ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 633/2008)
14 Ιανουαρίου, 2010
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23.3 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
AZUDY CHUKWUMA OGWU,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Γιούλικα Χατζηπροδρόμου (κα), για Γ.Ζ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.
Δάφνη Νικολάτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από τη Νιγηρία, ήλθε στη Δημοκρατία στις 17/2/2007, με σκοπό να φοιτήσει στο Cyprus College. Μετά από αίτησή του, του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 30/6/2008, υπό την προϋπόθεση ότι η φοίτησή του θα ήταν πλήρης, ημερήσια και χωρίς άδεια εργασίας.
Στις 20/11/2007, στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας στη Λευκωσία, αλλοδαπός, επίσης υπήκοος Νιγηρίας, ο οποίος ήλθε στην Κύπρο παράνομα μέσω των κατεχομένων από τους Τούρκους περιοχών, προσπάθησε να περάσει στις ελεύθερες περιοχές, χρησιμοποιώντας το διαβατήριο και το βιβλιάριο του αιτητή. Ο αλλοδαπός συνελήφθη, ενώ εναντίον του αιτητή εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης. Εξετάστηκε υπόθεση πλαστοπροσωπίας, καταρτισμού πλαστού εγγράφου και κυκλοφορίας του, με αποτέλεσμα την καταχώριση εναντίον και των δύο της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 35011/2007, η οποία δεν κατέστη δυνατό να επιδοθεί στον αιτητή. Στη συνέχεια, αυτή, με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα, ανεστάλη, ο αλλοδαπός απελάθηκε - (8/2/2008) - ενώ ο αιτητής, ο οποίος, σύμφωνα με επιστολή του κολλεγίου του, ημερομηνίας 8/2/2008, δεν είχε εγγραφεί στο κολλέγιο μετά το Fall Semester του 2007, εντοπίστηκε στη Λευκωσία από αστυνομικούς της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως στις 10/2/2008 και, κατόπιν ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία. Συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση. Κατά τη σύλληψή του, παρουσίασε διαβατήριο, το οποίο είχε εκδοθεί στις 11/1/2008 στη Νιγηρία, αναφέροντας ότι, στις 21/12/2007, μετά που διαπίστωσε απώλεια του διαβατηρίου του και το δήλωσε, του εκδόθηκε ταξιδιωτικό έγγραφο και ταξίδεψε στη χώρα του, όπου του εκδόθηκε νέο διαβατήριο. Την επομένη εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασής του, για τα οποία ο ίδιος έλαβε γνώση με επιστολή ημερομηνίας 11/2/2008, η οποία του γνωστοποιήθηκε στις 13/2/2008 - (Τεκμήριο 11 στην ένσταση). Ο τότε συνήγορός του, με επιστολή ημερομηνίας 12/2/2008, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής «... εξακολουθεί να έχει την φοιτητική ιδιότητα και έχει άδεια παραμονής στην Δημοκρατία μέχρι τέλος Ιουνίου 2008. Εκείνο το οποίο έχει συμβεί είναι ότι καθυστέρησε η καταβολή των διδάκτρων για την παρούσα περίοδο (semester) η οποία όμως αναμένεται από τους γονείς του εντός των ημερών.». Ο αιτητής απελάθηκε στις 17/3/2008.
Με την παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα στις 23/4/2008, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασής του εκδόθηκαν κατά παράβαση του νόμου, υπό πλάνη περί τα πράγματα, χωρίς δέουσα έρευνα και στερούνται αιτιολογίας. Επίσης, ισχυρίζεται ότι, με αυτά, παραβιάστηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμά του να ακουστεί προηγουμένως. Η παραμονή του, υπέβαλε, ήταν καθόλα νόμιμη, αφού η άδεια προσωρινής παραμονής του έληγε στις 30/6/2008. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι συνελήφθη χωρίς να γνωρίζει το λόγο της σύλληψής του, η οποία, εν πάση περιπτώσει, είναι παράνομη, αφού τα διατάγματα του κοινοποιήθηκαν τρεις μέρες μετά από αυτή. Είναι η θέση του ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν με μόνο σκοπό την απέλασή του.
Είναι καλά νομολογημένο ότι κάθε απόφαση απέλασης αλλοδαπού αποτελεί διοικητική πράξη και ελέγχεται σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος. Η διακριτική ευχέρεια του κράτους να απελαύνει αλλοδαπούς είναι ευρεία, όχι όμως απόλυτη, αφού η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να ενεργεί καλόπιστα. Το Δικαστήριο, εάν η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης έχει ασκηθεί καλόπιστα, δεν επεμβαίνει - (βλ. Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203).
Στην Eddine ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 355/05, 4/7/05, σχετικά με το ίδιο ζήτημα, αναφέρεται:-
«Τηρουμένων των όποιων ειδικών διευθετήσεων βάσει διεθνών συνθηκών στις οποίες έχει προσχωρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία, κανένας αλλοδαπός δεν έχει δικαίωμα να απαιτήσει είσοδο ή παραμονή του στο έδαφος της. Του παρέχεται η δυνατότητα να ζητήσει είσοδο και παραμονή, να εξηγήσει το σκοπό του και να ικανοποιήσει την αρμόδια αρχή ότι η παρουσία του δεν θα αποβεί επιζήμια στο Κράτος. Η Δημοκρατία διατηρεί κυρίαρχο δικαίωμα να μην επιτρέπει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της, να μην ανανεώνει προσωρινή άδεια παραμονής και να ακυρώνει προσωρινή άδεια παραμονής που δεν έχει λήξει ακόμα. Δεδομένου πάντοτε ότι το αίτημα για είσοδο και παραμονή, όπως και ό,τι επακολουθεί, θα εξετάζεται με καλή πίστη. Στον αλλοδαπό αναγνωρίζεται μόνο το δικαίωμα να αντικρίζεται η περίπτωση του με καλή πίστη. Τίποτε περισσότερο.»
Η εκτίμηση των γεγονότων από τη διοίκηση δεν ελέγχεται από το δικαστήριο, το οποίο επεμβαίνει μόνο όταν τα συμπεράσματά της δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, ή εάν αυτή έχει υπερβεί τα όρια της διακριτικής εξουσίας της, η οποία, σε περιπτώσεις τόσο απέλασης όσο και άρνησης εισόδου στη Δημοκρατία αλλοδαπών, είναι πολύ ευρεία και συνάδει με την έννοια της εδαφικής κυριαρχίας. Το κράτος έχει την ευχέρεια να αποφασίσει κατά πόσο θα απελάσει αλλοδαπό που βρίσκεται στο έδαφός του, αλλά η εξουσία του αυτή θα πρέπει να ασκείται με τρόπο που να μην παραβιάζονται τα δικαιώματα του προσώπου αυτού, τα οποία απορρέουν από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς συνθήκες - (βλ. Moyo & Another v. Republic, (πιο πάνω)).
Στην παρούσα υπόθεση, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, (ο «Γενικός Διευθυντής»), εκδίδοντας τα επίδικα διατάγματα, ενήργησε στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων και της εξουσιοδότησης που παρέχει ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος, Κεφ. 105, (όπως έχει τροποποιηθεί). Δεν υπάρχει ένδειξη για κακόπιστη ενέργεια. Ο αιτητής συνελήφθη, για να διαπιστωθούν οι συνθήκες παραμονής του στη Δημοκρατία, αφού δεν έφερε οποιοδήποτε στοιχείο που να την δικαιολογούσε. Ο Γενικός Διευθυντής, με δεδομένο ότι ο αιτητής δεν είχε ανανεώσει την εγγραφή του στο κολλέγιο, ενήργησε στα πλαίσια των εξουσιών του. Η παραβίαση από τον αιτητή των όρων της άδειας προσωρινής παραμονής του, η οποία, καθώς προκύπτει από το ίδιο το κείμενό της, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φοιτητική του ιδιότητα, καθιστούσε την εδώ παραμονή του παράνομη. Αφ' ης στιγμής αυτός, κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, δεν είχε εγγραφή στο κολλέγιο, ορθά χαρακτηρίστηκε ως παράνομα διαμένων στη Δημοκρατία και ορθά εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα.
Ούτε τα περί πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας ευσταθούν. Ο Γενικός Διευθυντής κατέληξε στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων με τη διαπίστωση ότι ο αιτητής διέμενε παράνομα, αφού αυτός έπαυσε να είναι φοιτητής.
Ο λόγος σε σχέση με την έλλειψη αιτιολογίας και πάλι δεν ευσταθεί. Είναι καλά γνωστό ότι η αιτιολογία διοικητικής απόφασης αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδηγούν τη διοίκηση στην απόφασή της, καθώς και την παράθεση των κριτηρίων, στη βάση των οποίων αυτή ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια. Η αιτιολογία δεν είναι απαραίτητο να εμφαίνεται ολόκληρη στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Ανεπαρκής είναι η αιτιολογία, όταν, με βάση τα στοιχεία που διατίθενται, εμποδίζεται ο δικαστικός έλεγχος - (βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145· Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270· Ivan Todorov Todorov ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 109/00, 14/12/00 και Jonathan Louis Lester ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1076/05, 16/3/07). Ανάγνωση του Τεκμηρίου 11 στην ένσταση αποκαλύπτει με επάρκεια την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από το φάκελο - Τεκμήριο 1. Η άδεια προσωρινής παραμονής, την οποία ο αιτητής ισχυρίζεται ότι κατείχε κατά το χρόνο της σύλληψής του - τους όρους της οποίας, εν πάση περιπτώσει, παραβίασε με τη μη ανανέωση της εγγραφής του στο κολλέγιο - ανακλήθηκε και, ταυτόχρονα, εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα.
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι του στερήθηκε το δικαίωμα ακρόασης, επίσης, δεν ευσταθεί. Με τη σύλληψή του στις 10/2/2008, αυτός πρόβαλε ισχυρισμούς που αφορούσαν τις συνθήκες έκδοσης του διαβατηρίου του, οι οποίες, όμως, δεν επιδρούν και δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα των επίδικων διαταγμάτων. Ενδεχόμενα, αυτοί σχετίζονται με την ποινική υπόθεση που ο ίδιος αντιμετώπιζε, η οποία, όμως, ανεστάλη με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα. Εάν και πότε απώλεσε το διαβατήριό του, το οποίο συμπατριώτης του, στην προσπάθειά του να εισέλθει από το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας στη Δημοκρατία, χρησιμοποίησε, δεν ενδιαφέρει εδώ. Ο αιτητής, μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων και πριν την κοινοποίησή τους σ' αυτόν, στις 12/2/2008, πρόβαλε, μέσω του συνηγόρου του, ισχυρισμούς σε σχέση με τους λόγους που οδήγησαν στην καθυστέρηση εγγραφής του στο κολλέγιο, οι οποίοι, όμως, δεν μετέβαλαν την απόφαση των καθ' ων η αίτηση. Με το Τεκμήριο 11 στην ένσταση, του αναφέρθηκε ότι η προσωρινή άδεια παραμονής του ανακλήθηκε και ότι εναντίον του εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα, για τα οποία είχε δικαίωμα να ενστεί. Δεν το έπραξε, προφανώς επειδή ό,τι είχε να αναφέρει το ανέφερε με την επιστολή του συνηγόρου του ημερομηνίας 12/2/2008. Θεωρώ, ενόψει των πιο πάνω, ότι ο αιτητής δε στερήθηκε του δικαιώματος να προβάλει τη θέση του. Περαιτέρω, παρατηρείται ότι το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο Νόμος προβλέπει ρητά, σε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου, το οποίο είναι πειθαρχικής φύσης ή έχει το χαρακτήρα της κύρωσης - (βλ. Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 510). Η απέλαση δεν αποτελεί ούτε τιμωρία ούτε πειθαρχική κύρωση, ώστε να προκύπτει ανάγκη να ακουστεί ο αιτητής - (βλ. Kolomoets v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 443).
΄Εχοντας υπόψη τα όσα έχω παραθέσει, καταλήγω ότι η απόφαση του Γενικού Διευθυντή για κράτηση και απέλαση του αιτητή από την Κύπρο είναι καθ' όλα νόμιμη.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200,00 έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ