ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
E. MERCK ν. REPUBLIC AND ANOTHER (1972) 3 CLR 548
DEMETRIOU AND OTHERS ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 91
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 589
Eπιτροπή Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας ν. Aντώνη Zάμπογλου (1997) 3 ΑΑΔ 270
Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 447
Προκατασκευασμένα Yλικά Σκυροδέματος Ύψωνας Λτδ v.Eπάρχου Λεμεσού (2000) 3 ΑΑΔ 716
Χριστοδούλου Γεώργιος και Άλλοι ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 ΑΑΔ 810
Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 4 ΑΑΔ 725
Κυριάκου Μανωλίτσα Συμεού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 211
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Υπόθεση Αρ. 921/2011, 29/11/2013
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΑΠΟΥΛΛΑΡΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπoθεση Αρ. 258/2010, 26/9/2012
ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1558/2008, 30 Ιουνίου 2010
ΘΕΜΙΣΤΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 879/2009, 29 Μαρτίου 2011
Σκαπούλαρος Γεώργιος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 540, ECLI:CY:AD:2016:C514
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 116/2009)
27 Ιανουαρίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑ,
2. ΦΡΑΓΚΟΥΛΑ ΚΟΙΤΑΖΟΥ,
3. ΕΛΕΝΗ ΚΟΙΤΑΖΟΥ,
4. ΜΑΡΙΑ ΣΑΡΔΑΛΟΥ,
Αιτήτριες,
- ν. -
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΩΝ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Λ. Κούσιος, για τις Αιτήτριες.
Β. Χριστοφόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτήτριες, συνιδιοκτήτριες τεμαχίου γης στο Παραλίμνι, παραπονούνται για την απόρριψη της ιεαρχικής προσφυγής που υπέβαλαν εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής σε αίτηση τους για παραχώρηση σχετικής άδειας για ανέγερση κατοικίας στο εν λόγω ακίνητο.
Οι αιτήτριες υπέβαλαν στις 29.9.06, αίτηση στην Πολεοδομική Αρχή, δηλαδή, τον Επαρχιακό Λειτουργό του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου για την ανέγερση κατοικίας στο τεμάχιο τους, που κατά το χρόνο της αίτησης ενέπιπτε στη γεωργική ζώνη Γ, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής που ίσχυε τότε. Στις 5.4.07, δημοσιεύθηκε το Τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου, με αποτέλεσμα το τεμάχιο να ενταχθεί στη Ζώνη Προστασίας Δα2, στην οποία και δεν επιτρέπεται η ανέγερση κατοικίας. Στις 31.8.07, η Πολεοδομική Αρχή απέρριψε την αίτηση διότι το τεμάχιο δεν διέθετε ικανοποιητική προσπέλαση σύμφωνα με τις πρόνοιες της παρ. 2.1 της Εντολής 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών και κατ΄ επέκταση τις πρόνοιες της υποπαρ. 1(γ) της Πολιτικής 3(Α) της Δήλωσης Πολιτικής, ενόψει του ότι το πλάτος του δρόμου, στο οποίο εφάπτεται το τεμάχιο, είναι πολύ μικρό σε διαστάσεις (σε κάποια σημεία είναι μόνο 1,80-2,00 μέτρα), ενώ τμήματα του δεν υφίστανται επί τόπου με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα της άνετης και απρόσκοπτης χρήσης του τεμαχίου από οχήματα. Με σημείωση της στους λόγους άρνησης, η Πολεοδομική Αρχή ανέφερε ότι ενόψει του πιο πάνω σοβαρού προβλήματος προσπέλασης, η αίτηση δεν μελετήθηκε σε σχέση με άλλες πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής που αφορούσαν, για παράδειγμα, το συντελεστή δόμησης, το ποσοστό κάλυψης, την αισθητική της οικοδομής κ.α.
Στις 18.10.07 καταχωρήθηκε ιεραρχική προσφυγή στο Υπουργείο Εσωτερικών στη βάση της πλάνης ως προς τα γεγονότα, με εισήγηση ότι στην περιοχή του τεμαχίου υφίσταται δρόμος που δημιουργήθηκε από τον ίδιο το Δήμο Παραλιμνίου που σε ορισμένα σημεία του φθάνει μέχρι και τα 12,80 μέτρα πλάτος, κατασκευασμένος από συμπυκνωμένο αμμοχάλικα που δεν διακόπτεται σε οποιοδήποτε σημείο, παρέχοντας έτσι ικανοποιητική προσπέλαση στο τεμάχιο και από τις δύο κατευθύνσεις του. Οι αιτήτριες επίσης εισηγήθηκαν ότι ο Δήμος Παραλιμνίου είχε εκδώσει άδειες οικοδομής στην περιοχή και είχε χορηγήσει πολεοδομικές άδειες και άδειες οικοδομής για ανάπτυξη άλλων ακινήτων που επίσης εφάπτονται του ιδίου δρόμου. Με σημείωμα του ημερ. 27.8.08, το Υπουργείο Εσωτερικών εισηγήθηκε προς την Υπουργική Επιτροπή την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, αφού έλαβε υπόψη τις εισηγήσεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως που έκρινε ότι όταν το τεμάχιο ενέπιπτε στην Πολεοδομική Ζώνη Γ΄, αυτό δεν μπορούσε να τύχει ανάπτυξης λόγω ανυπαρξίας ικανοποιητικής προσπέλασης. Στο σημείωμα του Υπουργείου καταγράφεται ότι η αίτηση είχε μελετηθεί με βάση τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής, παρά το γεγονός ότι κατά το χρόνο λήψης της απόφασης είχε τεθεί σε ισχύ το Τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου, ενόψει του ότι είχε παρέλθει ο εύλογος χρόνος για τη μελέτη της αίτησης. Η Υπουργική Επιτροπή εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή στις 19.9.08 και αποφάσισε να την απορρίψει κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ήταν ορθή και εντός των πλαισίων των προνοιών της εντολής 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών, ως ίσχυε τότε, για τα δημοτικά όρια Παραλιμνίου. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στους αιτητές στις 13.11.08.
Εισηγούνται οι αιτήτριες ότι η Υπουργική Επιτροπή τήρησε μεροληπτική στάση διότι δεν ήταν δυνατό από τη μια το Υπουργείο Εσωτερικών να εισηγείται την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής και από την άλλη ο Υπουργός Εσωτερικών να συμμετάσχει και στην Υπουργική Επιτροπή που έλαβε την απόφαση. Πρόσθετα, παραβιάστηκε η αρχή του προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης που πρέπει να θεωρείται ότι εφαρμόζεται με βάση το άρθρο 43 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, εφόσον δεν δόθηκε η ευκαιρία στις αιτήτριες να εκθέσουν τις απόψεις τους για να αντικρούσουν τις απορριπτικές εισηγήσεις της Πολεοδομικής Αρχής. Συναφής λόγος είναι επίσης και η έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, επειδή η Υπουργική Επιτροπή απέτυχε να ερευνήσει κατά οποιοδήποτε ικανοποιητικό τρόπο τόσο την πραγματική επί τόπου κατάσταση του δρόμου, όσο και το γεγονός ότι στο αμέσως επόμενο ακίνητο ανεγέρθηκε οικία με όλες τις απαραίτητες άδειες, παρατηρούμενης έτσι ανισότητας στη μεταχείριση της επίδικης αίτησης. Η Υπουργική Επιτροπή αρκέστηκε στο να αποδεχθεί παθητικά τις θέσεις της Πολεοδομικής Αρχής, ενεργώντας ως απλή σφραγίδα της δικής της απόφασης.
Τις θέσεις αυτές αντικρούουν οι καθ΄ ων στη δική τους αγόρευση κατά εύστοχο τρόπο, όπως θα διαφανεί κατωτέρω στην ανάλυση που ακολουθεί.
Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται σχετίζεται με την ανάμειξη του Υπουργού Εσωτερικών στην ίδια την Υπουργική Επιτροπή που έλαβε την απορριπτική απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής. Εισηγείται ο συνήγορος των αιτητριών ότι δεν ήταν δυνατό το ίδιο το Υπουργείο Εσωτερικών να εισηγείται προς την Υπουργική Επιτροπή (σύμφωνα με το Παράρτημα 4 στην ένσταση), την απόρριψη της προσφυγής, ενώ ταυτόχρονα πιθανό να είχε λάβει μέρος σε αυτή και ο Υπουργός Εσωτερικών. Η συνύπαρξη στο ίδιο κατ΄ ουσία «πρόσωπο» της διπλής ιδιότητας συμβουλευτικού ή γνωμοδοτικού οργάνου και ταυτόχρονα μέλους του αποφασίζοντος οργάνου, δεν είναι επιτρεπτή.
Το Παράρτημα 3 στην ένσταση που είναι το Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών προς την Υπουργική Επιτροπή επί των δεδομένων της ιεραρχικής προσφυγής, καθώς και το Παράρτημα 1 στην ένσταση που είναι η γνωστοποίηση άρνησης χορήγησης της πολεοδομικής άδειας, είναι αποκαλυπτικά του γεγονότος ότι η αίτηση για την πολεοδομική άδεια εξετάστηκε και αποφασίστηκε το πρώτον από τον Επαρχιακό Λειτουργό Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου ως Πολεοδομική Αρχή. Αυτό σύμφωνα, όπως υποδεικνύουν και οι καθ΄ ων στην αγόρευση τους, με την εκχώρηση των αρμοδιοτήτων που προέκυψε από το περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Εκχώρηση Εξουσιών) Διάταγμα του 1996, Κ.Δ.Π. 53/96, ο Καν. 7(1) του οποίου καθόρισε ότι για περιοχές εκτός των δημοτικών ορίων των εκεί μνημονευόμενων πόλεων, ο Υπουργός Εσωτερικών εκχώρησε στους κατά τόπο αρμόδιους Επαρχιακούς Λειτουργούς τις εξουσίες του για πολεοδομικό έλεγχο. Η Κ.Δ.Π. 53/96 εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 5 και 17 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»), που καθορίζουν τη δυνατότητα της μεταβίβασης των αρμοδιοτήτων του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος εν γένει διά του ερμηνευτικού άρθρου 2 ενεργεί ως πολεοδομική αρχή, εκτός όπου ενεργεί ως τέτοια ο Υπουργός Οικονομικών.
Με βάση τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμό του 1990, Κ.Δ.Π. 55/90, η ιεραρχική προσφυγή εναντίον πολεοδομικής απόφασης υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο (Καν. 7(1)). Δυνάμει του εδαφίου (5) του Καν. 7, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέσει σε Υπουργό ή Επιτροπή από Υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή προτού εκδώσει την απόφαση του. Το Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε κατά τη γνωστοποίηση της Κ.Δ.Π. 249/87, όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 196/93, τις εξουσίες του για τη λήψη απόφασης σε ιεραρχική προσφυγή που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 31(1) του Νόμου, σε τετραμελή Επιτροπή που αργότερα έγινε τριμελής, με συγκεκριμένη πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο που υιοθετήθηκε με την απόφαση του τελευταίου αρ. 59.158, ώστε η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής να αποτελείται από τον Υπουργό Εσωτερικών, τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού και τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων. Η γνωστοποίηση αυτή εκδόθηκε δυνάμει του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου αρ. 23/62. (δέστε την απόφαση στην Ελένη Αγαθοκλή Πιερή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 640/06, ημερ. 23.12.08).
Έπεται ότι η Πολεοδομική Αρχή ήταν ένα διαφορετικό πρόσωπο, έστω και αν ευρύτερα υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών, η δε Υπουργική Επιτροπή, μέλος της οποίας έμμεσα είναι δεκτό από την αγόρευση των καθ΄ ων ότι ήταν και ο Υπουργός Εσωτερικών, εξέτασε ως ανεξάρτητο όργανο καθορισμένο από το Νόμο, τους πιο πάνω Κανονισμούς και τη γνωστοποίηση, την ιεραρχική προσφυγή. Δεν υπάρχουν στοιχεία μεροληψίας από τη συμμετοχή του Υπουργού Εσωτερικών σε μια διαδικασία που ο ίδιος ο Νόμος προβλέπει και που προκαθορίζει ότι η Υπουργική Επιτροπή εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή. Είναι σαφές από το λεκτικό του άρθρου 31 του Νόμου ότι η αίτηση υποβάλλεται στην Πολεοδομική Αρχή, η δε προσφυγή στο Υπουργικό Συμβούλιο. Οι αιτήτριες, εν πάση περιπτώσει, πέραν της επίκλησης της παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της έλλειψης αντικειμενικότητας, δεν εξηγούν πώς η συμμετοχή του Υπουργού Εσωτερικών στη σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής επηρέασε την απόφαση κατά μεροληπτικό ή μη αντικειμενικό τρόπο, δημιουργώντας έτσι δυσμενείς επιπτώσεις γι΄ αυτές. Όπως υποδείχθηκε, διαφορετικό ήταν το όργανο εξέτασης της αίτησης και διαφορετικό το όργανο εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής. Παρόμοιο, ουσιαστικά, επιχείρημα απορρίφθηκε στην απόφαση Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέρματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 905/07, ημερ. 21.10.99.
Το άλλο σκέλος της εισήγησης, συναφές προς το προηγούμενο, είναι ότι ήταν το Υπουργείο Εσωτερικών που υπέβαλε την απορριπτική εισήγηση και η Υπουργική Επιτροπή, με τη συμμετοχή του Υπουργού Εσωτερικών, δέχθηκε τη θέση αυτή κατά τρόπο που δεν παρείχε τα εχέγγυα της αμεροληψίας. Πέραν του ότι η ανάμειξη του Υπουργού Εσωτερικών θα σχολιαστεί κατωτέρω στην εξέταση του λόγου περί μη επαρκούς έρευνας, σημειώνεται εδώ ότι το σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών (Παράρτημα 3 στην ένσταση), ήταν ακριβώς τέτοιο. Ένα σημείωμα, δηλαδή, επεξηγηματικό προς την Υπουργική Επιτροπή, η οποία δεν δεσμευόταν απ΄ αυτό καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, εφόσον η ιεραρχική προσφυγή έχει την έννοια της επανεξέτασης της απόφασης από ένα δεύτερο όργανο δίνοντας τη δυνατότητα να διορθώσει λάθη ή υπέρβαση εξουσίας που τυχόν έγιναν από το πρώτο εξεταστικό όργανο. (δέστε Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 431). Περαιτέρω, οι αιτήτριες δεν μπορούν να παραπονούνται για τη σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής που εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή προς την οποία οι ίδιες κατέφυγαν για αναθεώρηση της αρνήσεως της Πολεοδομικής Αρχής. Δεν είναι δυνατόν να επιδοκιμάζουν και ταυτόχρονα να αποδοκιμάζουν την όλη διαδικασία.
Ούτε το παράπονο των αιτητριών ότι δεν τους δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης πριν η Υπουργική Επιτροπή απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή τους, ευσταθεί. Ο Καν. 7(4) της Κ.Δ.Π. 55/90, δίνει το δικαίωμα στο Υπουργικό Συμβούλιο, εδώ την Υπουργική Επιτροπή, αν το κρίνει σκόπιμο, να ακούσει ή να δώσει την ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να υποστηρίξει τους λόγους επί των οποίων βασίζει την προσφυγή του. Είναι σαφές ότι η εξουσία αυτή είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική, με αποτέλεσμα η Υπουργική Επιτροπή να ασκεί επί του θέματος διακριτική εξουσία. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώσει πλημμελή άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα ή τέτοια άσκηση διακριτικής ευχέρειας ώστε να διαπιστώνεται υπέρβαση ή κατάχρηση. (δέστε Augusti v. Permits Authority (1972) 3 C.L.R. 36, Merck v. Republic (1972) 3 C.L.R. 548, Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 211 και Χριστοδούλου ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810). Περαιτέρω, παρατηρείται ότι οι αιτήτριες μέσω των δικηγόρων τους έθεσαν τις απόψεις τους κατά την ιεραρχική προσφυγή οι οποίες εξετάστηκαν και οι οποίες ήσαν στην ουσία ταυτόσημες με τα όσα επανέλαβαν και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Αφορούσαν κατ΄ ουσίαν το λόγο απόρριψης από την Πολεοδομική Αρχή και επεκτάθηκαν με την κατάθεση της ιεραρχικής προσφυγής σε ο,τιδήποτε οι ίδιες θεώρησαν αναγκαίο να θέσουν προς εξέταση. Επομένως, δεν υπήρχε υποχρέωση στην Υπουργική Επιτροπή να τις ακούσει προφορικώς πριν την έκδοση της απόφασης της (δέστε Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέρματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - και Ελένη Αγαθοκλή Πιερή ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω).
Ο ισχυρισμός, τέλος, ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διενήργησε δική της ανεξάρτητη έρευνα αλλά απλώς «σφράγισε» με την απόφαση της τα ευρήματα της Πολεοδομικής Αρχής επίσης στερείται ερείσματος. Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου, κατά τη νομολογία, θεωρείται ως επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον υιοθετεί την πρόταση του αρμοδίου οργάνου, ιδιαίτερα όπου δεν απαιτείται εκ του Νόμου ή τους Κανονισμούς η καταγραφή ρητής αιτιολογίας (δέστε Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 91 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589). Ο Καν. 7 της Κ.Δ.Π. 55/90, δεν καταγράφει οπουδήποτε ότι πρέπει να δίνεται οποιαδήποτε ιδιαίτερη αιτιολογία κατά την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, εδώ, της Υπουργικής Επιτροπής.
Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου δεν υπάρχει αναγκαιότητα που να υπαγορεύει τη διεξαγωγή έρευνας από το ίδιο το αποφασίζον όργανο. Το ζητούμενο είναι να συλλεγούν και να διαπιστωθούν τα ουσιώδη γεγονότα ώστε η έρευνα να είναι πλήρης, είτε αυτή διεξάγεται από το ίδιο το αποφασίζον όργανο, είτε από άλλο όργανο στο οποίο μπορεί να αναθέσει τη διεξαγωγή και τη συλλογή στοιχείων. (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Κυριάκου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -). Όπως αποφασίστηκε και στην υπόθεση Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέρματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - η υποβολή απόψεων από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο με τη σειρά του έλαβε και τις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δεν ήταν λανθασμένη διαδικασία ούτε αποδείκνυε αναρμόδια ανάμειξη του Υπουργείου Εσωτερικών. Παρόμοιο στην ουσία επιχείρημα απορρίφθηκε στην εν λόγω υπόθεση.
Όπως είναι καλά καθιερωμένο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία έρευνας του υπό εξέταση θέματος, ποικίλει ανάλογα με το αντικείμενο του. Η έρευνα θεωρείται επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που είναι σχετικό. (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Περαιτέρω, ως είναι παγίως αναγνωρισμένο, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά κατά πόσο η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής. (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Cosntruction Ltd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835).
Τα στοιχεία τα οποία κατέθεσαν οι αιτήτριες, διά φωτογραφιών κλπ., δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Στο βαθμό που τα στοιχεία αυτά τέθηκαν ενώπιον της διοίκησης διά της ιεραρχικής προσφυγής, εξετάστηκαν και δεν έγιναν δεκτά. Στην εισήγηση του το Υπουργείο Εσωτερικών, καταγράφει ότι ο δρόμος που εφάπτεται του επιδίκου τεμαχίου δεν καλύπτεται νομικά επειδή δεν εξασφαλίστηκε η γη που επηρεάστηκε από τη διεύρυνση του, ούτε η κατά νόμο άδεια, σε σημεία δεν υφίσταται καν στην εγγεγραμμένη του θέση, το πλάτος του ανέρχεται σε σημεία μόλις στα 1,80-2,00 μέτρα και εν γένει δεν υπάρχει απρόσκοπτη διέλευση οχημάτων. Το αποτέλεσμα είναι να μην είναι δυνατή η χρήση του από τους γύρω ιδιοκτήτες ώστε να μην είναι δυνατόν να «νομιμοποιείται» αποτελώντας κακό προηγούμενο για την όλη πολεοδομική ανάπτυξη, ακόμη και αν ο δρόμος δημιουργήθηκε από την τοπική αρχή. Όλα αυτά τέθηκαν κατά την ιεραρχική προσφυγή και απορρίφθηκαν. Επομένως, διερευνήθηκαν και εξετάστηκαν δεόντως. Η απορριπτική λοιπόν θέση των καθ΄ ων στηριζόμενη στη θέση της Πολεοδομικής Αρχής αφενός, και, στην προς τούτο εισήγηση του Υπουργείου Εσωτερικών αφετέρου, ήταν εύλογη (δέστε παρόμοιο ζήτημα στην Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέματος Ύψωνας Λτδ ν. Επάρχου Λεμεσού (2000) 3 Α.Α.Δ. 716). Άλλωστε, τα θέματα αυτά αποτελούν τεχνικά ζητήματα, τα οποία κατά κανόνα είναι ανέλεγκτα και η εκτίμηση τους εναπόκειται στη διοίκηση.
Όσον αφορά την αιτίαση της ανισότητας, δεν παρέχονται επαρκή στοιχεία προς έλεγχο του ζητήματος. Η απλή αναφορά στο διπλανό τεμάχιο δεν επαρκεί για να δημιουργήσει ακυρότητα λόγω ανισότητας. Το Υπουργείο Εσωτερικών στο Σημείωμα του εξηγεί ότι η έκδοση αδειών οικοδομής έγινε με βάση τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο και η Πολεοδομική Αρχή δεν δεσμεύεται, εφόσον αυτή πρέπει να ενεργεί με βάση την περί πολεοδομίας νομοθεσία, ενώ δεν είχαν χορηγηθεί άδειες για τεμάχια που έχουν προσπέλαση στο συγκεκριμένο δρόμο. Καταγράφεται δε ότι τέτοιες αιτήσεις έχουν απορριφθεί ακριβώς λόγω μη ικανοποιητικής προσπέλασης. Άλλωστε, με δεδομένη τη θέση των καθ΄ ων περί της κατάστασης του δρόμου και της ουσιαστικής μη προσπελασιμότητας του, και αν ακόμη είχε εκδοθεί άδεια επί ίσοις όροις και με τα ίδια δεδομένα όπως αυτά των αιτητριών, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας, εφόσον δεν υπάρχει ισότητα στην παρανομία. Ακόμη και οι ειδικές περιστάσεις που επικαλείται η αιτήτρια 1 δεν δικαιολογούν την εκ μέρους της Πολεοδομικής Αρχής παρανομία.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.2000 έξοδα εναντίον των αιτητριών και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ