ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
DEMETRIOS CHR. TZAVELAS AND ANOTHER ν. REPUBLIC (MINISTER OF INTERIOR AND ANOTHER) (1975) 3 CLR 490
REPUBLIC ν. PERICLEOUS AND OTHERS (1984) 3 CLR 577
Δημοκρατία ν. Ανδρέου & άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 153
Ευαγγέλου Ευάγγελος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 570
Χατζηχάννας Βραχίμης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 3 ΑΑΔ 1171
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.1017/2005 και 1133/2005)
17 Δεκεμβρίου, 2009
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1017/2005)
ΧΑΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
- ν -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 1133/2005)
ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
- ν -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια στην Προσφυγή αρ.1017/2005.
Ντ. Πασπαλλίδης, για την Αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 1133/2005.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Ρ. Πασιουρτίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Π. Στιβαρό.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με τις συνεκδικασθείσες δύο αυτές προσφυγές προσβάλλεται η νομιμότητα/εγκυρότητα της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση - Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, που δημοσιεύτηκε στις 8.7.2005, με την οποία προήχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Β, Εξωτερικές Υπηρεσίες, από την 1.7.2005.
Με τη γραπτή αγόρευσή τους οι καθ΄ων η αίτηση προβάλλουν κατ΄ αρχήν προδικαστική ένσταση, σύμφωνα με την οποία οι προσφυγές αυτές έχουν χάσει το αντικείμενό τους και, συνακόλουθα, θα πρέπει ν΄ απορριφθούν. Ως εκ της φύσεως της προδικαστικής ένστασης και των πιθανών επιπτώσεων που δυνατόν να έχει η αποδοχή της, θα την εξετάσω κατά προτεραιότητα.
Η προδικαστική ένσταση των καθ΄ων η αίτηση σύμφωνα με την οποία οι παρούσες προσφυγές έχουν χάσει το αντικείμενό τους.
Οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι αιτήτριες απώλεσαν οποιοδήποτε έννομο συμφέρον είχαν για να προωθήσουν τα δικαιώματά τους ως προς την μη προαγωγή τους, εφόσον στο μεταξύ έχει ακυρωθεί ο διορισμός στη θέση που κατείχαν, τόσο των αιτητριών, όσο και των ενδιαφερομένων μερών, πλην ενός, του Ν. Νικολάου, ο διορισμός του οποίου επικυρώθηκε με την απόφαση στις συνεκδικασθείσες προσφυγές αρ. 772/2003, 781/2003 και 790/2003, ημερομηνίας 15.2.2007. Οι παρούσες όμως προσφυγές, σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ων η αίτηση, δεν έχουν χάσει το αντικείμενό τους όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Λούη Τηλεμάχου, καθότι αυτός δεν ήταν διάδικος στις προαναφερθείσες προσφυγές. Στη μια όμως από τις δύο συνεδικαζόμενες, παρούσες προσφυγές, στην υπόθεση αρ. 1017/2005, η προσφυγή αποσύρθηκε σε σχέση με την προαγωγή του Λ. Τηλεμάχου και, επομένως, μόνο η προσφυγή αρ. 1133/2005 μπορεί να συνεχιστεί και μόνο εναντίον της προαγωγής αυτού του ενδιαφερόμενου μέρους.
Παρά τη φαινομενική βασιμότητα της προβληθείσας προδικαστικής ένστασης, η κατάσταση πραγμάτων διαφοροποιείται αφ΄ ης στιγμής ληφθεί υπόψη ένας άλλος παράγοντας. Όπως η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση είχε πληροφορήσει εγγράφως το Δικαστήριο με επιστολή της ημερομηνίας 7.8.2008, σύμφωνα με απόφαση των καθ΄ων η αίτηση - ΕΔΥ (αντίγραφο της οποίας επεσυνάπτετο), τόσο οι αιτήτριες όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη μετά την ακύρωση των διορισμών τους επαναδιορίστηκαν στις θέσεις που κατείχαν, αναδρομικά από τις 4.6.1996. Όπως είχε αποφασισθεί και στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ (αρ.2) (2001) 3 ΑΑΔ 1171, παρά την ακύρωση του διορισμού ενδιαφερόμενου μέρους που έχει μεσολαβήσει, δεδομένου ότι αυτός μέχρι την εκδίκαση της έφεσης είχε επαναπροαχθεί αναδρομικά στην προηγούμενη θέση από την οποία είχε εκπέσει λόγω ακυρωτικής απόφασης, η έφεση δεν χάνει το αντικείμενό της. Θεωρείται ότι το κρίσιμο πραγματικό και νομικό καθεστώς, δεν έχει αλλοιωθεί. Κατά τον ίδιο τρόπο και εδώ, εφόσον κατά την εκδίκαση των συνεκδικαζόμενων προσφυγών, τόσο οι αιτήτριες όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν ανακτήσει αναδρομικά τις θέσεις τις οποίες κατείχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν τίθεται θέμα απώλειας εννόμου συμφέροντος ή ανυπαρξίας αντικειμένου στην προώθηση των προσφυγών τους.
Επομένως, η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Εξέταση της ουσίας της Υπόθεσης αρ. 1017/2005.
Κατ΄ αρχήν, πολύς λόγος γίνεται στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας σε σχέση με το γεγονός ότι οι καθ΄ων η αίτηση, ενώ κλήθηκαν από την αρμόδια Αρχή - το Υπουργείο Εξωτερικών, να προβούν στην πλήρωση 10 κενών θέσεων, οι καθ΄ων η αίτηση αποφάσισαν να πληρώσουν και πλήρωσαν μόνο 8 θέσεις. Σε σχέση με το θέμα τούτο θα πρέπει να παρατηρήσω ότι κανένας σχετικός λόγος ακύρωσης δεν είχε εγερθεί και, εν πάση περιπτώσει, η επίδικη απόφαση η οποία προσβάλλεται δεν αναφέρεται στην μη πλήρωση οποιωνδήποτε θέσεων, αλλά στην πλήρωση των 8 θέσεων τις οποίες κατέλαβαν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Επομένως, ένα τέτοιο θέμα, εκ των υστέρων εγειρόμενο, δεν μπορεί να εξετασθεί τώρα.
Ισχυρισμός περί πάσχουσας σύστασης του Γενικού Διευθυντή.
Σύμφωνα με την αιτήτρια, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έπασχε για τους ακόλουθους λόγους:
α. Επειδή εστερείτο ικανοποιητικής αιτιολογίας και δεν απεκάλυπτε στοιχεία για δύο από τους συστηθέντες, σύμφωνα με τα οποία εναντίον τους υπήρχαν καταγγελίες ή παράπονα ή προβλήματα που δεν έπρεπε να αποκρυβούν από την ΕΔΥ, η οποία έτσι τελούσε υπό πλάνη ή συσκότιση.
Αυτή η θέση της αιτήτριας δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία με την οποία έχει καθιερωθεί αντίθετη αρχή. Όπως είχε τονισθεί και στην υπόθεση Tzavelas & another v. The Republic (1975) 3 CLR 490, τυγχάνει βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι εκεί όπου διεξάγεται έρευνα εναντίον δημόσιου λειτουργού, πλην όμως δεν λαμβάνονται πειθαρχικά ή άλλα μέτρα εναντίον του, ή λαμβάνονται αλλά τελικά αθωώνεται, αυτά τα γεγονότα δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν ο λειτουργός είναι υποψήφιος για προαγωγή. Αναφορά γίνεται επίσης στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελίδα 356 και στις αποφάσεις στις υποθέσεις Άσπρου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 387/2002, ημερομηνίας 29.1.2003 και Άσπρου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 627/2003, ημερομηνίας 21.12.2004, όπου επίσης παρατίθεται η πιο πάνω αρχή.
Επομένως αυτή η εισήγηση της αιτήτριας δεν ευσταθεί.
β. Ότι η σύσταση πάσχει επειδή προβαίνει σε διακρίσεις αναλόγως της ηλικίας των υποψηφίων.
Άλλος λόγος για τον οποίο η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει, σύμφωνα με την αιτήτρια, έγκειται στο ότι η σύστασή του στηρίζεται αποκλειστικά ή κατ΄ αποφασιστικό λόγο στην αρχαιότητα. Σε αρχαιότητα η οποία ούτε καν βασίζεται σε αρχαιότητα στην υπηρεσία, αφού δεν υπήρχε, αλλά στην αρχαιότητα κατά ηλικία. Η δε σύσταση και προαγωγή η οποία βασίζεται στο μόνο κριτήριο τη βιολογική ηλικία είναι παράνομη, αφού αντίκειται στην Κοινοτική Οδηγία 2000/78/ΕΚ και στις πρόνοιες του Νόμου αρ. 58(Ι)/2004, συνιστώσα διάκριση σε βάρος της αιτήτριας λόγω της ηλικίας της.
Σε σχέση με το θέμα τούτο, παρατηρώ τα εξής: Κατ΄ αρχήν δεν φαίνεται να δόθηκε αποκλειστική ή υπερβάλλουσα σημασία στον παράγοντα αρχαιότητα, είτε στη σύσταση είτε στην απόφαση των καθ ών η αίτηση. Στη σύσταση, μετά την αναφορά στα άλλα καθιερωμένα κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη, γίνεται μια απλή αναφορά στο ότι "οι συστηνόμενοι προηγούνται σε αρχαιότητα όλων των υποψηφίων που δε συστήνονται, πλην της Μάρκου-Κωνσταντινίδου Θεοδώρας, η οποία όμως υστερεί σε προσόντα." Αυτή η παράθεση ενός σχετικού στοιχείου δεν δείχνει ότι δόθηκε σ΄ αυτό αποκλειστική ή υπερβάλλουσα σημασία. Το να ληφθεί δε υπόψη η αρχαιότητα των υποψηφίων ανάλογα με την ηλικία, όχι μόνο δεν είναι κάτι το μεμπτό, αλλ΄ αντίθετα, προνοείται από την ίδια τη νομοθεσία. Σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 49 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990, οι οποίες διέπουν τα της αρχαιότητας μεταξύ υπαλλήλων. Συγκεκριμένα, για την περίπτωση υπαλλήλων με την ίδια ημερομηνία διορισμού, προαγωγής ή απόσπασης σε μια θέση (όπως είναι εδώ η περίπτωση), το εδάφιο (2) του άρθρου 49 προνοεί ότι η αρχαιότητα κρίνεται σύμφωνα με την προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων. Το τι σημαίνει δε "προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων" επεξηγείται στο εδάφιο (3) του ίδιου άρθρου, όπου προνοείται ότι σε περίπτωση που η αρχαιότητα στους πρώτους διορισμούς είναι η ίδια, τότε η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με βάση την ηλικία των υπαλλήλων. Πρόκειται για μια δίκαιη και αντικειμενική ρύθμιση του θέματος της αρχαιότητας, η οποία εφαρμόζεται ασφαλώς στις περιπτώσεις όλων των υπαλλήλων που βρίσκονται στην ίδια θέση και κατ΄ ουδένα λόγο δεν δημιουργεί διάκριση εις βάρος της αιτήτριας. Ούτε και ασφαλώς άνιση μεταχείριση λόγω ηλικίας κατά παράβαση της προαναφερθείσας Κοινοτικής Οδηγίας ή του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και Εργασία Νόμου του 2004.
γ. Ότι η σύσταση πάσχει επειδή είναι αποτέλεσμα διάκρισης λόγω φύλου.
Στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας ορθά παρατίθενται οι νομοθετικές και νομολογιακές αρχές σύμφωνα με τις οποίες δεν είναι επιτρεπτή οποιαδήποτε διάκριση λόγω του φύλου ενός υποψηφίου. Όμως, κανένα στοιχείο δεν έχει παρατεθεί στην παρούσα περίπτωση από το οποίο να καταδεικνύεται ότι η αιτήτρια και/ή άλλες υποψήφιες υπήρξαν θύματα διάκρισης λόγω του φύλου τους. Σε καμιά δε περίπτωση από μόνο του το γεγονός ότι οι υποψήφιοι που έτυχαν σύστασης και προαγωγής ήσαν άρρενες δεν θα συνιστούσε από μόνο του στοιχείο από το οποίο να καταδεικνύεται έστω και, εκ πρώτης όψεως, διάκριση λόγω φύλου.
δ. Ότι η σύσταση πάσχει επειδή σ΄ αυτήν παραλήφθηκε οποιαδήποτε αναφορά στο έργο που επιτέλεσε η αιτήτρια.
Σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, στη σύσταση που αφορούσε τους υποψηφίους, θα έπρεπε να γινόταν αναφορά στο εξαίρετο και εξειδικευμένο - δύσκολο έργο της αιτήτριας στις Βρυξέλλες, όπου τα πάντα ήσαν νεοφανή και δυσχερή πριν και μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ούτε και γινόταν αναφορά στην πρώτη μετάθεση της αιτήτριας στη διπλωματική αποστολή της Κύπρου στη Φινλανδία. Σε σχέση με αυτές τις εισηγήσεις, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι το υπηρεσιακό έργο που έχει να επιδείξει η αιτήτρια και κάθε άλλος υποψήφιος, δεν συνιστά οποιοδήποτε επιπρόσθετο προσόν και σίγουρα όχι προσόν το οποίο θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας. Το να αντεπεξέρχεται με επιτυχία ένας υποψήφιος στα καθήκοντα της θέσης στην οποία έχει ταχθεί να υπηρετήσει, είναι ένα κεφάλαιο το οποίο, ορθά αξιολογούμενο, θα είχε το ανάλογο θετικό αντίκρισμα στη βαθμολογία της οποίας έτυχε η αιτήτρια κατά το χρόνο στον οποίο αναφερόταν η επιτυχής άσκηση των καθηκόντων του. Πρόκειται, επομένως, για στοιχείο το οποίο προσμετρά στον παράγοντα "αξία", όπου και προφανώς έχει εδώ προσμετρήσει υπέρ της αιτήτριας.
ε. Ότι στη σύσταση του Διευθυντή και στην απόφαση των καθ΄ων η αίτηση γίνεται μια ισοπεδωτική προσέγγιση στα μεταπτυχιακά προσόντα των υποψηφίων.
Με την αγόρευσή της η πλευρά της αιτήτριας προβαίνει σε λεπτομερή σύγκριση μεταξύ του είδους του μεταπτυχιακού προσόντος που κατείχε ένας έκαστος υποψήφιος, της χώρας από την οποία το απέκτησε κλπ, για να δώσει έτσι περισσότερη αξία στο κατεχόμενο από την αιτήτρια ακαδημαϊκό προσόν και να ψέξει τον συστήσαντα Γενικό Διευθυντή και τους καθ΄ων η αίτηση επειδή δεν απέδωσαν σημασία στο υπέρτερης αξίας μεταπτυχιακό προσόν της αιτήτριας.
Στην παρούσα περίπτωση, τα σχέδια υπηρεσίας δεν απαιτούν την κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος, ούτε και προνοούν ότι η κατοχή ενός τέτοιου πτυχίου θα αποτελούσε πρόσθετο προσόν που θα μπορούσε να προσμετρήσει υπέρ του κατόχου του. Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, η κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος, είναι κάτι που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη, χωρίς όμως να αποδοθεί σ΄ αυτό παρά οριακή σημασία. Όμως, στην υπό εξέταση περίπτωση, τόσο η αιτήτρια όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν μεταπτυχιακό δίπλωμα και δεν θα ήταν ορθό για το Γενικό Διευθυντή ν΄ αποδυθεί σε λεπτομερή σύγκριση και υποτίμηση ή υπερτίμηση ενός πτυχίου έναντι άλλου σ΄ ένα οριακής σημασίας θέμα.
Ως προς το γενικότερο παράπονο της αιτήτριας αναφορικά με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή η οποία, κατά την ίδια, ήταν λακωνική, γενική, ισοπεδωτική και αναιτιολόγητη ως προς το αποτέλεσμά της, δεν μπορώ να συμφωνήσω με αυτή τη θέση. Όπως διαφαίνεται στα τηρηθέντα πρακτικά, ο Γενικός Διευθυντής στη σύστασή του έκανε αναφορά σε όλα τα καθιερωμένα κριτήρια αξίας, προσόντων, αρχαιότητας, απαιτήσεων της θέσης και καταλληλότητας των υποψηφίων γι΄ αυτή. Προέβηκε δε σε κάποια σύγκριση αρχαιότητας - προσόντων και αναφέρθηκε στις βαθμολογήσεις των υποψηφίων. Επίσης έκανε αναφορά, με ορθό τρόπο όπως έχει διαπιστωθεί πιο πάνω, στην παρούσα απόφαση στο θέμα της κατοχής μεταπτυχιακών ακαδημαϊκών προσόντων από τους υποψηφίους. Με αυτά τα δεδομένα δεν συμφωνώ ότι η σύσταση ήταν λιτή ή λακωνική σε βαθμό, όπως εγείρεται ισχυρισμός, να πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας. Τα αναλυτικά δε και λεπτομερή στοιχεία για κάθε ένα υποψήφιο ξεχωριστά, τα οποία και έλαβαν υπόψη οι καθ΄ων η αίτηση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, υπήρχαν στο Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, στους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων. Με αυτό τον τρόπο συμπληρωνόταν πλήρως η εικόνα και αιτιολογείτο επαρκώς η ληφθείσα απόφαση.
Ο ισχυρισμός περί πάσχουσας κρίσης της ΕΔΥ.
Στην αγόρευσή της, η πλευρά της αιτήτριας προβάλλει και διάφορες εισηγήσεις σύμφωνα με τις οποίες, πέραν της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, πάσχει και η ληφθείσα απόφαση των καθ΄ων η αίτηση. Δεν υπάρχει όμως λόγος να επεκταθώ περαιτέρω ή να επαναλάβω τα όσα έχω προαναφέρει, δεδομένου ότι τα εγειρόμενα ζητήματα είναι τα ίδια με εκείνα που προβλήθηκαν ως τρωτά σημεία στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Ως τέτοια αναφέρω το θέμα της κατοχής μεταπτυχιακού ακαδημαϊκού προσόντος, της διάκρισης λόγω φύλου, της μη επαρκούς αξιολόγησης - σύγκρισης των υποψηφίων κλπ. Όλα αυτά τα θέματα έχουν όμως απαντηθεί προηγουμένως και ισχύουν και στην περίπτωση της διαδικασίας λήψης απόφασης από τους καθ΄ων η αίτηση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή αυτή δεν μπορεί να επιτύχει και θα πρέπει να απορριφθεί.
Εξέταση της ουσίας της Υπόθεσης αρ. 1133/2005.
Στη συνεκδικασθείσα προσφυγή αρ. 1133/2005 η αιτήτρια εγείρει προς υποστήριξη του αιτήματός της για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, διάφορα επιχειρήματα τα οποία περιστρέφονται γύρω από ένα κεντρικό άξονα: Γύρω από τη θέση της δηλαδή, ότι τόσο η σύσταση του Γενικού Διευθυντή όσο και η ληφθείσα απόφαση των καθ΄ων η αίτηση η οποία την ασπάσθηκε, πάσχουν. Πάσχουν καθότι είναι το αποτέλεσμα εσφαλμένης και/ή πεπλανημένης εντύπωσης και των δύο οργάνων ότι η αιτήτρια δεν κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα και, ως εκ τούτου, υστερούσε σε προσόντα έναντι των ενδιαφερομένων μερών. Το ότι πράγματι τόσο ο Γενικός Διευθυντής ο οποίος προέβηκε στις συστάσεις, όσο και οι καθ΄ων η αίτηση οι οποίοι πήραν την επίδικη απόφαση, θεώρησαν δεδομένο ότι η αιτήτρια δεν κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα, αυτό είναι εμφανές τόσο μέσα από το περιεχόμενο της σύστασης, όπως αυτή καταγράφηκε στα τηρηθέντα πρακτικά, όσο και από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, στη σύστασή του ο Γενικός Διευθυντής είχε αναφέρει τα εξής:
"Σημειώνω ότι οι συστηνόμενοι, καθώς και οι υποψήφιοι που δε συστήνω, πλην της Μάρκου-Κωνσταντινίδου Θεοδώρας (σημ.: δηλαδή της αιτήτριας), διαθέτουν και μεταπτυχιακά προσόντα, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.."
Και προηγουμένως:
"Οι συστηνόμενοι προηγούνται σε αρχαιότητα όλων των υποψηφίων που δε συστήνονται, πλην της Μάρκου-Κωνσταντινίδου Θεοδώρας, η οποία όμως υστερεί σε προσόντα.."
Στη δε απόφασή της η Επιτροπή ανέφερε σε σχέση με αυτό το θέμα και τα εξής:
"Σ΄ ότι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι οι Παντελίδης και Τηλεμάχου υπερέχουν των λοιπών υποψηφίων και ότι οι Νικολάου, Χατζηαργυρού, Κούρος, Ιγνατίου και Βρυωνίδης υστερούν μόνο έναντι της Μάρκου-Κωνσταντινίδου Θεοδώρας, η οποία όμως δε υπερέχει σε αξία, δε διαθέτει την υπέρ της σύσταση του Γενικού Διευθυντή και, επιπλέον υστερεί σε προσόντα, καθότι δεν διαθέτει μεταπτυχιακό τίτλο, όπως οι εν λόγω επιλεγέντες, ο οποίος, παρότι δεν προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, σε μια συνεκτίμηση των πιο πάνω, τους προσδίδει υπεροχή."
Είναι επομένως φανερό από τις πιο πάνω περικοπές ότι τόσο ο Γενικός Διευθυντής στη σύστασή του, όσο και οι καθ΄ων η αίτηση στην απόφασή τους, θεώρησαν ότι η αιτήτρια δεν κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα. Και περαιτέρω, θεώρησαν συνακόλουθα ότι, λόγω τούτου, η αιτήτρια υστερούσε σε προσόντα, ενώ οι υπόλοιποι υποψήφιοι είχαν έναντί της υπεροχή επειδή εκείνοι κατείχαν μεταπτυχιακό δίπλωμα.
Όπως όμως ισχυρίζεται η αιτήτρια, η ίδια κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα του πανεπιστημίου Université Libre de Bruxelles στον τομέα της Διεθνούς Πολιτικής και αυτό το γεγονός αναγραφόταν στο έντυπο αξιολόγησης υπαλλήλων για το 2004. Επιπλέον δε η αιτήτρια απέστειλε με τηλεομοιότυπο επιστολή ημερομηνίας 24.5.2005, με την οποία πληροφορούσε τους καθ΄ων η αίτηση για την κατοχή του μεταπτυχιακού εκείνου τίτλου. Στην αγόρευσή της η αιτήτρια επισυνάπτει αντίγραφα των εγγράφων στα οποία αναφέρεται. Πράγματι, στο Έντυπο Αξιολόγησης Υπαλλήλων Υπηρεσιακή Έκθεση για το έτος 2004, η αιτήτρια είχε η ίδια συμπληρώσει στο κατάλληλο μέρος όπου εζητείτο να αναφέρει αν είχε εν τω μεταξύ αποκτήσει πρόσθετα προσόντα, το ότι είχε επιτύχει στις εξετάσεις για την απόκτηση του μεταπτυχιακού διπλώματος από το ως άνω πανεπιστήμιο. Αυτή η αναφορά από την αιτήτρια φέρει ημερομηνία 20.12.2004. Σημειώνεται δε ότι στο μέρος του εντύπου που ακολουθεί και το οποίο συμπληρώνεται από τον άμεσα προϊστάμενο λειτουργό της αξιολογούμενης αιτήτριας, ο λειτουργός κατέγραψε στις 5.1.2005 ότι οι πληροφορίες που έδωσε ο υπάλληλος (δηλαδή η αιτήτρια) ήσαν ακριβείς. Πέραν δε τούτου, με τηλεομοιοτυπικό μήνυμα - επιστολή της ημερομηνίας 24.5.2005 προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, η αιτήτρια απέστειλε πιστοποιητικό επιτυχούς ολοκλήρωσης των μεταπτυχιακών σπουδών της, το οποίο της είχε αποσταλεί πρόσφατα και ζητούσε όπως ενημερωθεί σχετικά ο προσωπικός της φάκελος ενόψει αξιολόγησης για σκοπούς προαγωγής. Στο σχετικό δε πιστοποιητικό του U.L.B. ημερομηνίας 6.4.2005, αναφέρεται πράγματι η επιτυχία της αιτήτριας στην απόκτηση του τίτλου "M.A. in International Politics", το θέμα το οποίο είχε πραγματευθεί και η βαθμολογία που εξασφάλισε στα επί μέρους θέματα του έτους.
Έναντι των πιο πάνω στοιχείων, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση αντέταξε ότι η αιτήτρια δεν ήταν κάτοχος μεταπτυχιακού προσόντος κατά τον ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων σύμφωνα με το άρθρο 35(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990. Όπως πρόσθεσε, το επισυναπτόμενο στην αγόρευσή της πιστοποιητικό επιτυχίας στις εξετάσεις του Πανεπιστημίου U.L.B. Βρυξελλών με ημερομηνία 6.4.2005, το οποίο απέστειλε στην ΕΔΥ με επιστολή της ημερομηνίας 24.5.2005, ουδόλως διαφοροποιεί τα δεδομένα, καθότι στην αιτήτρια δεν είχε απονεμηθεί ο τίτλος του εν λόγω μεταπτυχιακού. Αναφορικά με το ίδιο θέμα, ο συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους Στιβαρού, δεν προβαίνει σε κανένα σχόλιο, ενώ η αιτήτρια στην απαντητική αγόρευσή της ισχυρίζεται ότι εφόσον το γεγονός της απόκτησης μεταπτυχιακού τίτλου είχε καταγραφεί στην ετήσια έκθεση του 2004 από τις 5.1.2005 και αντίγραφο του σχετικού πιστοποιητικού είχε αποσταλεί στους καθ΄ων η αίτηση από την 6.4.2005, όφειλαν όπως λάβουν αυτό το γεγονός υπόψη ή έστω όφειλαν να το ερευνούσαν περαιτέρω.
Η ορθή ερμηνεία του άρθρου 35(2)(β) και η νομολογία υποδεικνύει ότι η θέση που προβάλλεται από τους καθ΄ων η αίτηση και η δικαιολογία που δίδεται για το γεγονός ότι δε λήφθηκε υπόψη το μεταπτυχιακό προσόν της αιτήτριας, είναι εσφαλμένη.
Το άρθρο 35(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990 προβλέπει τα εξής:
"35.(1)......
(2) Κανένας δημόσιος υπάλληλος δεν προάγεται σε άλλη θέση, εκτός αν -
(α).....
(β) κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση, κατά το χρόνο κατά τον οποίο λήφθηκε από την Επιτροπή η πρόταση για την πλήρωση της θέσης και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση."
Επομένως, είναι πράγματι γεγονός ότι ένας υπάλληλος για να προαχθεί θα πρέπει να κατέχει τα προσόντα κατά το χρόνο που λήφθηκε η πρόταση για πλήρωση μιας θέσης και να τα διατηρεί και κατά το χρόνο λήψης της απόφασης. Όμως, τα προσόντα στα οποία ο νομοθέτης αναφέρεται είναι "τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση." Εδώ όμως το εγειρόμενο ζήτημα δεν αφορά σε προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, αφού το μεταπτυχιακό δίπλωμα δεν συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών. Αυτή η διαφοροποίηση τονίστηκε, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Republic ν. Pericleous & Ohters (1984) 3 CLR 577, όπου επεξηγήθηκε ότι η πιο πάνω πρόνοια και ο κρίσιμος χρόνος περιορίζεται στα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας - απαιτούμενα, πρόσθετα ή πλεονεκτήματα. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα επιπρόσθετα, μη προβλεπόμενα από τα σχέδια προσόντα, τα οποία, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία & άλλοι ν. Ανδρέου & άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 153, ". είναι νόμιμο να εκτιμηθούν και μέχρι την ημέρα λήψης της απόφασης." , απόσπασμα το οποίο επαναλήφθηκε και στην Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 570.
Έπεται ότι αναπόδραστο είναι το συμπέρασμα πως στην περίπτωση της αιτήτριας έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη περί τα πράγματα και περί το Νόμο και έχει παρατηρηθεί έλλειψη δέουσας έρευνας στο θέμα της κατοχής ακαδημαϊκών προσόντων. Σε περίπτωση δε όπως η παρούσα, όπου τα στοιχεία των υποψηφίων είναι περίπου τα ίδια και είχε δοθεί από τους καθ΄ων η αίτηση η περιγραφείσα προηγουμένως σημασία στην κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος με αποτέλεσμα λόγω της πλάνης να εκληφθεί ότι η αιτήτρια υστερούσε σε προσόντα, η ακύρωση της ληφθείσας, προσβαλλόμενης απόφασης καθίσταται αναπόφευκτη.
Το τελικό αποτέλεσμα των συνεκδικασθεισών προσφυγών είναι:
Η προσφυγή αρ. 1017/2005 απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Η προσφυγή αρ. 1133/2005 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη με αυτήν διοικητική απόφαση ακυρούται με €1.500 συν ΦΠΑ έξοδα υπέρ της αιτήτριας.
Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ