ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Υποθ. αρ.557/2008)

 

6 Noεμβρίου, 2009

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΚΗURAM SHEHZAD

                                                            Αιτητής,

-και -

ΑNAΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

 

                                                                   Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

Λ.Κληρίδης, για τον Αιτητή.

Δ. Νικολάτου (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:    Ο αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν και αφήχθηκε στην Κύπρο παρανόμως μέσω Τουρκίας και κατεχομένων, από τα τουρκικά στρατεύματα, περιοχών στις 23.2.2006.  Στις 5.4.2006 υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο.  Κλήθηκε σε συνέντευξη από αρμόδιο Λειτουργό στις 4.5.2007.  Στην εισηγητική έκθεση προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο εξεταστής εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αφού κρίθηκε ο αιτητής ως αναξιόπιστος, λόγω του ότι βασικά στοιχεία, τα οποία είχαν σχέση με το κόμμα στο οποίο ανήκε και βρισκόταν υπό διωγμό στη χώρα του, δεν τα γνώριζε.  Είχε άγνοια ως προς το άτομο που ηγείτο του συγκεκριμένου κόμματος, PML N (Pakistan Muslim Leaque N), του υποβάθρου του συγκεκριμένου κόμματος ούτε καν γνώριζε αν αυτό ήταν ποτέ στην εξουσία.  Στη συγκεκριμένη εισήγηση εξετάστηκε και το ενδεχόμενο εφαρμογής του ευεργετήματος της αμφιβολίας αλλά δεν μπορούσε να επιτύχει.  Τέλος η εισήγηση επεξηγεί τους λόγους γιατί, κατά την άποψη του εξεταστή, δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ύπαρξη φόβου για κίνδυνο της ζωής του σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στη χώρα του.

 

Ο αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή στις 20.7.2007.  Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων αφού μελέτησε τη σχετική έκθεση που ετοίμασε αρμόδιος Λειτουργός, εξέδωσε απορριπτική απόφαση στις 22.1.2008 η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή.  Με την παρούσα προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση της πιο πάνω απόφασης. 

 

Το κύριο επιχείρημα του αιτητή και ο βασικός λόγος της αιτήσεως ακυρώσεως ήταν η αναιτιολόγητη, όπως ισχυρίστηκε, απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής η οποία λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα αναφορικά με το βάσιμο των ισχυρισμών και των στοιχείων που παρουσίασε ο αιτητής και επέβαλλαν την περαιτέρω διερεύνηση. 

 

Ως δεύτερο λόγο ακυρώσεως ο αιτητής προβάλλει ως αντικανονικότητα το γεγονός ότι η απόφαση υπογράφεται μεν, από μέλος της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, αλλά ουσιαστικά εκδόθηκε από τον αρμόδιο Λειτουργό που είχε προβεί στην προκαταρκτική εξέταση. 

 

Τέλος ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι ο πελάτης του δικαιούται προστασίας βάσει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν.6(Ι)/2000), στο εξής «ο Νόμος»

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση αντιτείνει ότι η αιτιολογία που δόθηκε στον αιτητή, σε σχέση με τον κλονισμό της αξιοπιστίας του, είναι αναλυτική και ενδελεχής.  Το Δικαστήριο, όπως πρόβαλε, δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε μπορεί να υποκαταστήσει την κρίση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου.  Σε σχέση με την έρευνα που προηγήθηκε της επίδικης απόφασης η συνήγορος ισχυρίστηκε ότι η έκθεση του αρμοδίου λειτουργού από μόνη της, εμπεριέχει όλο το υλικό που προέκυψε μετά την προσωπική έρευνα και εμπεριστατωμένη μελέτη.  Οι προβληθέντες από τον αιτητή ισχυρισμοί για ακύρωση, είναι γενικοί, αόριστοι και αστήριχτοι και δεν στοιχειοθετούν, όπως είπε, οποιοδήποτε λόγο ακυρώσεως της απόφασης. 

 

Η αιτιολογία της απόφασης, πρόσθεσε η συνήγορος, φαίνεται στην επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου προς τον αιτητή και ενισχύεται περαιτέρω με την έκθεση της Αρμοδίας Λειτουργού της Αναθεωρητικής Αρχής και από το κείμενο της ιδίας της απόφασης. 

 

Διερχόμενος το φάκελο της υπόθεσης, όπως έχει κατατεθεί, διαπιστώνω ότι η ακολουθηθείσα από τους καθ΄ων η αίτηση διαδικασία ήταν προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τους περί Προσφύγων Νόμο. 

 

Όπως έχει καθιερωθεί από τη νομολογία και αναφέρομαι στις υποθέσεις:

 

Harpreet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, Shahadat v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 573, Batim Bokov ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 614, Abul Kalam Kalam v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585, Ibrahim Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609, Mehmet Nesin Aydin v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 578, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητα της. Υπό κρίση είναι η νομιμότητα της, και η διαπίστωση του κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Ο προβληθείς ισχυρισμός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν προσδιορίζονται οι αντιφάσεις και οι σημαντικές διαφορές, ως προς τα γεγονότα που αναφέρθηκαν στη συνέντευξη, δεν είναι βάσιμος.  Η αιτιολογία της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την εισηγητική έκθεση της αρμοδίας Λειτουργού ημερ. 24.5.2007, στην οποία καταγράφονται με λεπτομέρεια οι αντιφάσεις που επηρέασαν αρνητικά την αξιοπιστία του αιτητή.  Οι παρατηρήσεις αυτές εστιάζονται ιδιαιτέρως στη δομή, το υπόβαθρο, τον ηγέτη, το γεγονός ότι το κόμμα αυτό βρισκόταν ή όχι στην εξουσία, γεγονότα τα οποία αγνοούσε μεν ο αιτητής, διασταύρωσε δε, μέσω διαδικτύου, η αρμόδια υπηρεσία.  Οι απαντήσεις που έδωσε δεν ήταν ούτε πειστικές ούτε και ακριβείς.  Το συμπέρασμα στο οποίο κατάληξε η Υπηρεσία Ασύλου, ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να τύχει διεθνούς προστασίας ήταν αποτέλεσμα του συνόλου των αντιφάσεων που επισημάνθηκαν και της αδυναμίας του να τεκμηριώσει βάσιμο λόγο καταδίωξης λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων όπως απαιτεί το άρθρο 3 του Νόμου.  Είναι συνεπώς εύρημα μου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διεξαγωγής της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

Η ισχυριζόμενη αντικανονικότητα ως προς τη λήψη της απόφασης δεν έχει έρεισμα αφού η διαδικασία με βάση το άρθρο 28.Ζ του Νόμου η διαδικασία ενώπιον της αρμοδίας αρχής διεξάγεται μετά από διερεύνηση της υπόθεσης από αρμόδιο λειτουργό ο οποίος υποβάλλει σχετική έκθεση.  (Βλ.  Sing v. Δημοκρατίας) ανωτέρω. 

 

Ούτε το εγερθέν από το συνήγορο δόγμα του ευεργετήματος της αμφιβολίας μπορεί να εφαρμοστεί, από τη στιγμή που ο αιτητής κρίθηκε ως αναξιόπιστος.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας προσφέρεται σ΄ένα αιτητή όταν αυτός δεν είναι σε θέση να τεκμηριώσει τους, κατά τα άλλα, βάσιμους και αξιόπιστα προσβαλλόμενους ισχυρισμούς.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω δεν διαπιστώνω κανένα βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα σε βάρος του αιτητή και υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

                                                               Κ. Παμπαλλής,

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο