ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 210/2008)

 

 

3 Δεκεμβρίου, 2009

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

E.A. NUTRITION & SPORTS LTD.,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Δ. Ζαβαλλής, για την Αιτήτρια.

 

Μ. Θεοκλήτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, μεταξύ άλλων ασχολείται με την εισαγωγή και με την εμπορία συμπληρωμάτων διατροφής. Κατά την περίοδο 12/7/2004 και 11/7/2005 η αιτήτρια εισήγαγε από την Αμερική και διέθεσε στην κυπριακή αγορά, τα συμπληρώματα διατροφής που περιγράφονται στα υπ' αρ. 91935 και 101572, τιμολόγια, ημερομηνίας 17/5/2004 και 28/6/2005, αντίστοιχα (Παραρτήματα 2 και 3 στην ένσταση), αφού καταχώρισε στο λογισμικό των Τελωνειακών Αρχών δύο ηλεκτρονικές διασαφήσεις δυνάμει του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου           Ν. 94(Ι)/2004. Τα δεδομένα και οι πληροφορίες που περιείχαν οι εν λόγω διασαφήσεις ελέγχθηκαν αυτόματα από το λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων και αποτέλεσαν τη βάση για την αυτόματη βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών και φόρων που αφορούσαν τα εν λόγω προϊόντα.

 

Σε μεταγενέστερο χρόνο, οι συγκεκριμένες διασαφήσεις υποβλήθηκαν σε νέο έλεγχο, αυτή τη φορά από τον Τομέα Μετελέγχου του Τελωνείου Λάρνακας ο οποίος λειτουργεί στη βάση στοχευμένων ενεργειών και είναι, σύμφωνα με την ένσταση, ο επιφορτισμένος με την εκ των υστέρων διερεύνηση διασαφήσεων της εν λόγω επαρχίας οι οποίες σχετίζονται με εμπορεύματα που αποδεσμεύθηκαν με ή χωρίς τελωνειακό έλεγχο. Η έρευνα αποκάλυψε ότι εσφαλμένα, σύμφωνα με την ένσταση, τα συγκεκριμένα προϊόντα κατατάχθηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, στη δασμολογική κλάση 2106909280 που αντιστοιχούσε  σε συντελεστή εισαγωγικού δασμού 12.8% (Παραρτήματα 9 και 10) και επιπλέον λανθασμένα θεωρήθηκαν ως τρόφιμα, στη βάση της ερμηνευτικής εγκυκλίου αρ. 30 ημερομηνίας 29/1/1997 (Παράρτημα 11), με μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ, με αποτέλεσμα να μην καταβληθούν όλοι οι νενομισμένοι εισαγωγικοί δασμοί και ο ΦΠΑ που τους αναλογεί. Η έρευνα βασίστηκε, σύμφωνα με την ένσταση, στην περιγραφή και στα συστατικά που περιγράφονται στον κατάλογο των προϊόντων της εταιρείας Universal Nutrition (Παράρτημα 6 στην ένσταση), στα αποτελέσματα χημικών αναλύσεων και στα σχετικά πιστοποιητικά που η αιτήτρια εταιρεία είχε δημοσιεύσει στο διαδίκτυο (Παράρτημα 7). Στα πλαίσια της εν λόγω έρευνας ελέγχθηκαν οι αναλογίες του κάθε προϊόντος χωριστά σε λιπαρές ουσίες γάλακτος, πρωτείνες γάλακτος, ζάχαρα και άμυλα και λήφθηκε υπόψη η τελική μορφή των προϊόντων, δηλαδή αν είναι στερεά ή υγρή, αν είναι σκόνη, δισκία ή κάψουλες.

 

Ενόψει των διαπιστώσεων στις οποίες η έρευνα οδήγησε, τα προϊόντα κατατάχθηκαν και ταξινομήθηκαν σε νέες, τις ορθές δασμολογικές κλάσεις σύμφωνα με τους κωδικούς του δασμολογίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης "Taric", γεγονός για το οποίο η αιτήτρια ειδοποιήθηκε με επιστολή των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 16/8/2007 (Παράρτημα 8) και δασμολογήθηκαν στη βάση των συντελεστών που ίσχυαν κατά το χρόνο εισαγωγής τους, για σάκχαρα και άλευρα. Σαν αποτέλεσμα προέκυψε η απαίτηση των καθ'ων η αίτηση συνολικού ύψους £25.245.00, την οποία οι τελευταίοι διεκδίκησαν με τη διπλοσυστημένη επιστολή τους, ημερομηνίας 4/12/2007, Παράρτημα 23. Από το εν λόγω ποσό, ποσό £6.553 αντιπροσωπεύει τους επιπλέον εισαγωγικούς δασμούς, ποσό £16.397 τον αναλογούντα ΦΠΑ, ενώ το υπόλοιπο ποσό £2.295 διεκδικείται με τη μορφή χρηματικής επιβάρυνσης. Επιπλέον διεκδικείται τόκος από την ημέρα γένεσης των οφειλών.

 

Μετά την καταχώριση της προσφυγής, επειδή διαπιστώθηκε, σύμφωνα πάντα με την ένσταση, ότι εσφαλμένα δεν επεβλήθη επιπλέον εισαγωγικός δασμός και συγκεκριμένα ο δασμός που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο για τα προϊόντα των οποίων η προέλευση ήταν οι ΗΠΑ, ως προβλέπεται στον Κανονισμό (Ε.Κ.) αρ. 2193/2003 του Συμβουλίου ημερομηνίας 8/12/2003, οι καθ'ων η αίτηση, στις 27/3/2008, απέστειλαν στην αιτήτρια συμπληρωματική Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής συνολικού ύψους €784, ποσό στο οποίο περιλαμβάνεται και ο ΦΠΑ που ανέρχεται σε €72.

 

Την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης των καθ'ων η αίτηση αμφισβητεί η αιτήτρια η οποία και καταχώρισε την παρούσα προσφυγή επιδιώκοντας την ακύρωση της ως παράνομης και στερούμενης έννομου αποτελέσματος.

 

Οι θέσεις της αιτήτριας, όπως αυτές προωθήθηκαν στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των δικηγόρων της, περιστρέφονται γύρω από τους πιο κάτω άξονες:

 

(1) Οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν, σύμφωνα με την αιτήτρια,  αυθαίρετα, κακόπιστα και αντιφατικά και γενικά λειτούργησαν έξω από τα πλαίσια των κανόνων χρηστής διοίκησης και ίσης μεταχείρισης.

 

(2) Οι καθ'ων η αίτηση επέβαλαν τους αμφισβητούμενους δασμούς, ΦΠΑ και πρόστιμο, αναδρομικά και χωρίς να δώσουν την ευκαιρία στην αιτήτρια «να ακουστεί», παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμα της αιτήτριας να υποβάλει τις δικές της επί του θέματος απόψεις.

 

(3) Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο. Συγκεκριμένα η επίδικη απόφαση (Παράρτημα 23 στην ένσταση) δεν υπογράφεται από τη Διευθύντρια των καθ'ων η αίτηση, το πρόσωπο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει τη σχετική αρμοδιότητα, αλλά από κάποιο             Λ. Δημητρίου, ο οποίος υπογράφει «Για Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων».

 

(4) Το Τμήμα Τελωνείων στερείται εξουσίας να εφαρμόσει τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο του 2000 (Ν. 95(Ι)/2000) και συνεπώς η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει το συγκεκριμένο Νόμο.

 

Τις αντίθετες απόψεις υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση. Πρόσθετα, η ευπαίδευτη συνήγορος, με τη μορφή προδικαστικής ένστασης, επιδιώκει την απόρριψη μέρους της προσφυγής και συγκεκριμένα εκείνου του μέρους με το οποίο προσβάλλεται η απόφαση για επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης πλέον τόκο, υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται για εκτελεστή διοικητική πράξη. Εφόσον, ισχυρίζεται η κα Θεοκλήτου, η επιβάρυνση και ο τόκος «πρέπει να επιβάλλονται κάθε φορά που ποσό βεβαιώνεται εκ των υστέρων και προβλέπονται απ' ευθείας από το νόμο, χωρίς το θέμα να εξαρτάται από τη βούληση του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείου», η επίδικη πράξη δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Προτού ασχοληθώ με τους λόγους ακύρωσης και την ουσία της προσφυγής, θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ με την προδικαστική ένσταση των καθ'ων η αίτηση. Συμφωνώ με την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση ότι η χρηματική επιβάρυνση όπως και ο τόκος δεν εξαρτώνται, στην υπό κρίση περίπτωση, από τη βούληση του Διευθυντή Τελωνείου αλλά προβλέπονται από το Νόμο και συγκεκριμένα από το άρθρο 52 του              Ν. 94(Ι)/2004. Όμως, στην παρούσα υπόθεση δεν είμαστε αντιμέτωποι με την περίπτωση όπου η προσφυγή στοχεύει αποκλειστικά στην ακύρωση της απόφασης για την επιβολή πρόσθετης επιβάρυνσης και τόκων, όπως ήταν η περίπτωση στις υποθέσεις Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 772 και L.P. Frangeskides & Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 756/2006, ημερομηνίας 20/5/2008, στις οποίες η ευπαίδευτη συνήγορος παρέπεμψε το Δικαστήριο, αλλά με την περίπτωση όπου η χρηματική επιβάρυνση και τόκοι συνδέονται με την κυρίως οφειλή του φόρου την οποία η αιτήτρια αμφισβητεί και δεν αποδέχεται, εξ' ου και επιδιώκει την ακύρωσή της. Κατά συνέπεια η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει.

 

Στρέφομαι τώρα στους λόγους ακύρωσης και συνεπώς στην ουσία της προσφυγής.

 

Λόγος ακύρωσης υπό στοιχείο (1)

Για τεκμηρίωση του πιο πάνω λόγου ακύρωσης, η αιτήτρια, επικαλείται τις ερμηνευτικές εγκυκλίους, Παράρτημα 11 στην ένσταση και Παράρτημα Χ στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων της αιτήτριας, ημερομηνίας 29/1/97 και 26/6/2007, αντίστοιχα, το περιεχόμενο των οποίων συνιστά ουσιαστικά το υπόβαθρο των επί του προκειμένου θέσεων της. Παραθέτω αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα από τις εν λόγω εγκυκλίους.

 

Ερμηνευτική εγκύκλιος 30 ημερομηνίας 29/1/1997 (Παράρτημα 11):

 

"Τρόφιμα

 

Τα είδη που αναγράφονται πιο κάτω προστίθενται στο Παράρτημα Α του Ενημερωτικού Φυλλαδίου 6 που περιλαμβάνει τρόφιμα και ποτά του μηδενικού συντελεστή:

 

..................

 

Συμπληρώματα διατροφής για ανθρώπινη κατανάλωση της κλάσης 21.06."

 

 

Ερμηνευτική εγκύκλιος αρ. 116 ημερομηνίας 26/6/2007 (Παράρτημα Χ):

 

"................................................

 

Επομένως, οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως τρόφιμο για ανθρώπινη κατανάλωση, περιλαμβανομένων στερεών και υγρών, που δεν περιλαμβάνονται στις εξαιρέσεις της περί ΦΠΑ νομοθεσίας, υπόκεινται στο μηδενικό συντελεστή. Τρόφιμο είναι οτιδήποτε:

 

·         .............

 

·         εξειδικευμένα προϊόντα τα οποία εξυπηρετούν τις διατροφικές ανάγκες ειδικών ομάδων ανθρώπων, όπως είναι οι αθλούμενοι, οι ανάπηροι, οι διαβητικοί κλπ οι οποίοι έχουν συγκεκριμένες ανάγκες για να λαμβάνουν ουσίες που συμπληρώνουν τη διατροφή τους ή να λαμβάνουν υποκατάστατα της ..."

 

 

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι από το περιεχόμενο των πιο πάνω εγκυκλίων προκύπτει αβίαστα ότι η συμπεριφορά των καθ'ων η αίτηση και γενικά                  οι ενέργειες τους στη συγκεκριμένη περίπτωση, χαρακτηρίζονται από αντιφατικότητα, ασυνέπεια και αβεβαιότητα ως προς το κατά πόσο τα συγκεκριμένα προϊόντα υπόκειντο ή όχι σε φορολογία και κατ' επέκταση αβίαστα προκύπτει, σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, το συμπέρασμα ότι οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν κακόπιστα και έξω από τους κανόνες χρηστής διοίκησης.

 

Διεξήλθα πολύ προσεκτικά το ενώπιον μου υλικό όπως αυτό προκύπτει μέσα από τους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν ενώπιον μου, έχοντας συνέχεια κατά νου τις επί του προκειμένου θέσεις της αιτήτριας και τα σχετικά επιχειρήματα των συνηγόρων της. Παρατηρώ τα πιο κάτω:

 

Στην υπό κρίση περίπτωση η ενέργεια των καθ'ων η αίτηση να κατατάξουν τα προϊόντα της αιτήτριας σε διαφορετική κλάση από αυτή στην οποία τα είχαν αρχικά κατατάξει, με αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση σε βάρος της αιτήτριας των οφειλόμενων δασμών, ήταν το αποτέλεσμα μεταγενέστερου ελέγχου που διενήργησε η Υπηρεσία Μετελέγχου των καθ'ων η αίτηση. Το δικαίωμα της εκ των υστέρων απαίτησης της διαφοράς των δασμών που προέκυψε σαν αποτέλεσμα του εν λόγω μεταγενέστερου ελέγχου, παρέχεται στους καθ'ων η αίτηση όχι στη βάση οποιασδήποτε πρακτικής αλλά από αυτό τον ίδιο το Νόμο (βλ. άρθρα 48 και 52 του Ν. 94(Ι)/04). Κατά συνέπεια οι καθ'ων η αίτηση δεν εφάρμοσαν πρακτική αλλά τη νομοθεσία. Και σ' αυτή τους την ενέργεια οι καθ'ων η αίτηση οδηγήθηκαν αποκλειστικά από τη συμπεριφορά της αιτήτριας, η οποία κατά το χρόνο εισαγωγής των προϊόντων της, αντί να μεριμνήσει ώστε τα προϊόντα της να υπαχθούν στην ορθή δασμολογική κλάση, παρέλειψε να το πράξει. Υπενθυμίζω ότι τη βάση για την αυτόματη βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών και φόρων που αφορούσαν τα εν λόγω προϊόντα, αποτέλεσαν τα δεδομένα και οι πληροφορίες που περιείχαν οι διασαφήσεις που η αιτήτρια καταχώρισε κατά το χρόνο εισαγωγής των προϊόντων.

 

Η ερμηνευτική εγκύκλιος 116 ημερομηνίας 26/6/2007 την οποία επικαλείται η αιτήτρια, δεν την βοηθά γιατί, η εν λόγω εγκύκλιος όχι μόνο δεν ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο εισαγωγής των προϊόντων και αναδρομική εφαρμογή της ενδεχομένως να δημιουργήσει άνιση συμπεριφορά και μεταχείριση σε σχέση με όλους όσους, εφαρμόζοντας τη συγκεκριμένη πρακτική, κατέβαλαν προς το κράτος ΦΠΑ, αλλά και γιατί ο αμφισβητούμενος φόρος είχε καταστεί οφειλόμενος και απαιτητός και συνεπώς πληρωτέος, κατά το χρόνο εισαγωγής των προϊόντων προτού δηλαδή η συγκεκριμένη πρακτική τεθεί σε ισχύ. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η αιτήτρια δεν υποστηρίζει ότι η κατά το χρόνο εισαγωγής των προϊόντων ισχύουσα πρακτική (εγκύκλιος αρ. 30) περιέχει οποιοδήποτε σφάλμα ούτε και αμφισβητεί την ορθότητα των δασμών που επιβλήθηκαν. Εν πάση περιπτώσει, λεπτομέρειες και μάλιστα αναλυτικές της δηλωθείσας από την αιτήτρια ταξινόμησης όπως και της ορθής δασμολογικής κλάσης για κάθε προϊόν χωριστά, κοινοποιήθηκαν στους αιτητές με τα έγγραφα που είχαν επισυναφθεί στην επίδικη απόφαση σαν Παράρτημα Α και τα οποία επισυνάπτονται και στην ένσταση.

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι, ενόψει του μεγάλου χρόνου που διέρρευσε και του ότι τα προϊόντα είχαν ήδη διατεθεί στην αγορά όταν οι καθ'ων η αίτηση τους κοινοποίησαν την επίδικη απόφαση, η επιβολή των επίδικων φόρων αναδρομικά, συνιστά ακόμα ένα στοιχείο που παραβιάζει τους κανόνες χρηστής διοίκησης και ίσης μεταχείρισης ενώ ταυτόχρονα καταδεικνύει κακοπιστία από πλευράς των καθ'ων η αίτηση. Ενδεικτικό της επί τούτου θέσης της αιτήτριας, συνιστά το πιο κάτω απόσπασμα από την αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της:

 

"Οι αιτητές εισάγουν από το 2003 προϊόντα που εξυπηρετούν τις διατροφικές ανάγκες και τα οποία τόσο οι ίδιοι όσο και άλλοι εισαγωγείς εισήγαγαν με μηδενικό συντελεστή.

 

Μηδενικό συντελεστή εξασφάλιζαν για τα αγαθά αυτά και όλοι οι ανταγωνιστές τους.

 

Προφανώς αν έπρεπε να υπάρχει Φ.Π.Α. και/ή δασμοί για όλους τους εισαγωγείς, οι τιμές λιανικής πώλησης θα είχαν για όλους τους ανταγωνιστές σχετική μετακύλιση φόρου (αύξηση τιμής στον καταναλωτή)."

 

 

Ούτε η εν λόγω θέση με βρίσκει σύμφωνο. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εκ των υστέρων απαίτηση των καθ'ων η αίτηση προέκυψε αποκλειστικά από τη συμπεριφορά της αιτήτριας η οποία παρέλειψε να υπαγάγει τα προϊόντα της στην ορθή δασμολογική κλάση όπως και από το γεγονός ότι οι καθ'ων η αίτηση ασκούσαν δικαίωμα που βρίσκει έρεισμα στο Νόμο και όχι σε οποιαδήποτε πρακτική, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η καλή πίστη δεν μπορεί να αφεθεί να καταλήξει σε κατάργηση της νομιμότητας στη λειτουργία της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 196) ούτε και υπερφαλαγγίζει, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Tamasos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, «την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης που είναι συνυφασμένη όπως και κάθε κρατική λειτουργία με την αρχή του κράτους δικαίου». Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται από την Ολομέλεια στην υπόθεση Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικού κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 530, 534, «το Τελωνείο δεν μπορούσε και δεν δικαιούτο να απαλλάξει τον εισαγωγέα από την πληρωμή νόμιμα οφειλομένων δασμών που αποτελεί απαράγραπτο χρέος προς τη Δημοκρατία και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί με διοικητική απόφαση (δέστε Αιμίλιος Ηλιάδης Λτδ. ν. Της Δημοκρατίας, Αριθμός Προσφυγής 492/91, ημερομηνίας 20/12/92)». Τέλος, επισημαίνω την αρχή ότι η εξουσία που παρέχεται στο Τελωνείο στον τομέα ταξινόμησης εμπορευμάτων στην ορθή δασμολογική κλάση είναι πολύ ευρεία και το Δικαστήριο τότε μόνο επεμβαίνει, αν διαπιστώσει ότι η σχετική απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου (Rodafinia v. Republic (1988) 3 C.L.R. 45).

 

Όπως έχω ήδη αναφέρει διεξήλθα προσεκτικά το ενώπιον μου υλικό έχοντας συνέχεια κατά νου τις θέσεις των δύο πλευρών και τα σχετικά επιχειρήματα των συνηγόρων τους. Είναι η κατάληξη μου ότι ούτε από το περιεχόμενο των δύο εγκυκλίων ούτε από το υπόλοιπο υλικό, προκύπτει συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά των καθ'ων η αίτηση στην υπό κρίση υπόθεση, είναι αντιφατική, ασαφής, ασυνεπής, κακόπιστη ή αβέβαιη ή με οποιοδήποτε τρόπο παραβιάζει τους κανόνες της χρηστής διοίκησης ή της ίσης μεταχείρισης.

 

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω ο υπό στοιχείο (1) λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει.

 

Λόγος ακύρωσης υπό στοιχείο (2)

Υπόβαθρο του υπό στοιχείο (2) λόγου ακύρωσης συνιστούν οι πρόνοιες του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) οι οποίες κωδικοποιούν τις επί του προκειμένου αρχές του Διοικητικού Δικαίου και της φυσικής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές, όπως αυτές έχουν κατ' επανάληψη ερμηνευθεί από τη νομολογία, το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται πριν από τη λήψη ενός διοικητικού μέτρου πειθαρχικής ή άλλως πως δυσμενούς φύσης σε οποιοδήποτε πρόσωπο επηρεάζεται από τη λήψη του μέτρου. Τέτοιο μπορεί να θεωρηθεί και οποιοδήποτε πρόσωπο του οποίου, σαν αποτέλεσμα λήψης του διοικητικού μέτρου, έχουν επηρεασθεί τα οικονομικά συμφέροντα (Ν. Μελέτης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 347). Σύμφωνα πάντα με τη νομολογία, το συγκεκριμένο δικαίωμα δεν είναι απόλυτο. Στην περίπτωση που η διοικητική κρίση, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη διοικητική πράξη, προέκυψε μέσα από καθαρά αντικειμενικά δεδομένα και όχι με βάση την εκτίμηση της υποκειμενικής συμπεριφοράς του προσώπου που έχει επηρεασθεί, δεν υφίσταται το δικαίωμα ακρόασης (Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999)          3 Α.Α.Δ. 361, 366). Στην κρινόμενη προσφυγή, η επίδικη απόφαση επηρεάζει μεν τα οικονομικά συμφέροντα των αιτητών, όμως ούτε κατά το χρόνο της αρχικής δασμολόγησης των προϊόντων που είναι ο χρόνος εισαγωγής τους, παρείχετο στους αιτητές ρητά από το Νόμο δικαίωμα ακρόασης. Εν πάση περιπτώσει το θέμα στην υπό κρίση περίπτωση αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου και των Κανονισμών που προβλέπουν ρητά την καταβολή τελών και φόρων από τον εισαγωγέα προϊόντων. Ανεξάρτητα όμως τούτου, στην περίπτωση μας η υπό αμφισβήτηση φορολογία, όπως και το πρόστιμο, είναι προϊόν αποκλειστικά της συμπεριφοράς της αιτήτριας η οποία κατά το χρόνο εισαγωγής των προϊόντων δεν έθεσε ενώπιον των καθ'ων η αίτηση όλα τα απαραίτητα για την ορθή δασμολόγηση των προϊόντων της, στοιχεία, γεγονός που την εμποδίζει να επικαλείται παραβίαση του συγκεκριμένου δικαιώματος.

 

Σαν αποτέλεσμα ο υπό στοιχείο (2) επικαλούμενος λόγος ακύρωσης, δεν μπορεί να πετύχει.

 

Λόγος ακύρωσης υπό στοιχείο (3)

Σε σχέση με το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, είναι αρκετό να επισημάνω το γεγονός ότι, με τη συγκατάθεση της αιτήτριας κατατέθηκε ενώπιον μου σαν τεκμήριο η υπηρεσιακή κάρτα του Λειτουργού Λ. Δημητρίου ο οποίος είναι και ο Λειτουργός που υπέγραψε την προσβαλλόμενη απόφαση «για λογαριασμό της Διευθύντριας», όπως και η σχετική έγγραφη εξουσιοδότηση που η Διευθύντρια είχε χορηγήσει στον εν λόγω Λειτουργό για να προβεί στη συγκεκριμένη ενέργεια, δυνάμει των εξουσιών που της παρέχονται από το άρθρο 6 του Ν. 94(Ι)/2004.

 

Ως εκ τούτου ούτε ο υπό στοιχείο (3) προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης μπορεί να πετύχει.

 

Λόγος ακύρωσης υπό στοιχείο (4)

Με το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης αμφισβητείται η εξουσία της Διευθύντριας Τελωνείων να εφαρμόσει τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο του 2000 (Ν. 95/Ι)/2000). Διεξήλθα προσεκτικά την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία όπως και τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου. Οι επί του προκειμένου θέσεις της αιτήτριας δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Η συνδυασμένη εφαρμογή των προνοιών των άρθρων 2, 4(1)(α) και (β) και 5(4) του Νόμου οδηγούν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η Διευθύντρια Τελωνείων έχει με βάση το Νόμο την εξουσία και συνεπώς την αρμοδιότητα να επιβάλει Φ.Π.Α. επί των τελών εισαγωγής. Μια απλή ανάγνωση των εν λόγω προνοιών, τις οποίες και παραθέτω αυτούσιες, μαρτυρά του λόγου το ασφαλές:

 

"2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

'φόρος' περιλαμβάνει το φόρο κατανάλωσης και το φόρο προστιθέμενης αξίας που επιβάλλονται κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων στη Δημοκρατία σύμφωνα με την εκάστοτε σε ισχύ περί Φόρων Κατανάλωσης Νομοθεσία και την περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νομοθεσία αντίστοιχα."

 

 

"4.-(1) Στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Τμήματος Τελωνείων εμπίπτει:

 

(α) η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα και των Διατάξεων Εφαρμογής του, της Κυπριακής και αντίστοιχης σχετικής Κοινοτικής Νομοθεσίας που αφορά φόρους, τη βεβαίωση και είσπραξη δασμών, φόρων και άλλων επιβαρύνσεων επιβαλλομένων σύμφωνα με τις ανωτέρω νομοθεσίες, τη διαχείριση του συστήματος πληροφοριών καθώς και την ανταλλαγή και διαχείριση πληροφοριών, που περιέχονται σε αυτό μέσω πληροφοριακών συστημάτων ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και αφορούν θέματα αρμοδιότητάς του∙

 

(β) η εφαρμογή οποιασδήποτε νομοθεσίας που του έχει ανατεθεί."

 

 

"5(4).- Ο φόρος επί της εισαγωγής αγαθών από τόπο εκτός των κρατών μελών επιβάλλεται και καταβάλλεται ως να ήταν τελωνειακός δασμός."

 

 

Ενόψει των πιο πάνω και ο υπό στοιχείο (4) λόγος ένστασης είναι καταδικασμένος σε απόρριψη.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νομότυπα και θα πρέπει να επικυρωθεί. Σαν αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα €1.200 υπέρ των καθ'ων η αίτηση. Η επίδικη πράξη επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

            Δ.

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο