ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 4 ΑΑΔ 743

25 Σεπτεμβρίου, 2009

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 270/2008)

ΦΛΩΡΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ ΦΛΩΡΙΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

    ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 271/2008)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΑΚΩΒΟΥ ΦΛΩΡΙΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

    ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 270/2008, 271/2008)

 

Συνταγματικό Δίκαιο Επίταξη ιδιοκτησίας ― Άρθρο 23.8(δ) του Συντάγματος ― Ερμηνεία ― Η πληρωμή αποζημίωσης της επίταξης ― Πορίσματα της πρωτόδικης νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.

Δεδικασμένο ― Δεδικασμένο από ακυρωτική απόφαση ― Περιστάσεις της παραβίασής του στην κριθείσα περίπτωση.

Επίταξη ιδιοκτησίας ― Όροι εγκυρότητας ― Ειδικά ο καθορισμός σκοπού δημόσιας ωφέλειας ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε ότι έπασχε ο καθορισμός του σκοπού στην εξετασθείσα υπόθεση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Κατάχρηση εξουσίας ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε καταχρηστική η επίταξη ακίνητης ιδιοκτησίας στην εξετασθείσα υπόθεση.

Οι αιτητές προσέβαλαν το διάταγμα επίταξης της ακίνητης ιδιοκτησίας τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Το Άρθρο 23 του Συντάγματος καθορίζει όντως με την παρ. (8) τη δυνατότητα επίταξης ιδιοκτησίας για περίοδο μέχρι και τρία χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται οι τέσσερεις αναφερόμενοι εκεί όροι. Αυτοί είναι η εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίας ωφελείας, η εξειδίκευση με αιτιολογημένη απόφαση του σκοπού αυτού από την επιτάσσουσα αρχή, η μη υπέρβαση της τριετούς περιόδου, και:

    «(δ) επί καταβολή τοις μετρητοίς το ταχύτερον δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεως καθοριζομένης εν περιπτώσει διαφωνίας υπό πολιτικού Δικαστηρίου».

    Οι εναρκτήριες λέξεις «επί τη καταβολή», δείχνουν στην ουσία ότι έχει αποφασιστεί ήδη από τη διοίκηση το ποσό που αντιστοιχεί στην υπό επίταξη ιδιοκτησία και απομένει μόνο η διαδικαστική διευθέτηση της πληρωμής το συντομότερο. Αυτό εξυπακούει ότι η αρχή που αποφασίζει την επίταξη πρέπει να είναι σε θέση να καταβάλει τοις μετρητοίς την αποζημίωση για την αποστέρηση της ιδιοκτησίας του αιτητή και σε περίπτωση που υπάρχει διαφωνία ως προς το εύλογο και δίκαιο του ποσού, τότε και μόνο τότε, έπεται καταφυγή στο πολιτικό Δικαστήριο. Κατά παρόμοιο τρόπο, εδώ, παρά το γεγονός ότι έγινε η επίταξη στις 8.2.08, δηλώθηκε από το συνήγορο των αιτητών, συμφωνούσης ουσιαστικά και της Δημοκρατίας, ότι μέχρι και την ημέρα των διευκρινίσεων δεν είχε καταβληθεί αυτή η αποζημίωση. Αυτό σημαίνει ότι διέρρευσε χρονικό διάστημα πέραν του ενάμιση έτους, χρόνος ο οποίος αναμφίβολα δεν εμπίπτει στην έννοια του «ταχύτερον» για την καταβολή της αποζημίωσης.

2. Οι πράξεις επίταξης πρέπει να ακυρωθούν και για τον πρόσθετο λόγο της παραβίασης του δεδικασμένου διότι οι καθ΄ ων δεν συμμορφώθηκαν  με τους λόγους ακύρωσης που είχαν διατυπωθεί σαφώς στις τρεις προηγούμενες αποφάσεις.

3. Άλλος λόγος ακύρωσης είναι και η αλλαγή του σκοπού διότι ενώ η πρωταρχική απαλλοτρίωση έγινε για τη δημιουργία ασφαλτοστρωμένου δρόμου που οδηγεί σε λατομείο στην περιοχή του χωριού Σια, μετέπειτα, η επίταξη έγινε με σκοπό δημοσίας ωφελείας τη δημιουργία δημόσιου δρόμου στο χωριό Σια. Με τη νέα, και, επίδικη τώρα επίταξη, επαναφέρεται ουσιαστικά ο αρχικός σκοπός χωρίς όμως να υπάρχει και πάλι ειδική αιτιολογία για την απόκλιση από τον προηγούμενο δηλωθέντα σκοπό.  Δεν είναι δυνατόν η διοίκηση να αλλάζει συνέχεια το σκοπό, χωρίς να έχει σταθερή θέση ως προς το τι επιδιώκεται. Αλλά και αυτοτελώς ιδωμένη η υπό κρίση επίταξη, ως εισηγείται η συνήγορος των καθ' ων, με βάση το ιστορικό το οποίο έχει καταγραφεί προηγουμένως, διαπιστώνεται κατάχρηση της όλης διαδικασίας.

    Αποδεικνύεται από το ιστορικό της υπόθεσης, ότι η προσβαλλόμενη επίταξη δεν έχει εκδοθεί με οποιαδήποτε επείγουσα ανάγκη κατά νου, αλλά φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για αλλότριους σκοπούς. Το επείγον και η έκτακτη ανάγκη που συνήθως συνοδεύουν την έκδοση της επίταξης ελλείπει.

Οι προσφυγές επέτυχαν με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Φλωρίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1700/05, ημερ. 12.9.06,

Hadjikyriakou a.ο. v. The Council of Ministers a.ο. (No. 1) (1968) 3 C.L.R. 1,

Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3(ΣΤ) Α.Α.Δ. 4599,

Vassiliades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 708,

Markantonis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 714,

Φλωρίδης ν. Δημοκρατίας, αρ. 1469/05, ημερ. 25.7.06,

Hadjikyriakou a.ο. v. The Council of Ministers a.ο. (No. 2) (1968) 3 C.L.R. 63,

Γεωργίου ν. Υπουργού Εσωτερικών (1998) 3 Α.Α.Δ. 127.

Προσφυγή.

Δ. Καλλής, για τους Αιτητές.

Ε. Κλεόπα (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το ιστορικό της υπόθεσης αποκαλύπτει ότι στις 22.6.01 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας διάταγμα απαλλοτρίωσης του κτήματος υπ' αρ. τεμαχίου 440 ιδιοκτησίας του αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 270/08, με σκοπό την κατασκευή τμήματος δρόμου που να ενώνει δύο άλλα τμήματα δημόσιου δρόμου στην περιοχή του χωριού Σια. Προσφυγή που άσκησε ο αιτητής στο Ανώτατο Δικαστήριο με αρ. 717/01, στέφθηκε με επιτυχία δεδομένου ότι το Δικαστήριο με απόφαση ημερ. 27.3.03, ακύρωσε το διάταγμα απαλλοτρίωσης λόγω απουσίας οποιασδήποτε τεχνο-οικονομικής μελέτης ώστε να εξεταζόταν με πληρότητα και ο τυχόν αποκλεισμός άλλων λιγότερων επαχθών για τον αιτητή μέτρων προς δημιουργία του έργου.

Δημοσιεύθηκε στις 23.12.04, νέο διάταγμα απαλλοτρίωσης που επηρέαζε και πάλι μέρος του τεμαχίου του ίδιου αιτητή με σκοπό την κατασκευή τμήματος δρόμου προς ευθυγράμμιση υφιστάμενου δημόσιου δρόμου. Και πάλι το Ανώτατο Δικαστήριο σε νέα προσφυγή την υπ' αρ. 241/05, με απόφαση του ημερ. 18.8.06, ακύρωσε και αυτό το διάταγμα απαλλοτρίωσης. Ακολουθήθηκε εν προκειμένω το σκεπτικό της προηγηθείσας προσφυγής υπ' αρ. 240/05 που εκδόθηκε στις 7.10.05, που άσκησε ο αδελφός του αιτητή, που είναι αιτητής στην υπό κρίση προσφυγή αρ. 271/08. Εκεί, διαπιστώθηκε ότι παρά την προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση στην υπ' αρ. 717/01 προσφυγή, δεν έγινε καμιά μελέτη, παρά μόνο μια μηχανιστική επανάληψη των προηγηθέντων, παραβιάζοντας έτσι το δεδικασμένο.

Ακολούθησε στις 27.10.05, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα, διατάγματος επίταξης μέρους των αντίστοιχων τεμαχίων των αιτητών, για την προσωρινή διασφάλιση της λειτουργίας του δημόσιου δρόμου του χωριού. Αυτό ως προσωρινό μέτρο μέχρις ότου το Κοινοτικό Συμβούλιο Σιας εκδώσει νέο διάταγμα απαλλοτρίωσης. Σε νέα προσφυγή όμως υπ' αρ. 1700/05, που άσκησε ο αιτητής στην αίτηση αρ. 270/08, το Ανώτατο ακύρωσε την εν λόγω απόφαση στις 12.9.06. Ακολούθησαν συσκέψεις των αρμοδίων φορέων, αποφασίστηκε δε όπως προχωρήσει η διαδικασία της απαλλοτρίωσης και εγγραφής του δρόμου προς όφελος των καθ' ων, εφόσον αυτός εξυπηρετεί τη λατομική ζώνη που υπάρχει στην περιοχή του χωριού. Ακολούθησε η έκδοση του επιδίκου διατάγματος επίταξης στις 8.2.08, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, Τρίτο Παράρτημα, υπ' αρ. Γνωστοποίησης 146. Οι καθ' ων, αφού επιβεβαίωσαν ότι η σχεδίαση του δρόμου αποτελεί τη μοναδική προσπέλαση στη λατομική ζώνη και τη λιγότερο επαχθή λύση για τους ιδιοκτήτες των τεμαχίων αρ. 439 και 440, δηλαδή του αιτητή και του αδελφού του, προχώρησαν να δημοσιεύσουν στις 18.2.08, γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και διάταγμα επίταξης. Πέραν των υπό κρίση προσφυγών, ο αιτητής υπέβαλε και ένσταση στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης με επιστολή του ημερ. 25.2.08.

Αποτελεί εισήγηση των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει το δεδικασμένο, λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο και με πάσχουσα σύνθεση ή συγκρότηση, ενώ η πράξη λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου ενόψει του ότι ο σκοπός της διοίκησης θα μπορούσε να επιτευχθεί με τρόπο λιγότερο επαχθή, ενδεχομένως με τη χρησιμοποίηση κρατικής γης ή τη χρήση άλλων τεμαχίων η στέρηση των οποίων δεν θα ήταν τόσο επαχθής για τους ιδιοκτήτες τους, ενώ στην ουσία ο σκοπός της επίταξης παρακάμπτει κατά ανεπίτρεπτο και παράνομο τρόπο τις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η βασική θέση των αιτητών είναι ότι μέχρι και την ημέρα των διευκρινίσεων, όπως δηλώθηκε εκ συμφώνου ουσιαστικά από τους δικηγόρους, δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε αποζημίωση κατά παράβαση της επιταγής του Άρθρου 23.8(δ) του Συντάγματος. Περαιτέρω, η απόφαση είναι αναιτιολόγητη ενόψει του ότι υπήρξε μεταβολή του σκοπού μεταξύ των διαφόρων σταδίων των δημοσιεύσεων των διαταγμάτων απαλλοτρίωσης χωρίς να παρέχεται προς τούτο αιτιολογία κατά παρέκκλιση της νομολογίας. Περαιτέρω, η λύση ή το μέτρο της επίταξης, σύμφωνα με τις αρχές που έχει καθορίσει η νομολογία, μόνο σπάνια και σε επείγουσες περιπτώσεις πρέπει να ασκείται, αλλά τα γεγονότα εδώ δεν δείχνουν οποιοδήποτε επείγον ζήτημα που να παραπέμπει σε άμεση δημόσια ανάγκη.  Συναφής είναι και ο λόγος του λιγότερο επαχθούς μέτρου εφόσον η διοίκηση όφειλε να εξετάσει υπαλλακτικές λύσεις, ούτως ώστε να μην επηρεάζεται η ιδιοκτησία των αιτητών χωρίς την επιβεβαίωση απόλυτης ανάγκης απόκτησης αυτής, προς ικανοποίηση δημόσιας ωφελείας. Καταχρηστικά επίσης, όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά ημερ. 27.10.06 της επαρχιακής διοίκησης, είναι που αποφασίστηκε το επίδικο μέτρο εφόσον ο σκοπός της συνεδρίας δεν ήταν η εξέταση του ζητήματος της απαλλοτρίωσης σύμφωνα με τις καλά εμπεδωμένες αρχές δικαίου, αλλά η εξεύρεση τρόπου απαλλοτρίωσης, ο οποίος μάλιστα είχε προαποφασιστεί και ο οποίος είχε αποτύχει στις προηγούμενες προσπάθειες απόκτησης μέρους των τεμαχίων των αιτητών. Όλα τα πιο πάνω οδηγούν ταυτόχρονα σε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, αλλά και του ακυρωτικού αποτελέσματος που επήλθε από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης.

Η αντίθετη θέση των καθ' ων, όπως προβάλλει από την αγόρευση της δικηγόρου της Δημοκρατίας, είναι ότι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης θα πρέπει να κριθεί με αναφορά στα δεδομένα που ήταν ενώπιον της διοίκησης κατά τον επίδικο χρόνο, οτιδήποτε δε έλαβε χώραν μεταγενέστερα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, ιδιαιτέρως δε την εκ μέρους της διοίκησης, κατ' ισχυρισμόν, καθυστέρηση στο να καταβάλει τις αποζημιώσεις προς τους αιτητές. Οι καθ' ων εισηγούνται όπως μη ακολουθηθεί το σκεπτικό ακύρωσης του Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 1700/05, ημερ. 12.9.06, και για το λόγο ότι ο σχετικός περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμος αρ. 21/62, ως τροποποιήθηκε, περιέχει ειδική διάταξη που ρυθμίζει το θέμα της μη καταβολής αποζημίωσης εντός τριών μηνών από την ημερομηνία που η αποζημίωση είχε καταστεί απαιτητή. Περαιτέρω, ο σκοπός και η αιτιολογία της επίδικης πράξης εμπεριέχεται στις σχετικές επιστολές που επισυνάφθηκαν στην ένσταση, η επίταξη δε αποτελεί αναγκαιότητα για τους λόγους που εκεί καταγράφονται και μάλιστα με επάρκεια, έχοντας υπόψη ότι το Δικαστήριο στην Προσφυγή Αρ. 1469/05, ημερ. 25.6.06, είχε αποφασίσει ότι ο σκοπός της δημοσίας ωφελείας του διατάγματος επίταξης είχε διαφοροποιηθεί από τους σκοπούς που είχαν καταγραφεί στις προηγούμενες απαλλοτριώσεις των ετών 2001 και 2004. Ακριβώς το νέο και επίδικο τώρα διάταγμα επίταξης, εμπεριέχει επαρκή και σαφή πληροφόρηση προς τους αιτητές ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματα τους για ακυρωτικό έλεγχο, περιέχει δε και την αναγκαία αιτιολογία για διακρίβωση της νομιμότητας του. Τέλος, ως προς τα υπόλοιπα ζητήματα των εναλλακτικών λύσεων που πιθανόν να παρέχονταν στη διοίκηση ενόψει του ότι το οδικό έργο στην περιοχή είναι ένα συνεχιζόμενο πολεοδομικό έργο, αυτά αποτελούν τεχνικά ή ειδικά θέματα που ανάγονται στην κρίση της διοίκησης η οποία κατά πάγια νομολογία είναι, στα θέματα αυτά, ανέλεγκτη.

Εξετάζοντας τα διάφορα θέματα που έχουν εγερθεί κρίνεται ότι οι προσφυγές πρέπει να επιτύχουν για τους ακόλουθους λόγους:

Με προεξάρχουσα την προώθηση της μη παροχής άμεσης αποζημίωσης για την επίταξη, η δικηγόρος των καθ' ων επιχείρησε να διαφοροποίησει την εκφρασθείσα άποψη του Φωτίου, Δ., στη Φλωρίδης v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 1700/05, ημερ. 12.9.06. Πρόκειται για προσφυγή του παρόντος αιτητή στην υπ' αρ. 270/08 αίτηση, στην οποία ο Φωτίου, Δ., ακύρωσε την απόφαση για επίταξη του ιδίου τεμαχίου γης που έλαβε χώρα το 2005, με βασικό σκεπτικό ότι ενώ η επίταξη είχε δημοσιευθεί στις 27.10.05, μέχρι και τον Ιούνιο του 2006, που είχε ολοκληρωθεί η ακρόαση, δεν είχε προσφερθεί οποιαδήποτε πληρωμή. Κρίθηκε ότι αυτό ήταν κατά παρέκκλιση του Άρθρου 23.8(δ) του Συντάγματος και ακολουθώντας σχετική νομολογία θεώρησε ότι η καθυστέρηση αυτή ήταν αρκετή για να καταστήσει την προσβληθείσα επίταξη αντισυνταγματική και άκυρη.

Το Άρθρο 23 του Συντάγματος καθορίζει όντως με την παρ. (8) τη δυνατότητα επίταξης ιδιοκτησίας για περίοδο μέχρι και τρία χρόνια υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται οι τέσσερεις αναφερόμενοι εκεί όροι. Αυτοί είναι η εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίας ωφελείας, η εξειδίκευση με αιτιολογημένη απόφαση του σκοπού αυτού από την επιτάσσουσα αρχή, η μη υπέρβαση της τριετούς περιόδου, και:

«(δ) επί καταβολή τοις μετρητοίς το ταχύτερον δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεως καθοριζομένης εν περιπτώσει διαφωνίας υπό πολιτικού Δικαστηρίου».

Σειρά αποφάσεων έχει προδιαγράψει ότι η ορθή ερμηνεία της πιο πάνω υποπαραγράφου οδηγεί στην υποχρέωση της Δημοκρατίας μέσω της επιτάσσουσας αρχής να καταβάλει, και, μάλιστα τοις μετρητοίς, το ταχύτερο δυνατό την αποζημίωση και μόνο σε περίπτωση διαφωνίας είναι που εμπλέκεται το πολιτικό Δικαστήριο για να επιλύσει το ορθό μέτρο της αποζημίωσης.  Αρχής γενομένης με την υπόθεση Hadjikyriakou a.o. v. The Council of Ministers a.o. (No. 1) (1968) 3 C.L.R. 1, ακολουθουμένης από την Ιωσηφίδης v. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3(Στ) Α.Α.Δ. 4599, κρίθηκε ότι παρόλον που η εύλογη αποζημίωση δεν είναι ανάγκη να καταβάλλεται ταυτόχρονα με τη δημοσίευση της επίταξης, εν τούτοις δεν νομιμοποιείται ούτε η μεγάλη καθυστέρηση και αδιαφορία της Δημοκρατίας στην καταβολή της αποζημίωσης παραβιάζοντας έτσι τη συνταγματική επιταγή. Η μη καταβολή της αποζημίωσης (σημειώνεται ότι η υποπαρ. (δ) ομιλεί για «καταβολή» και όχι για «προσφορά» αποζημίωσης), οδηγεί σε ακύρωση της επίταξης παρά το γεγονός ότι η παραβίαση του Άρθρου 23.8(δ), λαμβάνει χώραν σε μεταγενέστερο της δημοσίευσης της επίταξης χρόνο. Αυτή η προσέγγιση υιοθετήθηκε στην Ιωσηφίδης v. Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω), ακολουθώντας τις υποθέσεις Vassiliades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 708 και Markantonis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 714. Ο Φωτίου, Δ., υιοθετώντας τις πιο πάνω εκφρασθείσες θέσεις οδηγήθηκε στην ακύρωση του διατάγματος επίταξης, ακολουθώντας με τη σειρά του τον Γαβριηλίδη, Δ., που είχε εξετάσει την προσφυγή του αδελφού του αιτητή στην Yπόθεση Aρ. 270/08, που είναι αιτητής στην Yπόθεση Aρ. 271/08, στη Φλωρίδης v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 1469/05, ημερ. 25.7.06.

Οι πιο πάνω αποφάσεις συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Φωτίου, Δ., παρόλον που είναι όλες πρωτόδικες στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υιοθετούνται ως ορθές και από το παρόν Δικαστήριο, σε αρμονία με τη ρητή συνταγματική επιταγή, της καταβολής δηλαδή, και, μάλιστα τοις μετρητοίς, το ταχύτερο δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης. Οι εναρκτήριες λέξεις «επί τη καταβολή», δείχνουν στην ουσία ότι έχει αποφασιστεί ήδη από τη διοίκηση το ποσό που αντιστοιχεί στην υπό επίταξη ιδιοκτησία και απομένει μόνο η  διαδικαστική διευθέτηση της πληρωμής το συντομότερο. Αυτό εξυπακούει ότι η αρχή που αποφασίζει την επίταξη πρέπει να είναι σε θέση να καταβάλει τοις μετρητοίς την αποζημίωση για την αποστέρηση της ιδιοκτησίας του αιτητή και σε περίπτωση που υπάρχει διαφωνία ως προς το εύλογο και δίκαιο του ποσού, τότε και μόνο τότε, έπεται καταφυγή στο πολιτικό Δικαστήριο. Επομένως, η υποχρέωση της καταβολής τοις μετρητοίς είναι πρωταρχικής σημασίας και ασχέτως εάν δεν σχολιάσθηκε από τον Φωτίου, Δ., η δυνατότητα προσφυγής στο πολιτικό Δικαστήριο, το γεγονός παρέμενε στην εκεί υπόθεση ότι δεν είχε γίνει οποιαδήποτε πληρωμή στο μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα. Κατά παρόμοιο τρόπο, εδώ, παρά το γεγονός ότι έγινε η επίταξη στις 8.2.08, δηλώθηκε από το συνήγορο των αιτητών, συμφωνούσης ουσιαστικά και της Δημοκρατίας, ότι μέχρι και την ημέρα των διευκρινίσεων δεν είχε καταβληθεί αυτή η αποζημίωση. Αυτό σημαίνει ότι διέρρευσε χρονικό διάστημα πέραν του ενάμιση έτους, χρόνος ο οποίος αναμφίβολα δεν εμπίπτει στην έννοια του «ταχύτερον» για την καταβολή της αποζημίωσης.

Οι καθ' ων παρά το ότι εισηγούνται να μην ακολουθηθεί η απόφαση του Φωτίου, Δ., εν τούτοις δεν την προσέβαλαν με έφεση και διά της παραλείψεως τους αυτής στην ουσία δεσμεύονται και ως προς το σκεπτικό των άλλων αποφάσεων που προηγήθηκαν και που μνημονεύθηκαν πιο πάνω. Άσχετα λοιπόν από το ότι στην Hadjikyriakos - ανωτέρω - το ζήτημα λέχθηκε obiter στα πλαίσια προσωρινού διατάγματος, τα λεχθέντα υιοθετήθηκαν αργότερα από άλλες αποφάσεις. Άλλωστε, η εκφρασθείσα εκεί θέση είναι εύλογη και δεν έχουν δίκαιο οι καθ' ων στο επιχείρημα τους ότι λαμβάνονται έτσι υπόψη γεγονότα μετά τον επίδικο χρόνο. Εδώ, η ίδια η συνταγματική επιταγή σαφώς καθορίζει ότι ο χρόνος κατά ή λίγο μετά την επίταξη είναι ουσιώδης, έτσι ώστε, αδιάφορα από το πότε εκδικάζεται η προσφυγή, σημασία έχει πότε καταβλήθηκε η αποζημίωση.

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η πιο πάνω αντίκρυση του θέματος καθιστά ακυρωτέες τις προσβαλλόμενες πράξεις, εν τούτοις, ορθό είναι να εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης. Οι πράξεις επίταξης πρέπει να ακυρωθούν και για τον πρόσθετο λόγο της παραβίασης του δεδικασμένου διότι οι καθ' ων δεν συμμορφώθηκαν με τους λόγους ακύρωσης που είχαν διατυπωθεί σαφώς στις τρεις προηγούμενες αποφάσεις, δηλαδή, την υπ' αρ. 717/01, ημερ. 27.3.03, (απόφαση Κρονίδη, Δ.), την  υπ' αρ. 240/05, ημερ. 7.10.05 (απόφαση Χατζηχαμπή, Δ.) και την υπ' αρ. 241/05, ημερ. 18.8.06 (απόφαση Παπαδοπούλου, Δ.). Ιδιαίτερα στις δύο πρώτες, ο μεν Κρονίδης, Δ., οδηγήθηκε στο ακυρωτικό αποτέλεσμα όχι απλά λόγω έλλειψης πλήρους αιτιολογίας, ως αναφέρεται στην παρ. 2 της ένστασης, αλλά  λόγω της έλλειψης προηγούμενης τεχνο-οικονομικής μελέτης που στερούσε το υπόβαθρο της επίταξης για τη δημόσια ωφέλεια, αλλά και  ως μη παρέχουσα το αντικειμενικό έρεισμα της λιγότερο επαχθούς λύσης για τον αιτητή, ο δε Χατζηχαμπής, Δ., διέγνωσε παραβίαση του δεδικασμένου διότι, παρά την απόφαση του Κρονίδη, Δ., που προηγήθηκε, δεν έγινε καμιά ουσιαστική μελέτη παρά μόνο η διοίκηση αρκέστηκε σε μια μηχανιστική επανάληψη των προηγηθέντων. Παρατηρείται και εδώ από το διοικητικό φάκελο Τεκμ. «Α», αλλά και τα όσα επισυνάφθηκαν ως Παραρτήματα στην ένσταση, ότι παρά την πάροδο του χρόνου και ιδιαίτερα από την πρώτη ακυρωτική απόφαση, καμιά απολύτως μελέτη δεν έγινε, αλλά αντίθετα οι καθ' ων αρκέστηκαν στην επαναβεβαίωση της απόφασης ότι η επίταξη ήταν αναγκαία για να δοθεί προσπέλαση στο ιδιωτικό λατομείο και ότι ήταν η λιγότερο επαχθής λύση χωρίς, όμως, την εκπόνηση τεχνο-οικονομικής μελέτης, τεκμηριώνουσα τη θέση αυτή. Η παράθεση στην ένσταση των Παραρτημάτων «Ε» και «Ζ», ενός σχεδίου και της εισήγησης ότι η σχεδίαση του δρόμου αποτελεί τη μοναδική προσπέλαση στη λατομική ζώνη και τη λιγότερο επαχθή λύση για τους αιτητές, δεν αποτελούν τεχνο-οικονομική μελέτη και δεν αγγίζουν καν το ερώτημα κατά πόσο προσφέρονταν ή εξετάστηκαν λύσεις άλλες, εκτός από την όδευση του δρόμου από τα κτήματα των αιτητών.

Άλλος λόγος ακύρωσης είναι και η αλλαγή του σκοπού διότι ενώ η πρωταρχική απαλλοτρίωση έγινε για τη δημιουργία ασφαλτοστρωμένου δρόμου που οδηγεί σε λατομείο στην περιοχή του χωριού Σια, μετέπειτα, η επίταξη έγινε με σκοπό δημοσίας ωφελείας τη δημιουργία δημόσιου δρόμου στο χωριό Σια. Αυτή η μεταβολή σκοπού εντοπίστηκε από τον Γαβριηλίδη, Δ., στην Yπόθ. Aρ. 1469/05, ημερ. 25.7.06, ο οποίος και αποφάσισε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, απαιτείτο ειδική αιτιολογία για τη μεταβολή του σκοπού η οποία όμως δεν υπήρχε. Με τη νέα, και, επίδικη τώρα επίταξη, επαναφέρεται ουσιαστικά ο αρχικός σκοπός χωρίς όμως να υπάρχει και πάλι ειδική αιτιολογία για την απόκλιση από τον προηγούμενο δηλωθέντα σκοπό. Δεν είναι δυνατόν η διοίκηση να αλλάζει συνέχεια το σκοπό, χωρίς να έχει σταθερή θέση ως προς το τι επιδιώκεται. Διότι άλλο είναι η δημιουργία δρόμου στο χωριό Σια και άλλο η όδευση δρόμου που να οδηγεί σε λατομείο (συγκεκριμένο αφήνεται να νοηθεί), στην ευρύτερη περιοχή του χωριού. Η γενίκευση, τόσο στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, όσο και στο επίμαχο διάταγμα επίταξης, ότι η ιδιοκτησία «.... είναι αναγκαία .... για τη δημιουργία και ανάπτυξη υφιστάμενων δημοσίων δρόμων στη Δημοκρατία, την προαγωγή ή ανάπτυξη της μεταλλευτικής/λατομικής βιομηχανίας .....» εξειδικεύεται στη συνέχεια (και αυτό είναι που στην ουσία εν τέλει κρίνεται), να είναι «η δημιουργία ασφαλτοστρωμένου δρόμου που οδηγεί σε λατομείο σε περιοχή του χωριού Σια». Αλλά και αυτοτελώς ιδωμένη η υπό κρίση επίταξη, ως εισηγείται η συνήγορος των καθ' ων, με βάση το ιστορικό το οποίο έχει καταγραφεί προηγουμένως, διαπιστώνεται κατάχρηση της όλης διαδικασίας, το δε ιστορικό δεν μπορεί να παραγνωριστεί ιδιαίτερα έχοντας υπόψη και τις παρατηρήσεις του Χατζηχαμπή, Δ., στην Προσφυγή Αρ. 240/05, ότι τίθεται σε αμφιβολία κατά πόσο η εξυπηρέτηση ενός ιδιωτικού λατομείου εμπίπτει στους σκοπούς δημοσίας ωφελείας.

Τα πιο πάνω φέρνουν στην επιφάνεια και το γεγονός ότι αποδεικνύεται από το ιστορικό της υπόθεσης ότι η προσβαλλόμενη επίταξη δεν έχει εκδοθεί με οποιαδήποτε επείγουσα ανάγκη κατά νου, αλλά φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για αλλότριους σκοπούς. Το επείγον και η έκτακτη ανάγκη που συνήθως συνοδεύουν την έκδοση της επίταξης ελλείπει. (δέστε Hadjikyriakou a.ο. v. The Council of Ministers a.ο. (No. 2) (1968) 3 C.L.R. 63 και Γεωργίου v. Υπουργού Εσωτερικών (1998) 3 Α.Α.Δ. 127, στη σελ. 133). Στοιχειοθετείται επομένως και πρόσθετος λόγος ακύρωσης.

Ενόψει όλων των πιο πάνω οι προσφυγές κρίνονται παραδεκτές. Αποσυνδέονται για σκοπούς έκδοσης ,απόφασης και έκαστη επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α, εναντίον των καθ' ων.

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο