ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 1081
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1282/2007, 1590/2007,1672/2007)
2 Δεκεμβρίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1282/2007)
ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ Π. ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1590/2007)
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ Γ. ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1672/2007)
ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α. Σωτηρίου, για τις Αιτήτριες.
Α. Κουντουρή, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι παρούσες προσφυγές συνεκδικάζονται αφού παρουσιάζουν ταυτότητα πραγματικών και νομικών λόγων. Οι αιτήτριες είναι ιδιοκτήτριες των τεμαχίων 271, 287 και 288, όλα του Φ/Σχεδ. XLI/49/W.1, του Συμπλέγματος "C", τοποθεσία Καθαρή, ενορία Χρυσοπολίτισσα στη Λάρνακα, τα οποία απαλλοτριώθηκαν από το 1978 από την καθ' ης η αίτηση για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας ήτοι για την ανάπτυξη ή/και βελτίωση ή/και καλύτερη λειτουργία ή/και εκμετάλλευση του λιμανιού Λάρνακας. Στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης (αρ. 141, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος ΙΙ της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, ημερ. 17.2.1978), αναφέρεται ότι η απαλλοτρίωση επιβάλλεται για την επέκταση των χερσαίων χώρων του λιμένος Λάρνακας ή/και τη δημιουργία πρόσθετων ή/και νέων λιμενικών εγκαταστάσεων ή/και διευκολύνσεων. Η καθ΄ ης η αίτηση κατέβαλε στις αιτήτριες την καθορισθείσα αποζημίωση και οι απαλλοτριωθείσες περιουσίες ενεγράφησαν στο όνομα της.
Με τις προσφυγές, προσβάλλεται η άρνηση ή/και η παράλειψη της καθ΄ ης η αίτηση να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση και να επιστρέψει στις αιτήτριες τα προαναφερόμενα ακίνητα. Προβάλλεται συναφώς, ότι ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση δεν έχει υλοποιηθεί μέσα στα καθοριζόμενα από το Σύνταγμα και το Νόμο χρονικά όρια και/ή ότι, ο σκοπός κατέστη ανέφικτος.
Θα πρέπει να σημειωθεί το γεγονός της ρητής άρνησης της καθ' ης η αίτηση να επιστρέψει τα ακίνητα, όπως εκφράστηκε με τις επιστολές ημερ. 29.6.07 (υπόθ. 1282/07), 27.9.07 (υπόθ. 590/07) και 6.11.07 (υπόθ. 1672/07) αντίστοιχα. Η αιτιολογία σε κάθε περίπτωση είναι ότι οι επίδικες ιδιοκτησίες έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για το σκοπό της απαλλοτρίωσης αφού βρίσκονται μέσα στον περιφραγμένο χερσαίο χώρο του λιμανιού και χρησιμοποιούνται ως ανοιχτοί αποθηκευτικοί χώροι για τις ανάγκες και τη λειτουργία του λιμανιού της Λάρνακας.
Μετά τη συμπλήρωση των γραπτών αγορεύσεων, η δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση δήλωσε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ' ης η αίτηση στη συνεδρία του ημερ. 4.6.09, αποφάσισε την ανάκληση των προσβαλλόμενων πράξεων. Το πρακτικό λήψης της πιο πάνω απόφασης παρατίθεται:
«6.8.2 Αναφορικά με τις υποθέσεις 1282/2007 Χρυστάλλα Σοφοκλέους vs ΑΛΚ, 1672/2007 Καλλιόπη Β. Σοφοκλέους vs ΑΛΚ και 1590/2007 Ανδρούλλα Γ. Σοφοκλέους vs ΑΛΚ το Συμβούλιο αποφάσισε όπως ανακαλέσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και όπως επανεξετάσει το θέμα προσεχώς. Αποφασίστηκε επίσης όπως ενημερωθούν σχετικά οι αιτήτριες και όπως κληθούν - εάν επιθυμούν - να υποβάλουν οποιαδήποτε στοιχεία/θέσεις τους στην Αρχή, επιπρόσθετα στα αρχικά τους αιτήματα για επιστροφή των επίδικων ακινήτων.»
Μετά την πιο πάνω απόφαση η καθ΄ ης η αίτηση επανεξέτασε το θέμα και στις 15.7.09 αποφάσισε ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί ανέφικτος και ως εκ τούτου, το αίτημα για επιστροφή των ακινήτων στις αιτήτριες δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί.
Οι πιο πάνω αποφάσεις της καθ΄ ης η αίτηση είναι το αντικείμενο άλλων προσφυγών που καταχώρησαν οι αιτήτριες.
Ενόψει των πιο πάνω εγείρεται θέμα κατά πόσο οι παρούσες προσφυγές διατηρούν ακόμη το αντικείμενό τους. Οι δυο πλευρές τοποθετήθηκαν με γραπτές αγορεύσεις.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητριών υποστήριξε ότι η ανάκληση έγινε μόνο κατ' επίφαση και κατά κατάχρηση εξουσίας. Αμφισβητεί τη νομιμότητα της ανάκλησης και την εκτελεστότητα της απόφασης που λήφθηκε κατόπιν «επανεξέτασης». Είναι η θέση του ότι δεν μεσολάβησε οποιοδήποτε νέο στοιχείο ή νέα έρευνα που να οδηγεί σε νέα απόφαση εφόσον η απόφαση ημερ. 15.7.09 απλά επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και επιβεβαιώνει την εμμονή της καθ' ης η αίτηση στην επί σειρά ετών άρνηση της να επιστρέψει τα ακίνητα. Η αγόρευση του δικηγόρου των αιτητριών αναλώνεται σε ισχυρισμούς περί παρανομίας της ανάκλησης και παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ' ης η αίτηση, αντέτεινε ότι το ζητούμενο για να αποφασισθεί αν η ανάκληση έχει εξαλείψει ή όχι το αντικείμενο της δίκης είναι η πιθανολόγηση ζημιογόνου κατάλοιπου για τις αιτήτριες που να θεμελιώνει συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης. Με αναφορά στην πάγια νομολογία επί του θέματος και στο ότι οι αιτήτριες δεν ανέφεραν οτιδήποτε σε σχέση με την ισχυριζόμενη ζημιά που έχει επέλθει από τις ανακληθείσες αποφάσεις, υποβάλλει πως δεν τίθεται θέμα συνέχισης των προσφυγών.
Η θέση των αιτητριών ότι η ανάκληση παρέμεινε εσωτερικό μέτρο της διοίκησης δεν με βρίσκει σύμφωνο. Τόσο η ανακλητική απόφαση όσο και η απόφαση μετά την επανεξέταση, κοινοποιήθηκαν στις αιτήτριες. Ο ανακλητικός χαρακτήρας της πράξεως δεν εξαρτάται από την ονομασία της αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της. (Βλ. Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Π.Δ.Δαγτόγλου, τρίτη έκδοση, σελ. 304-305).
Στο «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, 1982, Ανατύπωσις σελ. 382, δίδεται ο πιο κάτω ορισμός του όρου «ανάκληση»:
«Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΚΛΗΣΕΩΣ
Ι. Ορισμός - Ανάκλησις είναι η εκ της ενεργού διοικήσεως προερχομένη ολοσχερής ή μερική άρσις του περιεχομένου διοικητικής τινός πράξεως, είτε ήθελεν επακολουθήσει αντικατάστασις αυτής δι' ετέρας, οπότε υφίσταται μεταρρύθμισις, είτε μη. Περιλαμβάνει δε η έννοια της ανακλήσεως αφ' ενός μεν την ανάκλησιν νομίμων πράξεων της Διοικήσεως, αφ' ετέρου δε την ανάκλησιν παρανόμων πράξεων αυτής, οπότε πρόκειται περί ακυρώσεως των πράξεων τούτων διά της διοικητικής οδού, ως θέλει κατωτέρω εκτεθή.»
Η ανάκληση προϋποθέτει απώλεια εκτελεστότητας και κατάργηση των συνεπειών της ανακληθείσας πράξης ή απόφασης δια της διοικητικής οδού. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του ΣτΕ, 1929-1959, σελ.242).
Στην προκειμένη περίπτωση, παρότι τα πρακτικά ημερ. 4.6.09 και 15.7.09 δεν είναι καθόλου διαφωτιστικά ως προς τους λόγους και το χαρακτήρα της ανάκλησης, εντούτοις αναφέρεται σ΄ αυτά ότι ανακληθείσες είναι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στις παρούσες προσφυγές. Οι προσβαλλόμενες όμως αποφάσεις είναι αντιστοίχως η άρνηση της καθ' ης η αίτηση να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση και να επιστρέψει τα ακίνητα. Η ανάκληση της άρνησης λογικά συνεπάγεται είτε θετική ενέργεια/απόφαση είτε αναθεώρηση του περιεχομένου της άρνησης με έκδοση νέας αρνητικής απόφασης επί νέων στοιχείων κατόπιν νέας έρευνας. Η καθ΄ ης η αίτηση λέγει ότι προέβη σε επανεκτίμηση της τελευταίας απόφασης της ως προς το κατά πόσο οι αιτήτριες δικαιούνται στην επιστροφή των απαλλοτριωθέντων κτημάτων (άρνηση ημερ. 29.6.07 (υπόθ.1282/07), 27.9.07 (υπόθ.1590/07) και 6.11.07 (υποθ. 1672/07)) και μάλιστα στη βάση των ίδιων δεδομένων χωρίς περαιτέρω έρευνα και αιτιολογία. Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων φαίνεται πως η ανάκληση οδήγησε στην επιβεβαίωση της προγενέστερης άρνησης και άρα στη συνέχιση της προσβαλλόμενης παράλειψης.
Η όποια ενδεχόμενη βλάβη ή ζημία προέκυπτε για τις αιτήτριες από την προσβαλλόμενη άρνηση και θεμελίωνε το έννομο συμφέρον τους στις παρούσες προσφυγές (π.χ. απώλεια χρήσης και απόλαυσης της περιουσίας τους, διαφυγόντα κέρδη από την αξιοποίηση της), η ίδια βλάβη και ζημιά εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την ανακλητική απόφαση. Η στοιχειοθέτηση ζημιάς και το ύψος της είναι θέματα που δεν εμπίπτουν στην δικαιοδοσία αυτού του Δικαστηρίου.
Στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 490 (απόφαση πλειοψηφίας) υιοθετήθηκε το αιτιολογικό (ratio decidendi) της απόφασης Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 973.
Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Ιωσηφίδης (ανωτέρω) περιέχει τα κριτήρια με βάση τα οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται περί του θέματος της διατήρησης του αντικειμένου της δίκης μετά από ανάκληση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή απόφασης εκκρεμούσης της δίκης.
«Το αιτιολογικό (ratio decidendi) της απόφασης Παπαδοπούλλου είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, σε περίπτωση ανάκλησης της ενώπιόν του επίδικης απόφασης εκκρεμούσης της δίκης, έχει τη δυνατότητα, και τούτο εμπίπτει στη δικαιοδοσία του, να εξετάσει, υπό το φως των ενώπιόν του γεγονότων, πρώτον, κατά πόσο, σε περίπτωση επακόλουθης ακυρωτικής απόφασης, θα προκύπτει θέμα για τη διοίκηση να πράξη οτιδήποτε για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση (παράγραφος 5 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος) ή για να ικανοποιήσει νόμιμη αξίωση του αιτητή (παράγραφος 6 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος) και, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, δεύτερον, κατά πόσο, δοθέντος ότι η διοίκηση δεν θα έχει τίποτε να πράξει για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση ή για να ικανοποιήσει νόμιμη αξίωση του αιτητή, υπάρχει ή όχι το ενδεχόμενο, όσο απομακρυσμένο, αυτός να έχει υποστεί ζημιά από την απόφαση που ανακλήθηκε, τέτοια που θα μπορούσε να αποκατασταθεί με εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία από το Επαρχιακό Δικαστήριο βάσει της παραγράφου 6 του΄Αρθρου 146 του Συντάγματος. Εάν η απάντηση, και στο δεύτερο ερώτημα, είναι αρνητική, τότε σημαίνει ότι η ανάκληση της απόφασης άφησε την προσφυγή χωρίς αντικείμενο με αναπόφευκτη πλέον συνέπεια την κατάργηση της δίκης αφού δεν υπάρχει πλέον απόφαση είτε για επικύρωση είτε για ακύρωση βάσει της παραγράφου 4 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος. Θέτοντας στον εαυτό του τα δύο αυτά ερωτήματα και δίδοντας την ανάλογη απάντηση με σκοπό να εξακριβώσει κατά πόσο, με την ανάκληση της επίδικης απόφασης, η προσφυγή έμεινε χωρίς αντικείμενο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εκφεύγει της δικαιοδοσίας του βάσει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος ούτε ότι εισχωρεί στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου βάσει της παραγράφου 6 του ιδίου άρθρου αφού, προσεγγίζοντας το θέμα με τον τρόπο που εξηγήσαμε, και για το σκοπό ή το στόχο που εξηγήσαμε, ούτε ζημιά διαπιστώνει ή εκτιμά ούτε, βέβαια, αποζημίωση επιδικάζει ή άλλη θεραπεία παρέχει. Απλώς διαπιστώνει αν, ύστερα από την ανάκληση της διοικητικής απόφασης, είναι δυνατόν να τεθεί καν θέμα ζημιάς και, συνεπακόλουθα, αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας ώστε να είναι απαραίτητη η συνέχιση της ακυρωτικής δίκης.»
Ενόψει των πιο πάνω αποφαίνομαι ότι η ανάκληση δεν έχει επιφέρει την κατάργηση του αντικειμένου της δίκης και οι αιτήτριες διατηρούν έννομο συμφέρον προώθησης των προσφυγών τους οι οποίες έχουν ως αντικείμενο όχι μόνο την άρνηση της καθ΄ ης η αίτηση να ανακαλέσει αντιστοίχως τις απαλλοτριώσεις αλλά και τη συνεχιζόμενη παράλειψη της να πράξει τούτο και να επιστρέψει τα απαλλοτριωθέντα.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.