ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 1054
23 Νοεμβρίου, 2009
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
(Υπόθεση Αρ. 76/2006)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 16 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΠΡΟΣ ΤΟΥΜΠΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 84/2006)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΠΑΡΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 157/2006)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 16 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 212/2006)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
2. ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ,
Αιτητές,
v.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 76/2006, 84/2006, 157/2006, 212/2006)
Έννομο Συμφέρον ― Υπαλλήλου της Α.Τ.Η.Κ. να προσβάλει την προαγωγή συναδέλφων του, στην περίπτωση που δεν έχει συμπληρώσει τριετή υπηρεσία στον κατεχόμενο βαθμό.
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Η υποχρέωση τήρησης άρτιων πρακτικών ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση από το Συμβούλιο Προσωπικού της Α.Τ.Η.Κ. ― Περιστάσεις.
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Προαγωγές ― Η συμβολή του Συμβουλίου Προσωπικού της Αρχής στην προαγωγική διαδικασία ― Όροι νομιμότητας από την νομολογία ― Κρίθηκε αιτιολογημένη στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Προαγωγές ― Σύσταση του Γενικού Διευθυντή ― Όροι νομιμότητας από την νομολογία ― Η σύσταση κρίθηκε έγκυρη στην εξετασθείσα υπόθεση ― Περιστάσεις.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έκδηλη υπεροχή ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση προαγωγών στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Περιστάσεις της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Η απαίτηση να προβάλλονται μετ' εννόμου συμφέροντος όλοι οι λόγοι ακυρώσεως ― Δεν επληρούντο στην κριθείσα περίπτωση ― Περαιτέρω διαπιστώθηκε ταυτόχρονη παραβίαση του δόγματος της απαγόρευσης της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Γραμματειακού Επόπτη Β΄.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:
1. Ο αιτητής στην υπ. αρ. 84/06 δεν ικανοποιούσε τον όρο για τριετή, τουλάχιστον, υπηρεσία στον κατεχόμενο βαθμό. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα, δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών. Συνακόλουθα, η Προσφυγή Αρ. 84/06 θα πρέπει να απορριφθεί.
2. Είναι γεγονός ότι οι εργασίες του Συμβουλίου Προσωπικού επεκτάθηκαν σε τέσσερις διαδοχικές ημερομηνίες και τα πρακτικά ενσωματώθηκαν σε ένα έγγραφο. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένες οι εργασίες του Συμβουλίου Προσωπικού στο πιο πάνω έγγραφο, δε δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια, είτε ως προς τη σύνθεσή του, είτε ως προς τις συνθήκες λήψης της απόφασής του.
3. Τα περί αναιτιολόγητου της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού, δεν ευσταθούν. Έδωσε επαρκή αιτιολογία για τον κάθε ένα από τους πέντε υποψηφίους που πρότεινε στην Αρχή ως, ουσιαστικά, καταλληλότερο και σημείωσε τις ιδιότητές του, που, κατά την άποψή του, του προσέδιδαν προβάδισμα έναντι των υπολοίπων. Η αιτιολογία, σε αυτή την περίπτωση, συμπληρώνεται από τους φακέλους. Το Συμβούλιο Προσωπικού δεν είχε υποχρέωση να αναφερθεί ή να σχολιάσει ειδικότερα υποψηφίους, που δε συμπεριέλαβε στους κατά την κρίση του καταλληλότερους. Αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι το Συμβούλιο Προσωπικού παραγκώνισε τα καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας.
4. Στην παρούσα περίπτωση, όπως φαίνεται από το κείμενο της εισήγησης, ο Γενικός Διευθυντής δεν περιορίστηκε στη μελέτη των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού. Η ταύτιση απόψεων μεταξύ Γενικού Διευθυντή και Συμβουλίου Προσωπικού δεν είναι μεμπτή. Δεν έχει αποδειχθεί εκ μέρους των αιτητών σημείο υπεροχής τους το οποίο θα καθιστούσε την εισήγηση ως αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Ο Διευθυντής, είναι νομολογημένο, δεν είναι αναγκασμένος να αναφερθεί σε όλους τους υποψηφίους ή σε υποψηφίους που δεν επιθυμεί να συστήσει.
5. Σύμφωνα με τη νομολογία, τα στοιχεία των προσόντων και της αρχαιότητας, σε περιπτώσεις προαγωγών στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών, δεν είναι ξεχωριστά κριτήρια αλλά, απλώς, στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στη στάθμιση των κριτηρίων της ουσιαστικής καταλληλότητας. Βασική νομολογιακή αρχή είναι ότι, για να υπάρξει προοπτική επιτυχίας προσφυγών εναντίον προαγωγικής διαδικασίας, θα πρέπει οι αιτητές να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή. Στην παρούσα περίπτωση, τέτοια δεν έχει στοιχειοθετηθεί.
6. Αναφορικά, τέλος, με τον ισχυρισμό ότι απουσιάζει ειδική αιτιολόγηση της απόκλισης της απόφασης του Συμβουλίου από τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, οι αιτητές δε νομιμοποιούνται στην έγερσή του, εφόσον οι ίδιοι δεν είχαν συμπεριληφθεί στους προταθέντες από το Συμβούλιο Προσωπικού και το Γενικό Διευθυντή. Περαιτέρω, με τις εισηγήσεις τους, από τη μια, αποδοκιμάζουν και, από την άλλη, επιδοκιμάζουν τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, κάτι που δεν επιτρέπεται.
Οι προσφυγές απορρίφθηκαν με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αριστείδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 588,
Κάζανου ν. Α.ΤΗ.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 293,
Κεννε-Μαρμαρά ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1225/07, ημερ. 14.4.2009,
Α.ΤΗ.Κ. ν. Περικλέους (1999) 3 Α.Α.Δ. 170,
Omeros Nissiotis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 388,
Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170,
Κυπριανού ν. Α.ΤΗ.Κ. (Αρ. 2) (1998) 3 Α.Α.Δ. 804,
Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406.
Προσφυγή.
Α. Παπαδοπούλου (κα) για Ελένη Βραχίμη (κα), για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 76/06 και τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 157/06.
Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 84/06.
Α. Δράκος, για τους Αιτητές στην Υπόθεση Αρ. 212/06.
Ν. Χατζηϊωάννου (κα), για Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Γ. Χατζηπροδρόμου (κα), για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη: Ιωάννη Κολιό και Χριστοφή Φλουρέντζου σε όλες τις υποθέσεις.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με τις πιο πάνω προσφυγές, που συνεκδικάστηκαν, οι αιτητές* αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, (η «Αρχή»), ημερομηνίας 22/11/2005, με την οποία προήχθησαν στο βαθμό του Γραμματειακού Επόπτη Β΄ οι Στέλιος Χαραλάμπους, Γεώργιος Χατζηπέτρου, Ιωάννης Κολιός, Χριστοφής Φλουρέντζου και Ευάγγελος Διαμαντίδης - (ενδιαφερόμενα μέρη).
Το Συμβούλιο Προσωπικού της Αρχής, (το «Συμβούλιο Προσωπικού»), στα πλαίσια διαδικασίας πλήρωσης πέντε κενών θέσεων Γραμματειακού Επόπτη Β΄, κατήρτισε Κατάλογο 33 υποψηφίων, οι οποίοι, ως συμπληρώσαντες στις 22/6/2004 τριετία στον αμέσως κατώτερο βαθμό του Επιθεωρητή Γραφείου/Ανώτερου Γραφέα, εδικαιούντο κρίσης για προαγωγή, σύμφωνα με τον Κ. 10(4) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982, (Κ.Δ.Π. 220/82), (όπως τροποποιήθηκαν), (οι «Κανονισμοί»). Στον πιο πάνω κατάλογο δεν είχε συμπεριληφθεί ο αιτητής Χ. Κασπαρής, επειδή δεν πληρούσε την προϋπόθεση της συμπλήρωσης τριετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Προσωπικού αξιολόγησε τους 33 υποψηφίους και κατήρτισε Κατάλογο με τους 22 «επικρατεστέρους», στον οποίο δε συμπεριέλαβε τα ενδιαφερόμενα μέρη Χρ. Φλουρέντζου και Ε. Διαμαντίδη. Ακολούθως, προχώρησε στην εξέταση των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών προσόντων, των Προσωπικών Φακέλων και των Υπηρεσιακών Εκθέσεών τους και, αφού ζήτησε διευκρινίσεις για διάφορα παρεμπίπτοντα ζητήματα από τους προϊσταμένους τους, προέβη σε αξιολόγησή τους, βάσει των κριτηρίων του Κ. 10(7) των Κανονισμών. Επέλεξε και πρότεινε, ως καταλληλοτέρους, πέντε από αυτούς, μεταξύ των οποίων και τα ενδιαφερόμενα μέρη Στ. Χαραλάμπους, Γ. Χατζηπέτρου, Ι. Κολιό. Στη συνέχεια, ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής, (ο «Γενικός Διευθυντής»), υιοθετώντας την πιο πάνω συμβουλή, εισηγήθηκε στην Αρχή την προαγωγή των πέντε υποψηφίων που προτάθηκαν από το Συμβούλιο Προσωπικού.
Στις 22/11/2005, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, (το «Συμβούλιο»), σε συνεδρία του, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού, της εισήγησης του Γενικού Διευθυντή και του περιεχομένου των Προσωπικών Φακέλων των υποψηφίων, αξιολόγησε και σύγκρινε και τους 33 υποψηφίους. Στη συνέχεια, αποφάσισε ομόφωνα την προαγωγή των Στ. Χαραλάμπους, Γ. Χατζηπέτρου και Ι. Κολιού, οι οποίοι είχαν συστηθεί από το Συμβούλιο Προσωπικού και το Γενικό Διευθυντή και, κατά πλειοψηφία, την προαγωγή των Χρ. Φλουρέντζου και Ε. Διαμαντίδη, οι οποίοι δεν είχαν συστηθεί.
Οι αιτητές προβάλλουν διάφορους λόγους ακυρότητας, οι οποίοι αφορούν στο Συμβούλιο Προσωπικού και τη συμβουλή του, την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και, τέλος, την απόφαση της Αρχής. Προβάλλουν, συγκεκριμένα, ότι η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού στερείται νομιμότητας, όπως στερείται τέτοιας και η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή. Επίσης, ισχυρίζονται ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά για κάθε μια από τις τέσσερις διαδοχικές συνεδριάσεις του Συμβουλίου Προσωπικού.
Εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση και των ενδιαφερομένων μερών Ι. Κολιού και Χρ. Φλουρέντζου εγείρεται προδικαστικό ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αιτητή Χ. Κασπαρή. Ισχυρίζονται ότι αυτός, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν είχε το προβλεπόμενο προσόν της συμπλήρωσης τριετίας στον κατεχόμενο βαθμό - (Κ. 10(4) των Κανονισμών) - και, ως εκ τούτου, δε νομιμοποιείται στην προώθηση της προσφυγής του.
Ο αιτητής Χ. Κασπαρής, στα πιο πάνω, απαντά ότι η περίπτωσή του θα έπρεπε να εξεταστεί στα πλαίσια της επιφύλαξης του Κ. 10(4) των Κανονισμών, δηλαδή, αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «εξαιρετική». Η παράλειψη της Αρχής, υποστηρίζει, να τον κρίνει κάτω από αυτό το πρίσμα καθιστά το ζήτημα των προσόντων του επίδικο και το έννομο συμφέρον του υπαρκτό.
Ο Κ. 10(4) των Κανονισμών, (όπως έχει τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 91/89), προβλέπει τα εξής:-
«(4) Προαγωγή επιτρέπεται μόνον εις τον αμέσως ανώτερον του κατεχομένου βαθμόν και εφ' όσον εις τον κατεχόμενον βαθμόν συνεπληρώθη τριετής τουλάχιστον υπηρεσία.
Ουχ ήττον, εις εξαιρετικάς περιπτώσεις, η Αρχή τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και τη εισηγήσει του Γενικού Διευθυντού, δύναται να προάξη εις οιονδήποτε ανώτερον του κατεχομένου βαθμόν Προσωπικόν το οποίον κέκτηται τα απαιτούμενα διά τον βαθμόν τούτον ειδικά προσόντα, υπό την προϋπόθεσιν ότι το τοιούτο Προσωπικόν διά μεν τας προαγωγάς εις θέσεις Επιθεωρητών θα έχη συμπληρώσει 9ετή υπηρεσίαν εις την Αρχήν, εις δε τας θέσεις Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β και άνω, 12ετή υπηρεσίαν.»
Ο αιτητής Χ. Κασπαρής, προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, ότι κατείχε το βαθμό του Ανώτερου Γραφέα από 1/7/2002. Η διαδικασία για την πλήρωση των επίδικων θέσεων έγινε με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε στις 22/6/2004, ημερομηνία που θεωρήθηκε ως ο ουσιώδης χρόνος κατοχής των προβλεπόμενων προσόντων. Επομένως, αυτός, στις 22/6/2004, δεν είχε συμπληρώσει «τριετή τουλάχιστον» υπηρεσία στον κατεχόμενο βαθμό και γι' αυτό δε συμπεριλήφθηκε στους Πίνακες υποψηφίων του Συμβουλίου Προσωπικού, αλλά ούτε και η Αρχή τον συμπεριέλαβε στους δικαιούχους κρίσεως. Για να ήταν δυνατή η προαγωγή του, με βάση την επιφύλαξη του Κ. 10(4) των Κανονισμών, θα έπρεπε αυτός να είχε συμπεριληφθεί στη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και στην εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, κάτι που εδώ δεν ισχύει.
Εφόσον, λοιπόν, ο εν λόγω αιτητής δεν ικανοποιούσε τον όρο για τριετή, τουλάχιστον, υπηρεσία στον κατεχόμενο βαθμό, σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα, δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών. Όπως τονίστηκε στην Αριστείδης v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 588:- (σελ. 606)
«Είναι καλά εμπεδωμένο στην Κυπριακή έννομη τάξη ότι υπάλληλος, που δεν κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας, δεν έχει ιδιαίτερο άμεσο έννομο συμφέρον - (βλ., μεταξύ άλλων, Philippou v. Republic, 4 R.S.C.C. 139, 140· Panayides v. The Republic (1972) 3 C.L.R. 135, 141· Sofocleous (No. 2) v. Republic (1972) 3 C.L.R. 537, 539· Paraskevopoulou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 647, 661· Komodromou v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2250, 2258-2259· Nicolaou a.o. v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2471, 2476, 2477· Ηλία v. Δημοκρατίας (1989) 3(B) Α.Α.Δ. 568· Δημοκρατία v. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3(Στ) Α.Α.Δ. 4316 (ανωτέρω)).»
(Βλ., επίσης, Κάζανου v. Α.ΤΗ.Κ. (2001) 3(A) Α.Α.Δ. 293.)
Συνακόλουθα, η Προσφυγή Αρ. 84/06 θα πρέπει να απορριφθεί.
Οι αιτητές στις Προσφυγές Αρ. 76/06 και 157/06 προβάλλουν ότι, ενώ το Συμβούλιο Προσωπικού εξέτασε το ζήτημα της πλήρωσης των επίδικων θέσεων σε τέσσερις διαδοχικές ημερομηνίες, δεν έχουν τηρηθεί για την κάθε μια από αυτές πρακτικά, γεγονός που δυσχεραίνει το δικαστικό έλεγχο, κυρίως, σε σχέση με τη σύνθεση του Συμβουλίου Προσωπικού.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Είναι γεγονός ότι οι εργασίες του Συμβουλίου Προσωπικού επεκτάθηκαν σε τέσσερις διαδοχικές ημερομηνίες και τα πρακτικά ενσωματώθηκαν σε ένα έγγραφο, το οποίο αναφέρει στην πρώτη σελίδα τα ονόματα όλων των συμμετασχόντων, καταγράφει, στη συνέχεια, το τι έλαβε χώρα σε κάθε ξεχωριστή συνεδρία και στο τέλος είναι υπογεγραμμένο από τον Πρόεδρο και τα Μέλη του, το Γραμματέα του και τον Εισηγητή του θέματος. Με τη λήξη κάθε συνεδρίας, οριζόταν η επόμενη, έτσι ώστε όλα τα μέλη λάμβαναν γνώση γι' αυτή. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένες οι εργασίες του Συμβουλίου Προσωπικού στο πιο πάνω έγγραφο δε δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια, είτε ως προς τη σύνθεσή του είτε ως προς τις συνθήκες λήψης της απόφασής του.
Παρόμοιο επιχείρημα τέθηκε και απορρίφθηκε στην Κεννε-Μαρμαρά v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 1225/07, ημερ. 14/4/09, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκαν και τα πιο κάτω, με τα οποία και συμφωνώ:-
«Στην προκείμενη περίπτωση, υπήρξαν δύο συνεχόμενες συνεδριάσεις. Από το ίδιο το πρακτικό, φαίνεται ότι όλα τα μέλη του Συμβουλίου ήταν παρόντα και στις δύο συνεχόμενες συνεδρίες. Το γεγονός ότι έγινε ένα πρακτικό, κατά την άποψη μου δεν μετατρέπει το πρακτικό σε μη άρτιο, αν σ' αυτό υπάρχει επαρκής αιτιολογία. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι εξαιτίας αυτού και μόνο του γεγονότος δημιουργείται οποιαδήποτε ασάφεια, όπως εισηγείται ο κ. Αγγελίδης. Το ίδιο πρακτικό με τον τίτλο που φέρει, διευκρινίζει σαφώς ότι είναι ενιαίο και ότι αφορούσε και στις δύο συνεδρίες.»
Οι αιτητές, για διάφορους λόγους, αμφισβητούν τη νομιμότητα της κρίσης και, κατ' επέκταση, της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού. Με τις Προσφυγές Αρ. 76/06 και 157/06, προβάλλεται ότι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, παραβίαση του ενιαίου μέτρου κρίσης, προσπάθεια πίστωσης ανύπαρκτων πλεονεκτημάτων στα ενδιαφερόμενα μέρη και παράλληλης υποβάθμισης των αιτητών, όπως, επίσης, έλλειψη δέουσας έρευνας, ειδικότερα ως προς τα προσόντα των ενδιαφερομένων μερών Ε. Διαμαντίδη και Χρ. Φλουρέντζου.
Με την Προσφυγή Αρ. 212/06, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι το Συμβούλιο Προσωπικού κακώς περιέλαβε στους δικαιούχους κρίσεως και τους Ανώτερους Γραφείς, χωρίς να έχει προηγηθεί τροποποίηση των Κανονισμών, ότι δε δόθηκε αιτιολογία για τη μη σύσταση των υπολοίπων υποψηφίων και ότι οι κρίσεις του Συμβουλίου Προσωπικού συνιστούσαν μόνο φραστική επανάληψη των κριτηρίων του Κ. 10(7) των Κανονισμών και παραγκωνισμό των θεσμοθετημένων κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας.
Το νομικό πλαίσιο της εμπλοκής του Συμβουλίου Προσωπικού, καθώς και τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη σε διαδικασία προαγωγών στην Αρχή καθορίζονται στον Κ. 10(5) και (7) των Κανονισμών, όπου προβλέπονται τα ακόλουθα:-
«(5) Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής. Προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του.
(6) ............................................................................................
(7) Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.
Η Αρχή διατηρεί το δικαίωμα κατά τις κρίσεις για προαγωγή να αποφασίζει κάθε φορά να καλεί ή να μην καλεί σε συνέντευξη τους υποψηφίους για προαγωγή σε συγκεκριμένη θέση ή θέσεις:
Νοείται ότι, στην περίπτωση που η Αρχή αποφασίζει να καλέσει τους υποψηφίους για προαγωγή σε συνέντευξη, η κρίση θα διενεργείται σε συνδυασμό και με την προσωπική εντύπωση που αποκόμισαν για τους υποψηφίους τα μέλη της Αρχής.»
Στο πολυσέλιδο έγγραφο, το οποίο αποτελεί τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, φαίνεται ότι αυτό προχώρησε στην αξιολόγηση και σύγκριση των 33 υποψηφίων που είχαν δικαίωμα κρίσεως, βασιζόμενο στις βαθμολογίες, στις παρατηρήσεις και στις συστάσεις των προϊσταμένων τους στα Φύλλα Ποιότητας (Έκθεση Προόδου/Προαγωγής, (ΦΠ/Π), στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, στα Έντυπα Αξιολόγησης ως και στα υπόλοιπα στοιχεία των Προσωπικών τους Φακέλων.
Σύμφωνα με τον περί Προϋπολογισμού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Νόμο του 2005, (Ν. 19(ΙΙ)/2005), στον οποίο ενσωματώθηκε και η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της 11/11/1999, διάφοροι βαθμοί προσωπικού μετονομάστηκαν, μεταξύ των οποίων και οι Επιθεωρητές Γραφείου σε Ανώτερους Γραφείς. Τα ενδιαφερόμενα μέρη Ε. Διαμαντίδης και Χρ. Φλουρέντζου προήχθησαν στο βαθμό του Ανώτερου Γραφέα την 1/1/2000 και την 1/4/2001, αντίστοιχα. Συνεπώς, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχαν συμπληρώσει τριετία στη θέση και κάλυπταν την απαιτούμενη προϋπόθεση του Κ. 10(4) των Κανονισμών.
Τα περί αναιτιολόγητου της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού, επίσης, δεν ευσταθούν. Προκύπτει, από τα στοιχεία που αυτό είχε ενώπιόν του, ότι, για την αξιολόγηση των υποψηφίων, προέβη στη δέουσα έρευνα, με βάση τα κριτήρια του Κ. 10(7) των Κανονισμών. Έδωσε επαρκή αιτιολογία για τον κάθε ένα από τους πέντε υποψηφίους που πρότεινε στην Αρχή ως, ουσιαστικά, καταλληλότερο και σημείωσε τις ιδιότητές του, που, κατά την άποψή του, του προσέδιδαν προβάδισμα έναντι των υπολοίπων. Η αιτιολογία, σε αυτή την περίπτωση, συμπληρώνεται από τους φακέλους - (βλ. Α.ΤΗ.Κ. v. Περικλέους (1999) 3 Α.Α.Δ. 170). Το Συμβούλιο Προσωπικού δεν είχε υποχρέωση να αναφερθεί ή να σχολιάσει ειδικότερα υποψηφίους που δε συμπεριέλαβε στους κατά την κρίση του καταλληλοτέρους - (βλ. Nissiotis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 388).
Αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι το Συμβούλιο Προσωπικού παραγκώνισε τα καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Έχοντας υπόψη τα κριτήρια επιλογής, όπως αυτά καθορίζονται στον Κ. 10(7) των Κανονισμών, θεωρώ ότι η αξιολόγηση του Συμβουλίου Προσωπικού κινήθηκε μέσα στα πλαίσια αυτών των κριτηρίων. Όπως έχει υποδειχθεί στην Α.ΤΗ.Κ. v. Περικλέους, (πιο πάνω), τα κριτήρια για προαγωγές στην Αρχή είναι η επίδοση, η απόδοση και η καταλληλότητα των υποψηφίων, όπως αυτές προκύπτουν από τους υπηρεσιακούς φακέλους. Λέχθηκε, επίσης, ότι τα στοιχεία των προσόντων και της αρχαιότητας δεν είναι ξεχωριστά κριτήρια αλλά, απλώς, στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στη στάθμιση του κριτηρίου της ουσιαστικής καταλληλότητας. Δεν έχει καταδειχθεί, ούτε και προκύπτει από τα ενώπιον του Συμβουλίου Προσωπικού στοιχεία ουσιαστικό προβάδισμα των αιτητών, ώστε αυτοί να υπερέχουν έκδηλα έναντι των ενδιαφερομένων μερών.
Ισχυρίζονται, περαιτέρω, οι αιτητές ότι η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη, αόριστη και ασαφής, αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και ότι δεν περιέχει συγκρίσεις μεταξύ των αιτητών και των ενδιαφερομένων μερών. Αποτελεί, καταλήγουν, απλή μεταφορά και επανάληψη των κρίσεων του Συμβουλίου Προσωπικού.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί είναι, επίσης, αβάσιμοι. Ο Κ. 10(5) των Κανονισμών δεν επιβάλλει αιτιολόγηση της εισήγησης. Στην παρούσα περίπτωση, όπως φαίνεται από το κείμενο της εισήγησης, ο Γενικός Διευθυντής δεν περιορίστηκε στη μελέτη των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού, αλλά διενήργησε και ο ίδιος διεξοδική μελέτη των Προσωπικών Φακέλων, των απόψεων των προϊσταμένων των υποψηφίων και των απαιτήσεων της επίδικης θέσης. Κατέληξε δε στην εισήγηση για προαγωγή των πέντε υποψηφίων, που είχαν προταθεί και από το Συμβούλιο Προσωπικού, αναφέροντας ότι αυτοί ήταν, κατά την άποψή του, οι καταλληλότεροι. Όπως έχει επισημανθεί στην Α.ΤΗ.Κ. v. Περικλέους, (πιο πάνω), η ταύτιση απόψεων μεταξύ Γενικού Διευθυντή και Συμβουλίου Προσωπικού δεν είναι μεμπτή, ούτε συνιστά εξουδετέρωση του ρόλου του Γενικού Διευθυντή. Έχει, ήδη, αναφερθεί κατά την εξέταση του ισχυρισμού σε σχέση με τις επιλογές του Συμβουλίου Προσωπικού, ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ μέρους των αιτητών σημείο υπεροχής τους αναφορικά με την ουσιαστική καταλληλότητά τους και, κυρίως, σε σχέση με τα μετρήσιμα κριτήρια της υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης, το οποίο θα καθιστούσε την εισήγηση ως αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Ο Διευθυντής, είναι νομολογημένο, δεν είναι αναγκασμένος να αναφερθεί σε όλους τους υποψηφίους ή σε υποψηφίους που δεν επιθυμεί να συστήσει - (βλ. Καψοσιδέρης v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170).
Τέλος, οι αιτητές επικρίνουν την απόφαση της Αρχής, ως αναιτιολόγητη. Αυτή αποτελεί, ισχυρίζονται, απλή επανάληψη των κρίσεων του Συμβουλίου Προσωπικού και ανάπλαση των βαθμολογημένων υπηρεσιακών κριτηρίων. Περαιτέρω, εκ μέρους του αιτητή Κ. Τούμπα, προβάλλεται ότι η απόφαση είναι λανθασμένη, γιατί ο ίδιος, ενώ υπερτερούσε σε προσόντα, υπερείχε σε αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους Χρ. Φλουρέντζου και δεν υστερούσε σε αρχαιότητα και πείρα των υπολοίπων ενδιαφερομένων μερών, δεν επελέγη. Προβάλλεται, επίσης, εκ μέρους των αιτητών Ελ. Ιωάννου και Χρ. Μαρκίδη, ότι η απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, επειδή, ενώ το Συμβούλιο ενέκρινε τον Πίνακα των 22 «επικρατεστέρων» του Συμβουλίου Προσωπικού, διενήργησε αξιολόγηση με βάση τον Πίνακα και των 33 υποψηφίων. Επιπρόσθετα, εισηγούνται ότι αγνοήθηκε η αρχαιότητά τους και ότι το Συμβούλιο δεν έχει αιτιολογήσει ειδικά την απόκλισή του από τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, η οποία οδήγησε στην επιλογή των ενδιαφερομένων μερών Χρ. Φλουρέντζου και Ε. Διαμαντίδη.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν ευσταθούν. Το Συμβούλιο, στο πρακτικό της απόφασής του, έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, και τους δύο Πίνακες του Συμβουλίου Προσωπικού. Κατέγραψε σ' αυτό ότι συμφωνεί με τον Πίνακα των υποψηφίων που πληρούσαν τα σχετικά Σχέδια Υπηρεσίας ή που καλύπτονταν από τη Συλλογική Σύμβαση, όπως αυτός είχε καταρτισθεί από το Συμβούλιο Προσωπικού και, στη συνέχεια, προχώρησε σε αξιολόγηση και των 33 προσοντούχων υποψηφίων. Καταλήγοντας στην επιλογή του, σημείωσε τα ακόλουθα:-
«Το Συμβούλιο, αφού μελέτησε διεξοδικά όλα τα ενώπιόν του στοιχεία και συγκεκριμένα τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των 33 υποψηφίων υπαλλήλων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής τους και/ή οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις και/ή τα Έντυπα Αξιολογήσεώς τους, προχώρησε σε αξιολόγηση και σε σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους με βάση τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση στην επίδοσή τους, καθώς και την καταλληλότητά τους για τις προς πλήρωση θέσεις Γραμματειακού Επόπτη Β΄.
Το Συμβούλιο σημείωσε ότι ενώπιόν του έχει τις περιπτώσεις 33 ουσιαστικά εξαίρετων υπαλλήλων, αφού ο μέσος όρος της βαθμολογίας τους για την τελευταία τριετία είναι ο ανώτατος δυνατός (δηλαδή 5) για τους 31, ενώ οι άλλοι δύο έχουν μέσο όρο 4,97 και 4,93.
Στη συνέχεια το Συμβούλιο προχώρησε σε εκ νέου μελέτη όλων των ενώπιόν του δεδομένων και ομόφωνα αποφάσισε την από 1η Δεκεμβρίου 2005 προαγωγή των υπαλλήλων Στέλιου Χαραλάμπους (2910), Γεώργιου Χατζηπέτρου (2912) και Ιωάννη Κολιού (1192) στο βαθμό του Γραμματειακού Επόπτη Β΄ κρίνοντας ότι είναι οι ουσιαστικά καταλληλότεροι για ανάληψη των καθηκόντων του Γραμματειακού Επόπτη Β΄.
Η πλειοψηφία του Συμβουλίου αποτελούμενη από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τα Μέλη Γρ. Διάκου, Σ. Ορφανίδη, Π. Παπαγεωργίου και Δ. Φελλά κρίνει καταλληλότερους για προαγωγή στις υπόλοιπες δύο κενές θέσεις τους Χριστοφή Φλουρέντζου (2664) και Ευάγγελο Διαμαντίδη (597), τους οποίους και προάγει επίσης από την 1η Δεκεμβρίου 2005 σε θέση Γραμματειακού Επόπτη Β΄. Καταλήγοντας στην απόφαση αυτή η πλειοψηφία του Συμβουλίου δεν παραγνώρισε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, που εισηγούνταν προαγωγή των Άντρου Λοφίτη (1256) και Μάριου Γεωργιάδη (454), αλλά έκρινε ότι ο Χριστοφής Φλουρέντζου (2664) και ο Ευάγγελος Διαμαντίδης (597) είναι οι καταλληλότεροι για προαγωγή στο βαθμό του Γραμματειακού Επόπτη Β΄ λαμβάνοντας υπ' όψιν την υπηρεσιακή τους εικόνα, τα σχόλια των προϊσταμένων τους και την εν γένει υπηρεσία τους, στοιχεία που δείχνουν τις ικανότητές τους.»
Από το πιο πάνω κείμενο, προκύπτει ότι το Συμβούλιο ερεύνησε και αξιολόγησε τα ενώπιόν του στοιχεία. Θεώρησε ως ορθό τον Πίνακα του Συμβουλίου Προσωπικού, χωρίς, βέβαια, αυτή του η διαπίστωση να του στερεί το δικαίωμα δικής του αξιολόγησης και των 33 υποψηφίων, όπως και έγινε, με κατάληξη τις ιδιαίτερες διαπιστώσεις του για τον κάθε ένα από αυτούς.
Το Συμβούλιο δεν παρέλειψε να σημειώσει την ψηλή βαθμολογία όλων σχεδόν των υποψηφίων. Αιτητές και ενδιαφερόμενα μέρη βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο αξίας (επίδοση - απόδοση - καταλληλότητα). Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι αγνοήθηκαν τα υπέρτερα προσόντα τους και η αρχαιότητά τους δεν ευσταθεί. Οι Πίνακες προσόντων και αρχαιότητας βρίσκονταν ενώπιον του Συμβουλίου. Οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν την ίδια αρχαιότητα, έχοντας προαχθεί στον κατεχόμενο βαθμό του Επιθεωρητή Γραφείου/Ανώτερου Γραφέα από 1/1/2000, εκτός της περίπτωσης του ενδιαφερομένου μέρους Χρ. Φλουρέντζου, που υστερούσε κατά δεκατρείς μήνες - (1/4/2001). Τα δε, κατ' ισχυρισμό, υπέρτερα προσόντα του αιτητή Κ. Τούμπα αφορούν παρακολουθήσεις σεμιναρίων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων και όχι ακαδημαϊκά προσόντα.
Σύμφωνα με τη νομολογία, τα στοιχεία των προσόντων και της αρχαιότητας, σε περιπτώσεις προαγωγών στην Αρχή, δεν είναι ξεχωριστά κριτήρια αλλά, απλώς, στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στη στάθμιση των κριτηρίων της ουσιαστικής καταλληλότητας - (βλ. Α.ΤΗ.Κ. v. Περικλέους, (πιο πάνω)). Βασική νομολογιακή αρχή είναι ότι, για να υπάρξει προοπτική επιτυχίας προσφυγών εναντίον προαγωγικής διαδικασίας, θα πρέπει οι αιτητές να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή - (βλ. Κυπριανού v. Α.ΤΗ.Κ. (Αρ. 2) (1998) 3 Α.Α.Δ. 804 και Α.ΤΗ.Κ. v. Περικλέους (πιο πάνω)). Στην παρούσα περίπτωση, τέτοια δεν έχει στοιχειοθετηθεί.
Αναφορικά, τέλος, με τον ισχυρισμό ότι απουσιάζει ειδική αιτιολόγηση της απόκλισης της απόφασης του Συμβουλίου από τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, οι αιτητές δε νομιμοποιούνται στην έγερσή του, εφόσον οι ίδιοι δεν είχαν συμπεριληφθεί στους προταθέντες από το Συμβούλιο Προσωπικού και το Γενικό Διευθυντή. Περαιτέρω, με τις εισηγήσεις τους, από τη μια, αποδοκιμάζουν και, από την άλλη, επιδοκιμάζουν τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, κάτι που δεν επιτρέπεται - (βλ. Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406).
Οι προσφυγές απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.