ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 39/2008)
15 Ιανουαρίου, 2010
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΑΣΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση
_______________________
κα Αγνή Ευσταθίου, για τον Αιτητή.
κα Ελένη Θεοφάνους, για τους Καθ' ων η αίτηση
κα Μ. Καλλιγέρου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ. Στις 19.12.06 οι καθ' ων η αίτηση στη συνέχεια «η Αρχή» σε συνεδρία της αποφάσισε να πληρώσει δύο κενές θέσεις Τμηματάρχη (Τεχνικό Προσωπικό). Για το σκοπό αυτό ζήτησε, με βάση τον Κανονισμό 10(5) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών, ΚΔΠ 220/82, στο εξής «οι Γενικοί Κανονισμοί» όπως έχουν τροποποιηθεί, την συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής με βάση το πραγματικό καθεστώς που επικρατούσε στις 20.12.06.
Η Αρχή αποφάσισε ότι το Συμβούλιο Προσωπικού στο εξής «το Συμβούλιο», θα έπρεπε να θεωρήσει ως υποψηφίους όλους τους υπαλλήλους που κατείχαν τη θέση Υποτμηματάρχη, η οποία είναι η αμέσως κατώτερη της θέσης του Τμηματάρχη, για την οποία υπήρχαν οι 2 κενές θέσεις. Σύμφωνα με τον κατάλογο που ετοιμάστηκε, υπήρχαν τότε 14 άτομα που υπηρετούσαν τα 3 αμέσως προηγούμενα χρόνια στην πιο πάνω θέση.
Το Συμβούλιο αφού εξέτασε τα στοιχεία όλων των υποψηφίων, όπως αυτά αναδύονται από τους υπηρεσιακούς και προσωπικούς φακέλους, διαπίστωσε ότι και οι 14 υποψήφιοι υποτμηματάρχες κατείχαν τα ελάχιστα ειδικά ακαδημαϊκά προσόντα (Πανεπιστημιακό ή άλλο ισοδύναμο τίτλο), που προβλέπονται από τους Κανονισμούς 8(1)(Β)(α) και 8(1)(Α)(α) των Κανονισμών.
Στη συνέχεια, το Συμβούλιο σε δύο συνεδρίες του, μεταξύ 17.7.07- 22.7.07, προχώρησε στην αξιολόγηση των 14 υποψηφίων με βάση τα κριτήρια που καθιερώνονται στον Καν. 10(5) των Κανονισμών. Το κάθε μέλος του Συμβουλίου σύστησε ως καταλληλότερους διαφορετικούς υποψηφίους ή διαφορετικό συνδυασμό υποψηφίων. Για τους σκοπούς της απόφασης, αρκεί να αναφέρω ότι εκείνο που προκύπτει συμπερασματικά από τα πρακτικά του Συμβουλίου είναι ότι για τις επίδικες θέσεις, ομόφωνα συστήθηκαν ο Αιτητής και το Ε.Μ.1 Κυριάκος Λουκά.
Τους ίδιους υποψήφιους σύστησε και ο Γενικός Διευθυντής, δηλαδή τον Αιτητή και το Ε.Μ.1 Κυριάκο Λουκά.
Η Αρχή, αφού έλαβε γνώση της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού και της εισήγησης του Γενικού Διευθυντή, την 4.12.2007, στη συνεδρία της με αρ. 8/2007, προχώρησε στην αξιολόγηση των υποψηφίων. Έτσι με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της αποφάσισε ομόφωνα στην προαγωγή του Ε.Μ.1 Κυριάκου Λουκά και κατά πλειοψηφία του Ε.Μ.2, Άγι Πιπερίδη. Το σχετικό μέρος της απόφασης της αρχής έχει ως εξής:-
«Ο υποψήφιος Κυριάκος Λουκά ισοβαθμεί με τους υπόλοιπους υποψηφίους σε βαθμολογία και σε πείρα στη θέση, εμφανώς όμως τα σχόλια των προϊσταμένων του υπερτερούν από τα σχόλια των προϊσταμένων των υπολοίπων τριών υποψηφίων υπαλλήλων. Ακόμη πέντε από τα έξι μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού τον εισηγούνται ως πρώτο υποψήφιο για πλήρωση της μίας θέσης, ενώ και ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής κρίνει ότι υπερτερεί όλων των υπολοίπων υποψηφίων.
Οι υποψήφιοι Βασίλης Σαββίδης και Άγις Πιπερίδης ισοβαθμούν σε βαθμολογία και σε πείρα στην ΑΗΚ και στη θέση Υποτμηματάρχη. Ο υποψήφιος Βασίλης Σαββίδης υπερτερεί σε προσόντα, όμως ο υποψήφιος Άγις Πιπερίδης υπερτερεί σε σχόλια προϊσταμένων, αφού κρίνεται ως ολοκληρωμένος συνεργάτης, με άψογη συμπεριφορά, ο οποίος, παράλληλα με την υποδειγματική άσκηση των καθηκόντων του, επιβλέπει και ενεργά υποστηρίζει θυγατρική εταιρεία του Οργανισμού».
Ο Αιτητής, ο οποίος αν και αξιολογήθηκε με εξαίρετη βαθμολογία είχε την ίδια αρχαιότητα με τα Ε.Μ. 2 και ήταν αρχαιότερος έναντι του Ε.Μ 1, υπερείχε σε προσόντα, συστήθηκε από την πλειοψηφία του Συμβουλίου Προσωπικού καθώς και τον Γενικό Διευθυντή της, δεν προήχθη με αποτέλεσμα να προσβάλει την πιο πάνω απόφαση της Αρχής, θεωρώντας την παράνομη. Δύο είναι βασικά οι λόγοι που τελικά επικαλείται: (α) πλάνη σε σχέση με την αξία των υποψηφίων και την υπεροχή του Αιτητή σε αρχαιότητα και προσόντα και (β), ότι παραγνώριση της υπέρ του σύστασης της πλειοψηφίας του Συμβουλίου Προσωπικού και της εισήγησης του Γενικού Διευθυντή χωρίς να δοθεί ειδική αιτιολογία για τη διαφοροποίηση.
Η συνήγορος του Ε.Μ. 1 αρχικά καταχώρησε προδικαστική ένσταση με την οποία προέβαλε ότι ο Αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να στραφεί εναντίον του πελάτη της, την οποία όμως απέσυρε κατά την διαδικασία των διευκρινήσεων.
Πλάνη σε σχέση με την αξία των υποψηφίων και την υπεροχή του Αιτητή σε αρχαιότητα και προσόντα- Λόγος ακύρωσης 1
Ο Αιτητής προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης σε σχέση με την αξία των υποψηφίων και την υπεροχή του Αιτητή σε αρχαιότητα και προσόντα. Όπως ισχυρίζεται οι καθ' ων η αίτηση πεπλανημένα δεν έλαβαν υπόψη ότι ο Αιτητής, ενώ είναι ίσος σε αξία με τα Ε.Μ., εντούτοις υπερτερεί σε αρχαιότητα του ΕΜ1 και σε προσόντα έναντι και των δύο υποψηφίων. Κατά τον ισχυρισμό, οι καθ' ων η αίτηση λανθασμένα θεώρησαν τα ΕΜ καταλληλότερα για προαγωγή στην επίδικη θέση, επειδή αυτά υπερείχαν σε σχόλια των προϊσταμένων τους. Όπως ισχυρίζεται, αυτά δεν προσδίδουν στην αξία τους, αλλά απλώς αιτιολογούν την βαθμολογία των προϊσταμένων.
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τους πιο πάνω ισχυρισμούς. Όσον αφορά τον ισχυρισμό για υπεροχή του Αιτητή σε αρχαιότητα, ισχυρίζονται ότι αυτή ανάγεται στην ημερομηνία πρόσληψης κατά την οποία αυτός είναι ίσος με το Ε.Μ. 2, και προηγείται μόνο 8 μήνες έναντι του Ε.Μ.1., ενώ μεγαλύτερη σημασία έχει η ημερομηνία κατοχής της αμέσως προηγούμενης από την επίδικη θέση, στην οποία όλα τα μέρη έχουν προαχθεί κατά την ίδια ημερομηνία. Σε σχέση με το ζήτημα των σχολίων των προϊστάμενων, υπέρ των Ε.Μ., προβάλλουν ότι σύμφωνα με το Καν.10(7) Γενικών Κανονισμών (ΚΔΠ 220/82):
«Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα παραγωγής τους».
Έτσι από εδώ εδράζεται, όπως αναφέρουν, ότι τα σχόλια των προϊσταμένων «αποκαλύπτουν ατομικά χαρακτηριστικά των κρινόμενων που έχουν σχέση και σταθμίζονται καθ' όσον αφορά την ουσιαστική καταλληλότητα τους για τον ανώτερο βαθμό.»[1]
Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Κατά την άποψη μου οι καθ' ων η αίτηση πεπλανημένα δεν έλαβαν υπόψη ότι ο Αιτητής υπερέχει έστω και κατά 8 μήνες, κατά την ημερομηνία διορισμού του, έναντι του Ε.Μ.1, αλλά θεώρησαν ότι τα σχόλια των προϊσταμένων στις εκθέσεις αξιολόγησης, προσδίδουν στους ΕΜ περαιτέρω αξία. Ο Κανονισμός 10(7), στον οποίο έκαμε αναφορά ο δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση, αναφέρει ότι τα μόνα κριτήρια αξιολόγησης τα οποία λαμβάνονται υπόψη για την προαγωγή ενός υπαλλήλου, είναι η αξία, η αρχαιότητα, τα προσόντα και εν μέρει οι συστάσεις των προϊσταμένων τους και όχι τα σχόλια των προϊσταμένων. Τα εν λόγω σχόλια καταγράφονται μόνο με σκοπό να αιτιολογήσουν την βαθμολογία που δίνεται στον κάθε υπάλληλο. Επίσης πεπλανημένα δεν έλαβαν υπόψη ότι ο Αιτητής, όπως οι ίδιοι αποδέχονται, υπερτερούσε σε προσόντα έναντι των ΕΜ. Οι καθ' ων η αίτηση με την πιο πάνω απόφαση τους αλλοίωσαν την πραγματική υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων, μη λαμβάνοντας υπόψη ότι τα υπέρτερα προσόντα του Αιτητή, προσέδιδαν σ' αυτόν κάποια υπεροχή έναντι των Ε.Μ. ενόψει και του γεγονότος ότι πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία των καθ' ων η Αίτηση. Η Ολομέλεια στην υπόθεση, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Ελένης Στασοπούλου κ.α. (2005) 3 ΑΑΔ 157, επισήμανε ότι:
«Έχουμε ήδη αναφέρει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τις προσφυγές των εφεσίβλητων-αιτητριών, έκρινε ως τρωτή τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού, αφού, κατά την κρίση του, συνιστούσε ανάπλαση των στοιχείων των φακέλων. Είπε επί του προκειμένου τα πιο κάτω:
«Εδώ επρόκειτο για καθ' όλα ισοδύναμους σε βαθμολογημένη αξία υποψηφίους. Οι ιδιαίτερες παρατηρήσεις που εθεωρήθησαν ότι προσέδιδαν υπεροχή στα Ενδιαφερόμενα Μέρη, δεν εξέφευγαν των πλαισίων των βαθμολογουμένων στοιχείων ούτε δικαιολογούνταν από αυτά. Χωρίς να αμφισβητείται η δυνατότητα του Συμβουλίου Προσωπικού να καλεί τους προϊσταμένους των υποψηφίων για πληροφορίες ή γραπτές διευκρινίσεις δυνάμει του Κανονισμού 24(5) στον οποίο παραπέμπει ο κ. Χατζηϊωάννου, πρέπει να είναι υπόψη ότι τα πλαίσια της διαδικασίας εκείνης είναι σαφώς και αναλόγως περιορισμένα. Η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε εδώ είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργήσει, μέσα από φραστικές αναπτύξεις, υπεροχή ώστε να αντιμετωπισθεί το αδιέξοδο που εθεωρήθη ότι υπήρχε ως εκ της ισοδυναμίας των υποψηφίων. Σε τέτοια περίπτωση βεβαίως το «αδιέξοδο», που προκύπτει συνήθως από την ισοπεδωτική αξιολόγηση των υπαλλήλων ως καθ' όλα «άριστων», θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί νόμιμα μόνο με προσφυγή σε υπέρτερα προσόντα, αν υπήρχαν, ή στην αρχαιότητα ως το μόνο αντικειμενικό ρυθμιστικό κριτήριο..»
Τα πιο πάνω σχόλια εφαρμόζονται και στην παρούσα περίπτωση.
Παραγνώριση της υπέρ του Αιτητή σύστασης της πλειοψηφίας του Συμβουλίου Προσωπικού και της εισήγησης του Γενικού Διευθυντή, χωρίς να δίδεται ειδική αιτιολογία - Λόγος ακύρωσης 2.
Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι οι καθ' ων η αίτηση, αφού παραγνώρισαν την σύσταση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του Αιτητή, έπρεπε να δώσουν ειδική αιτιολογία γιατί αντί του Αιτητή επέλεξαν το Ε.Μ. 2, το οποίο δεν είχε την σύσταση τους.
Ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση απορρίπτοντας τα πιο πάνω, προβάλλει ότι οι δύο συστάσεις λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης της, αλλά δεν προσθέτουν στην αξία του Αιτητή.
Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Κατά την άποψη μου οι καθ' ων η αίτηση, αφού δεν αμφισβητούν την νομιμότητα και την αιτιολογία τόσο της σύστασης του Συμβουλίου Προσωπικού όσο και την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, θα έπρεπε να δώσουν ειδική αιτιολογία αφού ήθελαν να αποκλείνουν από αυτές. Όμως η αιτιολογία που τελικά έδωσαν στην κατά παρέκκλιση απόφαση τους δεν είναι καν η δέουσα, πόσο μάλλον ειδική, όπως επιβάλλεται για την περίπτωση. Στην απόφαση τους αναφέρουν γενικά και αόριστα ότι, ανάμεσα σε άλλα, λαμβάνουν υπόψη τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, χωρίς καν να αναφερθούν στο περιεχόμενο τους. Ο Αιτητής είναι ίσος σε αξία με τα Ε.Μ., έχει την ίδια αρχαιότητα με το Ε.Μ. 2, ενώ προηγείται σε αρχαιότητα κατά 8 μήνες του Ε.Μ.1, προηγείται έναντι και των δύο σε προσόντα και επιπλέον έχει την σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή της Αρχής. Η σημασία της σύστασης υπό το πρίσμα της απόφασης της πλειοψηφία της πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695, έχει πλέον συμβουλευτικό χαρακτήρα, και απαιτείται ειδική αιτιολογία για απόκλιση. Ειδικά επισημαίνεται ότι:
«Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ΄αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.»
Αν η Αρχή ήθελε να αγνοήσει την οριακή υπεροχή του Αιτητή σε αρχαιότητα έναντι του ΕΜ 1 σε σχέση με την ημερομηνία πρόσληψης, την υπεροχή του Αιτητή σε προσόντα έναντι και των δύο ΕΜ , την υπεροχή του Αιτητή έναντι του ΕΜ2 στη σύσταση που έτυχε από το Συμβούλιο Προσωπικού και από το Διευθυντή, όφειλε να δώσει ειδική αιτιολογία για την απόκλιση του, πράγμα που απέτυχε να πράξει.
Η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την κρίση μου εκδόθηκε παράνομα και θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1400 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του Αιτητή. Καμία διαταγή για τα έξοδα των ΕΜ. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΑΙ
[1] Βλ. Γραπτή αγόρευση Καθ' ων η αίτηση, σελ. 4