ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 4 ΑΑΔ 567

27 Αυγούστου, 2009

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

RAHME DJEMALI RAIF,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜEΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 2101/2006)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή σε αντιδιαστολή προς βεβαιωτική απόφαση ― Περιστάσεις του εκτελεστού χαρακτήρα της επίδικης απόφασης στην κριθείσα περίπτωση.

Τουρκοκυπριακές Περιουσίες ― Άρθρα 2 και 6 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν.139/91) ― Ερμηνεία ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η αιτήτρια κρίθηκε ότι υπάγεται στην έννοια του όρου «τουρκοκύπριος» και η περιουσία της στην έννοια του όρου «εγκαταλειφθείσας» στην εξετασθείσα υπόθεση ― Απόκλιση από την Tahir ν. Δημοκρατίας (2009) 4 A.A. 348.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Περιστάσεις της μη στοιχειοθέτησής της στην κριθείσα περίπτωση.

Η αιτήτρια αξίωσε την ακύρωση της απόρριψης του αιτήματός της, για επιστροφή σε αυτήν της ακίνητης ιδιοκτησίας της, που τελούσε υπό τη διαχείριση του καθ' ου η αίτηση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Με την ένστασή τους οι Καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση, ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και/ή ότι είναι πράξη βεβαιωτικού χαρακτήρα, εφόσον με αυτήν επαναλαμβάνεται ουσιαστικά προηγούμενη απόφαση των καθ' ων η αίτηση, ημερ. 13.5.2005. Η ένσταση δεν ευσταθεί. Η επιστολή ημερ. 28.8.2006 είναι η μόνη που εμπεριέχει για πρώτη φορά εκτελεστή απόφαση, αναφορικά με τα περιουσιακά δικαιώματα της αιτήτριας και παραδεχτώς προσβάλλεται.

2. Μετά την διεκπεραίωση της παρούσας δίκης εκδόθηκε απόφαση  στην Tahir v. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 348, που αφορούσε σε προσφυγή του συζύγου της αιτήτριας, Djemali Raif Tahir, εναντίον της ίδιας διοικητικής πράξης. Εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση.

    Η Αιτήτρια τελεί υπό τις ίδιες ή παρόμοιες  προσωπικές περιστάσεις, που αποτέλεσαν την πραγματική βάση λήψης της ακυρωτικής αυτής απόφασης. Ωστόσο ο λόγος της απόφασης δεν υιοθετείται. Το γεγονός ότι η Αιτήτρια απέκτησε, σε κάποιο στάδιο βρετανικό διαβατήριο, και από τη γέννησή της θεωρείτο βρετανή υπήκοος, λόγω αποικιοκρατίας, δεν εξυπακούει ότι δεν απέκτησε την κυπριακή ιθαγένεια.

    Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Παραρτήματος Δ της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, οποιοσδήποτε υπήκοος του Ηνωμένου Βασιλείου ή των Αποικιών, την ημέρα της Συμφωνίας (1960) έχει τα προσδιοριζόμενα στην παράγραφο 2 προαπαιτούμενα, θα καταστεί (shall on that date become), υπήκοος της Κυπριακής Δημοκρατίας αν είναι μόνιμος κάτοικος της νήσου Κύπρου οποιοδήποτε χρονικό διάστημα της περιόδου των 5 χρόνων που προηγήθηκαν της ημερομηνίας της Συμφωνίας. Στο ίδιο Παράρτημα προσδιορίζεται ως ημερομηνία έναρξης της Συμφωνίας η 16.2.1961.

    Η αιτήτρια γεννήθηκε το 1941 και όπως είναι αποδεκτό κατοικούσε στην Κύπρο την πενταετία που προηγήθηκε της υπογραφής της Συνθήκης. Συνεπώς είχε την περίοδο εκείνη αυτομάτως πολιτογραφηθεί ως κυπρία πολίτης. Με γνώμονα τα πιο πάνω, η αιτήτρια εμπίπτει στις πρόνοιες του ορισμού «τουρκοκύπρια» όπως προσδιορίζεται στο Άρθρο 2 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/91). Είναι σαφής ο καθορισμός στον Νόμο της έννοιας της «εγκαταλειφθείσας περιουσίας»,  όπως σαφώς διατυπώνεται και ότι ο ιδιοκτήτης της περιουσίας διατηρεί αναλλοίωτο το ιδιοκτησιακό του δικαίωμα. Η επίδικη περιουσία, λόγω μετακίνησης της Αιτήτριας το 1966 στο εξωτερικό και της μετά την εισβολή προσωρινής εγκατάστασης στην κατεχόμενη Γύψου, εγκαταλείφθηκε, και  μέχρι σήμερα η Αιτήτρια δεν έχει συνήθη διαμονή στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Παραμένει, συνεπώς, η περιουσία «ως εγκαταληφθείσα». Το γεγονός ότι κατά τα έτη 1966 μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974, τουλάχιστον, είχε τη συνήθη διαμονή της στην Βρετανία, δεν μεταβάλλει καθόλου τους όρους σύμφωνα με τους οποίους η περιουσία της ορθά περιήλθε υπό τη διαχείριση του κηδεμόνα τουρκοκυπριακών περιουσιών.

3. Ο μοναδικός λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε αφορά στην έλλειψη δέουσας έρευνας. Πριν την απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας όμως προηγήθηκε εκτενής διερεύνηση όλων των σχετικών παραγόντων, όπως αναντίλεκτα επιμαρτυρούν τα έγγραφα της ένστασης καθώς και το περιεχόμενο του φακέλου. Δόθηκαν πληροφορίες από την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών, από την Επαρχιακή Διοίκηση και από άλλα κυβερνητικά τμήματα, αναφορικά με την Αιτήτρια και την περιουσία της.

     Συνακόλουθα δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης.

Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Tahir v. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 348.

Προσφυγή.

Μ. Παπαπέτρου, για την Αιτήτρια.

Ελ. Φλουρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, επιδιώκει την κήρυξη ως άκυρης της απόφασης του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών με την οποία απέρριψε το αίτημα της για επιστροφή ακίνητης περιουσίας της, η οποία βρίσκεται στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας.

Η παράθεση εκτενώς των γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση αυτή είναι απαραίτητη γιατί, σ' ένα βαθμό, συνδέεται με προγενέστερες ενέργειες τόσο της ιδίας όσο και του συζύγου της.

Η αιτήτρια, τουρκοκυπριακής καταγωγής, γεννήθηκε στο Καλό Χωριό Λάρνακας στις 4.9.1941 και από της γεννήσεως της είχε τη Βρετανική υπηκοότητα, εφόσον τότε η Κύπρος ήταν Βρετανική Αποικία. Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν φαίνεται να απέκτησε την Κυπριακή υπηκοότητα. Η αιτήτρια μετανάστευσε κατά ή περί το 1966 στη Βρετανία και έκτοτε είναι μόνιμος κάτοικος Βρετανίας. Σύμφωνα με πιστοποιητικό γάμου ημερ.6.1.1968 παντρεύτηκε στο Λονδίνο, τον Djemali Raif Tahir. Στις 28/03/1969 η αιτήτρια απέκτησε βρετανικό διαβατήριο στο Λονδίνο ισχύος μέχρι 28/03/79. Η περιουσία της, η οποία βρίσκεται στην περιοχή Καλό Χωριό της επαρχίας Λάρνακας και τελεί υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, έχει παραχωρηθεί σε πρόσφυγες δικαιούχους, με άδεια χρήσης προσωρινής ισχύος.

Υπάρχει διάσταση απόψεων ως προς το τόπο διαμονής της   Αιτήτριας μετά την τουρκική εισβολή. Σύμφωνα με την εκδοχή των Καθ' ων η αίτηση αυτή επέστρεψε στην Κύπρο και εγκαταστάθηκε μαζί με το σύζυγο της στο κατεχόμενο χωριό Γύψου της Επαρχίας Αμμοχώστου. Η ίδια η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι δεν εγκατέλειψε τη μόνιμη διαμονή της στη Βρετανία και ότι απλά έρχεται οικογενειακώς για διακοπές στην Κύπρο.

Από το 2004 άρχισε αλληλογραφία μεταξύ της Αιτήτριας και των Καθ' ων η αίτηση. Στις 6.6.2003, εστάλη απορριπτική απάντηση στο σχετικό αίτημα που είχαν προβάλει οι τότε δικηγόροι της Αιτήτριας για πληρωμή αποζημίωσης σχετικά με την απαλλοτρίωση μέρους της περιουσίας της, λόγω του ότι βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας η πληρωμή οποιουδήποτε ποσού που οφείλεται σε ιδιοκτήτη τουρκοκυπριακής περιουσίας σε σχέση με αυτή της περιουσίας, αναστέλλεται κατά την διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης, λόγω της τουρκικής κατοχής. Δεν διέλαθε της προσοχής μου επίσης η συγκατάθεση του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών ημερ. 2/12/2004, για αποδοχή της δήλωσης μεταβίβασης του τεμ. 503,ιδιοκτησίας της αιτήτριας σε τρίτο αγοραστή. (Βλ. επισυνημμένο Γ στην αγόρευση της αιτήτριας). Στις 12/03/2005 ο σύζυγος της αιτήτριας ενημερώνει την αρμοδίαν αρχή, ότι επαναπατρίστηκε και δηλώνει ως διεύθυνση κατοικίας την Λάρνακα ενώ στη πραγματικότητα εγκαταστάθηκε στην κατεχόμενη Γύψου. Με επιστολή της Επαρχιακής Διοίκησης Λάρνακας ημερ. 19.5.2005, δίνονται πληροφορίες προς τους Καθ' ών αναφορικά με τη δοθείσα, ως διεύθυνση διαμονής της αιτήτριας και του συζύγου της. Διαπιστώθηκε ότι επί της οδού Τουράν 20 στη Λάρνακα, υπάρχει τουρκοκυπριακό υποστατικό, το οποίο είναι εκμισθωμένο σε πρόσφυγα από την Γύψου και λειτουργεί ως σουβλατζίδικο.

Στις 14.11.2005 απεστάλη επιστολή εκ μέρους του δικηγόρου της Αιτήτριας ζητώντας την επιστροφή της περιουσίας της αλλά και αντίστοιχης περιουσίας του συζύγου της. Η υπηρεσία διαχείρισης Τουρκοκυπριακών περιουσιών με επιστολή ημερ. 13.7.2005 ενημέρωσε το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών για το καθεστώς της περιουσίας της Αιτήτριας και ότι μέρος της έχει ήδη απαλλοτριωθεί. Στις 4/01/2006 αποστέλλεται απάντηση, ενημερώνοντας τους δικηγόρους της Αιτήτριας ότι με βάση σχετική Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ο Κηδεμόνας μπορεί να επιτρέψει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την πώληση, μεταβίβαση, αξιοποίηση του τουρκοκυπριακών περιουσιών των οποίων οι ιδιοκτήτες αποδεδειγμένα μετέβηκαν στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση πριν την τουρκική εισβολή και κατοχή. Ακολούθησε και άλλη σχετική αλληλογραφία και τελικά, στις 28.8.2006, οι Καθ' ων η αίτηση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψαν το αίτημα της Αιτήτριας.

Με την ένστασή τους οι Καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και/ή ότι είναι πράξη βεβαιωτικού χαρακτήρα, εφόσον με αυτήν επαναλαμβάνεται ουσιαστικά προηγούμενη απόφαση των καθ' ων η αίτηση, ημερ. 13.5.2005, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά της Αιτήτριας ημερ. 4.3.2005, για απόδοση σ' αυτήν της περιουσίας της. Αντίθετα η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι με τη συγκεκριμένη επιστολή δίνεται απάντηση επί της ουσίας του υποβληθέντος αιτήματος και δεν είναι πληροφοριακού χαρακτήρα.

Η ένσταση δεν ευσταθεί. Αφενός οι πιο πάνω επιστολές αφορούν αποκλειστικά σε αίτημα του συζύγου της Αιτήτριας και όχι της ίδιας. Το μόνο αίτημα που υπέβαλε η Αιτήτρια, μέσω του δικηγόρου της, πριν από την εκδοση της προσβαλλόμενη απόφασης αφορούσε στην άδεια πώλησης συγκεκριμένου κτήματος και το οποίο απαντήθηκε θετικά, με επιστολή ημερ. 27/10/2004.

Αίτημα που να αφορούσε την επιστροφή του συνόλου της περιουσίας της, υπέβαλε μέσω των δικηγόρων της για πρώτη φορά στις 14.11.2005. Εντόπισα μέσα στο φάκελο την απάντηση του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 4.1.2006, η οποία έχει καθαρά πληροφοριακό χαρακτήρα, αφού ενημερώνει την Αιτήτρια ότι όλα τα σχετικά έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση της, έχουν διαβιβαστεί στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για εξέταση και υποβολή σχετικής έκθεσης στον Κηδεμόνα για λήψη απόφασης. Συνεπώς η επιστολή ημερ. 28.8.2006 είναι η μόνη που εμπεριέχει για πρώτη φορά εκτελεστή απόφαση αναφορικά με τα περιουσιακά δικαιώματα της αιτήτριας και παραδεχτώς προσβάλλεται.

Μετά την διεκπεραίωση της παρούσας δίκης εκδόθηκε απόφαση στην Tahir v. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 348, που αφορούσε σε προσφυγή του συζύγου της αιτήτριας, Djemali Raif Tahir, εναντίον της ίδιας διοικητικής πράξης. Εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση με το ακόλουθο σκεπτικό:

"......................................................................................................

3.  Με δεδομένο ότι ο αιτητής δεν φαίνεται να απέκτησε ποτέ την Κυπριακή ιθαγένεια αλλά φαίνεται να είχε και να διατήρησε πάντοτε τη Βρετανική υπηκοότητα και με δεδομένο ότι ο αιτητής εγκατέλειψε την Κύπρο και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1947 και κατά την περίοδο της τουρκικής εισβολής του 1974 είχε τη διαμονή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, κρίνω ότι ο αιτητής, για σκοπούς του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/91), δεν μπορεί να θεωρείται ως Τουρκοκύπριος και η περιουσία του στις ελεύθερες περιοχές δεν μπορεί να θεωρείται ως Τουρκοκυπριακή περιουσία για την οποία διορίστηκε ο Υπουργός Εσωτερικών ως Κηδεμόνας, με βάση τον προαναφερόμενο νόμο. Κατέληξα σ' αυτό το συμπέρασμα αφού έλαβα υπόψη τόσο το προοίμιο του προαναφερόμενου νόμου, στο οποίο γίνεται αναφορά στη μαζική μετακίνηση του τουρκοκυπριακού πληθυσμού, ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής, στις περιοχές που κατέχονται από τις τουρκικές δυνάμεις, αλλά και την ερμηνεία των όρων «τουρκοκύπριος» και «τουρκοκυπριακή περιουσία», σύμφωνα με το Άρθρο 2 του νόμου.

4.  Κατά την κρίση μου «τουρκοκύπριος», σύμφωνα με τον προαναφερόμενο νόμο, είναι το μέλος της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου, δηλαδή ο κύπριος πολίτης που ανήκει στην τουρκική κοινότητα της Κύπρου και «τουρκοκυπριακή περιουσία» είναι η ιδιοκτησία τουρκοκύπριου που βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές (και περιλαμβάνει και την βακούφικη περιουσία). Ο αιτητής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τουρκοκύπριος, για τους σκοπούς του Ν. 139/91, επειδή ουδέποτε φαίνεται ότι είχε ή απέκτησε την τουρκοκυπριακή ιδιότητα, δηλαδή την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας που ανήκει στην τουρκική κοινότητα της Κύπρου. Επιπρόσθετα είναι προφανές ότι ο αιτητής δεν μετακινήθηκε μαζί με τον υπόλοιπο τουρκοκυπριακό πληθυσμό, ο οποίος μετακινήθηκε μαζικά, ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής, στις περιοχές που κατέχονται από τις τουρκικές δυνάμεις εισβολής και κατοχής. Κατά την εκτίμηση μου, έστω και αν ο αιτητής, μετά το 1975, διέμενε ή εγκαταστάθηκε για κάποια χρονική περίοδο, στις κατεχόμενες περιοχές δεν συνεπάγεται ότι αυτός εμπίπτει στον ορισμό του «τουρκοκύπριου», σύμφωνα με τον προαναφερόμενο νόμο, εφόσον αυτός ουδέποτε είχε την ιδιότητα του Κυπρίου, δηλαδή δεν είχε Κυπριακή ιθαγένεια και δεν μετακινήθηκε από τις ελεύθερες στις κατεχόμενες περιοχές, ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής του 1974.

Ζητήματα προσομοιάζοντα με αυτά που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση εξετάστηκαν, από το παρόν δικαστήριο, και στην A & A Enterprises Ltd v. Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (2009) 4 Α.Α.Δ. 97 και υιοθετώ και στην παρούσα υπόθεση το σκεπτικό της προαναφερόμενης απόφασης.

Το τελικό μου συμπέρασμα είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 28.8.2006, είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο καθότι με αυτήν, οι καθ' ων η αίτηση, θεώρησαν τον αιτητή ως Τουρκοκύπριο και την περιουσία του στις ελεύθερες περιοχές ως Τουρκοκυπριακή περιουσία, σύμφωνα με το Ν. 139/91, ενώ δεν θα έπρεπε να θεωρήσουν κάτι τέτοιο. Η αναφορά, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε προϋποθέσεις που καθόρισε το Υπουργικό Συμβούλιο για να επιτραπεί, κατ' εξαίρεση, η αποδέσμευση Τουρκοκυπριακών περιουσιών που βρίσκονται υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δεν μπορεί να διαφοροποιήσει την κατάσταση, εφόσον σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου ο αιτητής δεν είναι Τουρκοκύπριος. Η αναφορά επίσης, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε κατ' εξαίρεση αποδέσμευση Τουρκοκυπριακών περιουσιών, σε περιπτώσεις Τουρκοκυπρίων που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο εξωτερικό, πριν την τουρκική εισβολή και κατοχή του 1974 «και εξακολουθούν να διαμένουν στο εξωτερικό ή εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις ελεύθερες περιοχές», επίσης δεν διαφοροποιεί ή επηρεάζει την κατάσταση του αιτητή, ο οποίος δεν εμπίπτει στον όρο «Τουρκοκύπριος» σύμφωνα με τον προαναφερόμενο νόμο."

Η Αιτήτρια τελεί υπό τις ίδιες ή παρόμοιες προσωπικές περιστάσεις, που αποτέλεσαν την πραγματική βάση λήψης της ακυρωτικής απόφασης, όπως αναφέρεται πιο πάνω. Ωστόσο με όλο το σεβασμό δεν συμφωνώ με το λόγο της απόφασης του αδελφού Δικαστή Νικολάτου. Το γεγονός ότι η Αιτήτρια απέκτησε, σε κάποιο στάδιο βρετανικό διαβατήριο, και από τη γέννηση της θεωρείτο βρετανή υπήκοος, λόγω αποικιοκρατίας, δεν εξυπακούει ότι δεν απέκτησε την κυπριακή ιθαγένεια.

Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Παραρτήματος Δ της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, οποιοσδήποτε υπήκοος του Ηνωμένου Βασιλείου ή των Αποικιών, την ημέρα της Συμφωνίας (1960) έχει τα προσδιοριζόμενα στην παράγραφο 2 προαπαιτούμενα, θα καταστεί (shall on that date become), υπήκοος της Κυπριακής Δημοκρατίας αν είναι μόνιμος κάτοικος της νήσου Κύπρου οποιοδήποτε χρονικό διάστημα της περιόδου των 5 χρόνων που προηγήθηκαν της ημερομηνίας της Συμφωνίας. Στο ίδιο Παράρτημα προσδιορίζεται ως ημερομηνία έναρξης της Συμφωνίας η 16.2.1961.

Η αιτήτρια γεννήθηκε το 1941 και όπως είναι αποδεκτό κατοικούσε στην Κύπρο την πενταετία που προηγήθηκε της υπογραφής της Συνθήκης. Συνεπώς είχε την περίοδο εκείνη αυτομάτως πολιτογραφηθεί ως κυπρία πολίτης.

Με γνώμονα τα πιο πάνω η αιτήτρια εμπίπτει στις πρόνοιες του ορισμού «τουρκοκύπρια» όπως προσδιορίζεται στο Άρθρο 2 του Νόμου περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/91) (στο εξής 'ο Νόμος').

Ο όρος «τουρκοκυπριακή περιουσία» καθορίζεται στο Άρθρο 2 του Νόμου, όπου αναφέρεται ότι:-

«'τουρκοκυπριακή περιουσία' περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία.»

Η αρμοδιότητα του Κηδεμόνα, σύμφωνα με το Άρθρο 6 του Νόμου περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:-

«(η) Γενικά, να παίρνει τέτοια μέτρα ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία θα ήταν αναγκαία ή σκόπιμη για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που χορηγούνται με το παρόν άρθρο:

Νοείται ότι προκειμένου περί ακίνητης ιδιοκτησίας, ο Κηδεμόνας, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του με βάση το παρόν άρθρο, δεν μπορεί να προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα μετά τη λήξη της ισχύος του παρόντα Νόμου -

 

  (i) Ο ιδιοκτήτης να είναι άλλος από τον ιδιοκτήτη κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτό θα ήταν επωφελές για τον ιδιοκτήτη ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον. ή

(ii)  το δικαίωμα του ιδιοκτήτη αναφορικά με την περιουσία να έχει με οποιοδήποτε τρόπο περιοριστεί ή δεσμευτεί περισσότερο από ό,τι θα ήταν απόλυτα αναγκαίο ή επωφελές για την περιουσία αυτή ή τον ιδιοκτήτη ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον.»

Είναι, από τις πιο πάνω πρόνοιες, σαφής ο καθορισμός της έννοιας της «εγκαταλειφθείσας περιουσίας», όπως σαφώς διατυπώνεται ότι ο ιδιοκτήτης της περιουσίας διατηρεί αναλλοίωτο το ιδιοκτησιακό του δικαίωμα.

Η επίδικη περιουσία, λόγω μετακίνησης της Αιτήτριας το 1966 στο εξωτερικό και της μετά την εισβολή προσωρινής εγκατάστασης στην κατεχόμενη Γύψου, εγκαταλείφθηκε, και μέχρι σήμερα η Αιτήτρια δεν έχει συνήθη διαμονή στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Παραμένει, συνεπώς, η περιουσία «ως εγκαταληφθείσα». Το γεγονός ότι κατά τα έτη 1966 μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974, τουλάχιστον, είχε τη συνήθη διαμονή της στην Βρετανία, δεν μεταβάλλει καθόλου τους όρους σύμφωνα με τους οποίους η περιουσία της ορθά περιήλθε υπό τη διαχείριση του κηδεμόνα τουρκοκυπριακών περιουσιών.

Εξάλλου η Αιτήτρια ανεπιφύλαχτα υπέβαλε κατά καιρούς αιτήματα για επιστροφή της περιουσίας της στον Κηδεμόνα Διαχείρισης τουρκοκυπριακών περιουσιών, χωρίς ποτέ να θίξει θέμα αναρμοδιότητας του και/ή ότι η περιουσία της δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Νόμου. Ο ισχυρισμός της συνακόλουθα κρίνεται αβάσιμος.

Ο μοναδικός λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε αφορά στην έλλειψη δέουσας έρευνας. Η υπηρεσία διαχείρισης τουρκοκυπριακών περιουσιών ζήτησε από την Αιτήτρια πλήρη στοιχεία για τη σημερινή της διεύθυνση, για την οποία είχε δηλώσει ψευδώς ότι είναι εντός της επαρχίας Λάρνακας ενώ  κατόπιν έρευνας αποκαλύφθηκε ότι είναι το κατεχόμενο χωριό Γύψου (όπως αναφέρεται στο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως τεκμ. 1). Πριν την απόρριψη του αιτήματος της προηγήθηκε εκτενής διερεύνηση όλων των σχετικών παραγόντων, όπως αναντίλεκτα επιμαρτυρούν τα έγγραφα της ένστασης καθώς και το περιεχόμενο του φακέλου. Δόθηκαν πληροφορίες από την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών, από την Επαρχιακή Διοίκηση και από άλλα κυβερνητικά τμήματα αναφορικά με την Αιτήτρια και την περιουσία της.

Συνακόλουθα βρίσκω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και η προσφυγή απορρίπτεται. Η απόφαση ημερομηνίας 28.6.2006 επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146(4)(α) του Συντάγματος. Ποσό €1.500 ως έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο