ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 1014
18 Νοεμβρίου, 2009
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
LOGICOM PUBLIC LTD.,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ Φ.Π.Α.,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1433/2009)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής της επίδικης απόφασης ― Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ― Ερμηνεία από την νομολογία ― Ειδικά η έννοια της έκδηλης παρανομίας ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Οι αιτητές επεδίωξαν με ενδιάμεση αίτησή τους, την αναστολή της ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης, μέχρις εκδικάσεως της προσφυγής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:
1. Το δικονομικό πλαίσιο για την παροχή προσωρινής προστασίας σε υποθέσεις διοικητικής φύσης, προσφέρεται από τις πρόνοιες του Κ.13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Η παροχή τέτοιας εξουσίας τελεί κάτω από προϋποθέσεις τις οποίες έθεσε η νομολογία. Τα γεγονότα εν προκειμένω, δεν αναδεικνύουν έκδηλη παρανομία, με την έννοια του όρου, όπως αυτός ερμηνεύθηκε στην νομολογία. Είναι αρκετό να διεξέλθει ένας το σημείωμα της Εφόρου Φ.Π.Α. προς τον Υπουργό Οικονομικών, ημερομηνίας 29/9/2009, το οποίο βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο, για να διαπιστώσει του λόγου το ασφαλές.
2. Το κατά πόσο βέβαια η αιτιολογία αυτή είναι έγκυρη, όπως και το κατά πόσο ένα τέτοιο συμπέρασμα μπορεί να δικαιολογηθεί στη βάση των υπόλοιπων γεγονότων, επιβάλλει στάθμιση και κρίση των διαφορετικών απόψεων που έχουν αναπτυχθεί, ακόμα αξιολόγηση γεγονότων, εγγράφων, δηλώσεων και χειρισμών και τα στενά πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας δεν προσφέρονται για το σκοπό αυτό. Το κατάλληλο πλαίσιο να εξεταστούν είναι το πλαίσιο εξέτασης της ουσίας της προσφυγής. Ανάγκη στάθμισης και κρίσης των εν λόγω στοιχείων και παραγόντων προκύπτει και αναφορικά με την εξέταση των ζητημάτων που εγείρονται με τις προδικαστικές ενστάσεις των καθ' ων η αίτηση. Και αναφορικά με την εξέταση των εν λόγω ζητημάτων δεν προσφέρονται τα στενά πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας.
Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αντωνίου v. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 164,
Moyo a.ο. v. The Republic (1988) 3(Β) C.L.R. 1203,
Α.ΤΗ.Κ. v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 248,
Λοϊζίδης v. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233,
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου v. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd. (2007) 3 A.A.Δ. 32,
Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837,
C. & N. Catering Ltd. κ.ά. v. Διευθυντή Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (1998) 3 Α.Α.Δ. 812.
Αίτηση.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου, για την Αιτήτρια.
Γ. Λαζάρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Ελ. Συμεωνίδου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στόχος της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής είναι η ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία αποφάσισαν ότι οι φορολογικοί περίοδοι των αιτητών διαφοροποιούνται από τρεις μήνες σε ένα μήνα από 1/9/2009 και/ή από την 1/9/2009 οι φορολογικές περίοδοι θα είναι διάρκειας ενός μηνός. Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στους αιτητές στις 20/8/2009, με επιστολή ημερομηνίας 6/8/2009 η οποία επισυνάπτεται σαν Παράρτημα Α.
Στα πλαίσια της προσφυγής τους οι αιτητές καταχώρισαν ενδιάμεση μονομερή αίτηση, την παρούσα αίτηση, η οποία αφού με οδηγίες του Δικαστηρίου επιδόθηκε στην άλλη πλευρά, εκδικάστηκε ως αίτηση δια κλήσεως. Με την εν λόγω ενδιάμεση αίτηση τους οι αιτητές επιδιώκουν την αναστολή της ισχύος εκτέλεσης και εφαρμογής της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την αποπεράτωση της προσφυγής.
Κεντρικούς άξονες του νομικού υπόβαθρου της αίτησης συνιστούν οι πρόνοιες των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 και συγκεκριμένα οι Κανονισμοί 13, 17, 18 και 19 και οι πρόνοιες του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99. Στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης γίνεται επίσης μνεία των Άρθρων 31 και 32 του Νόμου 14/60, των Άρθρων 4 και 9 του Κεφ. 6 και των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.
Το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης περιέχεται σε ένορκη δήλωση του Οικονομικού Διευθυντή των αιτητών Α. Παπαχριστοφόρου. Συνοψίζω το περιεχόμενό της.
Από το 1992 που τέθηκε σε εφαρμογή ο περί Φ.Π.Α. Νόμος μέχρι και τις 31/8/2009 οι αιτητές ήταν υποχρεωμένοι να υποβάλλουν φορολογική δήλωση για κάθε τρίμηνη φορολογική περίοδο, τη δέκατη ημέρα μετά το τέλος του μήνα που ακολουθεί το τέλος της περιόδου με την οποία σχετίζεται η φορολογική δήλωση, σύμφωνα με τον Κανονισμό 17 των περί Φ.Π.Α. Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 314/2001.
Οι καθ' ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 6/8/2009 η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές 20/8/2009, πληροφορούσαν τους τελευταίους ότι το χρονικό διάστημα των φορολογικών τους περιόδων από τρεις μήνες θα σμικρύνετο σε ένα μήνα με βάση τον Κανονισμό 17. Φωτοαντίγραφο της εν λόγω επιστολής επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση σαν Τεκμήριο 1.
Η επίδικη απόφαση είναι, σύμφωνα με τον Οικονομικό Διευθυντή των αιτητών, «παντελώς αναιτιολόγητη και δεν καταγράφει το λόγο που οι καθ'ων η αίτηση μετά από εννέα χρόνια συνεχούς πρακτικής, αναφορικά με την υποβολή τρίμηνων φορολογικών δηλώσεων, απαιτεί για πρώτη φορά την υποβολή φορολογικής δήλωσης ανά μήνα ...... Η παντελής έλλειψη αιτιολογίας συνιστά έκδηλη παρανομία καθότι λόγω της δυσμενούς φύσης της επίδικης απόφασης οι καθ'ων η αίτηση όφειλαν τουλάχιστον να μας επεξηγήσουν το λόγο αλλαγής πρακτικής η οποία μας επηρεάζει άμεσα. Δεν γνωρίζουμε με βάση ποια κριτήρια και γιατί εμείς ως εταιρεία έχουμε επιλεγεί να αλλάξουμε την περίοδο υποβολής των φορολογικών μας δηλώσεων ενώ από πληροφορίες που υπάρχουν στην αγορά, το εν λόγω μέτρο δεν έχει εφαρμοστεί σε όλες τις επιχειρήσεις οι οποίες πληρώνουν Φ.Π.Α. αλλά μόνο σε 77 .....».
Με τη λήψη της επιστολής οι αιτητές επικοινώνησαν τόσο με το ΚΕΒΕ όσο και με τα αρμόδια όργανα της κυβέρνησης επιδιώκοντας αναθεώρηση της επίδικης απόφασης. Παρά τις διαβεβαιώσεις που τους δόθηκαν από το ΚΕΒΕ και τα πολιτικά κόμματα, η επίδικη απόφαση δεν ανακλήθηκε.
Στην ένορκη δήλωση του ο ενόρκως δηλών για λογαριασμό των αιτητών εγείρει και άλλους ισχυρισμούς. Επειδή όμως, με σχετική δήλωση του στον αμέσως πριν την έναρξη της ακρόασης της αίτησης χρόνο, ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών περιόρισε τους λόγους για τους οποίους ζητά την αναστολή εκτέλεσης της επίδικης απόφασης αποκλειστικά στη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κρινόμενη "on the face of it" είναι αναιτιολόγητη και ως τέτοια πάσχει, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, από «έκδηλη παρανομία», θεωρώ άσκοπο να επεκταθώ στους άλλους ισχυρισμούς του ενόρκως δηλούντα για λογαριασμό των αιτητών.
Όπως έχω ήδη αναφέρει η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση των καθ'ων η αίτηση. Συνοψίζω τους λόγους ένστασης.
(α) Η προσβαλλόμενη πράξη δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, γιατί με την επίδικη απόφαση ρυθμίζεται η εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας ως προς το χρόνο είσπραξης του φόρου και όχι αυτή καθεαυτή η επιβολή φόρου. Επομένως η επίδικη απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας.
(β) Οι αιτητές στην ουσία λειτουργούν ως εισπράκτορες του Φ.Π.Α. και επομένως το συμφέρον τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άμεσο. Κατά συνέπεια στερούνται άμεσου έννομου συμφέροντος και επομένως δεν νομιμοποιούνται στο αίτημά τους για ακύρωση της επίδικης απόφασης και συνεπώς δεν νομιμοποιούνται στο αίτημα τους για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος.
(γ) Η επίδικη απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς δεν πάσχει από οποιαδήποτε παρανομία, ειδικά δεν πάσχει από έκδηλη παρανομία.
(δ) Ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι έκδηλα παράνομη λόγω έλλειψης αιτιολογίας, άπτεται άμεσα των επίδικων θεμάτων στην προσφυγή και ως εκ τούτου τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα αποτελούσε ουσιαστικά επέμβαση στην ουσία των επίδικων θεμάτων της προσφυγής, τα οποία δεν εξετάζονται σε αυτό το προδικαστικό στάδιο.
Την ένσταση συνοδεύει ένορκη δήλωση του Α. Σκώττη, Λειτουργού της Υπηρεσίας Φ.Π.Α., στην οποία αφού επαναλαμβάνονται οι λόγοι ένστασης, παράλληλα προβάλλεται αριθμός ισχυρισμών και θέσεων. Συνοψίζω τους εν λόγω ισχυρισμούς και θέσεις στο βαθμό και την έκταση μόνο που μας ενδιαφέρει στην παρούσα ενδιάμεση διαδικασία. Υπενθυμίζω ότι με δήλωση του ευπαίδευτου συνήγορου των αιτητών οι τελευταίοι περιόρισαν τους λόγους για τους οποίους επιδιώκουν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος αποκλειστικά στη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ως τέτοια πάσχει, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, από έκδηλη παρανομία.
Η επίδικη απόφαση λήφθηκε από την Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας μετά από συνάντηση που η Έφορος είχε με τον Υπουργό Οικονομικών και άλλους υπηρεσιακούς παράγοντες, αρχές Αυγούστου 2009, κατά την οποία συζητήθηκαν «διάφορα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν για αύξηση των εσόδων του κράτους». Η επίδικη απόφαση αποσκοπούσε στην πιο έγκαιρη καταβολή του οφειλόμενου Φ.Π.Α. στα δημόσια ταμεία και συνεπακόλουθα στην αύξηση των εσόδων του κράτους, έτσι ώστε να επιτευχθεί καλύτερη διαχείριση του δημόσιου χρήματος και παράλληλα να αποφευχθεί η επιβολή πρόσθετων φορολογιών.
Για τον καταρτισμό του καταλόγου των επιχειρήσεων στις οποίες αφορά η επίδικη απόφαση, λήφθηκαν υπόψη οι πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, έγγραφο της Επιτροπής Εμπορίου και Βιομηχανίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προδιαγράφει τα όρια για τον καθορισμό του μεγέθους των επιχειρήσεων, καθώς επίσης και τα επιχειρήματα που περιέχονται σε σχετικά σημειώματα του Τομέα Εσωτερικού Ελέγχου για τα κριτήρια καθορισμού των μεγάλων επιχειρήσεων στην Υπηρεσία Φ.Π.Α.. Κριτήριο για τη συμπερίληψη των αιτητών και των άλλων εταιρειών που επιλέγησαν στον εν λόγω κατάλογο, αποτέλεσε αποκλειστικά το γεγονός ότι κατά την περίοδο του 2008 το ύψος του Φ.Π.Α. που οι εν λόγω επιχειρήσεις κατέβαλαν προς το κράτος υπερέβαινε το €1.000.000. Το εν λόγω κριτήριο αποτελεί το ένα από τα δύο κριτήρια που θέτει η σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία. Το άλλο είναι ο ετήσιος κύκλος εργασιών μιας επιχείρησης, κριτήριο όμως που δεν λήφθηκε υπόψη στην παρούσα περίπτωση.
Η επίδικη απόφαση δεν λήφθηκε αυθαίρετα και εν πάση περιπτώσει δεν στερείται αιτιολογίας. Αναφορικά με τη θέση των αιτητών ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, ο ενόρκως δηλών για λογαριασμό των καθ'ων η αίτηση αναφέρει και τα εξής:
"..... Όπως με ενημερώνει η Έφορος Φ.Π.Α., η ίδια ετοίμασε σημείωμα ημερομηνίας 29.9.2009 προς τον Υπουργό Οικονομικών και τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, αντίγραφο του οποίου βρίσκεται στον διοικητικό φάκελο που θα προσκομιστεί στο Δικαστήριο, στο οποίο περιγράφεται λεπτομερώς το ιστορικό της εφαρμογής του μέτρου και τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για επιλογή των επιχειρήσεων. Περαιτέρω, όπως με ενημερώνει η Έφορος Φ.Π.Α., τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν και ο λόγος επιβολής του μέτρου, ήταν καλά γνωστά στην αιτήτρια, καθώς της αναφερόταν πως οι εξουσίες της Εφόρου είχαν ασκηθεί δυνάμει του Κανονισμού 17. Εξάλλου το Υπουργείο Οικονομικών είχε καταστήσει γνωστό, μέσα από ανακοινώσεις στον ημερήσιο τύπο, τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, το ΚΕΒΕ, αλλά και με επικοινωνία με τις επιχειρήσεις, τους λόγους για τους οποίους είχε ληφθεί η απόφαση πολιτικής για επιβολή του μέτρου. Η αιτήτρια παραδέχεται στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσης του κου Παπαθανασίου, ότι ήταν εξ αρχής σε συνεχή επικοινωνία, τόσο με το ΚΕΒΕ, όσο και με τα αρμόδια κυβερνητικά όργανα, ενώ αποκαλύπτει ότι γνώριζε και τον αριθμό των μεγάλων επιχειρήσεων που συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο, καθώς και ποιοι ανταγωνιστές της είχαν συμπεριληφθεί στον κατάλογο. Μάλιστα η αιτήτρια γνωρίζει και για την συνεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων στην οποία εξετάστηκε το ζήτημα και όσα εκεί λέχθηκαν και κατά συνέπεια γνώριζε εκ των προτέρων τα κριτήρια με τα οποία είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των επιχειρήσεων, καθώς και τους ακριβείς λόγους για τους οποίους λήφθηκε το μέτρο, όπως αυτοί παρατίθενται στο σημείωμα της Εφόρου Φ.Π.Α. ημερομηνίας 29.9.2009." (Παράγραφος 20)
Τέλος ο ενόρκως δηλών για λογαριασμό των καθ'ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι ενόψει της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τα δημόσια οικονομικά και κατά συνέπεια αφορά το σύνολο των φορολογουμένων, η ζημιά που θα προκληθεί στους καθ' ων η αίτηση με την έγκριση της αίτησης, θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τη ζημιά που θα προκληθεί στους αιτητές αν η αίτηση απορριφθεί.
Επειδή το περιεχόμενο της επιστολής των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 6/8/2009 αποτελεί τον κύριο άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η θέση των αιτητών ότι η επίδικη απόφαση πάσχει από έκδηλη παρανομία γιατί είναι αναιτιολόγητη, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής:
"Κύριοι,
Αλλαγή του Χρονικού Διαστήματος των
Φορολογικών Περιόδων
Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι, ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχονται με βάση τον κανονισμό 17 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Γενικών Κανονισμών του 2001 μέχρι 2008, (Κ.Δ.Π. 314/2001) έχει διαφοροποιηθεί το χρονικό διάστημα των φορολογικών σας περιόδων από τρεις (3) μήνες σε ένα (1) μήνα.
Σημειώνεται ότι λόγω των πιο πάνω τροποποιήσεων, οι φορολογικές σας περίοδοι έχουν διαμορφωθεί ως ακολούθως:
(α) Η υφιστάμενη φορολογική περίοδος θα είναι διάρκειας τριών (3) μηνών και αρχίζει από 1/6/2009 και λήγει την 31/8/2009.
(β) Από 1/9/2009 και ακολούθως, οι φορολογικές σας περίοδοι θα είναι διάρκειας ενός μηνός και υποχρεούστε να υποβάλλετε τις φορολογικές σας δηλώσεις όχι αργότερα από τη δέκατη μέρα μετά το τέλος του μήνα που ακολουθεί το τέλος των περιόδων με τις οποίες σχετίζονται. Δηλαδή για την περίοδο 1/9/2009 μέχρι 30/9/2009 υποχρεούστε να υποβάλετε τη φορολογική σας δήλωση το αργότερο μέχρι 10/11/2009 και ούτω καθ' εξής. Οι φορολογικές δηλώσεις που θα σας αποστέλλονται θα συνάδουν με τα πιο πάνω.
Σημειώνεται ότι οι ημερομηνίες έναρξης και λήξης των φορολογικών περιόδων που εμφαίνονται στο Πιστοποιητικό εγγραφής σας, δεν θα ισχύουν από 1/9/2009. Ο αριθμός εγγραφής σας στο Μητρώο ΦΠΑ παραμένει ο ίδιος.
Με τιμή,
Ζ. Αιμιλιανίδου
Έφορος Φ.Π.Α."
Ο κ. Τριανταφυλλίδης υποστήριξε ότι η επίδικη διοικητική πράξη είναι έκδηλα παράνομη καθότι αν και δυσμενής για τους αιτητές, στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας κατά παράβαση των ρητών διατάξεων των Άρθρων 26 και 28 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99. Και είναι δυσμενής για τους αιτητές, σύμφωνα με τον κ. Τριανταφυλλίδη, γιατί διαφοροποιώντας τη φορολογική περίοδο την οποία οι αιτητές ακολουθούσαν για 17 ολόκληρα χρόνια από τρεις μήνες σε ένα μήνα, αναπόφευκτα επηρεάστηκε η πιστωτική πολιτική των αιτητών, η οποία, δοθέντος ότι οι αιτητές είναι εμπορευόμενη εταιρεία, θα πρέπει να προσαρμοστεί ανάλογα για να μπορέσουν οι αιτητές να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις συνέπειες της επίδικης απόφασης. Αναφορικά με τις προδικαστικές ενστάσεις ήταν η θέση του κ. Τριανταφυλλίδη ότι, σ' αυτό το στάδιο, είναι αρκετό για τους αιτητές να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο «εκ πρώτης όψεως» ότι έχουν έννομο συμφέρον και ότι η επίδικη πράξη είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, πράγμα το οποίο έχουν πράξει.
Ο κ. Λαζάρου υποστήριξε τις αντίθετες απόψεις. Κατά την εισήγηση του η προσβαλλόμενη πράξη δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, γιατί με αυτή ρυθμίζεται η εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας ως προς το χρόνο είσπραξης των φόρων και όχι αυτή καθεαυτή η επιβολή φόρου. Εισηγήθηκε επίσης ότι οι αιτητές στερούνται άμεσου έννομου συμφέροντος και επομένως δεν νομιμοποιούνται στο αίτημα τους για ακύρωση της επίδικης απόφασης, γιατί ο ρόλος τους περιορίζεται αποκλειστικά σ' αυτόν του εισπράκτορα του Φ.Π.Α. Απέρριψε τη θέση των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη είναι αναιτιολόγητη και για εντοπισμό στοιχείων αιτιολόγησης της απόφασης παρέπεμψε στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Τέλος, ο κ. Λαζάρου υποστήριξε ότι υιοθέτηση σ' αυτό το στάδιο, της θέσης του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση πάσχει από έκδηλη παρανομία γιατί είναι αναιτιολόγητη, «θα ήταν θεώρηση κατά παράβαση του Κανονισμού 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 η οποία θα έκρινε την ουσία της προσφυγής, με αποτέλεσμα να καταστεί αχρείαστη και μάταιη η τελική κρίση του Δικαστηρίου».
Το δικονομικό πλαίσιο για την παροχή προσωρινής προστασίας σε υποθέσεις διοικητικής φύσης, προσφέρεται από τις πρόνοιες του Κ. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Η παροχή τέτοιας εξουσίας τελεί κάτω από προϋποθέσεις τις οποίες έθεσε η νομολογία. Αυτές είναι δύο, δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν (Αντωνίου v. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 164, 167). Ικανοποίηση οποιασδήποτε από αυτές είναι αρκετή για να ενεργοποιήσει θετικά για τον αιτητή τη συγκεκριμένη εξουσία του Δικαστηρίου. Μια από τις εν λόγω προϋποθέσεις, η οποία να σημειωθεί είναι και αυτή που έχει προωθηθεί στην υπό κρίση περίπτωση, είναι «η έκδηλη παρανομία της πράξης». Η άλλη είναι η πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς νοουμένου ότι δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση, οπότε λόγοι δημόσιου συμφέροντος επενεργούν ανασταλτικά στην έκδοση του προσωρινού διατάγματος (Moyo a.o. v. The Republic (1988) 3(Β) C.L.R. 1203).
Ως προς τα όρια της έννοιας «έκδηλη παρανομία», σχετική είναι η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 248, 252, 253, στην οποία οι αρχές της νομολογίας επιβεβαιώθηκαν με αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση, επίσης της Ολομέλειας, στην υπόθεση Λοϊζίδης v. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, 240.
"Προτού ασχοληθούμε με τους επί μέρους λόγους που συνθέτουν την πρώτη ενότητα, προτάσσουμε συντομογραφικά, την έννοια της έκδηλης παρανομίας. Εξετάστηκε από την Ολομέλεια στις υποθέσεις Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837, Moyo and Another v. Republic (1988) 3(Α) C.L.R. 1203 και Κροκίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) A.A.Δ. 1857, όπου επιδοκιμάστηκε ο ακόλουθος γενικός ορισμός που δόθηκε από τον νυν Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Γ. Πική, στην υπόθεση Frangos a.ο. v. Μinister of Interior a.o. (1982) 3 C.L.R. 53 (στη σελ. 57):
"Although what amounts to flagrant illegality is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law. The notion does not encompass any defective exercise of discretionary powers vested in an organ of public administration."
Είχε πιο πριν στην ίδια απόφαση δηλωθεί ότι έκδηλη παρανομία είναι παρανομία "palpably identifiable without having to probe into disputed facts". Έπειτα, η προσέγγιση από τον νυν Πρόεδρο στην υπόθεση Νικολάου v. Δημοκρατίας (1992) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3959, προσφέρει καθοδήγηση ως προς τα όρια της έννοιας. Τη συνοψίζουμε με τα εξής. Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης."
Αναφορικά με την έννοια του όρου «έκδηλη παρανομία», σχετική είναι και η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου v. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd. (2007) 3 A.A.Δ. 32, 36, στην οποία υιοθετήθηκε με ρητή αναφορά η έννοια του όρου που δόθηκε στην υπόθεση Λοϊζίδης (πιο πάνω).
Για σκοπούς ολοκλήρωσης του νομολογιακού πλαισίου που διέπει το θέμα, θα πρέπει να αναφερθεί επίσης πως το προσωρινό διάταγμα του διοικητικού δικαίου διαφέρει από το αντίστοιχο του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς οι προϋποθέσεις του Αρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), δεν τυγχάνουν εφαρμογής και πως η εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο από τις πρόνοιες του Κ. 13, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, θα πρέπει να χρησιμοποιείται με πολλή φειδώ. Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί πως τα στενά πλαίσια της ενδιάμεσης διαδικασίας που προβλέπει ο Κ. 13, δεν προσφέρονται για σκοπούς επίλυσης της ουσίας της διαφοράς ή των νομικών ζητημάτων που εγείρονται. Όπως έχει νομολογηθεί, επίλυση νομικών ζητημάτων στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από το δικάζοντα Δικαστή (Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837 (Απόφαση Ολομέλειας)).
Στην ενδιαφέρουσα αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών εστιάζει την εισήγηση του για έκδηλη παρανομία στην θέση ότι η επίδικη απόφαση στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας. Εντοπίζει δε την έλλειψη αιτιολογίας στο γεγονός ότι η επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 6/8/2009 καμιά απολύτως αναφορά δεν κάμνει σε οποιαδήποτε αιτιολογία ή σε οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν υπόβαθρο για την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι η επίδικη απόφαση είναι αιτιολογημένη. Το σημείωμα της Εφόρου Φ.Π.Α. ημερομηνίας 29/9/2009 προς τον Υπουργό Οικονομικών στον οποίο οι καθ' ων η αίτηση παραπέμπουν για τεκμηρίωση του ισχυρισμού τους για αιτιολογημένη απόφαση, θα πρέπει, σύμφωνα με τον κ. Τριανταφυλλίδη, να αγνοηθεί γιατί είναι μεταγενέστερο της απόφασης και γιατί εν πάση περιπτώσει εκφράζει εκ των υστέρων σκέψεις.
Εξέτασα τους προβαλλόμενους από τους αιτητές λόγους για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και τις επί του προκειμένου θέσεις τους, αλλά δεν έχω ικανοποιηθεί ότι τα γεγονότα αναδεικνύουν έκδηλη παρανομία με την έννοια του όρου όπως αυτός ερμηνεύθηκε στην πιο πάνω νομολογία. Είναι πιστεύω αρκετό να διεξέλθει ένας το σημείωμα της Εφόρου Φ.Π.Α. προς τον Υπουργό Οικονομικών ημερομηνίας 29/9/2009, το οποίο βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο για να διαπιστώσει του λόγου το ασφαλές. Το κατά πόσο βέβαια η αιτιολογία που διαπιστώνεται να αναδύεται μέσα από το περιεχόμενο του εν λόγω σημειώματος, έστω και μεταγενέστερη σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αιτητών, είναι έγκυρη (βλ. C & N Catering Ltd. κ.ά. v. Διευθυντή Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (1998) 3 Α.Α.Δ. 812), έτσι ώστε να δικαιολογείται το συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη ή όχι, όπως και το κατά πόσο ένα τέτοιο συμπέρασμα μπορεί να δικαιολογηθεί στη βάση των υπόλοιπων γεγονότων, επιβάλλει στάθμιση και κρίση των διαφορετικών απόψεων που έχουν αναπτυχθεί, ακόμα αξιολόγηση γεγονότων, εγγράφων, δηλώσεων και χειρισμών και τα στενά πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας δεν προσφέρονται για το σκοπό αυτό. Το κατάλληλο πλαίσιο να εξεταστούν είναι το πλαίσιο εξέτασης της ουσίας της προσφυγής.
Ανάγκη στάθμισης και κρίσης των εν λόγω στοιχείων και παραγόντων προκύπτει και αναφορικά με την εξέταση των ζητημάτων που εγείρονται με τις υπό στοιχεία (1) και (2) πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις των καθ'ων η αίτηση. Και αναφορικά με την εξέταση των εν λόγω ζητημάτων δεν προσφέρονται τα στενά πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η παρούσα ενδιάμεση αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και θα πρέπει να απορριφθεί. Παράλληλα όμως, για τους λόγους που έχω ήδη αναφέρει, κρίνω ότι η αποτυχία των αιτητών να θεμελιώσουν το αίτημα τους για έκδοση προσωρινού διατάγματος στη βάση της έκδηλης παρανομίας δεν οδηγεί υπό τις περιστάσεις σε απόρριψη της προσφυγής σε αυτό το στάδιο ως είναι η εισήγηση των καθ' ων η αίτηση.
Σαν αποτέλεσμα η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.