ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 4 ΑΑΔ 922

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 74/2006)

 

22 Οκτωβρίου, 2009

 

[Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO AΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1.      ΚΑΤΙΝΑ ΣΟΛΩΜΟΥ,

2.      ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΟΛΩΜΟΥ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ,

 

Αιτητές,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

 

Καθ΄ων η Αίτηση.

- - - - - - -

 

Α. Ευσταθίου, για τους Αιτητές.

 

Ε. Κλεόπα, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

- - - - - - -

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η οικογένεια του αγνοούμενου Θεόδουλου Σολωμού, πρώην ειδικού αστυφύλακα ο οποίος συνελήφθη από τους Τούρκους στις 21.8.1974 και έκτοτε αγνοείται, χρησιμοποίησε ποικίλα ένδικα και άλλα παρεχόμενα μέσα για να διεκδικήσει τα όποια ωφελήματα στα οποία εδικαιούτο λόγω της απώλειας του. Την υποβολή αιτημάτων με αλληλογραφία είχε ακολουθήσει η καταχώρηση και εκδίκαση προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο η οποία και απορρίφθηκε, όπως επίσης απορρίφθηκε και ασκηθείσα αναθεωρητική έφεση. Τελικά, τα διαβήματα των συγγενών του αγνοουμένου απέληξαν στη λήψη απόφασης από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά την 26.10.2005, με την οποία εγκρίθηκε η κατά χάριν παραχώρηση στην οικογένεια του αγνοουμένου φιλοδωρήματος ύψους £27.743,95. Οι αιτητές-διαχειριστές της περιουσίας του αποδέχτηκαν την προσφορά με επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους και προχώρησαν στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής με την οποία ισχυρίζονται ότι η κατά χάριν παραχώρηση του προαναφερθέντος ποσού από το Υπουργικό Συμβούλιο είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.

 

Είναι κοινά αποδεκτό το γεγονός ότι ο αγνοούμενος ειδικός αστυφύλακας, ο οποίος είχε προσληφθεί στις 12.4.1973, προτού συλληφθεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους, είχε απολυθεί από τις τάξεις της Αστυνομίας στις 6.8.1974. Η βασική θέση η οποία προβαλλόταν πάντοτε και συνεχίζει να προβάλλεται από τους αιτητές ήταν και είναι ότι η απόλυση του αστυφύλακα στις 6.8.1974 είχε γίνει παράνομα από Αστυνομικό Διευθυντή ο οποίος διορίστηκε από την πραξικοπηματική κυβέρνηση. Δεδομένου δε ότι η απόλυση ήταν παράνομη και ουσιαστικά ανύπαρκτη, η οικογένειά του εδικαιούτο όπως λάβει όλους τους μισθούς και ωφελήματα τα οποία έπρεπε να λάβει ως εν ενεργεία ειδικός αστυφύλακας.

 

Με τη γραπτή αγόρευσή τους οι αιτητές εγείρουν ένα, αλλά πολύπτυχο νομικό λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι κατά τη λήψη της είχε εμφιλοχωρήσει έλλειψη δέουσας και εμπεριστατωμένης έρευνας, ουσιώδης πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο και έλλειψη δέουσας και επαρκούς αιτιολογίας. Αναπτύσσοντας τα θέματα τα οποία εμπλέκονται στο λόγο αυτό ακύρωσης, οι αιτητές με τη γραπτή αγόρευσή τους αναφέρθηκαν εκτεταμένα στα διατρέξαντα γεγονότα από το 1974 σε σχέση με τις συνθήκες και τον τρόπο απόλυσης του αγνοουμένου. Περιστρέφονται δε αυτά τα γεγονότα γύρω από τον ίδιο κεντρικό άξονα που δεν είναι άλλος παρά η προσπάθεια των αιτητών να καταδείξουν ότι παράνομα είχε απολυθεί ο αγνοούμενος κατά τον Αύγουστο του 1974, ότι η πράξη απόλυσής του θεωρείται νομικά ανύπαρκτη και ότι συνακόλουθα οι εξαρτώμενοί του δικαιούνται όχι σε κατά χάριν παροχή φιλοδωρήματος, αλλά στην καταβολή οφειλόμενων μισθών, συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, τόκων κλπ.

 

Όπως όμως διαπιστώνεται από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω των δικογράφων και των κατατεθέντων τεκμηρίων, οι αιτητές, πέραν της υποχρέωσής τους όπως ικανοποιήσουν το Δικαστήριο περί της βασιμότητας της ουσίας των ισχυρισμών τους και του πραγματικού υποβάθρου στο οποίο αυτοί βασίζονται, έχουν να υπερπηδήσουν και άλλα εμπόδια, καθαρά νομικής φύσεως. Τα εμπόδια αυτά είτε ανάγονται στην ίδια τη φύση της αιτουμένης θεραπείας, ή συνδέονται με τον έμμεσο τρόπο με τον οποίο προσβάλλεται όχι απλά η επίδικη απόφαση περί κατά χάριν παραχώρησης φιλοδωρήματος, αλλά η ίδια η πράξη απόλυσης του αγνοούμενου Σολωμού η οποία έγινε προ 35 ετών και δεν είχε προσβληθεί η νομιμότητά της με προσφυγή.

 

Το πρώτο θέμα που εγείρεται υπό τη μορφή προδικαστικής ένστασης, αφορά στο κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά ή όχι εκτελεστή διοικητική πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή.

 

Το δεύτερο θέμα αφορά στο κατά πόσο υπάρχει η νομική δυνατότητα, μέσω της προσβαλλόμενης απόφασης, να εξετασθεί και αποφασισθεί η νομιμότητα της απόλυσης του αγνοουμένου που έλαβε χώρα πριν από 35 περίπου χρόνια και δεν προσβλήθηκε με προσφυγή. Θα εξετάσω αυτά τα δύο προκαταρκτικής φύσεως νομικά θέματα κατά προτεραιότητα.

 

α. Το θέμα κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, δυνάμενη να προσβληθεί μέσω προσφυγής.

 

Σύμφωνα με τους καθ΄ων η αίτηση, η κατά χάριν παραχώρηση φιλοδωρήματος από μόνη της δεν μπορεί να δημιουργήσει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα ούτε και να επιβάλει υποχρεώσεις στον τομέα του δημόσιου δικαίου και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Απαντώντας σ΄ αυτή την ένσταση, οι αιτητές αντιτείνουν ότι οι ίδιοι ουδέποτε αιτήθηκαν κατά χάριν παραχώρηση φιλοδωρήματος, παρά μόνο ζητούσαν ηθική και υλική αποκατάσταση του ονόματος και των δικαιωμάτων του πατέρα τους. Αντί δε οι καθ΄ων η αίτηση να προβούν σε έγκριση του αιτήματος και αποκατάσταση, κατέληξαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Κατ΄ επέκταση, εισηγούνται οι αιτητές, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου καθιέρωσε την τελική θέση της διοίκησης επί του θέματος της απόλυσης του αγνοουμένου και συνιστά έτσι εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Στο σημείο τούτο θα πρέπει να παρατηρήσω ότι οι πιο πάνω επισημάνσεις των αιτητών δεν είναι ακριβείς και παρακάμπτουν ουσιώδη γεγονότα τα οποία είχαν μεσολαβήσει μεταξύ υποβολής του αιτήματός τους και της απόφασης την οποία τώρα προσβάλλουν. Κοντολογίς, δεν είναι καθόλου πλήρης η εικόνα την οποία δίδουν οι αιτητές σύμφωνα με την οποία: Ζητήσαμε το Α και οι καθ΄ων η αίτηση, χωρίς να το ερευνήσουν ή διαβουλευθούν μαζί μας αποφάσισαν το Β που είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Όταν ανατρέξει κανείς στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως αυτά εξάγονται από τους διοικητικούς φακέλους και τα έγγραφα που επισυνάπτονται στην Ένσταση, οι καθ΄ων η αίτηση διερεύνησαν και απέρριψαν αρχικά και αργότερα το ακριβές αίτημα των αιτητών και δεν ήταν παρά ως μια ύστατη χειρονομία χαριστικής φύσεως που έλαβαν την προσβαλλόμενη μετά από τόσα χρόνια απόφαση. Συγκεκριμένα, η σύζυγος του αγνοουμένου είχε απευθύνει από το Δεκέμβριο του 1974 επιστολή προς τον Αρχηγό Αστυνομίας προβάλλοντας το αίτημα για αναγνώριση του γεγονότος ότι η απόλυσή του δεν ήταν νόμιμη και, επομένως, θα έπρεπε να αποδοθούν όλα τα δικαιώματα τα οποία θα είχε εν ενεργεία βρισκόμενο μέλος της Δύναμης. Ο δε Αρχηγός της Αστυνομίας, με επιστολή του 3.2.1975, απέρριψε το αίτημα κατόπιν διερεύνησης του όλου θέματος, στη βάση ότι οι υπηρεσίες του αγνοουμένου είχαν κανονικά τερματισθεί από τις 6.8.1974. Εκείνη, η καθαρά εκτελεστή διοικητική πράξη δεν προσβλήθηκε με προσφυγή. Ακολούθησε παρόμοιο διάβημα και αίτημα από τα παιδιά του αγνοουμένου κατά το 2002, αίτημα το οποίο, κατόπιν νέας διερεύνησης και νομικής γνωμάτευσης η οποία εξασφαλίστηκε και πάλι απορρίφθηκε, με επιστολή ημερομηνίας 20.9.2002, οπότε εκείνη η απορριπτική απόφαση προσβλήθηκε με την υπ΄ αριθμό 119/2003 προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η απόληξη της προσφυγής ήταν απορριπτική για τους αιτητές και επικυρώθηκε ακολούθως κατ΄ έφεση με την Σ. Σολωμού κ.ά. ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά., ΑΕ3784, ημερομηνίας 11.3.2006.

 

Επειδή δε τα διαβήματα των αιτητών συνεχίστηκαν, η περαιτέρω ενασχόληση της διοίκησης με το εγερθέν θέμα και η αντίκρυσή του ως ανθρωπιστικού, οδήγησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης περί παραχώρησης κατά χάριν φιλοδωρήματος.

 

Υπό το φως των πιο πάνω γεγονότων, καθόλου δεν στοιχειοθετείται η εικόνα σύμφωνα με την οποία άλλο ζητήθηκε και άλλο αποδόθηκε. Εκείνο που ζητήθηκε και επαναζητήθηκε, διερευνήθηκε δεόντως και έτυχε απόρριψης τόσο διοικητικά όσο και δικαστικά και αργότερα ήταν που ως ύστατο μέτρο λήφθηκε η απόφαση περί κατά χάριν παραχώρησης φιλοδωρήματος.

 

Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών", του Μ. Στασινόπουλου (1960), σελ. 170:

 

"Χαρακτηριστικόν γνώρισμα της εκτελεστής διοικητικής πράξεως είναι ότι δια της εν αυτή περιεχομένης δηλώσεως βουλήσεως, καθορίζει δίκαιον, δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις, είτε κατά τρόπον γενικόν, δια της θέσεως κανόνος δικαίου (κανονιστική πράξις), είτε κατά τρόπον ειδικόν, εν τη ατομική περιπτώσει (ατομική πράξις)."

 

Όπως περαιτέρω εύστοχα επισημαίνεται στο σύγγραμμα "Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 237:

 

". Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν, ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις."

 

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26, στην οποία παρέπεμψε η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε παρατηρήσει ότι:

 

". Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ΄ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο μη υφιστάμενες πριν την έκδοση της, η μη εκτέλεση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλείται τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεση τους."

 

Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας προσφυγής, είναι φανερό ότι η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση κανένα νομικό καθεστώς δεν μετέβαλε, τροποποίησε ή παρήγαγε. Αντίθετα, ήταν ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς, το οποίο κατά την κρίση της διοίκησης είχε αποφασισθεί προηγουμένως, που αποφασίστηκε η κατά χάριν απόδοση ωφελημάτων. Αυτό εξάλλου το δέχονται και οι ίδιοι οι αιτητές οι οποίοι ισχυρίζονται ότι το νομικό καθεστώς ήταν και παρέμεινε το ίδιο πριν και μετά την προσβαλλόμενη χαριστική απόφαση, ενώ ο σκοπός τους ήταν και παραμένει όχι η προσβολή αυτής τούτης της επίδικης απόφασης, αλλά η μεταβολή στάσης της διοίκησης και ακύρωση προηγούμενων αποφάσεων που είχαν παράγει έννομα αποτελέσματα, πλην όμως είτε δεν προσβλήθηκαν με προσφυγή, είτε αποφασίσθηκαν τελεσίδικα από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Γι΄ αυτούς τους λόγους κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη δυνάμενη να υποστεί δικαστική διερεύνηση και κρίση μέσω προσφυγής.

 

Παρά την απόληξη στο πρώτο αυτό θέμα, η οποία είναι βέβαια μοιραία για την τύχη της προσφυγής, εν τούτοις θα εξετάσω και το δεύτερο νομικό εμπόδιο που έχουν ν΄ αντιμετωπίσουν οι αιτητές.

 

β. Το θέμα του κατά πόσο οι αιτητές μπορούν μέσω της προσβολής της επίδικης απόφασης του 2005 να προσβάλουν ή εγείρουν προς εξέταση και απόφανση τη νομιμότητα της απόλυσης του αγνοουμένου που έγινε κατά το 1974.

 

Όπως διαπιστώνεται και πάλι από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που έχουν προηγηθεί και αυτό το θέμα ορθώνεται ως ανυπέρβλητο νομικό εμπόδιο στην εξέταση της παρούσας προσφυγής των αιτητών. Μάλιστα η διαπίστωση αυτού του κωλύματος έγινε από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο στις αποφάσεις του στην προηγηθείσα προσφυγή και έφεση. Πέραν του ότι με την παρούσα προσφυγή το μόνο που προσβάλλεται είναι η νομιμότητα της απόφασης για κατά χάριν παραχώρηση φιλοδωρήματος, θα ήταν πράγματι αδιανόητο μέσω αυτής και για ακόμα μια φορά να επιχειρείται ο έλεγχος της νομιμότητας και το κατ΄ ισχυρισμό ανυπόστατο της απόλυσης του αγνοουμένου η οποία είχε γίνει πριν από  35 χρόνια και δεν είχε προσβληθεί με προσφυγή είτε η ίδια η πράξη απόλυσης, είτε η ακολουθήσασα πράξη απόρριψης απόδοσης ωφελημάτων ως εν ενεργεία μέλους της Αστυνομικής Δύναμης. Πλήρης αιτιολογία γι΄ αυτή τη νομική αδυναμία είχε δοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο τόσο πρωτόδικα στην προηγηθείσα προσφυγή, όσο και δευτεροβάθμια από το Εφετείο.

 

Για όλους τους πιο προαναφερθέντες λόγους αναπόφευκτα η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον των αιτητών.

 

 

                                                                               Κ. Κληρίδης,

                                                                               Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο