ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1785/2007)

 

 

26 Ιανουαρίου, 2010

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΧΙΠΗΣ,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ης η αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

 

Κ. Χατζηϊωάννου, για την Καθ'ης η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.:

 

Γεγονότα και αιτούμενες θεραπείες.

Ο αιτητής κατέχει από τις 5/4/2006 τη θέση Γραμματειακού Επόπτη στην Α.ΤΗ.Κ. Με επιστολές του προς το Διευθυντή Υπηρεσιών Προσωπικού και προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ'ης η αίτηση ημερομηνίας 18/10/2006 και 21/9/2007, αντίστοιχα, ο αιτητής ζήτησε όπως μεταταχθεί στη θέση του Λειτουργού Β (Επιστημονικού Προσωπικού) με βάση τις πρόνοιες της συλλογικής σύμβασης όπως και τις πρόνοιες των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών Προσωπικού, Κ.Δ.Π. 220/82, ως έχουν μεταγενέστερα τροποποιηθεί και την αρχή της ίσης μεταχείρισης με βάση μετάταξη που διενεργήθηκε σε άλλο συνάδελφο του. Επειδή η καθ'ης η αίτηση παρέλειψε, σύμφωνα με τον αιτητή, να απαντήσει στο αίτημά του, ως είχε, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, υποχρέωση δυνάμει του άρθρου 29 του Συντάγματος και των άρθρων 33-36 του Νόμου 158(Ι)/99 να πράξει και συνεχίζει να παραλείπει να ικανοποιήσει το αίτημά του, ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία επιδιώκει τις πιο κάτω θεραπείες:

 

"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη της καθ'ης η αίτηση να εξετάσει και/ή να απαντήσει στο από 21.9.2007 αίτημα, που υπέβαλε ο αιτητής, για τη μετάταξη του στη θέση Λειτουργού Β (Επιστημονικού Προσωπικού) είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και όπως ότι παραλήφθηκε να διαταχθεί να γίνει.

 

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη ή σιωπηρή άρνηση κατά δυσμενή και άνισο τρόπο της καθ'ης η αίτηση, παρά τη γραπτή παράσταση του αιτητή, να αποφασίσει τη μετάταξη του από τη θέση Γραμματειακού Επόπτη, στη θέση Λειτουργού Β (Επιστημονικού Προσωπικού) είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και όπως ότι παραλήφθηκε να διαταχθεί να γίνει."

 

 

Οι θέσεις των δύο πλευρών.

Οι θέσεις των δύο πλευρών είναι απλές. Συγκεκριμένα:

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι η παράλειψη της καθ'ης η αίτηση να απαντήσει στο αίτημα του για μετάταξη στη θέση Λειτουργού Β, παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 29 του Συντάγματος. Είναι επίσης η θέση του ότι η παράλειψη της καθ'ης η αίτηση να αποφασίσει επί του συγκεκριμένου αιτήματος του και να εφαρμόσει και στην περίπτωση του, τη συλλογική σύμβαση και τους Κανονισμούς, που εφάρμοζε με βάση την πάγια τακτική που ακολουθούσε σε όλους τους υπαλλήλους της που προάγονται στο βαθμό του Γραμματειακού Επόπτη Β, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και συνεπώς «εκτελεστή παράλειψη», ενώ παράλληλα παραβιάζει την αρχή της ισότητας και ίσης μεταχείρισης, όπως και την αρχή της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος δικαίου.

 

Οι θέσεις της καθ'ης η αίτηση περιστρέφονται γύρω από τους πιο κάτω άξονες:

 

(α) Η μετάταξη στο βαθμό του Λειτουργού Β προϋποθέτει την ύπαρξη κενών θέσεων, προϋπόθεση η οποία στην υπό κρίση περίπτωση απουσιάζει. Το αίτημα του αιτητή εξακολουθεί, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείται, να εκκρεμεί και θα εξεταστεί και ανάλογα θα κριθεί, στα πλαίσια των διαδικασιών που θα λάβουν χώρα με σκοπό την πλήρωση θέσεων, όταν και εφόσον τέτοιες θέσεις κενωθούν και συνεπώς «τότε είναι που θα δοθεί απάντηση και θα υπάρχει εκτελεστή πράξη μετάταξης που θα μπορεί ο αιτητής να προσβάλει αν δεν μεταταχθεί».

 

(β) Εφόσον σύμφωνα με την πρακτική που η καθ'ης η αίτηση ακολουθεί, το αίτημα του αιτητή για μετάταξη εξακολουθεί να εκκρεμεί, δεν υπάρχει παράλειψη απάντησης, ως ο αιτητής ισχυρίζεται. Εν πάση περιπτώσει, η καθ'ης η αίτηση απάντησε στον αιτητή μέσω της Συντεχνίας του η οποία τον αντιπροσωπεύει.

 

(γ) Η μετάταξη συναδέλφου του αιτητή την οποία ο τελευταίος επικαλείται για να υποστηρίξει τη θέση του ότι στην περίπτωση του έχει παραβιαστεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης, συνιστούσε εφαρμογή της διαδικασίας των Κανονισμών και συνεπώς η συγκεκριμένη αρχή ουδόλως έχει παραβιαστεί. Ο Κανονισμός 54(2) που ο αιτητής επικαλείται, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση του γιατί ο εν λόγω Κανονισμός αφορά προσοντούχους και γιατί ο αιτητής έχει ήδη προαχθεί σε Επόπτη και συνεπώς δεν εγείρεται θέμα ποσοστών.

 

(δ) Τέλος, είναι η θέση της καθ'ης η αίτηση ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν υπάρχει παράλειψη από πλευράς της να εκτελέσει οφειλόμενη ενέργεια γιατί «δεν υπάρχει εκ του Νόμου (Κανονισμών) υποχρέωση μετάταξης (δηλαδή προαγωγής) του Αιτητή».

 

 

 

 

 

 

Νομική πτυχή.

Η υπό στοιχείο (Β) αιτούμενη με την παρούσα προσφυγή θεραπεία            φέρνει στο προσκήνιο το θέμα της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης ισχυριζόμενης παράλειψης, ένα θέμα που ανάγεται στο παραδεκτό της προσφυγής. Δοθέντος δε ότι το άρθρο 29.1 του Συντάγματος απαιτεί την αιτιολόγηση εκτελεστών διοικητικών αποφάσεων, το συγκεκριμένο θέμα θα πρέπει να εξεταστεί σ' αυτό το στάδιο, γιατί μόνο έτσι θα διαπιστωθεί κατά πόσο ενώπιον του Δικαστηρίου υπάρχει εκτελεστή παράλειψη, δηλαδή παράλειψη η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα και συνεπώς παράλειψη που μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής. (Βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 559).

 

Είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η παράλειψη της καθ'ης η αίτηση να ικανοποιήσει το αίτημά του, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στη γραπτή αγόρευση του αφού αναφέρεται στις δύο επιστολές ημερομηνίας 18/10/2006 και 21/9/2007, αντίστοιχα, που ο πελάτης του απηύθυνε προς την καθ'ης η αίτηση με θέμα τη μετάταξή του, στις οποίες ο πελάτης του δεν έλαβε, όπως υποστηρίζει, οποιαδήποτε απάντηση από την καθ'ης η αίτηση, αναφέρει και τα εξής:

 

"Αντίθετα με τους αόριστους ισχυρισμούς της καθ'ης η αίτηση στην Ένσταση, ο αιτητής δικαιούται μετάταξης σε λειτουργό Β΄ Επιστημονικό προσωπικό από την πρώτη κιόλας μέρα της προαγωγής του στη θέση του Γραμματειακού Επόπτη και τούτο διότι το προβλέπει ρητά ο Κανονισμός 11 των Γενικών Κανονισμών Προσωπικού των καθ'ων ως τροποποιήθηκαν και το εφαρμόζει η Αρχή ως τα παρτ. Γ και Γ1.

 

Η υποταγή στο Νόμο είναι υποχρέωση κάθε οργάνου της διοίκησης όπως και κάθε πολίτη, ο οποίος προφανώς δικαιούται να ζητά τα εκ του Νόμου δικαιώματα του να τύχουν σεβασμού.

 

Δεν μπορεί η ΑΤΗΚ να παραλείπει γενικά ή/και πρόσθετα μετά από το σχετικό αίτημα (παρτ. Α και Β) να μετατάξει τον αιτητή και να μην εφαρμόζει το κανονισμό 54(2) κατ' ίση μεταχείριση.

 

Η παράλειψη της καθ'ης η αίτηση να ασχοληθεί με το αίτημα για μετάταξη, την οποία προνοούσε ειδικά και ο Προϋπολογισμός για τις οργανικές θέσεις Ιουνίου το 2007, συγκεκριμένα στη σελίδα 2/3 σημείωση 12 αναφέρεται ρητά για προαγωγή από θέση Γραμματειακού Επόπτη σε Λειτουργό Β΄ με προσόν το πτυχίο που αφορά τον αιτητή. Άρα η παράλειψη να απαντηθούν οι επιστολές παρτ. Α και Β του αιτητή αποτελεί αυθαιρεσία ακατανόητη και παράλειψη εκπλήρωσης οφειλόμενης εκ του Νόμου ενέργειας.

 

Ο Νόμος και οι συμβάσεις επέβαλλαν στην καθ'ης η αίτηση να αποδεκτεί το αίτημα του αιτητή εφαρμόζοντας ισότητα και το Νόμο. Πλην όμως ΔΕΝ το εξέτασε ποτέ η Αρχή το αίτημα.

 

Η παράλειψη εκπλήρωσης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας αποτελεί λόγο ακύρωσης.  ."

 

 

Το θέμα «παράλειψη εκπλήρωσης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας» με απασχόλησε και στην υπόθεση Α. Ψαθάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 1089/2008, ημερομηνίας 26/1/2010. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

 

"Η παράλειψη εκπλήρωσης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας αποτελεί λόγο ακύρωσης. Η έννοια της εκτελεστής παράλειψης απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Cyprus Ltd. (1995) 3 Α.Α.Δ. 400, όπου στην απόφαση της Ολομέλειας τα πλαίσια εξέτασης μιας τέτοιας παράλειψης τέθηκαν ως εξής:

 

"Παράλειψη διοικητικού οργάνου να εκπληρώσει καθήκον υπόκειται σε αναθεώρηση μόνο όπου αυτή συνίσταται στη μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης την οποία επιβάλλει ο νόμος. Σ' εκείνη την περίπτωση, η αδράνεια ελέγχεται εφόσον η παράλειψη της Διοίκησης της εκτρέπει από το νομοθετημένο καθήκον της. Αυτή η έννοια την οποία ενέχει ο όρος "παράλειψη" στο άρθρο 146.1 του Συντάγματος, γιατί μόνο σ' εκείνη την περίπτωση η παράλειψη είναι αφ' εαυτής παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων και, συνεπώς, εκτελεστή."

 

 

Επίσης στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, στη σελ. 243 διαβάζουμε:

 

"α. Παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας.

 

Η αίτησις ακυρώσεως δύναται να ασκηθή ου μόνον κατά παρανόμου ρητής πράξεως της Διοικήσεως αλλά και κατά παραλείψεως, όπως αύτη προβή εις οφειλομένην νόμιμον ενέργειαν: 122 (44), 127 (46).

 

Παράλειψις οφειλομένης νομίμου ενεργείας προσβλητή επί ακυρώσει δι' αιτήσεως προς το Συμβούλιον Επικρατείας δύναται να υπάρξη μόνον οσάκις διά σαφούς διατάξεως η Διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως. Της ενεργείας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής διά την Διοίκησιν, η παράλειψις της Διοικήσεως ίνα ενεργήση, και η εκ της παραλείψεως τεκμαιρομένη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις, άλλως τεκμαίρεται, ότι η ενέργεια ανήκει εις την διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως, εντός της σφαίρας της οποίας δεν είναι νοητή παράλειψις οφειλομένης ενεργείας."

 

 

(Βλ. επίσης Σ. Χειμωνίδης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003)                  3 Α.Α.Δ. 47 και στην εκεί νομολογία και συγγράμματα που η απόφαση της Ολομέλειας παραπέμπει).

 

Αυτό που προκύπτει με ασφάλεια από τα πιο πάνω, είναι πως για να καταλογισθεί στη διοίκηση παράλειψη εκπλήρωσης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας και η τελευταία να θεωρηθεί υπόλογη για μια τέτοια παράλειψη, η συγκεκριμένη παράλειψη θα πρέπει να αποτελεί παράλειψη εκτέλεσης πράξης σχετικά με την οποία η διοίκηση είναι νομικά δεσμευμένη να προβεί σε εκτέλεσή της.

 

Στο σύγγραμμα Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο του Π. Δ. Δαγτόγλου, δεύτερη αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση, στις σελ. 385 και 386, παρ. 518, 519, 520 και 521 κάτω από τον τίτλο «Προϋποθέσεις παραδεκτού: Φύση προσβαλλόμενης πράξης», διαβάζουμε:

 

"9. Αίτηση ακυρώσεως μπορεί να στραφεί και κατά της σιωπής ή ακριβέστερα της σιωπηρής παραλείψεως της διοικήσεως, διότι αλλιώς η διοίκηση θα μπορούσε εύκολα ν' αποφύγει τον δικαστικό έλεγχο και ο ιδιώτης να στερηθεί την δικαστική προστασία. Ενώ όμως κάθε (εκτελεστή) διοικητική πράξη μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, παραδεκτής προσβλητή είναι μόνο η παράλειψη μιας διοικητικής αρχής που αφορά οφειλόμενη από την αρχή αυτή νόμιμη ενέργεια. Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, που μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, συντρέχει αν πληρούνται οι εξής τρεις προϋποθέσεις:

 

     α. Νομοθετική πρόβλεψη, δηλαδή πρόβλεψη στο Σύνταγμα, σε νόμο ή σε γενική αρχή του δικαίου της υποχρεώσεως της διοικήσεως να προβεί σε ορισμένη ενέργεια.

 

     β. Πρωτοβουλία του ιδιώτη, δηλαδή αίτηση ή όχληση (αν η διοίκηση δεν υποχρεούται να ενεργήσει αυτεπάγγελτα), απευθυνόμενη μάλιστα στην αρμόδια αρχή.

 

     γ. Συγκρότηση τεκμηρίου αρνήσεως της διοικήσεως με την άπρακτη παρέλευση της τυχόν προβλεπόμενης από ειδικό νόμο προθεσμίας ή αλλιώς ενός τριμήνου από την υποβολή της αιτήσεως στην διοίκηση ή την περιέλευσή της στην αρμόδια αρχή. Πριν την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η άρνηση της διοικήσεως δεν τεκμαίρεται και αίτηση ακυρώσεως είναι απαράδεκτη."

 

 

Επανερχόμενος στην υπό κρίση περίπτωση παρατηρώ τα εξής: Ο αιτητής εδράζει τη θέση του για ύπαρξη υποχρέωσης από πλευράς καθ'ης η αίτηση εκπλήρωσης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας στις πρόνοιες του Κανονισμού 11, στις πρόνοιες των συλλογικών συμβάσεων και στον Προϋπολογισμό για τις οργανικές θέσεις Ιουνίου 2007 στον οποίο περιέχεται, σύμφωνα με τον αιτητή, ειδική ρητή αναφορά για μετάταξη.

 

Οι πρόνοιες του Κανονισμού 11, στο βαθμό και την έκταση που μας αφορούν, έχουν ως εξής:

 

"11(1) Μετάταξις Μονίμου Προσωπικού από τινος κατηγορίας ή ειδικότητος εις ετέραν, τη αιτήσει αυτού και κατόπιν προτάσεως απάντων των καθ' ιεραρχίαν προϊσταμένων, επιτρέπεται εφ' όσον υφίστανται κεναί θέσεις εις την κατηγορίαν ή ειδικότητα εις ην αιτείται την μετάταξιν και κέκτηται τα ελάχιστα ειδικά προσόντα τα προβλεπόμενα υπό των παρόντων Κανονισμών, δια τους βαθμούς της κατηγορίας ή της ειδικότητος ταύτης.

 

(2) Επί των ούτως υποβαλλομένων αιτήσεων μετατάξεως και κατά την οριζομένην διαδικασίαν των παρόντων Κανονισμών αποφασίζει η Αρχή. Αι ούτω ενεργούμεναι μετατάξεις ισχύουν από της εν τη αποφάσει οριζομένης χρονολογίας."

 

 

Εκείνο που προκύπτει από το λεκτικό του Κανονισμού είναι πως οι πρόνοιες του, καθιστούν τη μετάταξη μόνιμου προσοντούχου προσωπικού εφικτή και δυνατή, νοουμένου βέβαια ότι οι προϋποθέσεις που ο Κανονισμός θέτει πληρούνται. Μια από αυτές είναι και η ύπαρξη κενής θέσης.

 

Η διαδικασία η οποία προβλέπεται από τον Κανονισμό 11(2) (πρώην 11(3)), είναι σύμφωνα με τη νομολογία, η διαδικασία προαγωγής που προβλέπεται από τον Κανονισμό 10 και συνεπώς η μετάταξη προσοντούχου μόνιμου προσωπικού συνεπάγεται προαγωγή, απαραίτητη προϋπόθεση της οποίας είναι, σύμφωνα πάντα με τη νομολογία, η ύπαρξη κενής θέσης. Στην περίπτωση μάλιστα όπου ο αριθμός των κενών θέσεων είναι μικρότερος του αριθμού των υποψηφίων, τότε επιλέγονται οι μεταξύ των υποψηφίων καταλληλότεροι. Τόσοι όσες και οι κενές θέσεις. (Βλ. Α. Αριστείδου και άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2000) 3 Α.Α.Δ. 213). Είναι επομένως πρόδηλο ότι για να δικαιούται ο αιτητής σε μετάταξη θα πρέπει να καταδειχθεί, μεταξύ άλλων, και η ύπαρξη κενής θέσης. Υπενθυμίζω ότι η ύπαρξη τέτοιας θέσης αμφισβητείται από την καθ'ης η αίτηση. Εκείνος που φέρει το βάρος απόδειξης της συγκεκριμένης προϋπόθεσης, είναι αυτός που φέρει το βάρος απόδειξης ότι όλες οι προϋποθέσεις γενικά που θέτει ο Κανονισμός, έχουν ικανοποιηθεί. Και αυτός είναι ο αιτητής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αιτητής απέτυχε να αποσείσει το εν λόγω βάρος. Τίποτε στην ουσία δεν έχει τεθεί ενώπιον μου που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κενή θέση για σκοπούς μετάταξης του αιτητή. Το έγγραφο Παράρτημα Δ το οποίο επισυνάπτεται στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή και στο οποίο γίνεται αναφορά στον αιτητή ονομαστικά όπως και αναφορά για κενή θέση, αμφισβητείται από την καθ'ης η αίτηση η οποία ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται για τον Προϋπολογισμό του 2007, ως ο αιτητής ισχυρίζεται, αλλά «για ανταλλαγές και επεξηγήσεις που γίνονταν μεταξύ Α.ΤΗ.Κ. και Συντεχνιών μετά την ετοιμασία του Προϋπολογισμού». Η εν λόγω κατάληξη μου σφραγίζει             και τη μοίρα της θέσης του αιτητή, ότι η καθ'ης η αίτηση όφειλε υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις να τον μετατάξει στη θέση Λειτουργού Β.

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι η υποχρέωση εκπλήρωσης οφειλόμενης ενέργειας προκύπτει και από τις πρόνοιες των συλλογικών συμβάσεων. Όπως έχει νομολογηθεί, η παράλειψη της Διοίκησης να εκπληρώσει καθήκον υπόκειται σε αναθεώρηση μόνο όπου αυτή συνίσταται στη μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης την οποία επιβάλλει ο νόμος (βλ. Mobil Oil Cyprus Ltd (πιο πάνω) και Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο του Π. Δ. Δαγτόγλου (πιο πάνω)).  Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ζίζιρου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631, 642, ο τότε Δικαστής Π. Καλλής, συνοψίζει τις σχετικές αρχές με αναφορά στη μέχρι τότε νομολογία, ως εξής:

 

"Στην Kontemeniotis ν. C.B.C. (1982) 3 C.LR. 1027 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) αποφασίσθηκε πως οι συλλογικές συμβάσεις μεταξύ Δημοσίων Οργανισμών και Συντεχνίας Υπαλλήλων στερούνται νομικής ισχύς και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου εκτός αν υιοθετηθούν σαν μέρος Κανονισμών Δημοσίου Οργανισμού   (Βλ. και Evangelou and Others v. C.B.C. (1985) 3 C.L.R. 1410, Damianos and Another v. C.B.C. (1987) 3 C.L.R. 848 και Kalafatis v. E.A.C. (1987) 3 C.L.R. 97)."

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, τίποτε ουσιαστικά δεν έχει τεθεί ενώπιον μου που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι περί ου ο λόγος συλλογικές συμβάσεις είχαν αποκτήσει το απαιτούμενο περίβλημα που απαιτείται για τη δημιουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Κατά συνέπεια και η συγκεκριμένη θέση του αιτητή απορρίπτεται.

 

Είναι επίσης η θέση του αιτητή ότι η συμπερίληψη του ονόματός του στον Προϋπολογισμό συνιστά στοιχείο που δημιουργεί στην καθ'ης η αίτηση τέτοια υποχρέωση, ώστε παράλειψη εκτέλεσης της να μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή. Είναι αλήθεια ότι οι εκάστοτε περί Προϋπολογισμού Νόμοι είναι Νόμοι με την πλήρη έννοια του Νόμου και συνεπώς οι πρόνοιες τους δημιουργούν υποχρεώσεις, παράλειψη εκπλήρωσης των οποίων συνιστά «εκτελεστή παράλειψη» εντός της εννοίας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, (βλ. Ιουλία Καζέπη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 1241). Στην περίπτωση μας όμως, όπως έχω ήδη επισημάνει, η καθ'ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι το έγγραφο Παράρτημα Δ, στο οποίο ο αιτητής παραπέμπει, δεν πρόκειται για απόσπασμα από το  σχετικό Προϋπολογισμό, και ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει το αντίθετο ή τουλάχιστο ότι το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου κατοπτρίζει το ακριβές επί του θέματος που μας απασχολεί περιεχόμενο του σχετικού Προϋπολογισμού. Ως εκ τούτου και η επί του προκειμένου θέση του αιτητή απορρίπτεται.

 

Ούτε η θέση του αιτητή ότι το γεγονός μετάταξης συναδέλφου του οδηγεί σε παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης, μπορεί να ευσταθήσει. Η μη ύπαρξη κενής θέσης στην οποία ο αιτητής θα μπορούσε να μεταταχθεί, σφραγίζει και τη μοίρα της συγκεκριμένης θέσης του.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η καθ'ης η αίτηση «παρέλειψε» να μετατάξει τον αιτητή στη θέση του Λειτουργού Β (Επιστημονικού Προσωπικού) κατά παράβαση του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, δεν ευσταθεί. Η ισχυριζόμενη παράλειψη δεν συνιστά, υπό τις περιστάσεις, εκτελεστή παράλειψη και συνεπώς παράλειψη που προάγει έννομα αποτελέσματα, μέσα στην έννοια του συγκεκριμένου άρθρου του Συντάγματος. Κατά συνέπεια η υπό στοιχείο (Β) αιτούμενη θεραπεία είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μου αναπόφευκτα τοποθετεί την υπό στοιχείο (Α) αιτούμενη θεραπεία εκτός του πεδίου εμβέλειας του άρθρου 29.1 του Συντάγματος, οι πρόνοιες του οποίου, υπενθυμίζω, απαιτούν την αιτιολόγηση πράξεων και παραλείψεων που παράγουν έννομα αποτελέσματα.

 

Αναφορικά με την υπό στοιχείο (Α) αιτούμενη θεραπεία παρατηρώ και τα εξής: Εφόσον ο αιτητής, με την παρούσα προσφυγή έχει προσφύγει σε σχέση με την ουσία του αιτήματος του, που είναι η άρνηση της καθ'ης η αίτηση να τον μετατάξει, και εφόσον δεν έχει αποδείξει ότι είχε υποστεί οποιαδήποτε ουσιαστική ζημιά λόγω της ενδεχόμενης παραβίασης του άρθρου 29.1, ο αιτητής έπαυσε να έχει ενεστώς έννομο συμφέρον εντός της έννοιας του άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Επομένως ο αιτητής, ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να αξιώνει απόφαση υπέρ του λόγω παράλειψης της καθ'ης η αίτηση να συμμορφωθεί με το άρθρο 29.1 (Ioannides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 551).

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με €1.250 έξοδα.

 

 

 

            Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

Δ.

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο