ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1299/2008)

 

 

18 Νοεμβρίου, 2009

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

A.P.P. PLASTICS LTD.,

 

Αιτητές,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

ΤΜΗΜΑ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ & ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Σπ. Χριστοδούλου, για τους Αιτητές.

 

Λ. Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

Χρ. Θεοδούλου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 29/12/2005 και αφού καταβλήθηκαν τα σχετικά τέλη, οι καθ'ων η αίτηση έκδωσαν στους αιτητές, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 17 του περί της Νομικής Προστασίας των Βιομηχανικών Σχεδίων και Υποδειγμάτων Νόμου (Ν. 4(Ι)/2002), το Πιστοποιητικό Καταχώρισης Βιομηχανικού Σχεδίου και Υποδείγματος με αρ. ΒΣΥ CY0095. Το εν λόγω πιστοποιητικό εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης με αριθμό ΒΣΥ 05/047, που οι αιτητές καταχώρισαν στο τμήμα των καθ'ων η αίτηση στις 30/11/2005 με προσδιορισμό αντικειμένου «Πλαστικό Κιβώτιο Διακλάδωσης Αγωγών για Χρήση στην Ηλεκτρική Καλωδίωση και Παρόμοιας Φύσης Εργασίες». Στοιχεία της συγκεκριμένης αίτησης δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 5/4/2006.

 

Στις 20/6/2007 και στα πλαίσια παρόμοιας αίτησης (Αίτηση ΒΣΥ 07/005) που καταχωρήθηκε από το ενδιαφερόμενο μέρος (Elysee Αρδεύσεις Λτδ.) στις 7/3/2007 με τον ίδιο ακριβώς προσδιορισμό αντικειμένου με αυτό των αιτητών, οι καθ'ων η αίτηση, δυνάμει των ίδιων προνοιών του Ν. 4(Ι)/2002, δυνάμει των οποίων είχαν εκδώσει το πιστοποιητικό στους αιτητές, έκδωσαν παρόμοιο πιστοποιητικό στο ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο έφερε το διακριτικό αριθμό ΒΣΥ CΥ0142.

 

Στις 30/7/2008 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή με την οποία οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

 

"Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση των καθ'ων η Αίτηση ημερ. 20/6/2007, που μέχρι σήμερα δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με την οποία ενέγραψαν, εξέδωσαν και κατοχύρωσαν πιστοποιητικό βιομηχανικού σχεδίου και υποδείγματος με αριθμό ΒΣΥ 0142, στο Ενδιαφερόμενο Μέρος και/ή οποιονδήποτε τούτων, είναι εξ υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, και θα έπρεπε να απορριφθεί και/ή ακυρωθεί."

 

 

Οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η ακύρωση της επίδικης απόφασης είναι συνοπτικά οι πιο κάτω:

 

       (α) Η επίδικη απόφαση αντίκειται προς τις πρόνοιες του Ν. 4(Ι)/2002 και ειδικότερα αυτές των άρθρων 4, 18, 21, 22, 23 και 24 του εν λόγω Νόμου.

 

       (β) Η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και/ή είναι αναιτιολόγητη και/ή είναι το προϊόν ανεπαρκούς έρευνας.

 

       (γ) Η επίδικη απόφαση αντίκειται προς τις αρχές της ισότητας και/ή της ίσης μεταχείρισης και/ή συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος των αιτητών και/ή παραβιάζει τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και της χρηστής διοίκησης.

 

Οι καθ'ων η αίτηση με την ένσταση τους εγείρουν δύο προδικαστικές ενστάσεις: Πρώτον, ότι η επίδικη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη ιδιωτικού δικαίου μη δυνάμενη να προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης και δεύτερο, ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Επί της ουσίας της προσφυγής η θέση των καθ'ων η αίτηση είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή.

 

Προχωρώ να εξετάσω πρώτα τις προδικαστικές ενστάσεις.

 

       (α) Η επίδικη πράξη είναι πράξη ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής.

 

Κεντρικούς άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται οι επί του προκειμένου θέσεις των αιτητών συνιστούν βασικά οι πρόνοιες των άρθρων 17(1) και (3), όπως και αυτές του άρθρου 22 του περί Νομικής Προστασίας των Βιομηχανικών Σχεδίων και Υποδειγμάτων Ν. 4(Ι)/2002 (ο Νόμος). Τις παραθέτω αυτούσιες στο βαθμό και την έκταση που μας αφορούν:

 

"17.-(1) Αν η αίτηση καταχωρήσεως σχεδίου ή υποδείγματος είναι από τυπικής πλευράς κανονική και πλήρης, σύμφωνα με τα εδάφια (5) και (6) του άρθρου 14, ο Έφορος χορηγεί, το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως, πιστοποιητικό καταχωρήσεως σχεδίου ή υποδείγματος, χωρίς προηγούμενο έλεγχο των όρων των άρθρων 4 και 5, με ευθύνη του καταθέτη.

 

(2) .....................

 

(3) Στοιχεία της αιτήσεως για καταχώρηση σχεδίου ή υποδείγματος για το οποίο χορηγήθηκε από τον Έφορο πιστοποιητικό καταχωρήσεως, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Για τη δημοσίευση καταβάλλεται στον Έφορο τέλος δημοσιεύσεως, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 26.

 

(4) ................"

 

 

"22.-(1) Ο δημιουργός σχεδίου ή υποδείγματος δύναται, εφόσον τρίτος κατέθεσε χωρίς τη συγκατάθεση του αίτηση για καταχώρηση σχεδίου ή υποδείγματος η οποία αφορά το σχέδιο ή υπόδειγμα του ή ουσιώδη στοιχεία του, να απαιτήσει με αγωγή του κατά του τρίτου ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου την αναγνώριση σε αυτόν των δικαιωμάτων που απορρέουν από την αίτηση, ή, εάν έχει χορηγηθεί πιστοποιητικό καταχωρήσεως των δικαιωμάτων που απορρέουν από το πιστοποιητικό.

 

(2) .........................

 

(3) Περίληψη της τελεσίδικης αποφάσεως, η οποία δέχεται την παραπάνω αγωγή, καταχωρείται στο Μητρώο.

 

(4) Από την ημερομηνία καταχωρήσεως της κατά το εδάφιο (3) περιλήψεως, θεωρούνται άκυρες οι άδειες εκμεταλλεύσεως και κάθε άλλο δικαίωμα, το οποίο έχει παραχωρηθεί επί του σχεδίου ή υποδείγματος από τον αποτυχόντα διάδικο στη δυνάμει του εδαφίου (1) αγωγή. Ο αποτυχών διάδικος και τρίτοι, εφόσον καλόπιστα εκμεταλλεύονται το σχέδιο ή υπόδειγμα ή έχουν προβεί στις αναγκαίες προετοιμασίες για την εκμετάλλευσή του, δύνανται να ζητήσουν από τον αναγνωρισθέντα δικαιούχο την παραχώρηση, έναντι αποζημιώσεως, μη αποκλειστικής άδειας εκμεταλλεύσεως για εύλογο χρονικό διάστημα. Σε περίπτωση διαφωνίας των μερών οι όροι κανονίζονται από το αρμόδιο δικαστήριο."

 

 

Η υπό στοιχείο (α) προδικαστική ένσταση είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Το κατά πόσο μια διοικητική απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού ή του δημοσίου δικαίου, έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης σε πληθώρα υποθέσεων. Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη σχετική επί του θέματος νομολογία είναι πως το πεδίο του δημόσιου δικαίου διακρίνεται από το ιδιωτικό δίκαιο ανάλογα με το σκοπό στον οποίο η νομοθεσία αποβλέπει και το ενδιαφέρον του κοινού στη συγκεκριμένη λειτουργία (Tamasos Tabacco Supplies & Co. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 407). Αν ο πρωταρχικός σκοπός της απόφασης είναι δημόσιου συμφέροντος, τότε η απόφαση εμπίπτει στον τομέα του δημόσιου δικαίου. Αν όμως κύριος σκοπός της είναι ο καθορισμός αστικών δικαιωμάτων των πολιτών, τότε εμπίπτει στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. (Βλ. Antoniou and others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623 και την εκεί νομολογία που η απόφαση παραπέμπει). Έχει λεχθεί πως το κριτήριο δεν είναι κατά πόσο η νομοθεσία σύμφωνα με την οποία η επίδικη απόφαση λήφθηκε εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό, αλλά κατά πόσο η συγκεκριμένη απόφαση εξυπηρετεί ένα τέτοιο σκοπό. (Hellenic Bank Ltd. v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 481-486). Το γεγονός ότι μια απόφαση που λήφθηκε από όργανο ή αρχή κρίθηκε σαν απόφαση που εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, δεν εξυπακούει κατ' ανάγκη ότι και μια άλλη απόφαση που λήφθηκε από το ίδιο όργανο ή αρχή πάνω σε διαφορετική περιοχή διοικητικής δράσης εμπίπτει στην ίδια σφαίρα δικαίου. Αποφάσεις που λήφθηκαν από την ίδια αρχή ή όργανο μπορεί να εμπίπτουν είτε στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου και επομένως να υπόκεινται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και να μην υπόκεινται σε αναθεώρηση. Εξαρτάται από το σκοπό που η συγκεκριμένη απόφαση τείνει να εξυπηρετήσει. Για μια ενδελεχή και ενδιαφέρουσα συζήτηση επί του συγκεκριμένου θέματος παραπέμπω στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 169/2006, Altan Salih Niazi v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ημερομηνίας 14/4/2009.

 

Επανερχόμενος στην υπό κρίση περίπτωση παρατηρώ τα πιο κάτω:

 

 Αυτά που προκύπτουν από τις πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων του Νόμου, είναι ουσιαστικά τα εξής:

 

(α) Η ευθύνη για την κατάθεση της αίτησης για καταχώριση σχεδίου ή υποδείγματος βαρύνει αποκλειστικά τον καταθέτη. Το καθήκον του Εφόρου Εταιρειών περιορίζεται αποκλειστικά στον έλεγχο κατά πόσο η αίτηση από τυπικής πλευράς είναι κανονική και πλήρης και τα νενομισμένα τέλη έχουν καταβληθεί, (άρθρα 14(5) και (6)(α) του Νόμου). Εφόσον ο Έφορος ικανοποιηθεί επί τούτου, δεν έχει άλλη επιλογή από του να εγγράψει την αίτηση. Δεν υπέχει υποχρέωση να ελέγξει κατά πόσο πρόκειται για νέο σχέδιο ή αν το σχέδιο παρουσιάζει ατομικότητα (άρθρο 4 του Νόμου). Μόνο στην περίπτωση που ο Έφορος αρνηθεί να καταχωρίσει την αίτηση γιατί η αίτηση δεν είναι πλήρης μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία που θέτει για το σκοπό αυτό το άρθρο 14 του Νόμου, ο Έφορος υποχρεούται να αιτιολογήσει την άρνησή του (άρθρο 14(6)(β) του Νόμου) και σε καμιά άλλη περίπτωση.

 

       (β) Ο Νόμος προνοεί για επίλυση της οποιασδήποτε διαφοράς που εγείρεται με αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο. Αν και ο Νόμος δεν καθορίζει ποιο είναι «το αρμόδιο δικαστήριο», αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από το Επαρχιακό Δικαστήριο το οποίο έχει αρμοδιότητα να εκδικάσει τη διαφορά. Και η ακύρωση των οποιωνδήποτε δικαιωμάτων έχουν αποκτηθεί και παραχωρηθεί επί του σχεδίου ή υποδείγματος από τον αποτυχόντα στην αγωγή διάδικο, επιτυγχάνεται μόνο με την καταχώριση της περίληψης της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στο Μητρώο του Εφόρου και με κανένα άλλο τρόπο. Ακόμα και στην περίπτωση αποτυχόντα μεν πλην όμως καλόπιστου διάδικου, η εξουσία για διακανονισμό των οποιωνδήποτε δικαιωμάτων που ο εν λόγω διάδικος απέκτησε από την καλόπιστη χρήση του σχεδίου ή υποδείγματος, παρέχεται στο δικαστήριο που εκδίκασε την αγωγή.

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω αμέσως πιο πάνω, αποφαίνομαι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και συνεπώς δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του παρόντος Δικαστηρίου με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου θα προχωρήσω να εξετάσω και τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, έτσι ώστε, σε περίπτωση που ήθελε επικρατήσει διαφορετική άποψη, να υπάρχει καταγραμμένη η θέση του Δικαστηρίου και επί της δεύτερης προδικαστικής ένστασης.

 

Η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση φέρνει στο προσκήνιο τις πρόνοιες του άρθρου 146.3 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τις εν λόγω πρόνοιες η προθεσμία μέσα στην οποία θα πρέπει να ασκηθεί μια προσφυγή είναι                 75 μέρες από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης ή της πράξης, ή σε περίπτωση που η απόφαση ή η πράξη δεν είναι δημοσιευτέα, από την ημέρα που η πράξη ή η απόφαση περιήλθε σε πλήρη γνώση του αιτητή.  Άσκηση προσφυγής είτε πριν την έναρξη της εν λόγω προθεσμίας είτε μετά την εκπνοή της είναι καταδικασμένη σε απόρριψη ως απαράδεκτης. Στην πρώτη περίπτωση ως πρόωρης γιατί στερείται αντικειμένου δεκτικού προσβολής και στη δεύτερη ως εκπρόθεσμης.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση ο Νόμος δεν προνοεί για δημοσίευση της χορήγησης πιστοποιητικού καταχώρισης που χορηγήθηκε στα πλαίσια σχετικής αίτησης. Το άρθρο 17(3) του Νόμου προνοεί μεν για δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα, η σχετική πρόνοια όμως αφορά στοιχεία της αίτησης για καταχώριση σχεδίου ή υποδείγματος για το οποίο έχει χορηγηθεί πιστοποιητικό καταχώρισης και όχι αυτής ταύτης της χορήγησης του πιστοποιητικού. Επομένως, στην υπό κρίση περίπτωση η προθεσμία των            75 ημερών που προνοείται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος αρχίζει από την ημέρα που η χορήγηση του πιστοποιητικού καταχώρισης στους καθ'ων η αίτηση περιήλθε σε πλήρη γνώση των αιτητών. Στην προκείμενη περίπτωση η επίδικη απόφαση/πράξη περιήλθε σε πλήρη γνώση των αιτητών, εξ' ου και καταχώρισαν αγωγή εναντίον των καθ'ων η αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Η ακριβής ημερομηνία που περιήλθε σε γνώση τους η επίδικη απόφαση/πράξη δεν έχει αποκαλυφθεί στο Δικαστήριο. Δοθέντος όμως ότι η αγωγή καταχωρήθηκε το 2007, η επίδικη απόφαση/πράξη θα πρέπει να είχε περιέλθει σε γνώση των αιτητών πριν την καταχώριση της αγωγής, εν πάση περιπτώσει εντός του ιδίου έτους, δηλαδή εντός του 2007. Επομένως, η παρούσα προσφυγή, εφόσον καταχωρήθηκε τον Ιούλιο του 2008, δηλαδή επτά περίπου μήνες μετά την εκπνοή του 2007, δεν μπορεί παρά να είναι εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη.

 

Αν πάλι θεωρήσουμε ότι με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 17(3) η επίδικη πράξη/απόφαση είναι δημοσιευτέα και πάλι η προσφυγή είναι καταδικασμένη σε απόρριψη γιατί σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορεί παρά να είναι πρόωρη. Θα πρέπει να πω πως, παρά το γεγονός ότι και οι δύο συνήγοροι όταν ρωτήθηκαν από το Δικαστήριο δήλωσαν ότι δεν είχαν ακόμα δημοσιευθεί στοιχεία της αίτησης που οι καθ'ων η αίτηση καταχώρισαν, από το διοικητικό φάκελο προκύπτει το αντίθετο. Στοιχεία της αίτησης δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 8/7/2009, δηλαδή περίπου ένα χρόνο μετά την καταχώριση της προσφυγής και μετά τις γραπτές αγορεύσεις των εμπλεκόμενων πλευρών, πριν όμως την απαντητική αγόρευση των αιτητών. Προφανώς το γεγονός της εν λόγω δημοσίευσης διέφυγε των δύο συνηγόρων.

 

 

 

 

 

 

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, και οι δύο προδικαστικές ενστάσεις των καθ'ων η αίτηση επιτυγχάνουν. Σαν αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίπτεται ως μη παραδεκτή, με έξοδα €1.200 υπέρ των καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

                                                                        Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

            Δ.

 

 

           

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο