ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1459/2007)

 

30 Νοεμβρίου 2009

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΙΟΛΑΡΗΣ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ  -

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΚΑΚΟΠΕΤΡΙΑΣ,

Καθ΄ων η αίτηση.

----------------------------

Αρ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.

Α. Ντορζής, για τους Καθ΄ ων  η αίτηση.

----------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:    Στις 31.5.07, οι καθ΄ ων αποφάσισαν όπως αγωγός μεταφοράς λυμάτων τοποθετηθεί διά μέσου του τεμαχίου του αιτητή ώστε να γίνει σύνδεση του με υφιστάμενο δημόσιο φρεάτιο σε δημόσιο δρόμο.  Προς τούτο απεστάλη η υπό ημερ. 26.6.07 επιστολή στον αιτητή, ο οποίος την παρέλαβε στις 4.7.07, με την παράκληση όπως συγκατατεθεί στην όδευση του αγωγού μέσω του κτήματος του υπογράφοντας προς τούτο σχετικό έντυπο.  Με την επιστολή ο αιτητής πληροφορείτο ότι αν σε 14 ημέρες δεν έδινε τη συγκατάθεση του, τότε οι καθ΄ ων θα αναζητούσαν τη συγκατάθεση για την εκτέλεση του έργου από τον Έπαρχο Λευκωσίας.  Ο τελευταίος πράγματι έδωσε τη συναίνεση του στις 20.7.07, εφόσον ο αιτητής αρνήθηκε να συγκατατεθεί. 

 

        Προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση ως προϊόν ελλιπούς έρευνας, ως απόφαση που δεν έδιδε την καλύτερη και ολιγότερη ζημιογόνα για τον αιτητή λύση, ως αναιτιολόγητη, εσφαλμένη και ληφθείσα κατ΄ αντίθεση με προηγούμενες αποφάσεις των καθ΄ ων, φανερώνοντας έτσι ότι είναι εκδικητική και δεν λήφθηκε με νόμιμα ελατήρια. 

 

        Οι καθ΄ ων απαντούν ότι η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε στη βάση όλων των πραγματικών δεδομένων, ως η καλύτερη  υπό τις περιστάσεις λύση, με βάση συμβουλή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, σε πλήρη συμμόρφωση με τους νόμους και τους κανονισμούς και χωρίς να ορμάται από οποιοδήποτε εκδικητικό ή αλλότριο κίνητρο. 

 

        Εγείρεται προδικαστικό ζήτημα από τους καθ΄ ων σε σχέση με τον τρόπο διατύπωσης της προσφυγής σε συσχετισμό με την ανάπτυξη των λόγων ακύρωσης στη γραπτή αγόρευση του αιτητή.  Με επίκληση του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, οι καθ΄ ων διατείνονται ότι τα έντεκα νομικά σημεία τα οποία ο αιτητής προβάλλει με την αίτηση του δεν στηρίζονται σε οποιοδήποτε νομικό λόγο, ενώ ορισμένα που αναπτύσσονται στη γραπτή αγόρευση δεν αναφέρονται καν έστω και τυπικά στους νομικούς λόγους της αίτησης.  Επίσης, γίνεται επίκληση παράβασης του Συντάγματος μόνο κατά γενικό και αόριστο τρόπο χωρίς καμία απολύτως λεπτομέρεια.

 

Πράγματι, ο Καν. 7, επιτάσσει όπως κάθε διάδικος εκθέτει στις έγγραφες προτάσεις του τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται αιτιολογώντας πλήρως αυτά.  Η σχετική νομολογία στο θέμα είναι πλούσια και αρκεί να αναφερθούν οι υποθέσεις Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27 και Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257.  Όσον αφορά την αιτιολόγηση των νομικών σημείων και μάλιστα με πληρότητα, είναι γεγονός ότι η αίτηση δεν συμμορφώνεται αυστηρά με την πιο πάνω επιταγή του   Καν. 7, σε ορισμένα τουλάχιστον από τα 11 σημεία στα οποία εδράζεται η προσφυγή και θα μπορούσε ο αιτητής να έδινε καλύτερη αιτιολόγηση με περισσότερες λεπτομέρειες.  Για παράδειγμα στο σημείο 7, όπου ο αιτητής παραπονείται ότι «το Συμβούλιο απέτυχε να εφαρμόσει ορθά τη νομοθεσία και/ή ενήργησε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας», θα έπρεπε ο αιτητής να αναφέρει ποιο ή ποια άρθρα της νομοθεσίας είναι που απέτυχαν οι καθ΄ ων να εφαρμόσουν ώστε να είναι συγκεκριμένος ο λόγος ακύρωσης.  Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για το σημείο 9, ως προς το λόγο γιατί ο αιτητής διατείνεται ότι η απόφαση των καθ΄ ων είναι εσφαλμένη μαζί με τις προπαρασκευαστικές αυτής, πράξεις. 

 

Από την άλλη γίνεται επίκληση της υπέρβασης και της κατάχρησης εξουσίας, της μη επαρκούς αιτιολόγησης, της μη επαρκούς έρευνας και ότι η πράξη αποτελεί αποτέλεσμα πλάνης.  Αυτές είναι γενικές αρχές με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται η διοίκηση και παρόλον που η διατύπωση των λόγων αυτών θα μπορούσε να είχε αναφορά και στα συγκεκριμένα άρθρα του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, εν τούτοις είναι σαφές ότι η επίκληση αφορά αυτές τις κωδικοποιημένες αρχές.  Συνάγεται ότι  σ΄ ό,τι τουλάχιστον αφορά τα νομικά σημεία η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.

 Όσον αφορά τα συνταγματικά θέματα είναι γνωστό νομολογιακά ότι λόγοι ισχυριζόμενης αντισυνταγματικότητας δεν εξετάζονται αυτεπάγγελτα, αλλά πρέπει να δικογραφούνται με σαφήνεια και λεπτομέρεια και να διατυπώνεται ευκρινώς το συγκεκριμένο άρθρο του νόμου ή του Συντάγματος που έχει παραβιαστεί.  (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).  Περαιτέρω, η αναφορά του θέματος μόνο στην αγόρευση δεν επαρκεί.  (Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533).  Παρατηρείται ότι το σημείο 5 της προσφυγής είναι συγκεκριμένο, εφόσον γίνεται ισχυρισμός ότι το άρθρο 20 του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου Αρ. 1/71, ως τροποποιήθηκε, συγκρούεται με το Άρθρο 23 του Συντάγματος.  Αυτή η πτυχή έχει ρητά καταγραφεί και θα πρέπει να εξεταστεί υπό την αίρεση των όσων θα ακολουθήσουν στο σκεπτικό επί του σημείου αυτού. Τα όσα υπόλοιπα αναφέρονται με γενικότητα στο σημείο 5 ότι «.. και άλλα συνταγματικά δικαιώματα» παραβιάστηκαν και ότι «γενικώς το Συμβούλιο ενήργησε εσφαλμένα και κατά παράβαση του Συντάγματος και των Νόμων» (σημείο 11 της προσφυγής),  δεν μπορούν να τύχουν οποιασδήποτε εξέτασης λόγω της ασάφειας τους. 

 

Εξετάζοντας τους διάφορους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης κρίνεται ότι κανένας δεν ευσταθεί ενόψει των όσων καταγράφονται στο διοικητικό φάκελο, ο οποίος και κατατέθηκε ως Τεκμ. «Α» κατά τις διευκρινίσεις, όπου και διαγράφεται η όλη πορεία της προσβαλλόμενης πράξης.  Είναι εμφανές από το διοικητικό φάκελο ότι είχαν προταθεί διαζευκτικές λύσεις από το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, προς το οποίο και είχαν αποταθεί οι καθ΄ ων για εξέταση του όλου ζητήματος ώστε να δοθεί ικανοποιητική λύση στη διοχέτευση της ροής λυμάτων στην αυλή της εξοχικής οικίας του Αιμίλιου Λεμονάρη, δικηγόρου και κατοίκου της περιοχής. Παρουσιάζεται από το κυανούν 74, ότι ο Α. Λεμονάρης ήγειρε την υπ΄ αρ. 2458/06 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για αποζημιώσεις για βλάβες και ζημιές που προκλήθηκαν στην οικία του λόγω ροής λυμάτων.  Το ιστορικό αποκαλύπτει ότι το πρόβλημα προϋπήρχε και ήταν υπαρκτό, όπως παρουσιάζεται από τη συνημμένη έκθεση του γραμματέα των καθ΄ ων προς το δικηγόρο αυτών ημερ. 2.10.06, (μέρος του κυανούν 70-71), στον οποίο και είχε ανατεθεί η υπεράσπιση της αγωγής, όπου και καταγράφεται ότι η παροχή της κατοικίας Λεμονάρη είναι χαμηλότερη από το συγκεντρωτικό λάκκο λυμάτων, με αποτέλεσμα όταν δημιουργείται κάποια βλάβη να υπάρχει ροή λυμάτων.  Στην επιστολή αυτή, η οποία κοινοποιείται και στον Έπαρχο Λευκωσίας, αναφέρεται ότι οι καθ΄ ων είχαν και προηγουμένως προσπαθήσει να εξασφαλίσει συγκατάθεση από τον αιτητή, που είναι ιδιοκτήτης του παρακείμενου της οικίας Λεμονάρη τεμαχίου, με σκοπό να καταργηθεί ο συγκεντρωτικός λάκκος λυμάτων επεκτείνοντας  το αποχετευτικό σύστημα με την τοποθέτηση αγωγών στα πιο πάνω τεμάχια ώστε τα λύματα να ρέουν με φυσική ροή.  Αυτή ήταν μια από τις λύσεις που είχε προτείνει το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, όπως παρουσιάζεται και στο κυανούν 69, αλλά και τα κυανά 74 και 80.  Στο τελευταίο κυανούν, το οποίο είναι επιστολή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων προς τον Έπαρχο Λευκωσίας, αναφέρεται ότι η διαζευκτική λύση που κατά καιρούς είχε προτείνει το Τμήμα, του ενδεχόμενου, δηλαδή, τοποθέτησης αγωγού μεταφοράς των λυμάτων κατά μήκος της κοίτης του ποταμού που βρίσκεται βοριοδυτικά,  ώστε τα λύματα να διοχετεύονται με βαρύτητα στο μόνιμο αγωγό για επίλυση του προβλήματος, φαινόταν αδύνατη λόγω μορφολογίας και τοπογραφίας του εδάφους, ενώ τέτοια τοποθέτηση αγωγού θα έπρεπε αναγκαστικά να περάσει διά μέσου πολλών ιδιωτικών τεμαχίων με αποτέλεσμα να προκληθούν περισσότερες αντιδράσεις και προβλήματα, από αυτά που η λύση θα προσπαθούσε να αντιμετωπίσει. 

 

Από τα πιο πάνω φανερώνεται ότι οι καθ΄ ων δεν ενήργησαν αυθαίρετα, ούτε προς ικανοποίηση ενός γειτονικού ιδιοκτήτη δηλαδή του Α. Λεμονάρη, χρησιμοποιώντας έτσι την τοποθέτηση του αγωγού διά μέσου του τεμαχίου του αιτητή για αλλότριους και παράνομους σκοπούς.  Όπως ορθά ανέφερε στη γραπτή του αγόρευση ο δικηγόρος των καθ΄ ων, υπήρχαν διάφορες λύσεις εκ των οποίων έπρεπε να επιλεγεί μια συγκεκριμένη, της προσβαλλόμενης πράξης θεωρουμένης ως της καταλληλότερης.  Παρατηρείται δε από το διοικητικό φάκελο, κυανά 89-90 και 91-92, ότι και το τεμάχιο του Α. Λεμονάρη επηρεάστηκε εφόσον ο αγωγός θα περνούσε διά μέσου και του δικού του τεμαχίου σε βάθος ενός μέτρου, προς τούτο δε ο           Α. Λεμονάρης έδωσε τη συγκατάθεση του.

 

Είναι γνωστό νομολογιακά ότι τεχνικά θέματα δεν ελέγχονται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεδομένου ότι τέτοια ζητήματα εμπίπτουν στην αποκλειστική σφαίρα της διοίκησης και ελέγχονται μόνο σε περίπτωση ύπαρξης κακοπιστίας ή εμφανούς παράβασης νόμου.  (δέστε Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 389, Pamela Edward Storey ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3878, ημερ. 14.2.08 και Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2007) 3 Α.Α.Δ. 543).  Ακριβώς η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί επιλογή κατ΄  απόφαση των καθ΄ ων μιας από τις διαζευκτικές λύσεις που είχαν προταθεί από τους τεχνικούς του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων προς τους οποίους και απευθύνθηκαν οι ίδιοι οι καθ΄ ων, οι οποίοι ως αποκαλύπτει και το κυανούν 80, είχαν εξετάσει το ζήτημα με λειτουργό του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων στην παρουσία  δικού τους τεχνικού.

 

Χωρίς έρεισμα είναι και η θέση ότι οι καθ΄ ων δεν μπορούσαν να λάβουν την απόφαση ενόψει προηγούμενης άλλης απόφασης τους.  Όταν στη γραπτή αγόρευση του αιτητή γίνεται λόγος για δύο εναλλακτικές λύσεις και οι δύο καλύτερες για τον αιτητή, η πρώτη ήταν η απομάκρυνση των λυμάτων μέσω παρακείμενων χωραφιών και η δεύτερη αφορούσε την κατασκευή δεύτερου φρεατίου με την τοποθέτηση δεύτερης αντλίας.  Οι λύσεις αυτές ήταν οι προταθείσες πιο πάνω από το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, αλλά υπήρχε μεν η δυσκολία του επηρεασμού πολλών άλλων ιδιοκτητών όσον αφορά την πρώτη, για δε τη δεύτερη υπήρξε άρνηση από τον Α. Λεμονάρη.  Αλλά υπήρχε και άλλη διαζευκτική λύση που καταγράφεται στην επιστολή των καθ΄ ων ημερ. 2.10.06, όπου φαίνεται ότι η προσπάθεια να εξασφαλιστεί συγκατάθεση και του ιδίου του αιτητή, έτυχε παρόμοιας άρνησης.

 

Όπως αποκαλύπτεται από τα σχετικά πρακτικά της συνεδρίας των καθ΄ ων ημερ. 31.5.07, η λύση να τοποθετηθεί ο αγωγός επί του συνόρου του τεμαχίου του αιτητή, καθώς και του Α. Λεμονάρη, είχε προταθεί από το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων από  τις  14.3.06,  (κυανούν αρ. 61) (σχετικά  είναι  τα  κυανά  αρ. 53-55 του Τεκμ. «Α»), αλλά δεν είχε υλοποιηθεί από το προηγούμενο Συμβούλιο των καθ΄ ων το οποίο ήταν εξ ολοκλήρου υπεύθυνο για την υλοποίηση του.  Επανήλθε το ζήτημα στις 13.12.06, σε επιτόπια εξέταση από το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων.  Είχε βεβαίως προηγηθεί η έγερση της αγωγής από τον Α. Λεμονάρη.  Το θέμα είχε συζητηθεί κατ΄ επανάληψη και παρέμενε άλυτο.  Οι καθ΄ ων έλαβαν την απόφαση ως όφειλαν καθηκόντως για να επιλύσουν το θέμα.  Δεν καταγράφεται πουθενά στο φάκελο ούτε και έχει υποδειχθεί οτιδήποτε από τον αιτητή ότι το προηγούμενο Συμβούλιο των καθ΄ων επέλεξε συνειδητά να μην περάσει τον αγωγό κατά μήκος των συνόρων του αιτητή, ως μη ορθή ή λανθασμένη ή μη κατάλληλη λύση ενόψει άλλων προσφορότερων λύσεων.  Αντίθετα, προκύπτει από το κυανούν 53, αλλά και το κυανούν 58, ότι το προηγούμενο Συμβούλιο προσπάθησε να βρει λύσεις αποτεινόμενο στις πιθανές αρμόδιες υπηρεσίας, το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων και το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Επομένως, οι καθ΄ ων εύλογα έκριναν ότι ήταν ώρα να επιλύσουν το ζήτημα με τον τρόπο που αποφάσισαν στηριζόμενοι και στις υποδείξεις του Τμήματος Υδάτων.  Εντελώς ανεδαφική στο ζήτημα αυτό είναι και η θέση ότι επειδή άλλαξε η σύνθεση των καθ΄ ων μετά τις εκλογές, αυτοί ενήργησαν εκδικητικά έναντι του αιτητή.  Ποσώς δεν τεκμηριώνεται η θέση αυτή ενόψει των όσων καταγράφονται διεξοδικά στο διοικητικό φάκελο.

 

Ούτε ορθή είναι η θέση ότι οι καθ΄ ων δεν εισάκουσαν την ένσταση του αιτητή.  Τα κυανά 107-108, δείχνουν ότι ο αιτητής, μέσω του δικηγόρου του, εξέφρασε την αντίθεση του στη διέλευση του αγωγού από τα σύνορα του τεμαχίου του και αυτή η ένσταση (κυανούν 97-96 - επιστολή του δικηγόρου ημερ. 13.7.07 -  πρόκειται για την ένσταση που αναφέρεται στην παρ. 4 της αίτησης),  ρητά μνημονεύθηκε στη σχετική επιστολή των καθ΄ ων προς τον Έπαρχο ημερ. 19.7.07 (κυανούν 108), αλλά προφανώς οι καθ΄ ων δεν συμφώνησαν με το περιεχόμενο της, γι΄αυτό και ζήτησαν  τη συγκατάθεση του Επάρχου.  Επομένως δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι η ένσταση του αιτητή δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη, ούτε κάτι τέτοιο απορρέει από το γεγονός και μόνο ότι δεν απαντήθηκε.   Ούτε ευσταθεί η θέση ότι δεν του δόθηκε το δικαίωμα να ακουστεί πριν τη λήψη της απόφασης.  Του δόθηκε το δικαίωμα με την παροχή προειδοποίησης 14 ημερών με βάση το άρθρο 20 του Νόμου αρ. 1/1971, καθώς και από προηγούμενες προσπάθειες των καθ΄ ων να λάβουν τη συγκατάθεση του αιτητή, ο οποίος είχε πάντοτε τη δυνατότητα να διατυπώνει τις απόψεις του και να μη δίδει τη συγκατάθεση του, όπως ακριβώς έπραξε. 

 

Όσον αφορά το αναιτιολόγητο της απόφασης, η αιτίαση αυτή δεν είναι ορθή ενόψει του ότι σύμφωνα με τις γενικές αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 29 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, η αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο.  (δέστε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Είναι μόνο κενά που δεν μπορούν να συμπληρώνονται από το φάκελο όταν η αιτιολογία δεν εμφαίνεται ρητά στο σώμα της ληφθείσας απόφασης. (δέστε Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134 και Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385).  Αυτό διότι το Δικαστήριο, όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, δεν έχει ως έργο την πρωτογενή αξιολόγηση στοιχείων της διοίκησης γι΄ αυτό και δεν επιτρέπεται η αναπλήρωση της αιτιολογίας όταν αυτή ελλείπει παντελώς από την προσβαλλόμενη πράξη.  Εδώ όμως η υπό κρίση επιστολή ημερ. 20.7.07, (κυανούν αρ. 110 στο διοικητικό φάκελο Τεκμ. «Α»), συγκεκριμενοποιεί ότι ο Έπαρχος έδωσε τη συγκατάθεση του για την εγκατάσταση του αγωγού, ενώ γίνεται αναφορά στην προηγούμενη επιστολή των καθ΄ ων ημερ. 26.6.07.  Αυτή η τελευταία επιστολή (κυανούν 105), εμπεριέχει πλήρη στοιχεία για την ανάγκη διέλευσης του αγωγού διά μέσου του τεμαχίου του αιτητή με αναφορά σε συνημμένο κτηματολογικό σχέδιο και με πρόσθετη επίκληση ότι,  σε περίπτωση που ο αιτητής δεν θα συγκατατίθετο, θα αναζητείτο  από τον Έπαρχο η νομοθετικά επιτρεπόμενη συναίνεση του για την εκτέλεση του έργου.  Από μια άποψη, η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί απλώς την τελείωση της πρόθεσης της διοίκησης να περάσει αγωγό μέσα από το τεμάχιο του αιτητή, λαμβάνοντας την προς τούτο συγκατάθεση του Επάρχου, στη βάση των νομιμοποιητικών στοιχείων που αναφέρονταν ως αιτιολογία στην προηγηθείσα επιστολή ημερ. 26.6.07.

 

 Επομένως, η αιτιολογία εδώ εμφαίνετο στην ίδια την προσβαλλόμενη πράξη, αναφερόταν ρητά στον τίτλο της επιστολής ότι πρόκειτο για εγκατάσταση κεντρικού αγωγού αποχετεύσεων διά μέσου ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ενώ το ίδιο το κείμενο της επιστολής παρέπεμπε σε άλλα στοιχεία και αλληλογραφία εντός του διοικητικού φακέλου.  Η αιτιολογία λοιπόν ήταν εμφανής από την ίδια την επιστολή, αλλά και ως συνοδευτική της απόφασης από το φάκελο (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307), δυνάμενη να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου. (Σολωμού ν. Αρχηγού Αστυνομίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 279).  Άλλωστε, ο ίδιος ο αιτητής πολύ καλά γνώριζε το λόγο εφόσον του είχε γνωστοποιηθεί η πρόταση των καθ΄ ων για διέλευση του αγωγού από το τεμάχιο του, για την οποία πρόθεση καταχώρησε ένσταση.  (δέστε Σταύρος Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 609/07, ημερ. 15.5.08).

 

 Όσον αφορά, την κατ΄ ισχυρισμόν σύγκρουση του άρθρου 20 του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου Αρ. 1/1971, ως τροποποιήθηκε, με το Άρθρο 23 του Συντάγματος, αυτό, παρά το ότι αναφέρεται ρητά στην αίτηση στο σημείο 5 και όπως προαναφέρθηκε θα πρέπει να τύχει εξέτασης, εν τούτοις στη γραπτή αγόρευση του αιτητή δεν γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη εισήγηση ως προς το λόγο που το άρθρο 20 θεωρείται ότι παραβιάζει το Σύνταγμα.  Γίνεται μόνο επίκληση του κατ΄ ισχυρισμόν αναιτιολόγητου της απόφασης, αλλά και της κατ΄ ισχυρισμόν εξυπηρέτησης συγκεκριμένου γειτονικού ακινήτου, θέματα ασύνδετα με τυχόν αντισυνταγματικότητα και ανωτέρω επιλυθέντα.

 

 Είναι σαφές, όμως, εν πάση περιπτώσει ότι το άρθρο 20 του Νόμου αρ. 1/1971, δίνει στην περίπτωση, μεταξύ άλλων, της τοποθέτησης σωληνώσεων ή της κατασκευής υπογείου αύλακος, τη δυνατότητα στο Κοινοτικό Συμβούλιο ενεργώντας ως Συμβούλιο Αποχετεύσεων, να ζητήσει τη συναίνεση του Επάρχου αφού προηγουμένως δώσει 14ήμερη προειδοποίηση στον ιδιοκτήτη του τεμαχίου για να δώσει τη συγκατάθεση του στο προτεινόμενο έργο.  Όπως αναφέρεται στο άρθρο, η συναίνεση του Επάρχου συνιστά επαρκή εξουσιοδότηση για την εκτέλεση του έργου, σύμφωνα με τυχόν όρους που  αυτός ήθελε επιβάλει, ενώ οι καθ΄ ων, ως Συμβούλιο Αποχετεύσεων, θα πρέπει να καταβάλουν δίκαιη αποζημίωση στον ιδιοκτήτη που αν δεν ήθελε συμφωνηθεί θα τύχει καθορισμού από αρμόδιο Δικαστήριο. 

 

Το Άρθρο 23 του Συντάγματος προβλέπει ότι μπορούν να τεθούν περιορισμοί δυνάμει νόμου σε οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία και η διέλευση ενός αγωγού αποτελεί τέτοιο περιορισμό που δεν αντίκειται στο Σύνταγμα.  Σαφώς πρόκειται για απλό περιορισμό και όχι ολική στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας.  Δύναται να επιβληθεί για σκοπούς δημόσιας ωφελείας και χρήσης της ιδιοκτησίας προς προαγωγή τέτοιου σκοπού, κατά το εδάφιο 3 του Άρθρου.  Αν δε η δέσμευση ή περιορισμός ή όρος μειώνει «ουσιωδώς» την οικονομική αξία της ιδιοκτησίας, καταβάλλεται το ταχύτερο δίκαιη αποζημίωση.  Αυτή την έννοια έχει και η προαναφερθείσα επιφύλαξη του άρθρου 20 του Νόμου αρ. 1/1971.  Δεν πρόκειται εδώ για περίπτωση που ο όρος ή περιορισμός προϋποθέτει στην ουσία την απαλλοτρίωση του ακινήτου για να επιτευχθεί ο σκοπός της ανάπτυξης, όπως όρος για δημιουργία σχολείου (Ata Leza Ltd v. Δημοκρτίας, υπόθ. αρ. 34/97, ημερ. 11.8.2000, Μαρούλλα Σοφοκλή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1141/03, ημερ. 15.4.05, Σάββας Ανδρέα Ηλία ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1921/08, ημερ. 30.10.09) ή κατασκευή αντιλιοστασίου (Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 821).

 

Ο αιτητής εγείρει, κατά παρέκκλιση του Καν. 7, και ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας με την αποστέρηση σ΄ αυτόν δικαιώματος που δόθηκε σ΄ άλλους.  Δεν νομιμοποιείται να εγείρει τέτοιο θέμα, το οποίο εν πάση περιπτώσει είναι εντελώς ατεκμηρίωτο και λανθασμένα συσχετίζεται με το προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης, το οποίο απαντήθηκε προηγουμένως στο σκεπτικό.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το                Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                Στ. Ναθαναήλ,

                                            Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο