ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 2231/2006)
21 Οκτωβρίου, 2009
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
S. TIMINIS HEALTHY SUPPLEMENTS LTD.,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Ε. Συμεωνίδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-
H αιτούμενη θεραπεία
Οι Αιτητές με την παρούσα προσφυγή προσβάλλουν την απόφαση των καθ' ων η αίτηση που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 28.9.2006, με την οποία επέβαλαν υποχρέωση για καταβολή ΦΠΑ συνολικού ποσού Λ.Κ.35.992.00[1] και χρηματική επιβάρυνση Λ.Κ.3.598.00, πλέον 9% τόκο για εισαγωγή προϊόντων που αφορούσαν συμπληρώματα διατροφής.
Τα γεγονότα
Στις 7.4.2005 Λειτουργός του Κλάδου Μετελέγχου του Τμήματος Τελωνείων απέστειλε στον κ. Σωκράτη Τίμινη, Διευθυντή των Αιτητών μέσω τηλεομοιότυπου, διαταγή για παρουσίαση εγγράφων σύμφωνα με τα άρθρα 4(2) και 6(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και την Κανονιστική Διοικητική Πράξη με αρ. 122/89. Με την υπό αναφορά διαταγή ζητείτο από τον κ. Τίμινη όπως παρουσιάσει τα συνοδευτικά έγγραφα των εισαγωγών που έγιναν μεταξύ Μαΐου-Νοεμβρίου 2004, για σκοπούς μετελέγχου. Επιπλέον, ζητείτο η προσκόμιση του πιστοποιητικού ανάλυσης των εισαχθέντων προϊόντων που αναφέρονταν στις σχετικές διασαφήσεις.
Όλα τα πιο πάνω έγγραφα ήταν αναγκαία για τις εξετάσεις και ελέγχους που διεξήγοντο σχετικά με υπόθεση λανθασμένης δασμολογικής κατάταξης εισαγόμενων εμπορευμάτων από τρίτες χώρες που αφορούσε τους Αιτητές. Συγκεκριμένα, οι Αιτητές με εκτελωνιστή την εταιρεία Themico Clearing & Shipping Agent Ltd. δήλωναν κατά την εισαγωγή διάφορων εμπορευμάτων ως κωδικό τον Δ.Κ. 21.06.90.98.49 και ως πρόσθετο κωδικό τον 7000, η χρήση του οποίου προϋποθέτει ότι τα συστατικά των προϊόντων που εισάγονται, περιέχουν τέτοιες αναλογίες ζητούμενων συστατικών που καθιστούν τον πρόσθετο συντελεστή μηδενικό.
Προς συμμόρφωση με την πιο πάνω διαταγή, καθώς και με μεταγενέστερο αίτημα της ίδιας Λειτουργού όπως της δοθούν συγκεκριμένα τιμολόγια, οι Αιτητές προσκόμισαν αριθμό εγγράφων για 14 διασαφήσεις.
Οι Αιτητές, με επιστολή τους ημερομηνίας 8.12.2005 προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων και ταυτόχρονη παράδοση στο Αρχιτελωνείο δειγμάτων διάφορων προϊόντων συμπληρωμάτων διατροφής, ζητούσαν τη δασμολογική ταξινόμηση των εν λόγω προϊόντων, ούτως ώστε σε μελλοντικές εισαγωγές ιδίων εμπορευμάτων να χρησιμοποιούνται από τους ίδιους οι ορθοί κωδικοί.
Το Τμήμα Τελωνείων μετά από αξιολόγηση και επεξεργασία των στοιχείων κατέληξε σε συγκεκριμένο κωδικό Taric για το κάθε υπό εξέταση προϊόν, και σε επιστολή του ημερομηνίας 17.4.2006, η οποία εστάλη στις 18.4.2006 μέσω τηλεομοιότυπου, έκανε αναφορά στο είδος του προϊόντος καθώς και στη δασμολογική του κατάταξη με τον αντίστοιχο κωδικό Taric. Επιπλέον, στην εν λόγω επιστολή γινόταν αναφορά στους συντελεστές Φ.Π.Α. και συγκεκριμένα στη δασμολογική κλάση 2106 η οποία σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 25, παράγραφος 16 του Έκτου Παραρτήματος του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν.95(I)/2000, φέρει μηδενικό συντελεστή Φ.Π.Α. για το λόγο ότι τα προϊόντα που εμπίπτουν στην εν λόγω κλάση θεωρούνται τρόφιμα.
Ακολούθως, το Τμήμα Τελωνείων απέστειλε στους Αιτητές με διπλοσυστημένη επιστολή ημερομηνίας 28.9.2006 εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής και άλλης οφειλής.
Οι Αιτητές, με 5 λόγους ακύρωσης προσβάλλουν την πιο πάνω βεβαίωση του φόρου, ισχυριζόμενοι:- (1) έλλειψη καλής πίστης και στέρηση δικαιώματος ακρόασης, (2) παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, (3) αναδρομική επιβολή φορολογίας, (4) έκδοση απόφασης από αναρμόδιο όργανο και (5) έλλειψη αρμοδιότητας του Τμήματος Τελωνείων να εφαρμόζουν τον περί ΦΠΑ Νόμο.
Οι νομικοί ισχυρισμοί
Έλλειψη καλής πίστης και παραβίαση δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης - Λόγος ακύρωσης 1
Ο συνήγορος των Αιτητών κατ' αρχάς προβάλλει ως λόγο ακύρωσης την παραβίαση της αρχής της καλής πίστης. Οι Αιτητές συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι ενώ από το 2004 εισήγαγαν τα επίδικα προϊόντα τους (συμπληρώματα διατροφής), με μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ, η διοίκηση κακόπιστα και αντιφατικά ήρθε να τους επιβάλει αναδρομικά ΦΠΑ από το 2004 επικαλούμενη πρακτική. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι αυτό έγινε την στιγμή που οι ίδιες οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες, Υπηρεσία Τελωνείων και ΦΠΑ, βρίσκονταν σε αμφιβολία και εξέταζαν το κατά πόσο τα προϊόντα αυτά υπόκειντο ή όχι σε φορολογία. Επικαλείται μάλιστα απαντήσεις σε αντίστοιχες επιστολές των Αιτητών, σχετικά με το ζήτημα, στη Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων και στον Έφορο ΦΠΑ, όπου η μεν πρώτη στις 17.4.2006 του ανέφερε ότι το ζήτημα εξετάζεται από τον Έφορο ΦΠΑ και ο δε δεύτερος στις 29.6.2006 του απαντά ανάμεσα σε άλλα ότι, «..σας πληροφορώ ότι, εάν τα είδη που αναφέρονται στην λίστα που επισυνάψατε είναι συμπληρώματα διατροφής για ανθρώπινη κατανάλωση και κατατάσσονται στην Δασμολογική Κλάση 2106, τότε επιβαρύνονται με τον μηδενικό συντελεστή Φ.Π.Α.(0%).». Οι Αιτητές ακόμη, προς στήριξη του ισχυρισμού τους περί κακόπιστης και αντιφατικής συμπεριφοράς, κάνουν αναφορά στην Ερμηνευτική Εγκύκλιο 116, ημερομηνίας 26.6.2007.
Από την άλλη, η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, προβάλλει ότι εσφαλμένα οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι όλα τα προϊόντα που εισήγαγαν, ενέπιπταν στη δασμολογική κλάση 21.06 και έτσι υπόκειντο σε μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ. Ακόμη αναφέρει ότι η Εγκύκλιος αρ.116 δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην περίπτωση των Αιτητών, γιατί όπως ισχυρίζεται οι επίδικες διασαφήσεις αφορούν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ίσχυε η Εγκύκλιος αρ.30 και επίσης ότι η Εγκύκλιος αρ.116 τέθηκε σε ισχύ στις 26.6.2007 ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση στις 28.9.2006.
Ο λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.
Οι καθ' ων η αίτηση δεν εφάρμοσαν καμία πρακτική για πρώτη φορά, αλλά την σχετική νομοθεσία. Συγκεκριμένα εφάρμοσαν τα άρθρα 38, 41, 48 και 52 του Περί Τελωνείων Νόμου του 2004 (Ν. 94(Ι)/2004), αφού οι Αιτητές δεν είχαν υπαγάγει τα εισαγόμενα προϊόντα τους στην ορθή δασμολογική κλάση και ούτε ζήτησαν, μέχρι την έναρξη της τελωνειακής έρευνας στις 7.4.2005, πληροφορίες σχετικά με την ορθότητα της. Όταν δε οι Αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 8.12.2005 υπέβαλαν τον κατάλογο με τα προϊόντα που εισήγαγαν, και ζητούσαν δασμολογική ταξινόμηση, οι καθ' ων η αίτηση με πληρότητα και σαφήνεια τους πληροφόρησαν ποια από αυτά εμπίπτουν σε μηδενικό συντελεστή και ποια σε κανονικό ΦΠΑ. Τα όσα ο δικηγόρος των Αιτητών επικαλείται προς υποστήριξη του ισχυρισμού του, με αναφορά τόσο στο περιεχόμενο της απάντησης στις επιστολές τους τόσο στην Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων όσο και στον Έφορο ΦΠΑ δεν ευσταθούν, αφού σ' αυτές δεν αναφέρεται ότι τα προϊόντα των Αιτητών υπάγονται σε μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ. Όσον αφορά την Εγκύκλιο αρ. 116, ορθά δεν εφαρμόσθηκε στην περίπτωση τους γιατί με βάση πάγια νομολογία το κρίσιμο νομικό καθεστώς είναι αυτό που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της διοικητικής πράξης. (Βλ. σχετικά την απόφαση Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434, 444).
Μελετώντας τα στοιχεία του φακέλου, δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε κακοπιστία εκ μέρους της διοίκησης. Ο έλεγχος φαίνεται να έγινε με βάση αντικειμενικά κριτήρια ελέγχου. Οι Αιτητές κατά τις εκτελωνίσεις χρησιμοποιούσαν τον κωδικό 7000, ο οποίος προϋποθέτει ότι τα προϊόντα περιείχαν τέτοιες αναλογίες ζητουμένων συστατικών, που καθιστούσαν μηδενικό τον πρόσθετο συντελεστή. Μετά τον έλεγχο, διεφάνη ότι η δήλωση των Αιτητών αναφορικά με τα συστατικά, δεν ήταν ορθή. Αν οι Αιτητές είχαν οποιαδήποτε αμφιβολία για τη δασμολογική κατάταξη των συγκεκριμένων προϊόντων τους, όφειλαν να αιτηθούν έγκαιρα δασμολογική ταξινόμηση.
Η συμπεριφορά της διοίκησης ούτε κακόπιστη, ούτε αντιφατική ήταν και ούτε υπήρξε από μέρους της καθυστερημένη εφαρμογή του Νόμου, αφού μόλις διατυπώθηκαν αμφιβολίες για την ταξινόμηση των Αιτητών, ξεκίνησε αμέσως έρευνα. Σημειώνω ότι η έρευνα έγινε περίπου 12 μήνες μετά την πρώτη υπό έλεγχο διασάφηση και 4 περίπου μήνες μετά την τελευταία.
Με τον ίδιο λόγο ακύρωσης προβάλλεται επίσης παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης. Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου και της φυσικής δικαιοσύνης, όπως αυτές κωδικοποιούνται στο άρθρο 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται σε κάθε πρόσωπο που επηρεάζεται από την έκδοση της πράξης ή άλλου διοικητικού μέτρου, το οποίο είναι πειθαρχικής φύσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης. Στην εκδικαζόμενη περίπτωση, επιβλήθηκε στους Αιτητές φορολογία και πρόστιμο, το οποίο όμως προκάλεσαν οι ίδιοι με τη συμπεριφορά τους, ήτοι την παράλειψη τους να υπαγάγουν τα προϊόντα τους στην ορθή δασμολογική κλάση, παραλείποντας να υποβάλουν, ως είχαν υποχρέωση, όλα τα απαιτούμενα στοιχεία ενώπιον των καθ' ων η αίτηση. Ως εκ τούτου δεν μπορούν να επικαλούνται παραβίαση του εν λόγω δικαιώματος.
Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης - Λόγος ακύρωσης 2
Ο συνήγορος των Αιτητών στην απαντητική αγόρευση του προβάλλει ακόμα ένα λόγο ακύρωσης, αυτόν της παραβίασης της ίσης μεταχείρισης. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι Ανταγωνιστές των Αιτητών έχουν εξασφαλίσει, για τα ίδια προϊόντα με αυτούς, μηδενικό συντελεστή φορολόγησης, παραβιάζοντας και τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Οι καθ'ων η αίτηση παραλείπουν να απαντήσουν τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατά την άποψη μου, όπως διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο. Οι Αιτητές αναφέρονται σε παρόμοια προϊόντα ανταγωνιστών τους, που ισχυρίζονται ότι αντιμετωπίζονται ευνοϊκά και δεν φορολογούνται, αλλά δεν προσδιορίζουν ποιες είναι αυτές οι περιπτώσεις ώστε το Δικαστήριο να διαπιστώσει αν αυτές είναι ή όχι όμοιες και έτσι να κρίνει ανάλογα. Σχετικά η Ολομέλεια στην απόφαση της Latomia Estate Ltd. κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 672, ανέφερε ότι:-
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου:-
«7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»
Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. (΄Ιδε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή [1993] 3 ΑΑΔ 598).»
Αναδρομική επιβολή φορολογίας - Λόγος ακύρωσης 3
Οι Αιτητές προβάλλουν ότι τους επιβλήθηκε η επίδικη φορολογία από τους καθ' ων η αίτηση, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά μια «ανύπαρκτη» πρακτική και χωρίς οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες, Τελωνείο και ΦΠΑ, να είναι σίγουρες για την εφαρμοζόμενη νομοθεσία. Στην δε απαντητική αγόρευση, επικαλούνται και πάλι ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί η Εγκύκλιος αρ.116.
Κατά την άποψη μου, τα όσα προβάλλουν οι Αιτητές, είναι αβάσιμα, αφού οι καθ' ων η αίτηση μόλις διαπίστωσαν την παράλειψη των Αιτητών να κατατάξουν τα προϊόντα τους, όπως είχαν υποχρέωση, στην ορθή δασμολογική κλάση, ερεύνησαν το θέμα βάσει της σχετικής νομοθεσίας. Συγκεκριμένα το Άρθρο 48 του περί Τελωνείων Νόμου του 2004 (Ν. 94(1)/2004) προβλέπει ότι:-
«48.-(1) Επιπρόσθετα από οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στη σχετική Κοινοτική Νομοθεσία, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει διασάφηση που απαιτείται σύμφωνα με την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των στοιχείων της διασάφησης, ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο Διευθυντής δύναται να βεβαιώσει το ποσό της τελωνειακής οφειλής ή και της άλλης τελωνειακής οφειλής ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να το κοινοποιήσει στο πρόσωπο αυτό.
(2) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί ή αρνείται ή παραλείπει να εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και λόγω της αμέλειας ή άρνησης ή παράλειψης του προκύπτει ποσό οφειλόμενο, τότε ο Διευθυντής δύναται ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του να βεβαιώσει το οφειλόμενο ποσό και το κοινοποιεί στο πρόσωπο αυτό.
(3) Σε περίπτωση που λόγω υποβολής στο Τμήμα Τελωνείων από οποιοδήποτε πρόσωπο οποιασδήποτε δήλωσης ή γνωστοποίησης ή πιστοποιητικού ή οποιασδήποτε άλλης, φύσης εγγράφου, δεν καταβλήθηκε το πλήρες ποσό που οφείλετο, με βάση την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία, ή επιστράφηκε ή παραχωρήθηκε έκπτωση ή αποδόθηκε ποσό μεγαλύτερο εκείνου που σύμφωνα με την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία προβλέπετο, το οφειλόμενο ποσό ή το ποσό που επιστράφηκε αχρεώστητα ή που παραχωρήθηκε ως έκπτωση, βεβαιώνεται και κοινοποιείται στο πρόσωπο αυτό.
(4) Όταν οποιοδήποτε ποσό έχει βεβαιωθεί και κοινοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο σύμφωνα με τα πιο πάνω εδάφια, τότε το ποσό της βεβαίωσης θεωρείται, χωρίς να θίγονται οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, ως ποσό οφειλόμενο από το πρόσωπο αυτό και δύναται να ανακτηθεί ανάλογα, εκτός αν αποσυρθεί η σχετική βεβαίωση ή αναθεωρηθεί το σχετικό ποσό.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οποιαδήποτε κοινοποίηση σε προσωπικό αντιπρόσωπο, διαχειριστή πτώχευσης, παραλήπτη, διαχειριστή, εκκαθαριστή ή σε πρόσωπο που ενεργεί με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα, θεωρείται ως κοινοποίηση στο πρόσωπο που ενεργεί με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα, θεωρείται ως κοινοποίηση στο πρόσωπο που ενεργεί τοιουτοτρόπως.»
Στη συνέχεια, οι καθ΄ων η αίτηση αφού διαπίστωσαν τις παραβιάσεις κατέληξαν στην επίδικη Βεβαίωση Φορολογίας, κατά την άποψή μου, σύμφωνα με το Νόμο. Με βάση τα γεγονότα καμία αμφιβολία δεν υπήρξε τόσο από μέρους των καθ' ων η αίτηση όσο και από τον Έφορο ΦΠΑ σε σχέση με την εφαρμοζόμενη νομοθεσία. Ούτε υπήρξε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι τα προϊόντα των Αιτητών κατατάσσονταν στη συγκεκριμένη δασμολογική κλάση και φορολογική ταξινόμηση. Όσον αφορά την από μέρους των Αιτητών επίκληση για άλλη μια φορά, της Εγκυκλίου αρ. 116, όπως ανέφερα και πιο πάνω δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην περίπτωση τους.
Έκδοση απόφασης από αναρμόδιο όργανο - Λόγος ακύρωσης 4
Οι Αιτητές βασίζουν τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπογράφεται από τη Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων, αλλά από τον Λειτουργό, κ. Λ. Δημητρίου, «Για Διευθύντρια». Το ζήτημα αυτό απαντάται από την υπηρεσιακή κάρτα του υπογράφοντος Λειτουργού μαζί με σχετική εξουσιοδότηση και υπογραφή της Διευθύντριας, που επισυνάπτεται στην αγόρευση για τους καθ' ων η αίτηση. Η δε εξουσία αυτή του Διευθυντή του Τελωνείου, προβλέπεται στο Άρθρο 6 του Περί Τελωνείων Νόμου του 2004 (Ν. 94(Ι)/2004).
Έλλειψη αρμοδιότητας για εφαρμογή του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 95(Ι)/2000 - Λόγος ακύρωσης 5.
Τέλος ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι το Τμήμα Τελωνείων δεν είχε εξουσία να εφαρμόσει τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο του 2000 (Ν.95(Ι)/2000) και ότι αναρμόδια ενεπλάκη για να επιβάλει στους Αιτητές ΦΠΑ.
Κατά την άποψη μου ο λόγος ακύρωσης είναι αβάσιμος, αφού τέτοια εξουσία συνάγεται ότι παρέχεται στο Διευθυντή των Τελωνείων από το άρθρο 4(1)(α)(β) του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν. 94(Ι)/2004) σε συνάρτηση με το άρθρο 2 του ίδιου Νόμου. Το άρθρο 4(1)(α)(β) προβλέπει τα εξής:-
«4.-(1) Στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Τμήματος Τελωνείων εμπίπτει:
(α) η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα και των Διατάξεων Εφαρμογής του, της Κυπριακής και αντίστοιχης σχετικής Κοινοτικής Νομοθεσίας που αφορά φόρους, τη βεβαίωση και είσπραξη δασμών, φόρων και άλλων επιβαρύνσεων επιβαλλομένων σύμφωνα με τις ανωτέρω νομοθεσίες, τη διαχείριση του συστήματος πληροφοριών καθώς και την ανταλλαγή και διαχείριση πληροφοριών, που περιέχονται σε αυτό μέσω πληροφοριακών συστημάτων ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και αφορούν θέματα αρμοδιότητάς του·
(β) η εφαρμογή οποιασδήποτε νομοθεσίας, που του έχει ανατεθεί.»
Το άρθρο 2 του Νόμου ερμηνεύει την έννοια του «Φόρου» προβλέποντας ότι:-
«2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
'φόρος' περιλαμβάνει το φόρο κατανάλωσης και το φόρο προστιθέμενης αξίας που επιβάλλονται κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων στη Δημοκρατία σύμφωνα με την εκάστοτε σε ισχύ περί Φόρων Κατανάλωσης Νομοθεσία και την περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νομοθεσία αντίστοιχα.»
Κατά την άποψη μου, αυτή η εξουσία του Διευθυντή πηγάζει και από το άρθρο 5(4) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 (Ν.95(Ι)/2000), το οποίο προβλέπει τα εξής:-
«5(4).- Ο φόρος επί της εισαγωγής αγαθών από τόπο εκτός των κρατών μελών επιβάλλεται και καταβάλλεται ως να ήταν τελωνειακός δασμός.»
Έτσι η Διευθύντρια Τελωνείων, με βάση τις πιο πάνω διατάξεις, είχε εξουσία να επιβάλει ΦΠΑ, και επομένως νόμιμα κατέληξε στην απόφαση της.
Κατά την άποψή μου, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νομότυπα και θα πρέπει να επικυρωθεί.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1400 έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ
[1] Στο αιτητικό της Αίτησης, αναφέρεται προφανώς εκ παραδρομής το ποσό των £45.991,00, χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε εξήγηση για τη διαφορά που προκύπτει από το ποσό που ζητείται με την επιστολή των καθ'ων η αίτηση.