ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 103/2008)

 

11 Δεκεμβρίου, 2009

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΕΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Μ. Βορκάς, για τον Αιτητή.

Ν. Παρτασίδου (κα) για Γ. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να κρίνουν τον Αιτητή  ένοχο οκτώ κατηγοριών για  απρεπή συμπεριφορά προς υπαλλήλους, συνεργάτες και κατωτέρους του, για παράλειψη εκτέλεσης καθήκοντος και προσέλευση και αποχώρηση του από την εργασία του σε ακατάλληλες ώρες με αποτέλεσμα να του επιβάλουν την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο των Kαθ' ων η αίτηση, στο εξής το «Συμβούλιο», μετά την υποβολή σωρείας παραπόνων από υπαλλήλους του, για απρεπή συμπεριφορά του Αιτητή απέναντι τους, αποφάσισε σε συνεδρία του στις 6 Ιουνίου 2006 να τον θέσει σε διαθεσιμότητα.  Επίσης διόρισε ως ερευνώντα λειτουργό το Διευθυντή των Kαθ' ων η αίτηση, σύμφωνα με τον Πειθαρχικό Κώδικα όπως φαίνεται στους περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Άλλες Περιοχές) (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμούς, Κ.Δ.Π. 111/96.  Ο Διευθυντής ετοίμασε σχετική Έκθεση την οποία υπέβαλε στο Συμβούλιο των Καθ' ων η αίτηση.

 

Στις 14 Νοεμβρίου 2006 σε συνεδρία του  το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη τη γνωμοδότηση του νομικού του συμβούλου, αποφάσισε ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως αδίκημα εναντίον του Αιτητή σύμφωνα με τον Πειθαρχικό τους Κώδικα.

 

Στην ίδια συνεδρία αποφασίστηκε και η έναρξη της διαδικασίας εκδίκασης της υπόθεσης καθώς και η συνέχιση διαθεσιμότητας του μέχρι την τελική συμπλήρωση της διαδικασίας.  [1]

 

Ο Αιτητής ο οποίος  εμφανίσθηκε στις 25 Απριλίου 2007 ενώπιον του Συμβουλίου,  μαζί με το δικηγόρο του, δήλωσε  μη παραδοχή στις κατηγορίες.  Στις συνεδρίες που ακολούθησαν, κατάθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας, συμπεριλαμβανομένου και του Διευθυντή των Καθ΄ων η αίτηση, στο εξής «ο Διευθυντής»,  οι οποίοι αντεξετάστηκαν από τον δικηγόρο του Αιτητή.    Η ανώμοτη δήλωση του Αιτητή έγινε αποδεκτή από το Συμβούλιο και οι δικηγόροι του προέβησαν στην κατάθεση γραπτών αγορεύσεων.

 

Στις 4 Οκτωβρίου 2007 σε συνεδρία του το Συμβούλιο, κατά πλειοψηφία, στο σύνολο 15 μελών, 13 υπέρ και 2 εναντίον, έκρινε τον Αιτητή ένοχο σε όλες τις κατηγορίες.

 

Το Συμβούλιο αφού άκουσε το δικηγόρο του Αιτητή αναφορικά με το μετριασμό της ποινής του, στις 3 Δεκεμβρίου 2007 επέβαλε στον Αιτητή την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.

Ο Αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου.  Στη σύνοψη της αγόρευσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, προωθεί τους πιο κάτω 9 λόγους ακύρωσης: (1) ότι η διαθεσιμότητα του αποτελεί δεδικασμένο παράνομης ενέργειας, (2) ότι παραβιάστηκε το εχέγγυο της αμερόληπτης δίκης, (3) ότι υπήρξε κακή σύνθεση και συγκρότηση του Διοικητικού Οργάνου, (4) ότι υπήρξε αποστέρηση του δικαιώματος του Αιτητή να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση, (5) ότι με την πειθαρχική διαδικασία παρακάμφθηκε η αρμοδιότητα του Διευθυντή με αποτέλεσμα να εκθεμελιώνεται η ίδια η υπόθεση, (6) ότι κατά την πειθαρχική διαδικασία υπήρξε παραβίαση του άρθρου 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, (7) ότι το κατηγορητήριο πάσχει με αποτέλεσμα η παρανομία να συμπαρασύρει την υπόθεση σε ακύρωση, (8) ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση λήφθηκε χωρίς επαρκή έρευνα και περαιτέρω  αποδέχθηκαν μαρτυρία εναντίον του Αιτητή, χωρίς να την αξιολογήσουν και (9) ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της πειθαρχικής διαδικασίας.  

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

Παραβίαση δεδικασμένου - Λόγος ακυρώσεως 1

Ο συνήγορος του Αιτητή ως πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλει την παραβίαση του δεδικασμένου, σε σχέση με την απόφαση του  Δικαστηρίου  στην Προσφυγή του Αιτητή με αρ. 2350/06 ημ. 5.2.2008.  Εισηγείται ότι με την αποδοχή της πιο πάνω προσφυγής συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και η  προσβαλλόμενη απόφαση.  Με την εν λόγω απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο, χωρίς να εξετάσει την αιτία της προσφυγής, αλλά αποδεχόμενο δήλωση της δικηγόρου του Συμβουλίου ότι εφαρμόζεται η υπόθεση της ολομέλειας ΡΙΚ ν Σπύρου Κέττηρου, (2007) 3 Α.Α.Δ 555 έκρινε παράνομη την ενέργεια του Συμβουλίου να τον θέσει σε διαθεσιμότητα, χωρίς προηγουμένως να του δοθεί το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης.  Δεν εξέτασε όμως την ουσία της προσφυγής.

 

Από την άλλη το Συμβούλιο προβάλλει ότι ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί, αφού  η ακυρωθείσα απόφαση η οποία αφορούσε στη διαθεσιμότητα είναι μια ξεχωριστή εκτελεστή πράξη και ως τέτοια προσβλήθηκε και ακυρώθηκε.

 

Κατά την άποψη μου ο λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.  

 

Ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δεδικασμένου εξετάζεται πάντα σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου για την οποία αναφέρεται και συγκεκριμένα μόνο σε σχέση για αυτά τα οποία το Δικαστήριο εξέτασε και αποφάσισε.  Μόνο για αυτά υπάρχει η δέσμευση του δεδικασμένου και η διοίκηση είναι υποχρεωμένη κατά την επανεξέταση να τα λάβει υπόψη και να συμμορφωθεί πλήρως ως προς το περιεχόμενο τους. 

 

Στην παρούσα υπόθεση δεν ισχύει ο κανόνας του δεδικασμένου, αφού με βάση τα πραγματικά γεγονότα, η πιο πάνω προσφυγή του Αιτητή στρεφόταν εναντίον άλλης αυτοτελούς εκτελεστής πράξης (διαθεσιμότητας).  Αυτή μπορεί να εκδόθηκε στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, αλλά αφορούσε διαδικαστικό ζήτημα και όχι την ουσία της υπόθεσης, που προσβάλλεται με την παρούσα.  Μάλιστα, το ίδιο το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του στη προσφυγή 2350/06 ημ. 5.2.2008 ότι: «Η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει για το λόγο αυτό και μόνο χωρίς να εξετάζεται η ουσία της».  Με βάση τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι δεν δημιουργήθηκε οποιοδήποτε δεδικασμένο ως προς την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής.  (βλ. Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 349).

 

Κακή συγκρότηση και σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου -Λόγος ακύρωσης 3.

Θα προχωρήσω με τον τρίτο λόγο ακύρωσης με τον οποίο προβάλλεται ζήτημα συγκρότησης και σύνθεσης του αποφασίζοντος οργάνου με αποτέλεσμα να προέχει των υπολοίπων λόγων ακύρωσης.  Εδώ θα ήθελα να σημειώσω ότι τα όσα αναφέρει ο συνήγορος του Αιτητή αφορούν στη σύνθεση και όχι στη συγκρότηση του οργάνου.  Συγκεκριμένα, ο αιτητής αναφέρεται σε συνεδριάσεις, που αφορούν τη χρονική περίοδο  που έχει ήδη κριθεί με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή Αρ. 2350/06 και ως εκ τούτου δεν μπορούν να ελεγχθούν στην παρούσα διαδικασία. Σε σχέση με τη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο Αιτητής προβάλλει ότι κατά τις συνεδριάσεις της χρονικής περιόδου 25.4.2007 μέχρι 3.12.2007, ενώ αυτές ήταν έκτακτες και απουσίαζαν μέλη, στα πρακτικά τους δεν φαίνεται να έχουν κλητευθεί  ή ενημερωθεί εμπρόθεσμα.  

 

Το Συμβούλιο απορρίπτει τον πιο πάνω λόγο ακυρώσεως, προβάλλοντας ότι βάσει των αντίστοιχων πρακτικών τα μέλη του κλητεύονταν νομότυπα.  Τα δε εναπομείναντα μέλη συγκροτούσαν απαρτία, ώστε η προσβαλλόμενη απόφαση να έχει εκδοθεί νόμιμα.

 

Κατά την άποψη μου ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.  

 

    Με βάση τα πρακτικά των συνεδριάσεων, στις 25.4.2007, ημερομηνία έναρξη της πειθαρχικής ακρόασης, παρόντων όλων των μελών, ορίστηκε η επόμενη συνεδρία στις 16.5.2007 η ώρα 9.00πμ.  Στις 16.5.2007 συνεχίζεται η ακρόαση, παρόντων και πάλι όλων των μελών και ορίζεται η επόμενη συνεδρία στις  23.5.2007 η ώρα 3.00μμ.  Στις 23.5.2007 απουσιάζει το μέλος Π. Παύλου, ενώ ορίζεται η επόμενη συνεδρία στις 12.6.2007 η ώρα 3.00μμ. Στις 12.6.2007 απουσιάζει και πάλι το μέλος Π. Παύλου, ενώ ορίζεται η επόμενη συνεδρία στις 28.6.2007 η ώρα 12.00πμ.  Στις 28.6.2007 η συνεδρία αρχίζει η ώρα 3.00μμ αντί στις 12.00πμ ως ορίστηκε με το πέρας της προηγούμενης συνεδρίας και απουσιάζει και πάλι το μέλος Π. Παύλου καθώς και το μέλος Κρ. Αρτέμης, ενώ ορίζεται η επόμενη συνεδρία στις 13.9.2007 η ώρα 10.30πμ.  Στις 13.9.2007 απουσιάζουν τα μέλη Π. Παύλου και το μέλος Κρ. Αρτέμης, ενώ ορίζεται η επόμενη συνεδρία στις  24.9.2007 η ώρα 3.00μμ.  Στις 24.9.2007 απουσιάζουν τα ίδια μέλη, Π. Παύλου και Κρ. Αρτέμης.  Στις 4.10.2007 έλαβε χώρα η συνεδρία κατά την οποία το Διοικητικό Συμβούλιο, κατά πλειοψηφία έκρινε τον Αιτητή ένοχο και όρισε ως ημερομηνία συνεδρίας για ανάγνωση της απόφασης τις 9.10.2007.  Κατά τη συνεδρία αυτή απουσίαζαν και πάλι τα μέλη Π. Παύλου και Κρ. Αρτέμης, καθώς και το μέλος Γ. Χρυσάνθου ο οποίος αναφέρθηκε ότι ήταν ασθενής.  Κατά την συνεδρία ημερομηνίας 9.10.2007 απουσίαζαν τα μέλη Π. Παύλου, Κρ. Αρτέμης, Γ. Χρυσάνθου και Σ. Ρωτός.  Κατά τη συνεδρία στις 25.10.2007, αγόρευσε ο συνήγορος του Αιτητή για μετριασμό της ποινής.  Σ΄αυτή τη συνεδρία απουσίαζαν και πάλι τα μέλη Π. Παύλου, Κρ. Αρτέμης και Γ. Χρυσάνθου.  Κατά τη συνεδρία στις 3.12.2007 στην απουσία και πάλι των τριών πιο πάνω μελών, το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ' ων η αίτηση, κατά πλειοψηφία, αποφάσισε να επιβάλει στον Αιτητή την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.

 

Με βάση το περιεχόμενο των πιο πάνω πρακτικών, οι συνεδρίες ήταν ουσιαστικά τακτικές, αφού με το πέρας κάθε συνεδρίασης οριζόταν η ημερομηνία και η ώρα διεξαγωγής της επόμενης, οπότε δεν τίθεται ζήτημα κλήτευσης των μελών.  Επίσης η σύνθεση ήταν πάντοτε η ίδια, τουλάχιστον κατά τις ουσιώδης συνεδριάσεις μέχρι τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και τα εναπομείναντα μέλη πληρούσαν απαρτία.  Οι όποιες απουσίες δεν επηρέασαν τη νομότυπη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Παραβίαση του εχεγγύου της αμερόληπτης κρίσης - Λόγος ακύρωσης 2.

Ο συνήγορος του Αιτητή με αυτό το λόγο ακυρώσεως, προβάλλει ότι με την συμμετοχή στην πειθαρχική διαδικασία του κ. Αργύρη Παπαναστασίου, Προέδρου του Συμβουλίου  και των μελών του,  κ.κ. Αδάμου Ανδρέου και Νίκου Νουρή, «οι οποίοι σχετίζονται και εμπλέκονται άμεσα και απροκάλυπτα με τις κατηγορίες σε βάρος του, και συνεπώς αποκτούν 'ιδιάζουσα σχέση' στην υπόθεση, καθιστώντας έτσι αυτομάτως τους εαυτούς τους κατήγορους και δικαστές», παραβιάστηκαν οι αρχές που κωδικοποιούνται στα Άρθρα 42(1) και (2) του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999).  Ο Αιτητής εδράζει τον ισχυρισμό του για ιδιάζουσα σχέση του με τα πιο πάνω πρόσωπα, στο γεγονός ότι: 

 

(α) Ο κ. Παπαναστασίου προήδρευε της συνεδρίας που έγινε στις 6.6.2006 όταν ο Αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα, καθώς και των συνεδριών που ακολούθησαν.  Επίσης από το ότι ο κ. Παπαναστασίου συμμετείχε ταυτόχρονα στη διαδικασία της έρευνας, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται και από τα πρακτικά της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου  ημερομηνίας 12.6.2007, της οποίας  προήδρευε, κατά τη διάρκεια της οποίας, κατόπιν δικής του πρότασης κατατέθηκαν ως τεκμήρια οι επιστολές που αντάλλαξε με τον Αιτητή πριν από τη διαδικασία.  Στις εν λόγω επιστολές ο Αιτητής απορρίπτει «ως συκοφαντικά ψεύδη» τα όσα τον κατηγορούσαν και ζητά το διορισμό ερευνώντος λειτουργού για τη διερεύνηση ανάρμοστης συμπεριφοράς από μέρους των κατηγόρων του.   Μάλιστα, σε μία από αυτές, ο κ. Παπαναστασίου παρατηρεί τον Αιτητή και χαρακτηρίζει ουσιαστικά ως ανάρμοστο το λεξιλόγιο που είχε χρησιμοποιήσει ο Αιτητής στα σημειώματα του προς τα μέλη του Συμβουλίου.  Ενώ αντιθέτως με παρέμβαση του κ. Παπαναστασίου στη συνεδρία ημερομηνίας 12.6.2007, δεν επιτράπηκε η κατάθεση και η γνωστοποίηση της επιστολής του Έπαρχου προς τον Υπουργό Εσωτερικών σε σχέση με την καταγγελία του Αιτητή εναντίον του ιδίου. 

 

(β) Στο Συμβούλιο συμμετείχε ως μέλος, ο κ. Αδάμος Ανδρέου, έμμισθος εργοδοτούμενος της ΠΕΟ. Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η συμμετοχή του ήταν μεμπτή καθότι κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου στις  6.6.2006, κατά την οποία αποφασίστηκε η διαθεσιμότητα του Αιτητή, ενώπιον του Συμβουλίου ήταν και η εναντίον του Αιτητή καταγγελία από την εν λόγω συνδικαλιστική οργάνωση.  Η συγκεκριμένη καταγγελία, περιλήφθηκε στην Έκθεση του ερευνώντος λειτουργού και ήταν ενώπιον του Συμβουλίου καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας που συμμετείχε και ο κ. Αδάμος Ανδρέου.

 

(γ)  Για τον κ. Νουρή αναφέρεται στο γεγονός της συγγένειας του με έναν εκ των καταγγελλόντων τον Αιτητή.

 

Από την άλλη, ο συνήγορος του Συμβουλίου απορρίπτει ότι τα αναφερόμενα πρόσωπα είχαν ιδιάζουσα σχέση με τον Αιτητή.  Συγκεκριμένα προβάλλει ότι ο Αργύρης Παπαναστασίου, Πρόεδρος του  Συμβουλίου, ουδέποτε ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Αιτητή, αλλά και κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής δίκης δεν υπέβαλε οποιαδήποτε ερώτηση.  Όσον αφορά τη συμμετοχή του μέλους κ. Αδάμου Ανδρέου ότι αυτή προβάλλεται γενικά και αόριστα και ότι εν πάση περιπτώσει η συμμετοχή του αφορούσε μόνο στη συνεδρίαση 6.6.2006 κατά την οποία αποφασίστηκε αρχικά να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο Αιτητής και όχι την παρούσα διαδικασία.  Ενώ όσον αφορά τον κ. Νουρή, ισχυρίστηκε ότι αυτός δεν ήταν καν μέλος του  Συμβουλίου κατά την παρούσα διαδικασία.

 

Σε σχέση με τον κ. Παπαναστασίου, η όλη ανάμειξη και συμπεριφορά του τόσο κατά την έρευνα όσο και κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής δίκης, κατά την άποψη μου,  δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μεροληπτική εναντίον του Αιτητή.  Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε πήρε θέση στις καταγγελίες εναντίον του, αλλά ούτε και  αναμείχθηκε στην έρευνα αυτών.  Το δε ύφος της επιστολής του ημερομηνίας 2.6.2006, προς τον Αιτητή, κατά την άποψη μου δεν μπορεί να προσδώσει σ' αυτόν προκατάληψη ή ότι είναι εχθρικά διακείμενος απέναντι του.  Ακόμη κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής δίκης δεν παρενέβηκε προς τους μάρτυρες, παρά μόνο δύο φορές. Οι δε παρεμβάσεις του από μόνες τους δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ότι διαπνέονται από προκατάληψη, παρά μόνο είχαν διαδικαστικό χαρακτήρα.

 

Όσον αφορά τον κ. Νουρή δεν τίθεται ζήτημα, αφού βάσει των στοιχείων του φακέλου, προκύπτει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν καν μέλος της σύνθεσης του Συμβουλίου. Συγκεκριμένα με βάση τα πρακτικά ημερομηνίας 25.4.2007, κατά την οποία άρχισε η ακρόαση της πειθαρχικής υπόθεσης ο κ. Νουρή δεν περιλαμβανόταν πουθενά στην σύνθεση ως μέλος του Συμβουλίου.

 

 Όμως  η συμμετοχή του κ. Ανδρέου υπό τη διπλή ιδιότητα μέλους του αποφασίζοντος οργάνου και έμμισθου εργοδοτούμενου της καταγγέλλουσας συνδικαλιστικής οργάνωσης, από την αρχή μέχρι το τέλος της παρούσας διαδικασίας και όχι μόνο κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 6.6.2006, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση,  κατά την άποψη μου καθιστά την όλη διαδικασία τρωτή και ανατρέπει το τεκμήριο της αμεροληψίας που πρέπει να διαπνέει την όλη συμπεριφορά των διοικητικών οργάνων.  Στην παρούσα περίπτωση ο κ. Ανδρέου, ο οποίος πλειοψήφησε υπέρ της καταδίκης του Αιτητή, συμμετέχει ως καταγγέλλων και ταυτόχρονα ως δικαστής.  Περισσότερο δε όταν η απόφαση, υπέρ της οποίας ψήφισε, βασίστηκε και στο περιεχόμενο της καταγγελίας της συνδικαλιστικής οργάνωσης, της οποίας ήταν έμμισθος υπάλληλος.  Στα πλαίσια μιας πειθαρχικής διαδικασίας το αποφασίζον όργανο και συγκεκριμένα τα μέλη που το απαρτίζουν, δεν πρέπει να αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία όσον αφορά την αμεροληψία τους.   Η πιο πάνω αρχή κωδικοποιείται στο Άρθρο 42 του Νόμου 158(1)/99. 

 

Το ζήτημα αυτό τέθηκε ενώπιον του Συμβουλίου τόσο στις 25.4.2007 με την επιστολή του Δικηγόρου του Αιτητή,  αλλά και κατά την ακρόαση της υπόθεσης στις 16.5.2007 οπότε τέθηκε καθαρά ζήτημα συμμετοχής του κ. Ανδρέου στη σύνθεση του οργάνου υπό την ιδιότητα του καταγγέλλοντος και κριτή.

 

Σχετική με το ζήτημα είναι η απόφαση στην Υπόθεση Άννα Γιοκαρή ν. Δήμου Στροβόλου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 512/95 και 522/95, ημερομηνίας 15.10.1997, στην οποία τονίστηκε ότι:-

«Το πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας στοιχειοθετείται από τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Republic v. Antonios Mozoras (1966) 3 C.L.R. 356).  Στην υπόθεση Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 1061/94, ημερ. 28.5.1996, το Δικαστήριο θεώρησε τη συμμετοχή του Δημάρχου, που ήταν το πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία, παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.  Στην ίδια υπόθεση τονίστηκε ότι ο κατήγορος δεν μπορεί να είναι παράλληλα και κριτής του κατηγορούμενου.

 

Η σύμπτωση των δύο ιδιοτήτων του κατήγορου και του κριτή, καταλήγει στη μη εξασφάλιση του τεκμηρίου της αμεροληψίας, απαραίτητου προσόντος για την άσκηση των καθηκόντων του κριτή στην πειθαρχική δίκη.»

 

Ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί.

 

Το ζήτημα της αρχής της αμεροληψίας του οργάνου της διοίκησης είναι θεμελιώδες, γιατί άπτεται των αρχών της χρηστής διοίκησης και της νομιμότητας, οι οποίες πρέπει να διέπουν την όλη δράση της. Στην παρούσα περίπτωση και λόγω της φύσης της υπόθεσης έχει ιδιαίτερη σημασία η τήρηση της, αφού τα μέτρα τα οποία καλείται να καθορίσει η διοίκηση έχουν δυσμενή χαρακτήρα για το διοικούμενο.

 

Εν όψει την επιτυχίας του πιο πάνω λόγου ακύρωσης, κατά την άποψη μου δεν είναι απαραίτητη η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.

 

Με βάση τα πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε παράνομα και θα πρέπει να ακυρωθεί.  Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή. H προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

/AI



[1] Η απόφαση για διαθεσιμότητα του, ενόψει της απόφασης της ολομέλειας στη υπόθεση ΡΙΚ ν Κέττηρος (2007) 3 Α.Α.Δ 555 ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, για το λόγο ότι δεν δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης στον Αιτητή, πριν αυτός τεθεί σε διαθεσιμότητα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο