ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ευμενίου Πανίκος Παναγιώτου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2006) 2 ΑΑΔ 321
Mohammad Reza ZahmatKesh ν. Kυπριακής Δημοκρατίαςκαι Άλλης (2006) 3 ΑΑΔ 376
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 682/2008)
22 Οκτωβρίου, 2009
[Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
BIHUS IRINA,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ KAI/´H ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
Χρ. Καμπούρης, για την Αιτήτρια.
Ε. Παπαγεωργίου-Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης
η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από την Ουκρανία, εγκατέλειψε τη χώρα της κατά το 2003 και αφού αφίχθη νόμιμα στην Κύπρο αποτάθηκε για παροχή ασύλου, ισχυριζόμενη ότι στη δική της χώρα διώκεται για πολιτικούς λόγους από τις Αρχές και ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, θα ετίθετο σε κίνδυνο η ζωή της. Πιο συγκεκριμένα, όπως ανέφερε σε συνέντευξή της στην Υπηρεσία Ασύλου, εργαζόταν ως προσωπική γραμματέας του Kishik Sergey, επιχειρηματία και τοπικού βουλευτή της πόλης Βίννιτσα, ο οποίος δολοφονήθηκε τον Απρίλιο του 2003. Επειδή δε η ίδια κατείχε απόρρητα έγγραφα και πληροφορίες ως προς κάποιες άνομες συνδιαλλαγές στις οποίες εμπλέκοντο τρίτα πρόσωπα και ο δολοφονηθείς, η ίδια έγινε δέκτης σοβαρών απειλών κατά της ζωής και ακεραιότητάς της και ήδη είχε υποστεί κακομεταχείριση, μέχρι και απαγωγή. Η αιτήτρια παρέθεσε τους ισχυρισμούς της και υποστηρικτικά τους στοιχεία σε τρεις διαδοχικές συνεντεύξεις της στην Υπηρεσία Ασύλου. Μετά τη συμπλήρωση των συνεντεύξεων, η αρμόδια Λειτουργός σε σχετική εισήγησή της προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας, εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος, βασιζόμενη σε σωρεία σοβαρών αντιφάσεων και παραλείψεων που εντόπισε στις συνεντεύξεις, οι οποίες καθιστούσαν την εκδοχή της μη αληθοφανή, ικανοποιητική και στοιχειοθετημένη. Σύμφωνα με την εισήγηση, στην οποία παρετίθεντο εκτενώς και λεπτομερώς παραδείγματα αντιφάσεων και άλλων αδυναμιών στα λεγόμενα της αιτήτριας, στο πρόσωπό της δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του δικαιολογημένου φόβου δίωξης που είναι απαραίτητες για να της αναγνωρισθεί η ιδιότητα του Πρόσφυγα, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2005. Περαιτέρω, γινόταν εισήγηση πως δεν καθίστατο δυνατό να αναγνωρισθεί στην αιτήτιρα το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) του Νόμου, επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) αναφορικά με τον κίνδυνο η αιτήτρια να υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ούτε και συνέτρεχαν λόγοι για παραχώρηση άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Η Υπηρεσία υιοθέτησε τις εισηγήσεις της Λειτουργού και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας, η οποία άσκησε ακολούθως το δικαίωμα της προσφυγής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (Α.Α.Π.). Κατόπιν διερεύνησης της υπόθεσης και ετοιμασίας λεπτομερούς έκθεσης ως προς τα σχετικά στοιχεία, ο Πρόεδρος της Α.Α.Π., με αιτιολογημένη απόφασή του ημερομηνίας 6.3.2008, απέρριψε την προσφυγή για λόγους παρόμοιους αλλά και συμπληρωματικούς προς αυτούς που είχαν εντοπισθεί από το πρωτοβάθμιο διοικητικό όργανο.
Τη νομιμότητα και/ή ορθότητα της απορριπτικής απόφασης της Α.Α.Π. προσβάλλει μέσω της παρούσας προσφυγής της η αιτήτρια.
Προς υποστήριξη του αιτήματός της για παραμερισμό της προσβαλλόμενης απόφασης, η αιτήτρια ήγειρε και προώθησε διάφορους νομικούς ισχυρισμούς. Αν και οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι καθαρά συντεταγμένοι και παρατεθειμένοι, εν τούτοις μπορεί να λεχθεί ότι τυγχάνει ο βασικός και κεντρικός ισχυρισμός της αιτήτριας ότι στην περίπτωσή της και συγκεκριμένα στη διερεύνηση της αίτησής της, παρατηρείται έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.
Η κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.
Κάτω από τον πολύπτυχο αυτό λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια προβάλλει διάφορες αιτίες οι οποίες καθάπτονται του τρόπου με τον οποίο η αρμόδια Λειτουργός είχε διερευνήσει την περίπτωση, διεξαγάγει τις συνεντεύξεις και συντάξει την εισήγησή της. Ειδικότερα, ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι κρίθηκε αναξιόπιστη επειδή δεν μπορούσε να τεκμηριώσει με αποδείξεις και/ή στοιχεία τους ισχυρισμούς της και δεν έλαβε υπόψη την παράγραφο 196 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων.
Η αιτήτρια εμφανώς αναφέρεται στο Εγχειρίδιο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, το οποίο συντάχθηκε σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το καθεστώς των Προσφύγων. Όπως το ίδιο το Εγχειρίδιο (Handbook) αναφέρει στον Πρόλογό του, αυτό σχεδιάστηκε για να αποτελέσει περισσότερο έναν οδηγό για πρακτική χρήση, παρά μια κυρίως θεωρητική εργασία και συνιστά ένα εργαλείο πρωταρχικής σημασίας για όλους όσους ασχολούνται με τον προσδιορισμό της προσφυγικής ιδιότητας. Το άρθρο 196 του Εγχειριδίου, το οποίο επικαλείται η αιτήτρια, έχει ως εξής:
"196. Σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου το βάρος απόδειξης φέρει το πρόσωπο που προβάλλει τη σχετική αξίωση. Συχνά πάντως ο αιτών ενδέχεται να μην έχει τη δυνατότητα να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με έγγραφα ή άλλου είδους αποδεικτικά μέσα, ενώ οι περιπτώσεις όπου ο αιτών μπορεί να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα για όλους τους ισχυρισμούς του, είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας."
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι στην περίπτωσή της παραβιάστηκε η πιο πάνω πρόνοια του Εγχειριδίου και η έρευνα οδήγησε σε αρνητικό αποτέλεσμα, κυρίως λόγω μη απόδειξης ισχυρισμών από την αιτήτρια και μη προσπάθειας επαλήθευσής τους από τους καθ΄ων η αίτηση. Αυτός όμως ο ισχυρισμός δεν μπορεί να εξαχθεί ως συμπέρασμα από τη διεξαχθείσα διερεύνηση. Κατ΄ αρχήν, είναι πέραν από φανερό ότι η αρμόδια Λειτουργός έλαβε υπόψη της τις πρόνοιες του Εγχειριδίου, σε άρθρα του οποίου και παραπέμπει στην εισήγησή της. Ο βασικός δε λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα της αιτήτριας δεν ήταν τόσο ο επικαλούμενος αλλά, όπως ρητά επισημαίνεται τόσο στην εισήγηση, όσο και στην απόφαση της Υπηρεσίας και στην προσβαλλόμενη απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών της αιτήτριας και της αξιοπιστίας των υπ΄ αυτής λεγομένων, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών, οι οποίες εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις που έδωσε. Αυτό το εμπόδιο ρητά είναι που αναγνωρίζεται ως κώλυμα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του ίδιου του Εγχειριδίου στο οποίο παραπέμπει τόσο η αρμόδια Λειτουργός στην εισήγησή της, όσο και ο Πρόεδρος της Α.Α.Π. στην προσβαλλόμενη απόφασή του. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 196, το οποίο επικαλείται η αιτήτρια και μέρος του κειμένου του οποίου παρέθεσα προηγουμένως, περιέχει και την ακόλουθη κατακλείδα:
". Αλλά ακόμη και μια τόσο ανεξάρτητη έρευνα μπορεί να μην έχει πάντοτε επιτυχία και είναι μάλιστα ενδεχόμενο να υπάρχουν ισχυρισμοί ανεπίδεκτοι απόδειξης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν η αφήγηση του αιτούντος φαίνεται αξιόπιστη, η περίπτωση του πρέπει, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για το αντίθετο, να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας."
(Υπογράμμιση του Δικαστηρίου).
Αυτό ακριβώς το ευεργέτημα δεν δόθηκε στην αιτήτρια επειδή, για τους λόγους που αναλυτικά εξηγήθηκαν στην εισήγηση και στην απόφαση, οι παραστάσεις στις οποίες προέβηκε έπασχαν από έλλειψη αληθοφάνειας και αξιοπιστίας. Ρητά δε γίνεται αναφορά και στην εισήγηση και στην απόφαση, στις πρόνοιες του άρθρου 204 του Εγχειριδίου το οποίο εφαρμόστηκε στην περίπτωση της αιτήτριας και το κείμενο του οποίου έχει ως εξής:
"204. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει όμως να δίνεται μόνον όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μη έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους.."
(Υπογράμμιση του Δικαστηρίου).
Μια άλλη διαπίστωση, η οποία γίνεται στην τελική απόφαση της Α.Α.Π. ήταν ότι η αιτήτρια, ως προσφεύγουσα ενώπιον της Αρχής, με τη διοικητική προσφυγή της ανέφερε στοιχεία τα οποία, σε διασταύρωση με τα όσα είχε δηλώσει κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων της, κλονίζουν περαιτέρω την αξιοπιστία της. Παρατίθενται δε στην απόφαση συγκεκριμένα και λεπτομερή παραδείγματα ασυνέπειας μεταξύ των λεχθέντων από την ίδια την αιτήτρια. Στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι οποιεσδήποτε αντιφάσεις ήσαν επουσιώδεις ενώ ελλείψεις ενθύμισης κάποιων γεγονότων ήσαν φυσιολογικές. Σε σχέση με τούτο, θα πρέπει κατ΄ αρχήν να υπενθυμιστεί ο πραγματικός ρόλος του Δικαστηρίου σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Mohammad Reza Zahmatkesh v. Δημοκρατίας, ΑΕ198/2005, ημερομηνίας 26.6.2006, στο οποίο παρέπεμψε η συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση, αποδίδει με σαφήνεια το ρόλο του Δικαστηρίου:
"Είναι προφανές ότι για να καταλήξει η Αρχή έλαβε υπόψη και αξιολόγησε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, αφού διεξήγαγε πλήρη έρευνα και αιτιολόγησε την απόφαση της. Επισημαίνουμε πως το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε επανεκτίμηση των γεγονότων και να υποκαταστήσει την κρίση της αρμόδιας αρχής με τη δική του. Ο έλεγχος μας περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της πράξης."
Προσεκτική μελέτη τόσο της διαδικασίας που ακολουθήθηκε στην περίπτωση της αίτησης της αιτήτριας, όσο και των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι γραπτών παραστάσεων της αιτήτριας, κειμένου συνεντεύξεων, περιεχομένου εισηγήσεως, κειμένου απόφασης της Υπηρεσίας, Έκθεσης Λειτουργού της Α.Α.Π. και τελικά απόφασης του Προέδρου της Α.Α.Π., δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι έγινε ενδελεχής διερεύνηση κάθε σχετικού στοιχείου και εμπεριστατωμένη διεργασία επεξεργασίας του διαθέσιμου υλικού, χωρίς ελλείψεις, παραλείψεις ή μεμπτά στη διαδικασία. Αντίθετα, μπορώ να πω ότι είναι άκρως ικανοποιητικός ο όλος τρόπος με τον οποίο ενήργησαν τα πιο πάνω όργανα διοίκησης μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας και των γενικότερων αρχών του διοικητικού δικαίου. Με τα στοιχεία όμως που παρέσχε η αιτήτρια και όσα απ΄ αυτά μπόρεσαν να επαληθευθούν, ήταν αδύνατο να καταδειχθεί ότι αυτή έπρεπε να τύχει καθεστώτος προστασίας λόγω βάσιμου φόβου επιφοράς σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης, ή ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις παραχώρησης του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, όπως προβλέπεται στα άρθρα 19(2) και 19 Α του Νόμου.
Αναπόφευκτα η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Κ. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ