφη επ΄ ονόματι της Δημοκρατίας στις 9.5.1994.

 

 Οι αιτητές οι οποίοι απέμειναν με το υπόλοιπο μέρος του τεμαχίου που ήταν προηγουμένως στην ιδιοκτησία τους και για το οποίο μέρος είχε εκδοθεί πλέον νέος τίτλος, επιθυμώντας να το αξιοποιήσουν απηύθυναν σωρεία επιστολών μέσω του δικηγόρου τους στις αρμόδιες αρχές και συγκεκριμένα στον εκάστοτε Γενικό Διευθυντή ή Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων, θέτοντας το ερώτημα με ποιο τρόπο το απαλλοτριωθέν κτήμα θα χρησιμοποιείτο, ως πλατεία ή για ανέγερση οικοδομής οπότε θα είχε σημασία το μέγεθος και ο τρόπος ανέγερσης τέτοιας οικοδομής, ώστε και οι αρχιτέκτονες τους να μπορούν να τοποθετήσουν την ανάπτυξη που οι ίδιοι επιθυμούσαν μέσα στο εναπομείναν τεμάχιο.  Η πρώτη τέτοια επιστολή απεστάλη στις 19.8.1992, στην οποία η θέση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου στις 7.10.1992, ήταν ότι προς το παρόν δεν μπορούσε να απαντήσει στα ερωτήματα διότι «... το μέγεθος και το είδος του έργου θα καθοριστούν από τις ιδέες που θα υποβληθούν στο διαγωνισμό ιδεών.».  Στις 12.12.1992, απεστάλη από τους αιτητές επιστολή προς τον Επίτροπο Διοίκησης ο οποίος απάντησε ότι είχε θέσει το παράπονο ενώπιον του τότε Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων.  Στις 19.10.1993, οι αιτητές ζήτησαν την κατεδάφιση των απαλλοτριωθέντων υποστατικών για να μπορέσουν και οι ίδιοι να προχωρήσουν με την κατεδάφιση των δικών τους υποστατικών επί του μέρους του τεμαχίου που παρέμεινε.

 

 Στις 17.2.1994, με νέα επιστολή οι αιτητές ζήτησαν από το Υπουργείο  να λάβει μέτρα για την έξωση των ενοικιαστών και την κατεδάφιση του απαλλοτριωθέντος κτιρίου για να πληροφορηθούν από τον Γενικό Διευθυντή στις 3.3.1994, ότι τα σχετικά μέτρα προωθούνταν.  Επαναλήφθηκε το αίτημα στις 22.12.1994, συνεχίστηκε δε η σχετική αλληλογραφία μέχρι και τις 15.2.2001, με την υποβολή παρομοίου αιτήματος από τους αιτητές πάντοτε με στόχο την εκμετάλλευση του εναπομείναντος τεμαχίου.  Στις 28.5.2001 απαντήθηκε από το Υπουργείο ότι η διαδικασία έξωσης δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, ότι όταν θα αποφασιζόταν το χρονοδιάγραμμα κατεδάφισης των κτιρίων στην περιοχή οι αιτητές θα ενημερώνονταν, και ότι βρισκόταν σε εξέλιξη η ετοιμασία νέου γενικού χωροταξικού σχεδίου για την ευρύτερη περιοχή του Γ.Σ.Π. μετά τη λήψη πολιτικής απόφασης για την ανέγερση του κτιρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων στην περιοχή νοτιότερα  της αρχιγραμματείας. 

 

        Στις 23.12.2004, απεστάλη νέα επιστολή από τους αιτητές μέσω του δικηγόρου τους στην οποία με αναφορά στην προηγούμενη αλληλογραφία καταγράφηκε ότι το απαλλοτριωθέν κτήμα χρησιμοποιείτο ως χώρος σταθμεύσεως δημοσίων υπαλλήλων και ότι παρά τις συγκεκριμένες ερωτήσεις που κατά καιρούς απηύθυναν ως προς τον τρόπο που η Δημοκρατία είχε πρόθεση να χρησιμοποιήσει το απαλλοτριωθέν ακίνητο, ουδεμία συγκεκριμένη απάντηση είχε δοθεί.  Η επιστολή αυτή απαντήθηκε στις 19.4.2005, από λειτουργό του Υπουργείου ότι θα δίνονταν οι πληροφορίες που ζητούντο από τους αιτητές μετά τη διερεύνηση του θέματος και τη συμπλήρωση της έρευνας.  Οι αιτητές στις 8.11.2007, με αναφορά και πάλι στην προηγούμενη αλληλογραφία, ζήτησαν αυτή τη φορά με την καταβολή του ποσού της απαλλοτρίωσης πίσω στη Δημοκρατία, την επιστροφή του ακινήτου που απαλλοτριώθηκε, εφόσον ο σκοπός για τον οποίο είχε γίνει η απαλλοτρίωση δεν είχε επιτευχθεί, αλλά αντίθετα είχε στην ουσία εγκαταλειφθεί, εφόσον η Δημοκρατία σε κανένα μέτρο δεν είχε προβεί για την υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, πέραν της κατεδάφισης των επί του ακινήτου υφισταμένων υποστατικών, για να χρησιμοποιείται όμως το ακίνητο ως χώρος στάθμευσης.  Η τότε Υπουργός απάντησε στις 9.11.2007 ότι επιφυλασσόταν να πάρει θέση επί του αιτήματος μόλις ολοκληρωνόταν η μελέτη από το Υπουργείο.  Εν τέλει επανεζητήθη με επιστολή των αιτητών ημερ. 18.3.2008, η επαναφορά και επιστροφή του απαλλοτριωθέντος μέρος του κτήματος σε αυτούς, εφόσον παρά την πάροδο 16 ετών δεν κατέστη δυνατό από το Υπουργείο να δοθεί συγκεκριμένη απάντηση ως προς το σκοπό για τον οποίο είχε γίνει απαλλοτρίωση και εν πάση περιπτώσει δεν υπήρξε οποιαδήποτε θετική ανταπόκριση στο αίτημα της επιστροφής.  Ακολούθησε η καταχώρηση στις 3.6.2008 της παρούσας προσφυγής, εφόσον δεν υπήρξε απάντηση από τον Υπουργό.

 

        Οι αιτητές στη γραπτή τους αγόρευση παραπέμπουν στα πιο πάνω καταγραφέντα δεδομένα και στις επιστολές που ανταλλάγηκαν οι οποίες και επισυνάφθηκαν ως παραρτήματα στην προσφυγή με αντίστοιχα παραρτήματα να έχουν επισυναφθεί και στην ένσταση των καθ΄ ων.  Η νομική θεμελίωση του αιτήματος της επιστροφής εδράζεται στο Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και στη σχετική νομολογία που ο συνήγορος των αιτητών καταγράφει στην αγόρευση του.  Οι καθ΄ ων απαντούν στη δική τους αγόρευση ότι οι αιτητές δεν μπορούν να χαρακτηρίζουν το σκοπό της απαλλοτρίωσης ως αόριστο, γενικό και νεφελώδη, ενόψει του ότι δεν υπήρξε ένσταση στη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης.  Με δεδομένο δε το έγκυρο του καταγραφέντος σκοπού της απαλλοτρίωσης, οι καθ΄ ων εισηγούνται ότι ο σκοπός αυτός εντάχθηκε στον ευρύτερο πολεοδομικό σχεδιασμό για το κέντρο της Λευκωσίας, ο οποίος είχε προδιαγραφεί και εκφραστεί σε όλα τα Τοπικά Σχέδια της πόλης και περιελάμβανε σειρά μεγάλων έργων.

 

  Από την πρώτη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας την 1.12.1990, είχε καθοριστεί ως βασικός σκοπός του Τοπικού Σχεδίου η δημιουργία ενός πολυλειτουργικού κέντρου στα πλαίσια του οποίου θα υπήρχε δημιουργία ανοικτών δημόσιων χώρων διαφόρων κλιμάκων που θα συνέβαλλαν στη δημιουργία ενός δυναμικού και πολυδιάστατου αστικού χώρου.  Στα πλαίσια αυτά είχε αποκτηθεί και η επίμαχη ιδιοκτησία.  Το 1994 προκηρύχθηκε αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για το Γενικό Χωροταξικό Σχέδιο της ευρύτερης περιοχής αρχιγραμματείας και παλαιού Γ.Σ.Π., διορίστηκε δε Υπουργική Επιτροπή για την παρακολούθηση της υλοποίησης των έργων, ανάμεσα στα οποία είναι η δημιουργία Μεγάρου Πολιτισμού Κύπρου, η ανέγερση του οποίου θα αρχίσει το Σεπτέμβριο (εννοείται ίσως το Σεπτέμβριο του 2009, εφόσον στις 22.9.2009 καταχωρήθηκε η γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων), του κτιρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων «η ανέγερση του οποίου θα αρχίσει το Νοέμβριο», του Κρατικού Θεάτρου, η ανέγερση του οποίου άρχισε ήδη από το Νοέμβριο του 2008, ενώ στα πλαίσια του σχεδίου ήδη ανεγέρθηκε το κτίριο του Υπουργείου Οικονομικών και τα Γραφεία της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.

 

  Η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή στις συνεδρίες της 29.3.2005 και 13.5.2005 επιβεβαίωσε τη στρατηγική σημασία της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας των αιτητών ως βασικό συνδετικό στοιχείο στο σχεδιασμό του Γενικού Χωροταξικού Σχεδίου, με βασικό στόχο ο χώρος αυτός να παραμείνει ελεύθερος ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργική, οπτική και χωρική ενότητα της περιοχής.  Το γεγονός ότι παρέμεινε ελεύθερος ή θα διατηρηθεί ελεύθερος, δεν σημαίνει εγκατάλειψη του σκοπού της απαλλοτρίωσης, ούτε προβλήματα στον προγραμματισμό του ευρύτερου σχεδιασμού, ενώ το τεμάχιο παρέχει και τη δυνατότητα για μελλοντική διάνοιξη δρόμου με δυνατή την ενιαία λειτουργία της ιδιοκτησίας με το χώρο της Βουλής των Αντιπροσώπων.  Με αυτά τα δεδομένα δεν υπάρχει καμία εγκατάλειψη του όλου προγραμματισμού στον οποίο εντάχθηκε η απαλλοτρίωση του επιδίκου τεμαχίου.

 

        Πριν το Δικαστήριο προχωρήσει στην ανάλυση και κατάληξη, να λεχθεί ότι παραμένει δεδομένος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης όπως καταγράφηκε στη σχετική γνωστοποίηση εφόσον δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε ένσταση εκ μέρους των αιτητών, όπως το αναγνωρίζει και ο ίδιος ο συνήγορος τους στη σελ. 2 της απαντητικής του αγόρευσης.  Η μη προσβολή όμως του εγκύρου του διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν αποστερεί τους αιτητές από το δικαίωμα να ζητήσουν την επιστροφή του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου εφόσον η υποχρέωση της διοίκησης για την υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης είναι διαρκής.  Είναι, μάλιστα, με αναφορά στον καταγραφέντα σκοπό που γίνεται ο εκ των υστέρων έλεγχος της υλοποίησης του.

 

Η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166,  με αναφορά και στη Mustafa v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 44, διατύπωσε τη γενική αρχή ότι η υποχρέωση της διοίκησης είναι συνεχιζόμενη, αναφέροντας τα εξής: 

 

«Η υποχρέωση της διοίκησης να προσφέρει επιστροφή κτήματος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του οποίου δεν κατέστη εφικτός, όπως επιβάλλεται με συνταγματική ισχύ στο Άρθρο 23.5, είναι άρρηκτα και πάγια ακόλουθη της υποχρέωσης της εκείνης.. Ανεπιτυχής προσβολή τέτοιας απόφασης ή παράλειψη εμπρόθεσμης προσβολής της διατηρεί τη νομιμότητα της ως διοικητικής κρίσης επί των δεδομένων της.  Δεν καταργεί όμως τη θεμελιακή υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να επανέλθει με νέο αίτημα για επιστροφή.»

 

        Το Άρθρο 23 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, προνοεί με την παράγραφο  5 αυτού  ότι  οποτεδήποτε  ακίνητη  ιδιοκτησία    έχει απαλλοτριωθεί αναγκαστικώς, αυτή θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικώς  για  αυτό  το  σκοπό.    Το Άρθρο 23.5, προνοεί ότι αν δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εντός τριών ετών, η απαλλοτριώσασα αρχή υποχρεώνεται να προσφέρει την ιδιοκτησία επί τη καταβολή της τιμής κτήσεως στο πρόσωπο από το οποίο την απαλλοτρίωσε.  Σε τέτοια περίπτωση το πρόσωπο εκείνο δικαιούται σε τρεις μήνες να γνωστοποιήσει την πρόθεση του κατά πόσο αποδέχεται ή όχι την επιστροφή.

 

        Όπως ορθά υπέδειξε και η υπόθεση Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 824, στην οποία έγινε με επιδοκιμασία αναφορά στην Ευθυμιάδης - ανωτέρω -  η ορθή ερμηνεία ως προς το εύρος του Άρθρου 23.5, πρέπει να συνάδει με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας γι΄ αυτό και η απαλλοτριούσα αρχή μέσα στην προβλεπόμενη από το Σύνταγμα περίοδο πρέπει να λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης «εφικτό», υλοποιήσιμο, δηλαδή, σε εύλογο χρονικό διάστημα.  Μέσα από την ανασκόπηση της νομολογίας που έγινε στην Ευθυμιάδης, εξηγήθηκε στη σελ. 183:

 

 «.. ότι η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό.  Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των οικονομικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες ...».

 

Όπως έχει περαιτέρω υποδείξει η Ευθυμιάδης, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να εξετάσει αντικειμενικά κατά πόσο η διοίκηση έχει προβεί στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα σε εκείνες τις εύλογες ενέργειες που θα ήταν αναγκαίες για υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης.  Πρόκειται λοιπόν για μια άσκηση υπαγωγής των πραγματικών δεδομένων στο κριτήριο που έχει θέσει η νομολογία και με αυτή την αντιμετώπιση κρίνεται ότι εδώ οι καθ΄ ων αδικαιολόγητα αρνήθηκαν διά της παραλείψεως τους την επιστροφή του επιδίκου ακινήτου στους αιτητές. 

 

 Τα προηγουμένως λεπτομερώς καταγραφέντα γεγονότα, δείχνουν αβίαστα ότι σε διάφορες χρονικές περιόδους, σε χρόνο αναγόμενο μάλιστα πολύ πέραν των τριών ετών που προβλέπει το Σύνταγμα, η Δημοκρατία δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει στους αιτητές, πώς ακριβώς θα χρησιμοποιείτο το ακίνητο που απαλλοτρίωσαν.  Πέραν του ευλόγου του κατά καιρούς απευθυνθέντος ερωτήματος από τους αιτητές για να δυνηθούν και οι ίδιοι να αξιοποιήσουν κατά βούληση το εναπομείναν τεμάχιο τους, ήταν και νομολογιακά προσδοκούμενο, η ομολογουμένως γενική αναφορά στον επιδιωκόμενο σκοπό της διασφάλισης «... λειτουργικής και οπτικής συνέχειας και των δυνατοτήτων ενιαίας πολεοδομικής διαμόρφωσης ...», να λάβει συγκεκριμένη μορφή μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου.  Αναμφίβολα, η πάροδος 17 σχεδόν ετών από την ημέρα της απαλλοτρίωσης χωρίς να έχει υλοποιηθεί το έργο ή έστω να έχει ενταχθεί το ακίνητο σε μια συγκεκριμένη και εκ των προτέρων σχεδιασμένη και ολοκληρωμένη αναδόμηση, δεν μπορεί να καταστήσει το σκοπό της απαλλοτρίωσης ως εφικτώς πραγματοποιηθέντα.

 

Το Δικαστήριο συμφωνεί απόλυτα με τα λεχθέντα από τον Νικολαΐδη, Δ., στη Φιλιαστίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1008/04, ημερ. 7.9.06, ότι δεν είναι επιτρεπτό να απαλλοτριώνεται ακίνητη περιουσία, ιδιαίτερα όταν είναι μεγάλης έκτασης, με γενικές αναφορές.  Αυτό είναι αντίθετο, όπως και στην παρούσα περίπτωση, με την αρχή ότι από τη χρονική κιόλας στιγμή της δημοσίευσης της γνωστοποίησης, η διοίκηση θα έπρεπε να ήταν ήδη έτοιμη με τα αναγκαία προαπαιτούμενα για την υλοποίηση της πρόθεσης τους.  Η διοίκηση οφείλει, μετουσιώνοντας σε πράξη την πρόθεση της, να έχει ανά χείρας έτοιμο όχι μόνο το ολοκληρωμένο σχέδιο υλοποίησης του όποιου έργου, αλλά και να έχει με συνέπεια και σύνεση προγραμματίσει εκ των προτέρων την οικονομική διάρθρωση, αλλά και βιωσιμότητα του.  Αναμφίβολα εδώ, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ως είχε καθοριστεί στη σχετική γνωστοποίηση (Παράρτημα 1 στην ένσταση), ήταν υπέρμετρα γενικευμένος.

 

Τα όσα έχουν καταγραφεί στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων, όπως περαιτέρω εξειδικεύθηκαν στην προφορική αγόρευση του κ. Καλλίγερου, έχουν εν πολλοίς αναφορά στο περιεχόμενο της επιστολής της Μαρκέλλας Χατζηδά του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ημερ. 22.10.2008, που απευθύνθηκε επειγόντως στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου (δέστε   ερυθρά 75-73 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως Τεκμ. «Α» κατά τις διευκρινίσεις).  Η επιστολή αυτή απευθύνθηκε στο Υπουργείο ως αποτέλεσμα της καταχώρησης της παρούσας προσφυγής, όπως φαίνεται από τη σχετική επιστολή που το Υπουργείο απηύθυνε στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, υπόψη, μάλιστα, της Μ. Χατζηδά (ερυθρό 72), ενώ απάντηση από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως για το ζήτημα εκκρεμούσε, όπως φανερώνεται από το ερυθρό 69, από τον Απρίλιο του 2008.

 

 Η επιστολή και το περιεχόμενο της αναμφίβολα δεν μπορούν να αποτελούν εκ των υστέρων δεδομένα τα οποία το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη, όχι μόνο διότι απεστάλη μετά την καταχώρηση της προσφυγής, αλλά και διότι τα όσα προγραμματίζοντο να γίνουν προς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης ουδέποτε αναφέρθηκαν στους αιτητές παρά τις πολλαπλές προσπάθειες τους να εκμαιεύσουν συγκεκριμένη απάντηση από τις αρμόδιες αρχές ως προς τη χρήση του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου. Ουδέποτε, για παράδειγμα, έτυχε αναφοράς σε οποιοδήποτε προγενέστερο χρόνο η δημιουργία πολυλειτουργικού κέντρου ή ότι η υπό κρίση ιδιοκτησία βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο και είναι απαραίτητη για την ορθή λειτουργία του Γενικού Χωροταξικού Σχεδίου.  Οι κατά καιρούς απαντήσεις είτε από τον ίδιο τον Υπουργό ή από λειτουργούς του παρέπεμπαν ουσιαστικά σε διερεύνηση των δεδομένων (ακόμη και μετά από πολλά χρόνια), πριν δοθεί οποιαδήποτε συγκεκριμένη απάντηση η οποία και ουδέποτε δόθηκε. Εάν, όπως αναφέρεται στην επιστολή, αποσπασματική ανάπτυξη του εν λόγω τεμαχίου θα υπονόμευε τη «λειτουργική και χωρική ενότητα της περιοχής», όπως περιγράφεται ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, τότε είναι αξιοπερίεργη η «χρήση» του τεμαχίου τόσα χρόνια μετά την απαλλοτρίωση και την πρώτη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας την 1.12.1990, ως χώρος στάθμευσης δημοσίων λειτουργών.  Αυτή η «χρήση» φανερώνει ότι παρά την παρέλευση τόσων ετών, τίποτε το ουσιαστικό δεν έγινε προς στοχευμένη αξιοποίηση του. Σημειώνεται ότι η Μ. Χατζηδά αναφέρει στην επιστολή της ότι στο συγκεκριμένο χώρο «.. προτείνεται η δημιουργία πλατείας και η πιθανή χωροθέτηση ενός κέντρου επικοινωνίας και πληροφόρησης, καθώς και η ενοποίηση του με το χώρο ανέγερσης της Βουλής των Αντιπροσώπων.». 

 

Παρατηρείται ότι τα πιο πάνω έρχονται σε αντίθεση με τα όσα ο συνήγορος των καθ΄ ων ανέφερε κατά την προφορική του αγόρευση ότι το επίδικο τεμάχιο συμμετέχει στη διαμόρφωση του συνόλου του χώρου με το να παραμένει ανοικτός δημόσιος χώρος (δέστε και παρ. 5 της γραπτής του αγόρευσης).  Αλλά, κατά μείζονα λόγο, ακόμη και στις 22.10.2008, ημερομηνία της επιστολής της Μ. Χατζηδά, γίνεται λόγος για πρόταση δημιουργίας πλατείας και πιθανή χωροθέτηση ενός κέντρου επικοινωνίας και πληροφόρησης, ενώ 17 χρόνια μετά γίνεται λόγος για προκαταρκτικές ακόμη τροποποιήσεις στα αρχιτεκτονικά σχέδια.  Στην πιο πάνω επιστολή γίνεται επίσης λόγος για προγραμματισμό προκήρυξης αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για την ανάπλαση του χώρου του παλαιού Γ.Σ.Π. και για αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το Γενικό Χωροταξικό Σχέδιο της ευρύτερης περιοχής αρχιγραμματείας και παλαιού Γ.Σ.Π., που έγινε το 1994. 

 

Είναι σαφές ότι ουδέποτε υπήρξε, όπως παρουσιάζεται και από την αλληλογραφία, εκ των προτέρων στοχευμένη και προγραμματισμένη μελέτη για τη διαμόρφωση του όλου χώρου.  Είναι γι΄ αυτό το λόγο που στις διάφορες επιστολές των αιτητών, όπως εύστοχα παρατηρεί ο κ. Μιχαηλίδης, η απάντηση του Υπουργείου ήταν πάντοτε αόριστη, χωρίς να κατανομάζονταν συγκεκριμένα έργα τα οποία είτε είχαν γίνει, είτε αναμένοντο σε τακτό χρονικό διάστημα να γίνουν, ουδέποτε δε έγινε παραπομπή ή αναφορά ή κατατέθηκαν στο Δικαστήριο αρχιτεκτονικά σχέδια ή μια ενοποιημένη κατάσταση ή έκθεση, αν όχι από το χρονικό σημείο της δημοσίευσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης, τουλάχιστο εντός ευλόγου χρόνου μετέπειτα.  Ο διοικητικός φάκελος Τεκμ. «Α», ουδέν σχετικό περιέχει, πέραν της επιστολής της Μ. Χατζηδά, που όπως αναφέρθηκε θέτει εκ των υστέρων τα όποια δεδομένα.

 

  Έχει αναγνωριστεί και από το παρόν Δικαστήριο   ότι λαμβάνονται υπόψη πρακτικές δυσκολίες που δυνατόν να συναντώνται κατά την προσπάθεια υλοποίησης ενός έργου και αναμφίβολα είναι αναμενόμενη και επιτρεπτή η παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος για να αντιμετωπιστούν και τα διάφορα γραφειοκρατικά προβλήματα και οι εγγενείς δυσκολίες όταν εμπλέκονται διάφορα κυβερνητικά τμήματα (δέστε Λευκή Ρογήρου Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1473/07, ημερ. 23.12.08).  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια είναι που και η Ευθυμιάδης - ανωτέρω - έχει προβεί σε μια διασταλτική στην ουσία ερμηνεία της καθοριζομένης στο Σύνταγμα περιόδου των τριών χρόνων, ώστε να δίνεται η ευκαιρία στη διοίκηση να αποδείξει ότι ο σκοπός δεν έχει εγκαταλειφθεί και δεν κατέστη ανέφικτος.  Ταυτόχρονα, όμως, η διοίκηση πρέπει να λαμβάνει εκείνα τα ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης υλοποιήσιμο, εφικτό δηλαδή σε εύλογο χρόνο. Είναι γι΄ αυτό που χρειάζεται έγκαιρος, σαφής και ουσιαστικός προγραμματισμός.

 

        Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Καραολή ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 76:

 

 «. οι σκοποί που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης εξετάζονται μαζί με, και επηρεάζονται και από, άλλους παράγοντες όπως το περιεχόμενο της μελέτης που οδηγεί στο επίδικο Διάταγμα.  Μια τέτοια μελέτη ή σχέδιο, σύμφωνα με τη νομολογία, αποτελεί και προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης. (Glyki v. Municipal Corporation of Famagusta (1967) 3 C.L.R. 677).»

 

Περαιτέρω, στη Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών  (1998) 3 Α.Α.Δ. 307, αναφέρθηκε ότι η διοίκηση δεν προχωρά σε απαλλοτρίωση «... προτού εξετάσει τα σχέδια του έργου που δείχνει τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου για το οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση .. Η απαλλοτριούσα αρχή έχει την υποχρέωση να εξετάζει τις δυνατότητες πραγμάτωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και μέσα σε αυτά τα πλαίσια επιβάλλεται η ετοιμασία μιας ολοκληρωμένης μελέτης.».

 

Πρόσθετα, όπως αναφέρεται στον Τάχο: «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» 7η έκδ. 2003 σελ. 901, παρ. 158, δεν επαρκεί για τη νομιμότητα της πράξης, η απλή μνεία του σκοπού που από το νόμο θεωρείται ως δημοσίας ωφελείας, αλλά χρειάζεται εμπεριστατωμένη μελέτη από την οποία να προκύπτει η ανάγκη της απαλλοτρίωσης. (δέστε και το σύγγραμμα του Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος ΙΙ, 12η έκδ., 2006, σελ. 144, παρ. 517). 

 

Όπως έχει αναφερθεί και στην Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 543, η επιλογή της γης, η προώθηση της απαλλοτρίωσης και η κρίση της αρμοδίας αρχής σε σχέση με την αναγκαιότητα του έργου, αποτελούν θέματα, κατ΄ εξοχήν διοικητικά, στα οποία κατά κανόνα δεν επεμβαίνει το Δικαστήριο. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί υποχρέωση της απαλλοτριούσας αρχής προτού προχωρήσει στη λήψη της απόφασης για απαλλοτρίωση, να έχει και διαθέσιμη ολοκληρωμένη μελέτη αναφορικά προς το σκοπό της απαλλοτρίωσης.   Σχετική και επιβεβαιωτική των πιο πάνω είναι και η σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας, Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένου ν. Δήμου Ιδαλίου, Α.Ε. αρ. 125/2007, ημερ. 15.1.2009.

 

Το να καθορίζεται ο σκοπός της απαλλοτρίωσης με γενικότητα, όπως στην παρούσα περίπτωση, παρέχει μεν μεγαλύτερη ευχέρεια στη διοίκηση, αλλά την επιβαρύνει ταυτόχρονα με την αναγκαιότητα να προχωρήσει τάχιστα με τη συγκεκριμενοποίηση και υλοποίηση του έργου.   Η διοίκηση δεν μπορεί να καλύπτεται εσαεί πίσω από τη γενικότητα του σκοπού και να λέγει ως εξ αυτού ότι δεν έχει αδρανήσει. Εάν δεν είναι σε θέση να το πράξει, τότε φρονιμότερο είναι να γίνεται σταδιακή απαλλοτρίωση των διαφόρων τεμαχίων γης που χρειάζονται,  ιδιαίτερα όταν η υλοποίηση του έργου γίνεται κατά φάσεις, ούτως ώστε οι διάφορες απαλλοτριώσεις να γίνονται με την καταβολή αντισταθμιστικής αποζημίωσης που να έχει πραγματική αντιστοιχία με την αξία της γης.  Διαφορετικά, ο ιδιοκτήτης της γης που απαλλοτριώνεται πολύ ενωρίς με αντίτιμο μικρή σχετικά αποζημίωση, δικαίως ζητά με βάση το Άρθρο 23 του Συντάγματος την επιστροφή της ιδιοκτησίας του μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου.  Δικαίως, λοιπόν, οι αιτητές παραπονούνται έχοντας διαπιστώσει ότι μετά την πάροδο ενός πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος, ο απαλλοτριωθείς χώρος δεν χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό της απαλλοτρίωσης.  Το πρόβλημα έγκειται ακριβώς στην ανυπαρξία της αναγκαίας μελέτης και τον προκαθορισμό συγκεκριμένων έργων, χωροδομημένων με την αναγκαία επάρκεια και με το όραμα της διοίκησης να είναι ορατό και ελέγξιμο από το χρονικό σημείο που δημοσιεύεται η γνωστοποίηση.

 

Με τα πιο πάνω δεδομένα είναι φανερό ότι οι καθ΄ ων δεν έχουν λάβει εκείνα τα λογικά αναγκαία μέτρα προς επίτευξη του σκοπού ως όφειλαν με συγκεκριμένη βεβαίως αναφορά στο επίδικο τεμάχιο και όπως έχει καθορίσει και η Ευθυμιάδης - πιο πάνω - σελ. 180:

 

 «.. η έννοια του εφικτού να πραγματοποιηθεί έχει αναφορά όχι προς τις υποκειμενικές προθέσεις ή επιθυμίες της διοίκησης αλλά προς τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου.»

 

        Οι αιτητές δεν έχουν υποχρέωση να αποδείξουν ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης είτε έχει εγκαταλειφθεί, είτε έχει καταστεί μη εφικτός, αλλά να δείξουν ότι η διοίκηση δεν έλαβε εκείνες τις ενέργειες που ήταν ευλόγως αναγκαίες για υλοποίηση του έργου.

 

        Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων.  Με δεδομένο ότι η άρνηση των καθ΄ ων να επιστρέψουν το απαλλοτριωθέν κτήμα εμπεριέχει ως λογική απόρροια και τη συνεχιζόμενη παράλειψη τους να επιστρέψουν το ακίνητο, κρίνεται πρόσθετα ότι η παράλειψη των καθ΄ ων να ακολουθήσουν τη διαδικασία του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος είναι άκυρη και παν παραλειφθέν δέον όπως εκτελεστεί.

 

 

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                         Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ                                                             


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο