ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 776/2008)
20 Οκτωβρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
AL RYBEYI FERID,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Κρ. Παπαλοΐζου, για τον Αιτητή.
Β. Χριστοφόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι καθ΄ ων απέρριψαν στις 14.2.08 την ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλε ο αιτητής, Ιρακινός υπήκοος, εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 20.3.07, στο αίτημα του για την παραχώρηση του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα.
Στις 27.8.03, ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση ασύλου στο σχετικό έντυπο που περιελάμβανε και προσωπικά στοιχεία, κλήθηκε δε σε συνέντευξη από την Υπηρεσία Ασύλου στις 20.7.04, συνέντευξη η οποία διήρκεσε επτά ώρες και διεξήχθηκε στις 22.7.04, στην παρουσία μεταφραστή. Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε απορριπτική εισήγηση στις 8.2.07, η οποία έγινε δεκτή από τον προϊστάμενο ο οποίος και αποφάσισε την απόρριψη της αιτήσεως την ίδια ημερομηνία. Καταχωρήθηκε στη συνέχεια ιεραρχική προσφυγή, η οποία εξετάστηκε από τους καθ΄ ων στις 13.2.08, οι δε καθ΄ ων εξέδωσαν την προσβαλλόμενη πράξη την επόμενη ημέρα συμφωνώντας με την Υπηρεσία Ασύλου ότι υπήρξαν αρκετά σημεία στη συνέντευξη του αιτητή που δημιουργούσαν εύλογα ερωτηματικά ως προς την πραγματική καταγωγή του, τους πραγματικούς λόγους για την υποβολή της αίτησης ασύλου και ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία τον οποιοδήποτε φόβο δίωξης του στη χώρα του.
Συγκεκριμένα, ο αιτητής με βάση τη θέση του μεταφραστή κατά τη συνέντευξη, δεν είχε Ιρακινή προφορά, ως θα έπρεπε, εφόσον ο ίδιος ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η μητρική του γλώσσα ήταν τα Αραβικά και τα Ιρακινά. Αυτό επιβεβαιωνόταν και από το γεγονός ότι κατά την παράνομη είσοδο του στη Δημοκρατία έδωσε κατάθεση στην Τούρκικη γλώσσα και όχι στην Αραβική, την οποία φαινόταν να μη μιλά τόσο καλά, με βάση και πληροφορίες που λήφθηκαν από την Κ.Υ.Π. στις 7.1.04. Περαιτέρω, ενώ ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη Βαγδάτη τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2003, πριν οι Αμερικάνοι εισέλθουν στη χώρα, η επίσημη πληροφόρηση στοιχειοθετεί εισβολή στη Βαγδάτη από τους Αμερικανούς στις 9.4.03, πριν δηλαδή ο αιτητής εγκαταλείψει τη χώρα. Αντίφαση παρουσιάστηκε επίσης από τον αιτητή ως προς τις συνθήκες θανάτου του πατέρα του, ενόψει του ότι ενώ ισχυρίστηκε ότι κατά τη διάρκεια της αναχώρησης του από τη χώρα ο πατέρας του σκοτώθηκε μετά από πυροβολισμούς, πριν την είσοδο τους στην πόλη Al Hales, σε άλλη περίπτωση είχε αναφέρει ότι είχε αφήσει τον πατέρα του σε τέμενος στην πόλη Al Hales, ενώ ακόμη σε άλλο στάδιο της συνέντευξης ανέφερε ότι ο πατέρας του απεβίωσε όταν ακόμη κατοικούσαν στη Βαγδάτη.
Περαιτέρω, ενώ ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν για τις μυστικές υπηρεσίες του Ιράκ, ανέφερε ότι δεν είχε καμία θέση στην υπηρεσία αυτή και αντίθετα με τον ισχυρισμό του ότι το αρχηγείο των μυστικών υπηρεσιών βρισκόταν στην περιοχή Baladiyat, οι επίσημες πληροφορίες τοποθετούν το αρχηγείο στην περιοχή Mansour. Έδωσε επίσης λανθασμένες πληροφορίες όσον αφορά τον υπεύθυνο της υπηρεσίας που ο ίδιος ανέφερε ότι ήταν ο γιος του Saddam Hussein, ενώ ήταν διαδοχικά, άλλα πρόσωπα. Δεν γνώριζε επίσης τον υπεύθυνο του τμήματος, αναφέροντας λανθασμένο όνομα, ούτε και το όνομα του βοηθού του υπευθύνου. Και ενώ η δομή των μυστικών υπηρεσιών αποτελείται από 28 συνολικά τμήματα, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι αποτελείτο μόνο από ένα τμήμα. Πρόσθετα, δεν γνώριζε την ιδεολογία του κυβερνώντος κόμματος κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του Saddam Hussein, ενώ λανθασμένα ισχυρίστηκε ότι η σημαία του κόμματος ήταν η ίδια με αυτή της χώρας. Ανέφερε, επίσης, ότι είχε συλληφθεί και κρατηθεί για περίοδο έξι μηνών προς τα τέλη του 1997, ενώ στην αίτηση του για άσυλο ισχυρίστηκε το αντίθετο. Επίσης ότι ως μέλος των μυστικών υπηρεσιών είχε δολοφονήσει κάποιο το 1993 και ότι εκτέλεσε μαζί με άλλους 36 Ιρανούς κρατούμενους, παρά το ότι είχε ισχυριστεί στην αρχή της συνέντευξης του ότι κατά την περίοδο του 1993, που είχε σκοτώσει τους προαναφερθέντες, δεν εργαζόταν στις μυστικές υπηρεσίες στις οποίες και εντάχθηκε μετά το 1994. Τέλος, ενώ ισχυρίστηκε ότι το καλοκαίρι του 1998 είχε μεταβεί μόνος του στην Κωνσταντινούπολη διαπράττοντας δολοφονία, στη συνέντευξη του αρχικά δήλωσε ότι είχε μεταβεί στην Τουρκία για ένα μήνα ως τουρίστας, ενώ στην αίτηση του ανέφερε ότι διέμενε εκεί για έξι μήνες πριν τη διάπραξη του εγκλήματος.
Η πιο πάνω απόφαση των καθ΄ ων προσβάλλεται λόγω του ότι δεν έγινε οποιαδήποτε έρευνα, αλλά απλώς υιοθετήθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Υπήρχε, σύμφωνα με την εισήγηση, μια προσπάθεια ταχείας απόρριψης του αιτήματος, τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου, όσο και από τους ίδιους τους καθ΄ ων. Η απόφαση των τελευταίων αποτελεί αντιγραφή της εισήγησης του λειτουργού, χωρίς καμία ανεξάρτητη έρευνα, χωρίς τη διαπίστωση της αλήθειας, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα και δεδομένα για τον αιτητή, αλλά κατά πλάνη ως προς τα πράγματα και το νόμο, ενώ λανθασμένα αξιολογήθηκε ο κίνδυνος που ο αιτητής διατρέχει αν επιστρέψει στη χώρα του.
Η κριτική που ασκείται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης στερείται ερείσματος. Κατ΄ αρχάς δεν προωθήθηκε και εγκαταλείφθηκε με τη γραπτή αγόρευση του αιτητή, ο λόγος που αφορούσε την κατ΄ ισχυρισμόν παράνομη σύνθεση και/ή συγκρότηση της Υπηρεσίας Ασύλου ή των ιδίων των καθ΄ ων. Ο συνήγορος εισηγείται κατ΄ ουσίαν ότι δεν έγινε νέα έρευνα από τους καθ΄ ων και απλώς υιοθετήθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με προσυπογραφή της από τον προϊστάμενο της. Αυτό δεν είναι ορθό με δεδομένο ότι από το διοικητικό φάκελο, που κατατέθηκε ως τεκμ. «Α» κατά τις διευκρινίσεις, αλλά και από αυτή καθαυτή την απόφαση των καθ΄ ων, Παράρτημα 11 στην ένσταση, σαφώς προκύπτει ότι οι καθ΄ ων κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής διερεύνησαν με ενδελέχεια ολόκληρο το φάκελο τόσο από διαδικαστικής και τυπικής πληρότητας, όσο και από πλευράς ουσίας. Οι καθ΄ ων σύμφωνα με παγιωμένη νομολογία, εξετάζουν υπό μορφή δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας την ορθότητα της διαδικασίας και της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε νέα έρευνα από την αρμόδια λειτουργό των καθ΄ ων που υπέβαλε την έκθεση της (ερυθρά 120-113 του Τεκμ. «Α»), με δεδομένο ότι έκρινε ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου είχε συλλέξει ό,τι ήταν δυνατό προς διασταύρωση των ισχυρισμών του αιτητή (ερ. 118-117), (δέστε και Maia Khok Rishvili v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1756/07, ημερ. 28.9.09), ενώ ο ίδιος ο αιτητής δεν παρουσίασε οποιαδήποτε νέα στοιχεία κατά τη διοικητική προσφυγή ώστε να χρειάζεται πρόσθετη έρευνα ή αναθεώρηση της αξιολόγησης που έγινε. Όπως δε παρατηρείται από το Παράρτημα 4 στην ένσταση, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε επανειλημμένες ερωτήσεις για να διαπιστώσει τη γνώση του αιτητή ως προς όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία, περιλαμβανομένων των λεπτομερειών που αφορούσαν τον πατέρα του αιτητή, την όλη εμπλοκή του με τις μυστικές υπηρεσίες, τον τρόπο εξόδου του από τη χώρα, τις συνθήκες μετάβασης του στην Τουρκία, τις γνώσεις του για την ιδεολογία του κυβερνώντος τότε κόμματος Baath,τις συνθήκες δολοφονίας των διαφόρων ατόμων που ανέφερε, τη γνώση του για τη γλώσσα, την πραγματική του καταγωγή και τους λόγους που οδήγησαν τον αιτητή να φύγει από τη χώρα. Μάλιστα η διάρκεια της συνέντευξης ήταν μεγάλη σε βαθμό που ο αιτητής παραπονείται, μέσω του συνηγόρου του, ότι ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε λεπτομερείς ερωτήσεις, κάποτε παραπλανητικές, και ότι η όλη συνέντευξη είχε τη μορφή ποινικής ανάκρισης, με αποτέλεσμα να ήταν αδύνατο για τον αιτητή να απαντήσει ορθολογιστικά σε όλες τις ερωτήσεις ή να θυμόταν κάθε λεπτομέρεια. Παρατηρείται, όμως, ότι ο αιτητής υπέγραψε ως ορθές όλες τις απαντήσεις που έδωσε κατά τη συνέντευξη και δέχθηκε ότι ό,τι λέχθηκε από τον ίδιο, είχε επακριβώς καταγραφεί, μονογράφοντας κάθε σελίδα της συνέντευξης του, ο δε μεταφραστής υπέγραψε ως ορθή τη μετάφραση που έκαμε. (ερ. 42 και 118 του Τεκμ. «Α»).
Ένα μοναδικό σημείο εντοπίζεται από το ίδιο το Δικαστήριο από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου, μη εγερθέν από τον αιτητή. Αφορά την, κατά την κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου και μετέπειτα των ιδίων των καθ΄ ων, διαπιστωθείσα αντίφαση στη θέση του αιτητή ότι ο πατέρας του είχε αποθάνει από πυροβολισμούς κατά τη διαφυγή τους με όχημα από τη Βαγδάτη, ενώ αργότερα είπε ότι απέθανε όταν κατοικούσαν ακόμη στη Βαγδάτη. Προφανώς παρερμηνεύθηκε η λέξη «leaving» (φεύγοντας) από τη Βαγδάτη (ερ. 45), ως να σήμαινε «living» (κατοικώντας) στη Βαγδάτη. Η λανθασμένη αυτή θέση ουδόλως επηρεάζει το σύνολο των αντιφάσεων που εντοπίστηκαν κατά τη συνέντευξη και τα ευρύτερα προβλήματα που διαφάνηκαν ως προς την αξιοπιστία του αιτητή. Προβλήματα τέτοιας φύσης που δυνατόν να οφείλονται σε κακή μετάφραση, ή προφορά ή λανθασμένη αντίληψη, αντικρύζονται στο σύνολο της συνέντευξης και από μόνα τους δεν έχουν ιδιαίτερα σημασία. (δέστε την απόφαση του Νικολαΐδη, Δ., στην Baryalay Khan v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1385/07, ημερ. 28.9.09).
Αφού διαπιστώθηκε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν καθ΄ όλα νόμιμη, ο δε αιτητής άσκησε όλα τα δικαιώματα που του παρέχει ο Νόμος (σελ. 2 της απόφασης), οι καθ΄ ων προχώρησαν να εξετάσουν και την ουσία της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, κρίνοντας ορθά και εύλογα, ότι όντως υπήρχαν σημεία ασαφειών και ανακολουθιών στις θέσεις του αιτητή με αποτέλεσμα να έχει πληγεί η αξιοπιστία του. Τα σημεία αυτά οι καθ΄ ων κατέγραψαν στις σελ. 3-6 της προσβαλλόμενης απόφασης, ανερχόμενα σε δεκατρία τον αριθμό. Ορθά διέκριναν ότι από την έρευνα που είχε γίνει από την Υπηρεσία Ασύλου (Παράρτημα 5 στην ένσταση), η γλωσσική ανεπάρκεια του αιτητή στην Αραβική-Ιρακινή γλώσσα έχει άμεση σχέση με τον καθορισμό της ταυτότητας του αιτητή, ιδιαίτερα για αιτητές ασύλους προερχόμενους, κατ΄ ισχυρισμόν, από το Ιράκ σύμφωνα με τις αποφάσεις των εμπειρογνωμόνων που είχαν συνέλθει ειδικά για αιτητές ασύλου προερχόμενους από το Ιράκ, στο Eurasil Meeting της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ημερ. 10.11.05. Σχετική ήταν και η πληροφόρηση από την Κ.Υ.Π. (ερ. 14 του Τεκμ. «Α»), ότι ο αιτητής μιλά άπταιστα την Τουρκική, στην οποία και έδωσε την αρχική του κατάθεση, ενώ πληροφορίες τον φέρουν να είναι Κούρδος του Βορείου Ιράκ ή της Τουρκίας. Στο Παράρτημα 5 επίσης εμπεριέχονται στοιχεία που αποδεικνύουν τις λανθασμένες απαντήσεις του αιτητή σε σχέση με τη σημαία του κόμματος και των μυστικών υπηρεσιών, καθώς και τη δομή της Ιρακινής αντικατασκοπείας. Επίσης, από επίσημη πληροφόρηση τον Απρίλιο του 2006, προερχόμενη από το Ιρακ, οι Αμερικανικές δυνάμεις εισχώρησαν στην κεντρική Βαγδάτη στις 9.4.03.
Οι καθ΄ ων, ως αναθεωρητική αρχή, δεν ήταν λοιπόν υποχρεωμένοι να διεξάγουν νέα έρευνα εφόσον η διαπίστωση τους εξαντλείται στο κατά πόσο η έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων. (Yuri Polishchuk v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.05). Όσον αφορά την μη κλήση του αιτητή κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, παρατηρείται ότι η προσωπική συνέντευξη κατά τη δευτεροβάθμια διαδικασία, δηλαδή, κατά τη διοικητική προσφυγή είναι μόνο δυνητική και εντός της ευχέρειας της Αναθεωρητικής Αρχής, ιδιαίτερα, όπως εδώ, όπου δεν είχαν τεθεί ενώπιον της οποιαδήποτε νέα στοιχεία. Δεν του αποστέρησαν, επομένως, ως η εισήγηση του συνηγόρου, οποιοδήποτε δικαίωμα να παρουσιάσει την υπόθεση του. Σειρά νομολογίας επιβεβαιώνει τα πιο πάνω, απόρροια των προνοιών του άρθρου 28Ζ (1), (3) και (4) του Νόμου, ως τροποποιήθηκε, με προεξάρχουσες τις αποφάσεις Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ,. 383, Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας και Kalam v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585. (δέστε επίσης Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, Sayed Md Abu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2053/06, ημερ. 17.3.08, Mobarak Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 172/07, ημερ. 4.3.08, Bablu Bablu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 175/06, ημερ. 22.11.06, Ivanov Igor κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1264/07, ημερ. 29.9.09, κ.α.).
Ορθά και στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της Υπηρεσίας Ασύλου και των καθ΄ ων, κρίθηκαν ως ασάφειες και αντιφάσεις όσα εντοπίστηκαν ανωτέρω, με αποτέλεσμα το αίτημα του για πολιτικό άσυλο να απορριφθεί. (Μ.Κ. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2226/06, ημερ. 19.3.08). Με βάση τα άρθρα 3 και 13 του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/00, αλλά και το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών, πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο εκείνο που έχει βάσιμους φόβους καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, λόγους ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε πρόβλημα στην απόφαση των καθ΄ ων, οι οποίοι με ενδελέχεια εξέτασαν ολόκληρο το φάκελο και τα στοιχεία που είχε παραθέσει ο αιτητής και κατά την αίτηση και κατά τη συνέντευξη και έκριναν ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου είχε θεωρήσει τον αιτητή αναξιόπιστο. Όντως παρουσιάσθηκαν ασάφειες και ανακολουθίες στις προβληθείσες θέσεις του αιτητή, όπως αυτές καταγράφηκαν προηγουμένως, με αποτέλεσμα να τίθεται σε αμφιβολία η αξιοπιστία του. Οι πληροφορίες που ο ίδιος ο αιτητής έδωσε, παρά την ευκαιρία που του δόθηκε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν ήταν επαρκείς, αλλά ήταν αντίθετα αβάσιμες και χωρίς υποστήριξη.
Ούτε ευσταθεί η θέση ότι η απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον, όπως έχει αναφερθεί, οι καθ΄ ων επανεξέτασαν την όλη αίτηση και κατέγραψαν με επάρκεια τους λόγους που, κατά την άποψη τους, θεώρησαν τον αιτητή αναξιόπιστο και ως μη δυνάμενο να τύχει της αναγνώρισης του πολιτικού πρόσφυγα. Κρίνεται ότι δεν υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο και δεν υπήρξε παράλειψη εξέτασης του κινδύνου που ο αιτητής κατ΄ ισχυρισμόν διατρέχει σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα του. Όπως κατέγραψαν εύλογα οι καθ΄ ων, ο αιτητής με αοριστία και ασάφεια ισχυρίστηκε ότι κινδυνεύει αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του και ότι θα πρέπει να σκοτώνει οποιονδήποτε τον αναγνωρίζει. Προκύπτει ότι δεν απέδειξε εύλογη αιτία για δίωξη του λόγω φυλετικών ή θρησκευτικών λόγων ή λόγω της ιδιότητας του μέλους συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας ή πολιτικής αντίληψης. Ούτε ότι έχει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ώστε να του παραχωρηθεί το καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται στο τέλος της παρ. 3 της αγόρευσης του ότι απόδειξη του φόβου του είναι «τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικογένεια του με τις Ιρανικές αρχές και η σύλληψη του πατέρα του». Στη συνέντευξη του όμως (ερ. 43), δεν αναφέρθηκε σε οποιαδήποτε ουσιαστικά προβλήματα που έχει η οικογένεια, δηλαδή η μητέρα του, ενώ έχει διαζευχθεί με τη σύζυγο του, την οποία μάλιστα παρότρυνε να νυμφευθεί πάλι (ερ. 57). Ο δε πατέρας του δεν ζει εφόσον είχε σκοτωθεί κατά την έξοδο του από τη χώρα.
Εν τέλει, δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης στην απόφαση των καθ΄ ων. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα υπόλοιπα η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας και της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. (Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ