ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 997
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 2281/2006)
9 Nοεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Α. Χρ. Ευτυχίου, για την αιτήτρια.
Μ. Στυλιανού-Λοττίδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 29.9.2006, να μην παραχωρήσουν στο σύζυγό της Ανδρέα Ναθαναήλ σύνταξη. Ο σύζυγός της είχε αποβιώσει πριν την κοινοποίηση της πιο πάνω απόφασης.
Ο Ανδρέας Ναθαναήλ ο οποίος ήταν μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου από τις 22.10.1959, το Σεπτέμβριο του 1960 παντρεύτηκε την αιτήτρια. Το 1982 υπέβαλε οικειοθελώς την παραίτησή του από τις τάξεις της Αστυνομίας, η οποία και έγινε δεκτή. Εγκρίθηκε ωσαύτως η καταβολή σ΄ αυτόν εφ΄άπαξ φιλοδωρήματος ύψους £5.992,560 μιλς.
Κατά την περίοδο 1997-1999 ο σύζυγος της αιτήτριας με επιστολές του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, στον Υπουργό Οικονομικών, αλλά και προς τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, επικαλούμενος διάφορους λόγους ζητούσε την παραχώρηση σ΄ αυτόν συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.
Στην πρώτη απάντηση στο αίτημά του, την οποία έλαβε στις 4.6.1997 του εξηγήθηκε ότι επειδή σύμφωνα με το άρθρο 7Γ (1) (β) του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311, υπάλληλοι που παραιτούνται σε ηλικία μικρότερη των 45 ετών δικαιούνται στην καταβολή φιλοδωρήματος μόνο, δεν μπορούσε να του καταβληθεί σύνταξη. Ακριβώς της ίδιας απάντησης έτυχαν και οι επιστολές του στις 20.11.1998 και 26.4.1999.
Στις 4.7.2002 επανήλθε και πάλι με το ίδιο αίτημα, πριν όμως οι καθ΄ ων η αίτηση απαντήσουν, απεβίωσε. Στις 29.9.2006 ο Αρχηγός Αστυνομίας με επιστολή του ενημέρωσε το δικηγόρο του αποβιώσαντα ότι το αίτημα του πελάτη του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί βάσει του περί Συντάξεως Νόμου, αφού δεν επληρούτο η προϋπόθεση της συμπλήρωσης του απαιτούμενου χρόνου εργασίας. Η αιτήτρια προσέβαλε την πιο πάνω απόφαση ως η νόμιμη σύζυγος του αποβιώσαντα.
Ηγέρθη προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή πράξη, καθότι επιβεβαιώνει προηγούμενη απόφαση με την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση αρνήθηκαν στο σύζυγο της αιτήτριας την παροχή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Εφ΄ όσον, υποστηρίζεται, η νέα επιστολή του συζύγου της αιτήτριας δεν περιείχε νέα γεγονότα, αλλά στηριζόταν και πάλι στην ερμηνεία του περί Συντάξεως Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 39/81 και επιπλέον οι καθ΄ ων η αίτηση δεν είχαν νέα δεδομένα να εξετάσουν, η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική και ως εκ τούτου μη εκτελεστή. Παραπέμπουν στις απαντήσεις στις επιστολές του αποβιώσαντα κατά την περίοδο 1997-1999, στις οποίες γίνεται αναφορά στην πρώτη απορριπτική επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση προς τον Ναθαναήλ ημερομηνίας 4.6.1997.
Η αιτήτρια αντικρούοντας την πιο πάνω ένσταση υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή πράξη γιατί, όπως ισχυρίζεται, ουδέποτε προηγουμένως ο Αρχηγός Αστυνομίας ως το αρμόδιο όργανο εξέδωσε απόφαση ως η προσβαλλόμενη πράξη. Η ίδια έλαβε γνώση της απόφασης για πρώτη φορά μετά το θάνατο του συζύγου της, ενώ επίσης για πρώτη φορά μόνο στην προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιείται με σαφήνεια η απόφαση ότι δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το αίτημα για χορήγηση σύνταξης.
΄Εχω, σε συμφωνία με την επιχειρηματολογία των καθ΄ ων η αίτηση, καταλήξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή πράξη, αλλά βεβαιωτική προηγούμενης. Ο σύζυγος της αιτήτριας αφυπηρέτησε πρόωρα από την Αστυνομία στις 2.7.1982, αφού υπηρέτησε για 24 χρόνια στην Αστυνομία. Ήταν τότε περίπου 43 χρόνων. Ο Υπουργός Εσωτερικών ενέκρινε την αφυπηρέτησή του.
Όταν στις 24.3.1997, έχοντας συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του, διεκδίκησε με επιστολή προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης σύνταξη, έλαβε στις 4.6.1997 την πρώτη απορριπτική απάντηση, ότι δηλαδή οι υπάλληλοι που παραιτούνται σε ηλικία μικρότερη των 45 ετών δικαιούνται στην καταβολή φιλοδωρήματος μόνο. Το ίδιο απορριπτικές ήταν και οι μετέπειτα απαντήσεις που έλαβε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης στις 20.11.1998 και 26.4.1999, οι οποίες βασικά παραπέμπουν στην πρώτη απορριπτική απάντηση της 4.6.1997. Στις 4.7.2002 ο Ναθαναήλ επανήλθε αξιώνοντας ξανά την καταβολή σύνταξης. Ενώ στην επιστολή του αναγνωρίζει ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του σχετικού νόμου δεν δικαιούται σε σύνταξη, αλλά μόνο σε φιλοδώρημα, παράλληλα ισχυρίζεται ότι αυτό συνιστά αποστέρηση των δικαιωμάτων του σε σύνταξη και απόλαυση περιουσιακού του στοιχείου, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης το οποίο κυρώθηκε από το Νόμο 39/62, με βάση την υποχρεωτική εισφορά που κατέβαλλε από τις απολαβές του για 24 χρόνια υπηρεσίας στο σχέδιο σύνταξης. Ειδική παραπομπή έγινε και στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Azinas v. Cyprus No. 56679/00 Judgment 20.6.2002 (Section III).
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ούτε νέα έρευνα έγινε, αλλά ούτε και οποιαδήποτε διαφοροποιημένη απόφαση ελήφθη από τους καθ΄ων η αίτηση οι οποίοι διατήρησαν τη θέση που είχαν εκφράσει στην αρχική επιστολή τους ημερ. 4.6.1997. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι όντως βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης και δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής.
Τα χαρακτηριστικά της βεβαιωτικής πράξης έχουν κατ΄ επανάληψη καθοριστεί από τη νομολογία (βλέπε μεταξύ άλλων Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 689, 693-694) και η επανάληψή τους δεν θα εξυπηρετήσει κανένα πρακτικό σκοπό.
Η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί. Όμως ως προς τους ισχυρισμούς για το Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αρκεί πληροφοριακά να γίνει παραπομπή στην υπόθεση Ξενοφώντος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 114/2005, ημερ. 29.5.2009 στην οποία έγινε αναφορά στην υπόθεση Dias United Publication Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550. Η ανυπαρξία νομοθετικής διάταξης δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση. Στην απόφαση Ξενοφώντος ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, επισημάνθηκε επίσης ότι ακόμα και στην υπόθεση Azinas τονίστηκε πως το δικαίωμα σε σύνταξη δεν είναι εγγυημένο ως τέτοιο από τη Σύμβαση και ότι με το διορισμό σε συντάξιμη θέση δεν αποκτάται το δικαίωμα σύνταξης αμέσως, παρά μόνο όταν πληρωθούν οι προϋποθέσεις που θέτει ο σχετικός νόμος.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ