ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1673/2008)
30 Νοεμβρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Σ. Ανδρέου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής παραπονείται για την από 15.7.08 προαγωγή, αντ΄ αυτού, του ενδιαφερομένου μέρους στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Εργασίας 1ης Τάξης, Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας. Η επίδικη θέση είναι, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, θέση προαγωγής για την οποία δεν υπάρχει ενδιάμεσα κατά τη διαδικασία επιλογής, έκθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά η Ε.Δ.Υ. έχει μόνο τη βοήθεια της σύστασης του διευθυντή.
Κατά την εισήγηση του αιτητή ο διευθυντής παρέβη το σχετικό καθήκον του να δώσει εκείνη την αξιοκρατική βοήθεια στην Ε.Δ.Υ. ώστε προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, να επιτευχθεί η επιλογή του καλύτερου υποψηφίου. Σε αντίθεση με την ανάγκη η σύσταση να είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, αιτιολογημένης σύγκρισης και αποκαλυπτική του συλλογισμού της προτίμησης του προϊσταμένου, στην προκείμενη περίπτωση ο διευθυντής έδωσε απλώς μια καταγραφή των όσων έλαβε υπόψη, χωρίς να αποκαλύπτει το περιεχόμενο της γνώσης ή των συμπερασμάτων του. Στη σύσταση του, με αναφορά στην προσωπική γνώση των υποψηφίων, τη διαβούλευση του με τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων και τη μελέτη των προσωπικών και ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων και φακέλων, πρόκρινε το ενδιαφερόμενο μέρος στη βάση των καθιερωμένων κριτηρίων στο σύνολο τους σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Από τη συνοπτική σύσταση του διευθυντή προκύπτει ότι δεν υπάρχει συγκεκριμενοποίηση των λόγων προτίμησης του, δεν υπάρχει διάφανη αιτιολογία, δεν εξειδικεύονται οι ικανότητες του ενδιαφερομένου μέρους σε σχέση με το σχέδιο υπηρεσίας, ενώ διαβουλεύθηκε με τους άμεσα προϊσταμένους εκ των προτέρων χωρίς να γνωρίζει ποιοι θα εκρίνοντο προσοντούχοι και χωρίς να αναφέρονται τα θέματα της διαβούλευσης. Περαιτέρω, ο διευθυντής ισοπέδωσε τα προσόντα του αιτητή με αυτά του ενδιαφερομένου μέρους, εξουδετερώνοντας έτσι τα μεταπτυχιακά του προσόντα με την απλή αναφορά στη σύσταση του ότι προσέδωσε στα στοιχεία αυτά την ανάλογη βαρύτητα. Η σύσταση επίσης έπασχε λόγω της θεώρησης σε προηγηθείσα προ εξαμήνου σύσταση του ιδίου, της οκτάμηνης αρχαιότητας του ενδιαφερομένου μέρους κατά την ημερομηνία του πρώτου διορισμού, ως οριακής, χρησιμοποιώντας λανθασμένο προς τούτο κριτήριο, ενώ στην προκείμενη περίπτωση αντιφατικά υποστήριξε το αντίθετο. Το αυτό έπραξε και με τα προσόντα των υποψηφίων. Ελλείπει επίσης το στοιχείο της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας από την ίδια την Ε.Δ.Υ. η οποία αποδέχθηκε ουσιαστικά τη σύσταση του διευθυντή χωρίς περαιτέρω δική της έρευνα και χωρίς να διαπιστώσει εξ ιδίων της τον καλύτερο υποψήφιο προς προαγωγή.
Η αντίθετη θέση σύγκειται στο ότι δεν υπάρχει νομολογιακή αναγκαιότητα αναφοράς από τον Τμηματάρχη σε όλους τους υποψηφίους, αλλά επαρκεί να αναφερθεί σε αυτούς που προτίθεται να συστήσει, η δε σύσταση θεωρείται επαρκής και νόμιμη εφόσον καταγράφει τους λόγους προτίμησης του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο και χαρακτηρίζει ότι δεν υστερεί έναντι οιουδήποτε σε αξία, ενώ υπερέχει και έναντι όλων σε αρχαιότητα. Δεν παραγνωρίστηκαν τα πρόσθετα, μη απαιτούμενα όμως από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα του αιτητή, στα οποία απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα και τα οποία δεν θα μπορούσαν να υπερακοντίσουν τη μεγαλύτερη αξία του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο επίσης διαθέτει πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, έστω επιπέδου πρώτου πτυχίου. Σε ό,τι αφορά την επιλογή και κρίση της ίδιας της Ε.Δ.Υ, αυτή δεν ενήργησε ως απλή σφραγίδα της σύστασης του διευθυντή, αλλά προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ότι έκαμε τη δική της επιλογή αφού έλαβε υπόψη και τη σύσταση του διευθυντή από την οποία και δεν είχε λόγο να αποκλίνει. Περαιτέρω, είναι σαφές ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αρχαιότητα κατά οκτώ μήνες, κατέχοντας έτσι και μεγαλύτερη πείρα, ενώ η Ε.Δ.Υ. δεν είναι ανάγκη προς δικαιολόγηση της επιλογής της, να καταλήξει ότι το διορισθέν πρόσωπο υπερέχει έκδηλα έναντι άλλων υποψηφίων.
Προς την ίδια κατεύθυνση με τις εισηγήσεις της δικηγόρου της Ε.Δ.Υ. είναι και η γραπτή αγόρευση του ενδιαφερομένου μέρους, με τελική εισήγηση ότι όχι μόνο ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή, αλλά και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν πλήρως δικαιολογημένη έχουσα ληφθεί μετά από ανεξάρτητη δική της έρευνα και διαπίστωση ως προς τα συγκριτικά στοιχεία των δύο υποψηφίων, με ειδική μάλιστα αναφορά στα πρόσθετα προσόντα τόσο του αιτητή, όσο και του ενδιαφερομένου μέρους.
Ο αιτητής γεννήθηκε στις 18.4.60 και μετά την αποφοίτηση του από την Τεχνική Σχολή Λεμεσού απέκτησε το 1986, το Diplom Ingenieur από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δρέσδης, έχει δε και Πιστοποιητικά Ικανότητας Ηλεκτρολόγου Μηχανικού Τρίτης Τάξης, Εργολήπτη Τηλεπικοινωνιακών Εγκαταστάσεων και παρακολούθησε για 138 ώρες προγράμματα στο ΚΕΠΑ. Στις 15.3.93 διορίστηκε Επιθεωρητής Εργασίας Τρίτης Τάξης και την 1.4.03 προήχθη στη θέση Επιθεωρητή Εργασίας Δεύτερης Τάξης. Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννήθηκε στις 17.11.1958 και μετά την αποφοίτηση της από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, έλαβε το 1979 Δίπλωμα Τεχνικού Μηχανικού Πολιτικής Μηχανικής από το ΑΤΙ και το 1983 πήρε το Banchelor of Engineering από το Youngstown State University των ΗΠΑ. Από το ίδιο έτος είναι εγγεγραμμένη πολιτικός μηχανικός στο Συμβούλιο Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων Κύπρου. Στα άλλα προσόντα της θεωρούνται το Certificate in Advanced Quantity Surveying από το ΑΤΙ το 1987 και το Certificate in Safety Technology από το Aston University το 1994. Στις 15.7.92 διορίστηκε ως Τεχνικός, στις 15.3.93 ως Επιθεωρητής Εργασίας 3ης Τάξης και την 1.4.03 ως Επιθεωρητής Εργασίας 2ης Τάξης.
Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας του Επιθεωρητή Εργασίας Πρώτης Τάξης που είναι θέση προαγωγής προαπαιτείται τριετής τουλάχιστο υπηρεσία στη θέση Επιθεωρητή Εργασίας Δεύτερης Τάξης, ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία. Δεν προνοείται οτιδήποτε άλλο από πλευράς προσόντων.
Η Ε.Δ.Υ. στην επίδικη συνεδρία της ημερ. 27.6.08, είχε το ευεργέτημα της σύστασης του διευθυντή του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας, ο οποίος, αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και αυτούς των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος έχοντας ταυτόχρονα προσωπική γνώση όλων των υποψηφίων και έχοντας διαβουλευθεί με τους άμεσα προϊσταμένους τους. Κατά το διευθυντή, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε έναντι όλων σε αρχαιότητα, περιλαμβανομένου και του αιτητή, κατά οκτώ μήνες με βάση την ημερομηνία του πρώτου διορισμού, ενώ δεν υστερούσε έναντι οιουδήποτε σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτριζόταν στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις με έμφαση στα τελευταία χρόνια. Ο διευθυντής δεν παραγνώρισε ότι άλλοι υποψήφιοι περιλαμβανομένου και του αιτητή διέθεταν μεταπτυχιακό προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, το οποίο όμως δεν απαιτείτο, ούτε θεωρείτο πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν από το σχέδιο υπηρεσίας. Έκρινε ότι και το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε πρόσθετο προσόν έστω επιπέδου πρώτου πτυχίου, το οποίο συνεκτιμούμενο με την αρχαιότητα και την αξία του, του έδινε το προβάδισμα της σύστασης.
Η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη την πιο πάνω κρίση και σύσταση του διευθυντή, μελέτησε τις εμπιστευτικές/υπηρεσιακές εκθέσεις, την αρχαιότητα και τα προσόντα όλων των υποψηφίων και επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος προς προαγωγή. Δικαιολόγησε την επιλογή αυτή σε δύο παραγράφους όπου εξήγησε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προηγείτο σε αρχαιότητα, δεν υστερούσε έναντι οιουδήποτε σε αξία, διέθετε πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και είχε υπέρ του τη σύσταση του διευθυντή που συνήδε με τα στοιχεία των φακέλων. Στο συσχετισμό που έκαμε με τον αιτητή, η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη της ότι αυτός κατείχε και μεταπτυχιακό στο οποίο έδωσε την ανάλογη βαρύτητα και το συνεκτίμησε, χωρίς όμως να ήταν δυνατό να ανατραπεί η κρίση της ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν γενικά καταλληλότερο για προαγωγή.
Οι αιτιάσεις που προβάλλονται προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δεν ευσταθούν. Η σύσταση του διευθυντή δεν έχει εισάξει εξωγενή στοιχεία, ούτε είχε ως έρεισμα οποιασδήποτε μορφής παραπληροφόρηση ή και άγνωστα δεδομένα όπως διατείνεται ο αιτητής. Η σύσταση κατέγραψε ρητά τι έχει λάβει υπόψη περιλαμβανομένων των καθιερωμένων κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Η αναφορά του διευθυντή στη σύσταση ότι γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους, θα είχε ίσως επίπτωση που θα οδηγούσε σε λανθασμένη εκ μέρους του επιλογή, εάν ήταν μη συμβατή με τα στοιχεία των φακέλων και σε αντίθεση με αυτά. Η διαβούλευση του διευθυντή, όπως ο ίδιος ανέφερε, με τους προϊσταμένους των υποψηφίων, δεν αλλοιώνει την κατά τα άλλα σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων σύσταση, ούτε και σημαίνει ότι έλαβε οποιαδήποτε εξωγενή μη αποκαλυφθέντα στοιχεία υπόψη. Άλλωστε, έχει κατ΄ επανάληψη κριθεί από τη νομολογία ότι η «.. αναζήτηση από τον προϊστάμενο του τμήματος, λόγου χάριν, πληροφοριών για την υπηρεσιακή απόδοση υφιστάμενου προσωπικού, προς μορφοποίηση της προσωπικής του άποψης για την αξία των υποψηφίων ..» είναι παραδεκτή, εφόσον βέβαια δεν παρερμηνεύονται τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων (δέστε Χαρίκλεια Στυλιανίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124, σελ. 127-128). Εάν ο διευθυντής προέβαινε στην επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους με έρεισμα πληροφόρηση που είχε από τον προϊστάμενο αυτού, τέτοια δε πληροφόρηση αλλοίωνε τα δεδομένα του φακέλου ή ανεδείκνυε δεξιότητες και ιδιότητες του ενδιαφερομένου μέρους σε παραγνώριση των στοιχείων των υπηρεσιακών εκθέσεων και του προσωπικού φακέλου, τότε θα υπήρχε όντως πρόβλημα. (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213). Παρόμοια, θα υπήρχε αλλοίωση των δεδομένων κατά ανεπίτρεπτο τρόπο, εάν υποβίβαζε τα αναφερθέντα για τον αιτητή στοιχεία, ώστε να αναδείξει το ενδιαφερόμενο μέρος ως το καταλληλότερο πρόσωπο για προαγωγή.
Έχει κριθεί από τη νομολογία ότι η υπερτόνιση στοιχείων ή ιδιοτήτων άμεσα ή έμμεσα του ενός ή του άλλου υποψηφίου, αφήνοντας να νοηθεί ότι ο αιτητής δεν κατέχει τέτοιες ιδιότητες, πλήττει την αξιοπιστία της σύστασης. (Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833). Στην Κουάλης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742 στη σελ. 746, λέχθηκε ότι είναι ανεπίτρεπτο να αναγνωρίζονται θετικά υπέρ ενός υποψηφίου ιδιότητες για θέματα που είναι ήδη αξιολογημένα, ώστε να δίνεται προβάδισμα σ΄ αυτόν σε αναντιστοιχία με τους φακέλους.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη στην παρούσα περίπτωση διότι όλα τα στοιχεία που ο διευθυντής ανέφερε ήταν σύμφωνα με τους φακέλους. Από τους υπηρεσιακούς φακέλους που έχουν κατατεθεί ως Τεκμ. «Α» και «Γ», προκύπτει για τα χρόνια 1999-2007, απόλυτη ισοδυναμία του αιτητή με το ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ και οι δύο είχαν οκτώ εξαίρετα κατά τα χρόνια 2006-2007. Επομένως, οτιδήποτε ο ίδιος γνώριζε προσωπικά ή είχε γνώση από πληροφορίες από τους προϊστάμενους ήταν εντός των πλαισίων της καταγραφής μιας ορθής και αιτιολογημένης σύστασης. Δεν εντοπίζεται πρόβλημα στο ότι ο διευθυντής διαβουλεύθηκε με τους προϊσταμένους πριν τη σύσταση του. Τότε ήταν βέβαια η κατάλληλη χρονική στιγμή να διαβουλευθεί και δεν υπήρξε εκ των προτέρων προσυνεννόηση κατ΄ ανεπίτρεπτο τρόπο με προϊσταμένους υποψηφίων που δεν θα μπορούσε από πριν να γνώριζε ότι ήταν υποψήφιοι, εφόσον από το Παράρτημα 3 στην ένσταση προκύπτει ότι πέντε μόνο ήταν οι υποψήφιοι για τη θέση, τους οποίους εν πάση περιπτώσει γνώριζε προσωπικά ως προϊστάμενος που ήταν του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας στο οποίο αυτοί υπηρετούσαν.
Όπως αναφέρθηκε στην Ιωάννης Μοδίτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, αναμένεται από ένα προϊστάμενο να δώσει ουσιαστικά και μόνο τη συμβουλή του ή τη γνώμη του ως προς τον καταλληλότερο για προαγωγή στη βάση του συνόλου της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων, έχοντας υπόψη τις ανάγκες της συγκεκριμένης θέσης, επισημαίνοντας εκείνες τις ιδιότητες ή ικανότητες ενός υπαλλήλου, εάν είναι σε θέση να το πράξει, για να ανταποκριθεί καλύτερα στις ανάγκες αυτές, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζονται τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων. (Γιαννάκης Δημητρίου ν. Δημοκρατίας υπόθ. αρ. 1156/00, ημερ. 18.1.02). Σύμφωνα δε με τη νομολογία, όπως για παράδειγμα, την Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, έγκυρο δείκτη της επαγγελματικής αξίας των διαφόρων υποψηφίων αποτελούν μόνο οι υπηρεσιακές τους εκθέσεις, εφόσον εκεί αξιολογούνται εφ΄ όλων των δεδομένων που συνθέτουν την αξία αυτή.
Όπως έχει επίσης αποφασιστεί σε σωρεία νομολογίας, η σύσταση του προϊσταμένου αποτελεί ουσιώδες ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης. (δέστε Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826 και Κώστας Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624), «. που άπτεται της αξίας των υποψηφίων, τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση απόκλισης της ΕΔΥ, από τη γενόμενη σύσταση ..» (Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 480, σελ. 482-483). Περαιτέρω, δεν έχει έρεισμα η θέση ότι υπήρξε από το διευθυντή παραπλάνηση της Ε.Δ.Υ. ή χρησιμοποιήθηκαν δύο μέτρα και δύο σταθμά σε σχέση με τη σύσταση του αναφορικά τόσο με την κατοχή των προσόντων, όσο και την αρχαιότητα, στη βάση ότι έξι μήνες προηγουμένως είχε προβεί σε διαφορετική εκτίμηση πραγμάτων. Πέραν του ότι δεν τεκμηριώνεται με επάρκεια αυτή η θέση, εκτός από μια γενική και αόριστη αναφορά στη σελ. 10 της γραπτής αγόρευσης του αιτητή, αυτή βρίσκεται σε σαφή αντίθεση με τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ενόψει του ότι παρά τα προβαλλόμενα 17 νομικά σημεία που στηρίζουν την αίτηση, πουθενά δεν καταγράφονται με την αναμενόμενη ευκρίνεια και με σαφές λεκτικό τα ανωτέρω. Άλλωστε, είναι η νομιμότητα της παρούσας προσβαλλόμενης πράξης που κρίνεται και όχι η όποια προηγούμενη απόφαση της Ε.Δ.Υ.
Δεν είναι ορθή, πρόσθετα, η θέση που διατυπώνεται στη γραπτή αγόρευση του αιτητή περί λανθασμένης αντίληψης των πραγμάτων σε σχέση με την αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους. Το ότι υπήρχε η αρχαιότητα κατά οκτώ μήνες το δέχεται στην ουσία ο αιτητής, αλλά δεν αλλοιώνεται ή υποτιμάται το στοιχείο αυτό, διότι η αρχαιότητα έχει αναγωγή στην ημερομηνία του πρώτου διορισμού. Αυτό ακριβώς ορίζει και το σχετικό άρθρο 49 του Νόμου περί Δημοσίας Υπηρεσίας αρ. 1/90. Ο συνδυασμός των εδαφίων (1), (2) και (7) του άρθρου 49, αποκαλύπτει ότι όταν η ημερομηνία διορισμού στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέσης είναι η αυτή, τότε υπάρχει αναγωγή στην ημερομηνία του πρώτου διορισμού στη δημόσια υπηρεσία.
Εδώ δεν αποτελεί αναιρετικό στοιχείο το γεγονός ότι ο πρώτος διορισμός αφορούσε τη θέση Τεχνικού και όχι τη θέση Επιθεωρητή Εργασίας. Αυτό ακριβώς προσδιορίζει το εδάφιο (2) του άρθρου 49, χωρίς αυτό να περιορίζεται με την κατ΄ ανάγκην αναφορά στην ίδια θέση ή τάξη της ίδιας θέσης. Το δε εδάφιο (7), ρητά αναφέρεται σε αναγωγή της ίδιας μεθόδου ως προς την αρχαιότητα «.. μέχρι τους πρώτους διορισμούς των υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία».
Είναι φανερό από τους Πίνακες, Παράρτημα 4 στην ένσταση, που αφορούν τα στοιχεία του ενδιαφερομένου μέρους, ότι από τη θέση του Τεχνικού ήταν που διορίστηκε, στη θέση του Επιθεωρητή Εργασίας 3ης Τάξης, για να ανελιχθούν εν τέλει και οι δύο, αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος, στη θέση του Επιθεωρητή Εργασίας 2ας Τάξης. Επομένως, δεν ήταν άσχετη η θέση του Τεχνικού σε σχέση με την αρχαιότητα. Αντίθετα, από τον κατατεθέντα κατά τις διευκρινήσεις προσωπικό φάκελο του ενδιαφερόμενου μέρους, Τεκμ. «Δ», φανερώνεται από το ερυθρό 109, ότι ήταν ακριβώς από τη θέση Τεχνικού (Ειδική Ομάδα, Ειδικότητα Πολιτικής Μηχανικής), που προσφέρθηκε ο διορισμός στη θέση του Επιθεωρητή Ασφαλείας 3ης Τάξης (όπως ονομαζόταν τότε), ενώ από το ερυθρό 113, προκύπτει ότι η Ε.Δ.Υ. προήξε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση αυτή. Απορρέει λοιπόν ότι δεν ήταν άσχετη με τα καθήκοντα της θέσης, η θέση του Τεχνικού.
Και εν πάση περιπτώσει το ενδιαφερόμενο μέρος, λόγω ηλικίας, είναι αρχαιότερο του αιτητή, έστω και αν λογιζόταν η έναρξη της αρχαιότητας τους σε σχέση μόνο με την ημερομηνία διορισμού τους στη θέση του Επιθεωρητή Εργασίας 2ας Τάξης. Η αρχαιότητα λόγω ηλικίας μπορεί να θεωρείται συμβολική (Αλευρά ν. Ηρακλέους (2005) 3 Α.Α.Δ. 85 και Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585), αλλά δεν παύει να είναι ένα διά νόμου αναγνωρισμένο διαφοροποιητικό στοιχείο υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους. Η αρχαιότητα, εφόσον όλα τα υπόλοιπα είναι ισοδύναμα, λογίζεται υπέρ του κατόχου της.
Το τελευταίο θέμα που εγείρεται αφορά την ίδια την απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία κατά τον αιτητή ενήργησε χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα, αποδεχόμενη την ισοπεδωτική και λανθασμένη σύσταση του Διευθυντή χωρίς οποιαδήποτε δική της αξιολόγηση ή δική της στάθμιση των προσόντων των υποψηφίων. Κρίνεται ότι η Ε.Δ.Υ. στο σχετικό πρακτικό της που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη, όπως προαναφέρθηκε, κατέγραψε με επαρκή αιτιολογία ό,τι ήταν δυνατό να προσμετρήσει υπέρ του ενός ή του άλλου των υποψηφίων. Έλαβε υπόψη, ως εκεί αναφέρεται, όλα τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης, από τους προσωπικούς φακέλους, τα στοιχεία των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, τη σύσταση του Διευθυντή, τα προσόντα, την αξία και την αρχαιότητα των υποψηφίων. Επιλέγοντας το ενδιαφερόμενο μέρος αναφέρθηκε στην μεγαλύτερη αρχαιότητα της, στην ισοβαθμία όσον αφορά τις ετήσιες αξιολογήσεις σε σύγκριση με τον αιτητή και έλαβε υπόψη το σχετικό, μη απαιτούμενο όμως προσόν, με τα καθήκοντα της θέσης, δηλαδή, το πτυχίο στη Μηχανική. Δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο δίπλωμα του αιτητή το οποίο ήταν με βάση το Νόμο αρ. 3(ΙΙΙ)/06, (Συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την Αμοιβαία Αναγνώριση της Ισότητας Τίτλων Σπουδών Ανώτερης Εκπαίδευσης (Κυρωτικός) Νόμος του 2006), ισότιμο με μεταπτυχιακό προσόν. Η Ε.Δ.Υ. έλαβε σφαιρικά υπόψη και απέδωσε το ορθό μέτρο και τη δέουσα βαρύτητα στα αντίστοιχα προσόντα του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους ενόψει του ότι δεν απαιτείτο οποιοδήποτε προσόν από το σχέδιο υπηρεσίας. Από μόνη τους η κατοχή τέτοιων πρόσθετων προσόντων δεν αποδεικνύει έκδηλη υπεροχή όταν αυτά δεν καθορίζονται ως πλεονέκτημα κάτω από το σχέδιο υπηρεσίας και επομένως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη χωρίς όμως να τους δίνεται υπερβολική βαρύτητα. Στην υπόθεση Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, στη σελ. 395, αναφέρθηκε ότι τα πρόσθετα μη προβλεπόμενα από το σχέδιο προσόντα λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης αποδίδοντας σ΄ αυτά «.. την κατά περίπτωση σημασία τους ...», αποφεύγοντας όμως την απόδοση σ΄ αυτά υπερβολικής βαρύτητας ή και την απόδοση εντελώς οριακής σημασίας, όπως θα ήταν εάν τα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα.
Εδώ δεν διαγιγνώσκεται πρόβλημα με την εκτίμηση και αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ. εφόσον ήταν στη γνώση της και ρητά αναφέρθηκε στο μεταπτυχιακό του αιτητή έναντι του πτυχιακού του ενδιαφερομένου μέρους, τα οποία προφανώς θεώρησε ως την ουσία ισότιμα εφόσον έκαμε ρητή αναφορά στο ότι το μεταπτυχιακό του αιτητή λογιζόταν ως τέτοιο με βάση το Νόμο αρ. 3(ΙΙΙ)/06, εννοώντας ότι δεν είχε αποκτηθεί μετά από ανωτέρου επιπέδου σπουδές μετά το πρώτο πτυχίο. Αυτό ορθά το εντοπίζει και το ενδιαφερόμενο μέρος στη δική του γραπτή αγόρευση. όταν στη σελ. 8, αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος με 5½ χρόνια συνολικές σπουδές κατέχει πρώτο πτυχίο, ενώ ο αιτητής με 4½ χρόνια σπουδές, ενόψει και μόνο του προαναφερθέντος Νόμου, είναι που θεωρείται ότι κατέχει μεταπτυχιακό. Η διαπίστωση της κατοχής των προσόντων και η απόδοση σ΄ αυτά της ανάλογης βαρύτητας ήταν εντός των πλαισίων της αρμοδιότητας της Ε.Δ.Υ. και η συνεκτίμηση τους δική της ευθύνη. Εφόσον δεν παραγνωρίστηκαν, αλλά αντίθετα, λήφθηκαν υπόψη στο βαθμό που ήταν απαραίτητο, εφόσον από το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτούνταν, η Ε.Δ.Υ. ενήργησε εντός των αποδεκτών ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. Η Ε.Δ.Υ., επομένως, κινήθηκε μέσα στα όρια της επιτρεπόμενης αξιολόγησης θεωρώντας από την καταγραφή των λόγων προτίμησης του ενδιαφερομένου μέρους ότι ο αιτητής δεν υπερτερούσε έναντι αυτού σε προσόντα.
Προκύπτει από το λεκτικό που χρησιμοποίησε η Ε.Δ.Υ. επαρκής αιτιολογία και δεν παρίστατο ανάγκη οποιασδήποτε περαιτέρω διερεύνησης των όσων ο διευθυντής ανέφερε στη δική του σύσταση. Τα προσόντα των υποψηφίων μιλούσαν αφ΄ εαυτών εφόσον δεν καθορίζονταν ως πρόσθετα ή ως πλεονέκτημα από το ίδιο το σχέδιο υπηρεσίας.
Εν κατακλείδι, δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης στην κρίση της Ε.Δ.Υ., η οποία από την αιτιολογία που έδωσε είναι φανερό ότι δεν ενήργησε απλώς ως σφραγίδα της σύστασης του διευθυντή. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του το κριτήριο της αρχαιότητας και τη σύσταση του διευθυντή, ενώ ήταν ισοδύναμο σε αξία και προσόντα με τον αιτητή. Δεν έχει υποδειχθεί εδώ έκδηλη υπεροχή του αιτητή. (Κυπριανίδης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 593). Το διοικητικό Δικαστήριο σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν υποκαθιστά την κρίση του γι΄ αυτή της διοίκησης, αν αυτή λήφθηκε εντός των ορθών παραμέτρων κρίσης και ήταν εύλογα επιτρεπτή. (δέστε Μιλτιάδους ν. Ε.Δ.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 1318, Impalex Agencies Ltd v. Republic (1970) 3 C.L.R. 361 και Δημοκρατία ν. Ζαχαριάδη (1986) 3 Α.Α.Δ. 852).
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ