ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.135/2008)

 

29 Ιανουαρίου, 2010

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28, 23, 25, 26 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1.      ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,

2.      ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

3.      ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,

4.      ΜΑΡΟΥΛΑ ΝΙΚΟΛΑΙΔΟΥ,

5.      ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

6.      ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ,

 

Αιτητές,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - -

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

 

Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Όπως ισχυρίστηκαν οι αιτητές στην αρχή της αγόρευσής τους στο πλαίσιο της εκδίκασης της παρούσας προσφυγής, "η παρούσα υπόθεση εμφανίζει μια διαρκή από χρόνια μεθόδευση της διοίκησης αντίθετη στη χρηστή διοίκηση, η οποία μάλιστα "αλαζονικά" προχώρησε ακάθεκτη, παρά το δικαστικό ιστορικό περί τη συγκεκριμένη ιδιοκτησία, στον από χρόνια παράνομο στόχο, δηλαδή στη μη χορήγηση άδειας για ανάπτυξη της, ώστε να επέλθει αργότερα η στέρηση της περιουσίας." Εκείνο που είναι σίγουρο, είναι ότι η πρόθεση των αιτητών να εξασφαλίσουν πολεοδομική άδεια για διαχωρισμό του ακινήτου τους στα Κ. Πολεμίδια, διήλθε μέσα από δαιδαλώδεις διαδικασίες διοικητικής και δικαστικής φύσεως. Αρκεί μόνο να αναφερθεί επί του παρόντος ότι η παρούσα προσφυγή είναι η τέταρτη στη σειρά η οποία υποβλήθηκε και εκδικάστηκε σε σχέση με τα δικαιώματα των αιτητών στο ακίνητο στο οποίο είναι συνιδιοκτήτες.

 

Μια σύντομη ιστορική αναδρομική στα γεγονότα που έχουν προηγηθεί είναι, υπό τις περιστάσεις, αναπόφευκτη.

 

Στις 11.7.2000 οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας διαχωρισμού του ακινήτου τους σε οικόπεδα. Η αρμόδια πολεοδομική αρχή απέρριψε την αίτηση επειδή, σύμφωνα με το Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού, το τεμάχιο εκείνο επηρεαζόταν από μελλοντική ανέγερση σχολικού κτηρίου. Ιεραρχική προσφυγή την οποία υπέβαλαν οι αιτητές απορρίφθηκε από την ορισθείσα Υπουργική Επιτροπή κατά την 9.7.2001, ενώ ταυτόχρονα η Επιτροπή κάλεσε το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού να προβεί άμεσα στην απόκτηση του επηρεαζόμενου χώρου. Κανένα όμως διάβημα δεν λήφθηκε και οι αιτητές προχώρησαν στην καταχώρηση της Προσφυγής αρ. 821/2001 στο Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία, κατόπιν εκδίκασης, κατέληξε σε απόφαση ημερομηνίας 27.2.2004, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση στην ιεραρχική προσφυγή. Μετά από μεγάλη καθυστέρηση, η Υπουργική Επιτροπή επανεξέτασε την ιεραρχική προσφυγή των αιτητών στις 30.5.2006 και λαβούσα υπόψη την απόφαση του  Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 821/2001 ανακάλεσε την απορριπτική της απόφαση και, αφού μελέτησε τα διαθέσιμα στοιχεία, ενέκρινε την ιεραρχική προσφυγή και κάλεσε την Πολεοδομική Αρχή να επανεξέτασει την αίτηση λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, κάλεσε το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού να προβεί άμεσα στην απόκτηση του χώρου σε περίπτωση που επιθυμούσε την ανέγερση σ΄ αυτό σχολείου.

 

Στις 17.11.2006 δημοσιεύθηκε Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης και Διάταγμα Επίταξης για το σκοπό ανέγερσης Δημοτικού Σχολείου. Στην υπό απαλλοτρίωση γη περιλαμβανόταν και το ακίνητο των αιτητών. Στο μεταξύ οι αιτητές, οι οποίοι δεν έτυχαν απάντησης στο αίτημά τους, μετά την επανεξέταση, καταχώρησαν νέα προσφυγή, την υπ΄ αριθμό 182/2007, προσβάλλοντας την παράλειψη. Τότε, η  Πολεοδομία εξέδωσε την αιτούμενη πολεοδομική άδεια κατά τον Ιανουάριο του 2007, επιβάλλοντας όμως σ΄ αυτήν όρους τους οποίους οι αιτητές θεώρησαν απαράδεκτους και παράνομους. Αυτοί οι όροι αφορούσαν στη δημιουργία ενός οικοπέδου το οποίο θα εχρησιμοποιείτο μόνο ως σχολείο Δημοτικής Εκπαίδευσης και μέρος του θα παρέμενε ελεύθερο οικοδομών ώστε να τοπιοτεχνηθεί κατά την ανέγερση σχολείου. Οι αιτητές πρόσβαλαν τη νομιμότητα ή ορθότητα και αυτής της απόφασης του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως με την υπ΄ αρ. 500/2007 Προσφυγή τους. Με την απόφασή του, την οποία εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την 23.6.2009, αποδέχτηκε ισχυρισμό των αιτητών ότι με την απόφαση εκείνη της Πολεοδομίας και, ιδιαίτερα με την επιβολή των προαναφερθέντων όρων, παραβιάστηκε το δεδικασμένο όπως αυτό είχε εκδηλωθεί με την απόφαση στην προηγηθείσα Προσφυγή αρ. 821/2001. Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 500/2007, με τους επιβληθέντες εκείνους όρους, σε χρόνο που δεν υπήρχε απαλλοτρίωση, παραβιάστηκε η ουσία της απόφασης στην υπόθεση αρ. 821/2001, δεδομένου πάντα ότι η επανεξέταση κρίνεται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που είχε ληφθεί η ακυρωθείσα από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφαση.

 

Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές προσβάλλουν την ορθότητα και/ή νομιμότητα του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης της περιουσίας τους που δημοσιεύθηκε στις 16.11.2007.

 

Προς υποστήριξη των θέσεών τους, οι αιτητές προβάλλουν με την Αίτησή τους σωρεία γενικών λόγων ακύρωσης. Με τη γραπτή τους αγόρευση προβαίνουν σε ανάπτυξη κάποιων από τους λόγους εκείνους μ΄ ένα πολυσέλιδο κείμενο, χωρίς να ξεχωρίζουν συγκεκριμένους λόγους και αιτιολογία. Αυτό το γεγονός παρέσχε βάση στους καθ΄ων η αίτηση να εγείρουν προς εξέταση προδικαστικό θέμα.

 

Προδικαστικό θέμα - Γενική αναφορά σε νομικά σημεία δεν συνιστά δέουσα έγερση τους προς εξέταση από το Δικαστήριο.

 

Για προώθηση αυτού του προδικαστικού θέματος, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση παρέπεμψε σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επικαλέστηκε κατ΄ αρχήν τις πρόνοιες του Κανονισμού 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου  Δικαστηρίου, σύμφωνα με τον οποίο κάθε διάδικος οφείλει με τις έγγραφες του προτάσεις να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και να τα αιτιολογεί πλήρως. Όπως είχε τονισθεί και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598, οι τελικές αγορεύσεις πρέπει να εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα τα οποία προσδιορίζονται στην Αίτηση και τα οποία καλείται το Δικαστήριο να επιλύσει. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Σπύρου και άλλων ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υπόθεσης 571/1994 κ.ά., ημερομηνίας 22.11.1995, στην οποία έγινε επίσης αναφορά από την πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, επισημάνθηκε πως το γεγονός ότι το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος παραθέτει συγκεκριμένες αιτίες ακυρότητας, δε σημαίνει ότι η γενική επίκληση κάποιας απ΄ αυτές χωρίς άλλο, είναι αρκετή. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγόμενου στις πιο πάνω αιτίες, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερσή του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις.

 

Έχοντας εξετάσει τη γραπτή αγόρευση της πλευράς των αιτητών, θα παρατηρούσα τα εξής: Καθόλου δε συμφωνώ ότι μέσα στο δικόγραφό τους, οι αιτητές εγείρουν γενικά και αόριστα λόγους ακύρωσης τους οποίους δεν αναπτύσσουν ή δεν αιτιολογούν. Το αντίθετο θα έλεγα, ότι για κάθε λόγο ακύρωσης γίνεται εκτεταμένη συζήτηση ως προς το πώς αυτός στοιχειοθετείται από τα γεγονότα της υπόθεσης, σε ποια νομική βάση αυτός στηρίζεται και ποια νομολογία δικαιολογεί την έγερσή του. Με αυτή την έννοια υπάρχει επαρκής και πλήρης συγκεκριμενοποίηση νομικών λόγων ακύρωσης. Όμως, θα πρέπει επίσης να παρατηρήσω τα εξής: Στην πολυσέλιδη αγόρευση των αιτητών, και σ΄ αυτό συμφωνώ με την πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, είναι πολύ δυσχερές για τον αναγνώστη να διακρίνει τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης και θα πρέπει να αφιερώσει αρκετό χρόνο προσπαθώντας να διακρίνει ποιος είναι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης, πού είναι που αρχίζει η έγερση και ανάπτυξη του κάθε λόγου μέσα στο κείμενο της αγόρευσης και πού τελειώνει. Αυτή η δυσχέρεια προκαλείται αναπόφευκτα από το ότι υπάρχει μια συνεχής ροή γραπτού λόγου μέσα στο κείμενο της αγόρευσης, στο πέρασμα του οποίου εγείρονται παρεμπιπτόντως και στοιχειοθετούνται διαφορετικοί λόγοι ακύρωσης χωρίς διαχωρισμό, τίτλους, αριθμούς ή επικεφαλίδες. Επίσης, παρατηρείται το φαινόμενο, ενώ ένα συγκεκριμένο θέμα φαίνεται να έχει καλυφθεί και αναπτύσσεται άλλο θέμα, να επανέρχονται οι αιτητές αργότερα σε ενασχόληση με προηγηθέντα θέματα. Θα ήταν επιθυμητό και θα έλεγα απαραίτητο όπως γίνεται σαφής προσδιορισμός κάθε λόγου ακύρωσης και σαφής διαχωρισμός των ορίων που αυτός καλύπτει, με ξεχωριστές επικεφαλίδες, έτσι ώστε να μπορούν ευχερέστερα να εξετάζονται από το Δικαστήριο, αλλά και από την αντίδικη πλευρά.

 

Πέραν τούτου, δεν τίθεται θέμα γενικότερης επάρκειας της αγόρευσης των αιτητών και η εγερθείσα προδικαστική εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση δεν μπορεί να ευσταθήσει. Θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία των εγειρόμενων θεμάτων, όπως τουλάχιστον αυτά φαίνεται να αναδύονται μέσα από το ενιαίο και συνεχές κείμενο της γραπτής αγόρευσης των αιτητών.

 

Η σημασία του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε με την απόφαση στην Προσφυγή αρ. 821/2001.

 

Οι αιτητές εγείρουν και αναπτύσσουν αυτό το θέμα στην προσφυγή τους και απαντώντας σ΄ αυτό οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι δεν υπήρξε εδώ παραβίαση του δεδικασμένου, ούτε και τίθεται τέτοιο θέμα, εφόσον τελείως διαφορετική ήταν η θεραπεία που επιζητούσαν οι αιτητές στην Προσφυγή αρ. 821/2001 και άλλη ήταν η προσβαλλόμενη απόφαση εκεί που αφορούσε σε απόρριψη ιεραρχικής προσφυγής.

 

Σε σχέση με τούτο, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι στην παρούσα προσφυγή οι αιτητές με την αγόρευσή τους, δεν φαίνεται στην ουσία να εγείρουν θέμα παραβίασης δεδικασμένου. Όπως έχω τουλάχιστον αντιληφθεί το σχετικό μέρος της αγόρευσής τους, με αυτό δεν ισχυρίζονται ακριβώς παραβίαση δεδικασμένου, παρά μόνο ισχυρίζονται ότι κατά την επακολουθήσασα διαδικασία απαλλοτρίωσης δεν λήφθηκαν υπόψη τα αποφασισθέντα στην προαναφερθείσα Προσφυγή αρ. 821/2001 ορθά ερμηνευόμενα. Πιο συγκεκριμένα, οι αιτητές υποβάλλουν ότι δεν έγινε αντιληπτή από πλευράς διοίκησης η πραγματική σημασία του δεδικασμένου στην προσφυγή εκείνη, που ήταν το ότι αυτή κατέδειξε πως ήταν παράνομη η πεποίθηση που προϋπήρχε και που επανεμφανίστηκε και στην υπό εξέταση διαδικασία, σύμφωνα με την οποία το Τοπικό  Σχέδιο συνέχιζε να διατηρεί δέσμια και οριστικά αδρανοποιημένη την ιδιοκτησία αυτή. Ότι δηλαδή δεν ήταν αρκετή μια αόριστη αναφορά που είχε γίνει κατ΄ όνομα και όχι κατ΄ ουσία στην απόφαση στην Προσφυγή αρ. 821/2001 μέσα στην τελική εισήγηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης προς την Υπουργική Επιτροπή.

 

Αυτός ο ισχυρισμός των αιτητών εγείρει ουσιαστικά θέμα και λόγο ακύρωσης εξαιτίας ύπαρξης πλάνης περί της νομικής κατάστασης, αφού είχε θεωρηθεί εσφαλμένα από όλους, ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δεσμευμένο υπέρ του Κράτους κατά στέρηση της ιδιοκτησίας των αιτητών.

 

Όμως, η εισήγηση των αιτητών δεν φαίνεται να στοιχειοθετείται από τα σχετικά έγγραφα που σχετίζονται με το θέμα και περιέχονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Όπως εκεί διαπιστώνεται, με την επιστολή ημερομηνίας 30.10.2007, η οποία είχε σταλεί εκ μέρους της Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης αναφορικά με ενστάσεις κατά της Γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης, αναφερόταν στην παράγραφο 6(γ) ότι αναφορικά με την απόφαση του Ανωτάτου  Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 821/2001, σχετική ήταν η παράγραφος 5 στην επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (Παράρτημα 4). Παρέπεμψε, επίσης σε σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, σύμφωνα με την οποία κανένα νομικό κώλυμα δεν υπήρχε για απόρριψη των ενστάσεων. Όπως δε διαφαίνεται από τα τηρηθέντα πρακτικά συνεδρίας της Υπουργικής επιτροπής ημερομηνίας 2.11.2007 που εξέτασε τις υποβληθείσες ενστάσεις, την Επιτροπή απασχόλησε και το θέμα της απόφασης στην Προσφυγή αρ. 821/2001. Καταγράφηκαν σχετικά τα εξής:

 

"Σχετική και η Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου 821/01 στην οποία διαπιστώθηκε πως η πρόθεση ανέγερσης μελλοντικού σχολείου προϋπόθετε απαλλοτρίωση των τεμαχίων και ότι η διαφύλαξη των τεμαχίων για μελλοντικό σκοπό, ισοδυναμούσε με παγοποίηση των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών. Σε σειρά πρωτόδικων αποφάσεων κρίθηκε πως ακόμα και η ύπαρξη διατάγματος απαλλοτρίωσης δεν συνιστά νόμιμη δικαιολογία για την άρνηση έκδοσης άδειας οικοδομής, διαχωρισμού ή και πολεοδομικής άδειας, δυσχεραίνοντας την διεκπεραίωση του καθήκοντος της Πολεοδομικής Αρχής.."

 

 

Προηγουμένως δε, στο ίδιο πρακτικό αναφέρθηκαν και τα εξής:

 

"Στα πλαίσια οριστικοποίησης του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού, λήφθηκε σοβαρά υπόψη η επιστολή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού στην οποία αναφέρεται πως όλοι οι χώροι οι οποίοι είναι δεσμευμένοι στο Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού του 2003, παραμένουν αναγκαίοι για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών, με τρεις εξαιρέσεις, οι οποίες δεν αφορούν τα εν λόγω τεμάχια. Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος χώρος κρίθηκε ως αναγκαίος και κατάλληλος για ανέγερση σχολικού κτιρίου και παραμένει ενταγμένος σε Ζώνη Αα4 προνοώντας την ανέγερση Δημοτικού Σχολείου."

 

Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων, δεν συμφωνώ ότι αγνοήθηκε ή παραγνωρίστηκε η σημασία, ή ότι παρερμηνεύτηκε το δεδικασμένο στην προσφυγή αρ. 821/2001. Αντίθετα, φαίνεται να λήφθηκε υπόψη και να έγινε αντιληπτή στις ορθές τις διαστάσεις η απόφαση που είχε εκδοθεί στην υπόθεση εκείνη. Η ουσία εκείνης της απόφασης, όπως αναγνωρίστηκε στη μεταγενέστερη απόφαση στην προσφυγή αρ. 500/2007, ήταν ότι "η διαφύλαξη του τεμαχίου για τους σκοπούς ανέγερσης δημοτικού σχολείου σημαίνει, όπως αναφέρεται και στην Γεωργίου, παγοποίηση των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την υλοποίηση των προθέσεων του Υπουργείου Παιδείας που προϋποθέτουν απαλλοτρίωση του ακινήτου" και ".κατά συνέπεια η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας."

 

Αυτή ήταν η πραγματική σημασία του δεδικασμένου και αυτή ήταν που φαίνεται να είχε αποδοθεί σ΄ αυτήν από την Υπουργική Επιτροπή. Είναι γεγονός ότι η χρησιμοποίηση της λέξης "δεσμευμένο" ως προς το επίδικο ακίνητο, δυνατόν να δίδει λανθασμένες εντυπώσεις, εν αντιθέσει προς τη λέξη "διαφυλαγμένο" που ορθότερα χρησιμοποιήθηκε στην απόφαση, πλην όμως η ουσία είναι καθαρή.

 

β. Η κατ΄ ισχυρισμό μη διερεύνηση των ενστάσεων των αιτητών.

 

Σύμφωνα με τους αιτητές, η τελική εισήγηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης προς την Υπουργική Επιτροπή, έπρεπε να λάβει υπόψη, πέραν από τις επιμέρους ενστάσεις των αιτητών, και την ένσταση η οποία είχε υποβληθεί από το δικηγόρο τους, η οποία περιείχε νομικά και πραγματικά σημεία τα οποία δεν ερευνήθηκαν καθόλου, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας.

 

Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί. Όλες οι παρατηρήσεις υπό μορφή ενστάσεων που είχαν υποβληθεί από τους δικηγόρους των αιτητών έτυχαν μνείας, διερεύνησης και αξιολόγησης, τόσο από τα αρμόδια Υπουργεία ή Τμήματα σε προκαταρκτικά στάδια της διαδικασίας, όσο και τελικά από την αρμόδια Υπουργική Επιτροπή. Ιδιαίτερη δε μνεία γινόταν σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα, στις προηγηθείσες διαδικασίες και ειδικά στην απόφαση του Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 821/2001, που κατείχε προεξάρχον μέρος στην επιστολή-ένσταση του δικηγόρου των αιτητών. Ειδική επίσης μνεία και διερεύνηση γινόταν και ως προς άλλα θέματα που επίσης θίγονταν στην επιστολή, όπως είναι η αναμενόμενη ηχορύπανση, ενδεχόμενα θέματα ασφάλειας μαθητών κλπ.

 

γ. Τα κατ΄ ισχυρισμό μεμπτά σημεία της Έκθεσης του Επάρχου.

 

Σύμφωνα με τις εισηγήσεις των αιτητών πάσχει νομικά η επιστολή-έκθεση του Επάρχου Λεμεσού ημερομηνίας 18.6.2007, με την οποία διαβιβάσθηκαν οι ενστάσεις ιδιοκτητών γης. Πάσχει δε, για τρεις βασικούς λόγους:

 

α. Επειδή υπογράφεται όχι από τον ίδιο τον Έπαρχο, αλλά από κάποιο Λειτουργό ο οποίος δεν αναφέρει με ποιού την εντολή υπέγραψε.

 

β. Επειδή δεν τηρήθηκε οποιαδήποτε έγγραφη καταχώρηση - πρακτικό της απόφασης του Επάρχου.

 

γ. Επειδή, με τη συνημμένη στην επιστολή έκθεση, γίνεται και τελική εισήγηση η οποία παραπλανητικά δεν αποδίδει το ιστορικό, το δεδικασμένο και τις ενστάσεις ορθά.

 

Καμιά από τις πιο πάνω αιτιάσεις των αιτητών δεν ευσταθεί. Διαπιστώνεται κατ΄ αρχάς ότι η επιστολή-έκθεση του Επάρχου - Παράρτημα 8 στην Ένσταση, δε συνιστά απόφαση οργάνου της διοίκησης. Πρόκειται για επιστολή με την οποία Λειτουργός του Γραφείου Επάρχου διαβιβάζει προς το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού αυτούσιες τις ενστάσεις που είχαν υποβληθεί κατά της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης. Επιπρόσθετα δε, προβαίνει σε μια σύνοψη των ενστάσεων, καταλήγοντας σε απλή εισήγηση ως προς τη θέση του Επάρχου, όχι έναντι των ενστάσεων, αλλ΄ έναντι της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης. Δεν επρόκειτο εν προκειμένω για συγκεκριμένη πράξη ή απόφαση οργάνου που άσκησε εξουσία ή διακριτική ευχέρεια, έτσι ώστε ν΄ απαιτείτο ο καταρτισμός έγγραφου πρακτικού ή καταχώρησης προς το σκοπό ελέγχου της. Ούτε και ασφαλώς το γεγονός ότι δεν υπέγραφε τη σχετική επιστολή ο ίδιος ο Έπαρχος ενέχει οποιαδήποτε σημασία. Σίγουρα δε, δεν επαφίετο στον Έπαρχο, διαβιβάζοντας τις υποβληθείσες ενστάσεις, να προβεί σε ανάλυση ή αξιολόγηση της σημασίας του δεδικασμένου στην προηγηθείσα προσφυγή. Εν τούτοις, δεν παρέλειψε ο Έπαρχος με την υποβληθείσα Έκθεση, να προβεί σε επίστηση της προσοχής στο ότι η απαλλοτρίωση θα μπορούσε να προχωρήσει, νοουμένου ότι ληφθεί υπόψη και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 821/2001.

 

δ. Η εισήγηση των αιτητών σύμφωνα με την οποία όλα τα αρμόδια όργανα στη διαδικασία απαλλοτρίωσης, εξέλαβαν ως δεδομένη και δεσμευμένη για τον προτεινόμενο σκοπό την επίδικη γη και ως de facto απαλλοτριωμένη.

 

Το βασικό επιχείρημα των αιτητών, κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, συνοψίζεται στη θέση ότι κατά την ακολουθηθείσα πορεία της διαδικασίας, όλοι οι εμπλεκόμενοι παράγοντες είχαν θεωρήσει την επίδικη γη ως "de facto απαλλοτριωμένη, παρά την ακύρωση που έφερε η 821/02." Θεωρούν δηλαδή ακόμα, σύμφωνα με τους αιτητές, πεπλανημένα ότι η ακίνητη αυτή περιουσία ήταν καταδικασμένη σε στέρηση, επειδή ήταν και συνέχιζε να είναι δεσμευμένη για τις ανάγκες που θα προέκυπταν μελλοντικά.

 

Δεν συμφωνώ ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί μέσα από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Εκείνο το οποίο φαίνεται να είχε λάβει χώρα, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, ήταν το γεγονός ότι το υπό ανάπτυξη τεμάχιο των αιτητών, σύμφωνα με το Χάρτη Χρήσης Γης (Αρ. 8) του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού, επηρεαζόταν λόγω της σκοπούμενης ανέγερσης εκεί Δημοτικού Σχολείου. Η προώθηση του σκοπού εκείνου φαίνεται από τη σχετική αλληλογραφία να είχε αρχίσει να υλοποιείται με την κίνηση των μηχανισμών για δημοσίευση γνωστοποίησης αρχικά και διατάγματος αργότερα για την απαλλοτρίωση του τεμαχίου. Οι ενέργειες όμως αυτές, εμφανώς δεν έγιναν με την πρέπουσα σπουδή και, ως αποτέλεσμα, η επίδικη γη παρέμενε "χαρακτηρισμένη", όπως είναι η  φράση που χρησιμοποιήθηκε σε κάποια έγγραφα, ή "δεσμευμένη" σε άλλα, για την ανέγερση του σχολείου. Μια τέτοια δυνατότητα σίγουρα παρεχόταν με βάση την κειμένη νομοθεσία και υπάρχουσα νομολογία. (Βλ. περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος αρ. 90/72, όπως τροποποιήθηκε, και Χάρης Κυμίση κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 372/2000, ημερομηνίας 24.3.2003).

 

Μετά τη δημοσίευση των Τοπικών Σχεδίων και την εξέταση τυχόν ενστάσεων, η ακίνητη περιουσία της οποίας η χρησιμοποίηση προορίζεται για ένα συγκεκριμένο σκοπό, διαφυλάσσεται ασφαλώς ως τέτοια, μέχρι την απόκτησή της με τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και καταβολή δίκαιης αποζημίωσης, ενώ εν τω μεταξύ δεν επηρεάζονται τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των εγγεγραμμένων ιδιοκτητών. (Evridiki Aspri v. Republic, 4 R.S.C.C. 57, M. Theodossiou G. Ltd v. The Municipality of Limassol (1975) 3 CLR 195). Αυτό δε είναι που έγινε και στην παρούσα περίπτωση. Το μόνο μεμπτό που παρατηρήθηκε στην όλη διαδικασία ήταν εκείνο που διαπίστωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 821/2001. Ότι δηλαδή δεν θα έπρεπε η διαφύλαξη του τεμαχίου για τους σκοπούς της ανέγερσης του σχολείου να συνεπάγεται την παγοποίηση των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την υλοποίηση των προθέσεων της διοίκησης που προϋπόθεταν απαλλοτρίωση του ακινήτου. Ήταν με βάση αυτή την αρχή που ασκήθηκε η ακυρωτική εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα προσφυγή και η διοίκηση προχώρησε στη διαδικασία απαλλοτρίωσης, όπως θα έπρεπε να είχε κάνει ενωρίτερα. Είναι δε η απόφαση για απαλλοτρίωση που υλοποιήθηκε με τη δημοσίευση του σχετικού διατάγματος που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή. Μέσω δε αυτής, δεν είναι νοητό να προσβληθεί ούτε η νομιμότητα ή ορθότητα του Τοπικού  Σχεδίου, ούτε και η προηγηθείσα άρνηση παραχώρησης άδειας διαχωρισμού ή η παραχώρηση τέτοιας άδειας υπό δυσμενείς όρους. Η διενέργεια ενός τέτοιου παρεμπίπτοντος ελέγχου ενεργειών της διοίκησης, δεν είναι επιτρεπτή, ως υποδεικνύει μεγάλος αριθμός αποφάσεων της νομολογίας, μεταξύ των οποίων και η απόφαση στην υπόθεση FAM Solar ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 823/2001, ημερομηνίας 10.9.2002, στην οποία παρέπεμψε η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση.

 

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει και έχοντας υπόψη ότι και στη συνέχεια της αγόρευσής τους οι αιτητές θίγουν θέματα παρόμοια ή συνδεόμενα με τα ήδη εξετασθέντα, σε σχέση κυρίως με τον ισχυρισμό περί παραγνώρισης δεδικασμένου, δεν συντρέχει λόγος για περαιτέρω ενασχόληση με αυτούς.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών.

 

   Κληρίδης,

Δ.

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο