ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση  Αρ.  2050/2006)

 

16 Οκτωβρίου, 2009

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ (ΠΑΝΤΙΑΣ) ΗΛΙΑΔΗ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.     ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.    ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ,

3.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Π. Παπαγεωργίου, για  τον Αιτητή.

Γ. Χ΄΄ Χάννα (κα) , Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Ο αιτητής τοποθετήθηκε την 1.9.2003 στην Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας (ΕΠΑ) της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες ως Αντιπρόσωπος της Κύπρου. Μετά την προαγωγή του στη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού από 15.11.2004 υπέβαλε, με σχετικές επιστολές του προς το Υπουργείο Εξωτερικών, αιτήματα που αφορούσαν σε θέματα  κάλυψης από την Υπηρεσία ολόκληρου του ποσού που κατέβαλλε ως ενοίκιο,  αύξηση του γενικού επιδόματος εξωτερικού,  καταβολή επιδόματος για υπηρεσιακό προσωπικό και  καταβολή αυξημένου επιδόματος φιλοξενίας κατά τη θητεία του ως Αντιπροσώπου στην ΕΠΑ μεταξύ 1.9.2003 και 31.8.2005, με το δικαιολογητικό ότι η θέση στην οποία υπηρετούσε ήταν επιπέδου Πρέσβη και ότι οι αντίστοιχοι του των άλλων χωρών ετύγχαναν απόλαυσης  τέτοιων ωφελημάτων.

 

Σημειώνεται ότι με  βάση την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 36.605, ημερομηνίας  6.12.1991, οι Πληρεξούσιοι Υπουργοί της Εξωτερικής Υπηρεσίας που τοποθετούνται στις Διπλωματικές Αποστολές στο εξωτερικό καθώς και οι Σύμβουλοι της Εξωτερικής Υπηρεσίας που τοποθετούνται ως Γενικοί Πρόξενοι στα Προξενεία που εδρεύουν σε πόλη άλλη από την πρωτεύουσα της χώρας όπου λειτουργεί Διπλωματική Αποστολή, εντάσσονται σε ειδική κατηγορία ώστε να τους παρέχεται αυξημένο επίδομα ενοικίου με βάση το νέο Σχέδιο Επιδόματος Εξωτερικού που είχε τεθεί σε ισχύ την 1.7.1989.  Με μεταγενέστερη επίσης έγκριση του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ημερομηνίας  25.6.1998, προστέθηκαν στην ειδική εκείνη κατηγορία των Διπλωματικών Αποστολών και οι υπάλληλοι που κατέχουν οργανική θέση Πληρεξούσιου Υπουργού και οι οποίοι τοποθετούνται ως δεύτεροι τη τάξει  στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΜΑΕΕ).

 

Διευκρινίζεται ωστόσο ότι κατά το διάστημα που ο αιτητής  είχε τοποθετηθεί ως Αντιπρόσωπος της Κύπρου στην ΕΠΑ στις Βρυξέλλες, υπηρετούσε από 1.7.1998, ο κ. Αιμιλίου ως Πληρεξούσιος Υπουργός και δεύτερος τη τάξει στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες, στον οποίο και καταβαλλόταν αναθεωρημένο επίδομα ενοικίου.  Κατά την προαγωγή του κ. Ηλιάδη στη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού στις 15.11.2004, ως δεύτερος τη τάξει Πληρεξούσιος Υπουργός στην ΜΑΕΕ υπηρετούσε  ο κ. Κορνηλίου, ο οποίος ήδη λάμβανε το σχετικό αυξημένο επίδομα ενοικίου. Ο αιτητής είχε ενημερωθεί προφορικά ότι τα αιτήματά του επρόκειτο να εξεταστούν. Επειδή όμως το Υπουργείο Εξωτερικών δεν του είχε απαντήσει  έγκαιρα και γραπτώς , ο αιτητής αποτάθηκε στη συνέχεια στην Επίτροπο Διοικήσεως.

 

 Η Επίτροπος Διοικήσεως απευθύνθηκε με επιστολές της ημερ. 20.4.2005, 8.6.2005 και 20.9.2005 προς το Υπουργείο Εξωτερικών ζητώντας  να ενημερωθεί για το πότε θα λαμβανόταν απόφαση του Υπουργείου αναφορικά με τα αιτήματα του αιτητή.

 

Το Υπουργείο Εξωτερικών  πληροφόρησε την Επίτροπο Διοικήσεως ότι πρόθεσή του ήταν να συζητήσει το θέμα του αιτητή με το Υπουργείο Οικονομικών.

 

Στις 8.12.2005 το Υπουργείο Εξωτερικών απέστειλε επιστολή στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία εισηγείτο όπως:

 

(α) εξεταστεί το ενδεχόμενο καταβολής αυξημένου επιδόματος ενοικίου στον κ. Ηλιάδη κατά τη διάρκεια της παραμονής του ως Αντιπροσώπου στη ΕΠΑ, με σκοπό να τύχει ίσης μεταχείρισης με τον Πληρεξούσιο Υπουργό που υπηρετούσε στη ΜΑΕΕ, Βρυξέλλες και (β) δημιουργηθεί νέα κατηγορία για το γενικό επίδομα εξωτερικού (ΓΕΕ) σε ποσοστό 95%, στην οποία να τοποθετηθεί ο Αναπληρωτής Μόνιμος Αντιπρόσωπος στις Βρυξέλλες και ο Αντιπρόσωπος στην ΕΠΑ.

 

Στη συνέχεια , το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με επιστολή του ημερ. 19.7.2006  προς το  Υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε ουσιαστικά ότι η παράλληλη καταβολή αυξημένου ενοικίου τόσο στον κ. Κορνηλίου όσο και στον αιτητή, δεν ήταν δυνατή για λόγους που εξηγούνταν.

Το Υπουργείο Εξωτερικών, αφού μελέτησε το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, απάντησε στο δικηγόρο του αιτητή με επιστολή του Υπουργού Εξωτερικών ημερ. 9.8.2006, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτούσιο:

 

 «Επιθυμώ να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερ. 23.3.2006 με την οποία ζητάτε ικανοποίηση των αιτημάτων του πελάτη σας κ. Παντελή Ηλιάδη, Πληρεξούσιου Υπουργού, που υποβλήθηκαν στο Υπουργείο Εξωτερικών και σας πληροφορώ ότι το Υπουργείο Εξωτερικών, αφού μελέτησε τα αιτήματα του κ. Ηλιάδη, με επιστολή του προς το Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του Υπουργείου οικονομικών ημερ. 8.12.2005 εισηγήθηκε τα ακόλουθα:

 

(α) να εξεταστεί το ενδεχόμενο καταβολής αυξημένου επιδόματος ενοικίου στον κ. Ηλιάδη κατά τη διάρκεια της παραμονής του ως Αντιπρόσωπος στην ΕΠΑ, με σκοπό να τύχει ίσης μεταχείρισης με τον Πληρεξούσιο Υπουργό που υπηρετούσε κατά τον ίδιο χρόνο στη ΜΑΕΕ, Βρυξέλλες, ως Αν. Μόνιμος Αντιπρόσωπος και

 

(β) να δημιουργηθεί νέα κατηγορία για το ΓΕΕ σε ποσοστό 95%, στην οποία να τοποθετηθεί, εκτός από τον Αναπληρωτή Μόνιμο Αντιπρόσωπο στις Βρυξέλλες και ο Αντιπρόσωπος στην ΕΠΑ.

 

Διαβιβάζεται αντίγραφο της επιστολής αυτής.

 

2. Επιθυμώ σχετικά να αναφέρω ότι, σύμφωνα με τις ισχύουσες Διατάξεις που ρυθμίζουν τόσο το επίδομα ενοικίου όσο και το ΓΕΕ που χορηγούνται στα μέλη της Εξωτερικής Υπηρεσίας που υπηρετούν στο εξωτερικό, υπάρχει συναρμοδιότητα των Υπουργών Οικονομικών και Εξωτερικών για να αποφασίζουν τυχόν τροποποίηση των Διατάξεων αυτών.

 

3. Το Υπουργείο Οικονομικών με την επιστολή του ημερ. 19.7.2006 αναφέρει ότι δεν συμφωνεί:

 

(α) με τη δημιουργία νέας κατηγορίας για το ΓΕΕ σε ποσοστό 95% και με την καταβολή αυξημένου ενοικίου στον κ. Ηλιάδη κατά τη διάρκεια της παραμονής του ως Αντιπρόσωπος στην ΕΠΑ, επειδή με βάση την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 36.605 ημερ. 6.12.1991 η παράλληλη καταβολή αυξημένου επιδόματος στον Πληρεξούσιο Υπουργό που υπηρετούσε ως Αν. Μόνιμος Αντιπρόσωπος και στον Κ. Ηλιάδη δεν είναι δυνατή.»

 

 

Ο αιτητής με την προσφυγή του αυτή προσβάλλει το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής του Υπουργού των Εξωτερικών ζητώντας συγκεκριμένα:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ή/και του Καθ' ου η Αίτηση 1 που περιέχεται σε επιστολή του Υπουργού Εξωτερικών ημερ. 9/8/06 προς τους Δικηγόρους του Αιτητή κ.κ. Π. Παπαγεωργίου & Σια και λήφθηκε από αυτούς μερικές μέρες αργότερα, στην οποία γίνεται επίκληση και αναφορά σχετικής επιστολής του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 19/7/2006, με την οποία ουσιαστικά απέρριψαν ή/και δεν ικανοποίησαν τα νόμιμα και δικαιολογημένα αιτήματα του Αιτητή, τα οποία περιέχονται σε επιστολές ή/και μηνύματα που απέστειλε προς αυτούς με ημερομηνίες 6/10/2003, 6/10/2003, 7/1/2004, 5/5/2004, 29/11/2004, 10/1/2005, 31/1/2005, 3/3/2005, καθώς και σε επιστολή των Δικηγόρων του ημερ. 23/3/2006, σε σχέση με τη θητεία ή/και υπηρεσία του ως Αντιπροσώπου στην Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από 1/9/2003 μέχρι και 31/8/2005, την αναγνώριση της ως υπηρεσία Πρέσβη και την απόδοση και καταβολή σ' αυτόν συναφών οικονομικών και άλλων δικαιωμάτων ή/και αποζημιώσεων συνολικού ύψους 46.485 Ευρώ ή/και το ίσο ποσό σε κυπριακές λίρες είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού ή άλλου αποτελέσματος.»

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση εγείρουν, με τη γραπτή αγόρευσή τους, προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι η προσβαλλόμενη πράξη  δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα.

 

Η νομολογία έχει καθορίσει από πολλού τον ορισμό της εκτελεστής πράξης. Είναι η πράξη η οποία συνεπάγεται ευθέως και αμέσως, με την εκτέλεσή της, έννομες συνέπειες για το διοικούμενο, δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις  (Δέστε:  Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26 όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακολουθώντας την πάγια κυπριακή νομολογία επί του θέματος, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με βάση τις συναφείς αρχές της ελληνικής νομολογίας, διατύπωσε το σχετικό κριτήριο ως εξής: "Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο μη υφιστάμενες πριν την έκδοση της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή της.")

 

Αντίθετα, πράξη  πληροφοριακού χαρακτήρα είναι η πράξη  που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου ή στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης. Η πράξη  πληροφοριακού χαρακτήρα απαραδέκτως προσβάλλεται γιατί στερείται εκτελεστού χαρακτήρα, καθ΄ όσον αυτή παρέχει μόνο πληροφορίες και δεν δύναται να δημιουργήσει ίδιον έννομο αποτέλεσμα (Δέστε:  Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 239 και Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 Α.Α.Δ. 219, 223).

 

Στην προκείμενη  περίπτωση κρίνω ότι η επίδικη επιστολή 9.8.2006 έχει πληροφοριακό περιεχόμενο εφόσον δεν επιβάλλει υποχρεώσεις στον αιτητή που δεν υφίσταντο πριν την έκδοσή της αλλά αντίθετα ενημερώνει το δικηγόρο του αιτητή για τις εισηγήσεις του Υπουργού Εξωτερικών και τις απόψεις επί του θέματος του Υπουργείου Οικονομικών.

 

Επιπρόσθετα διαπιστώνω ότι με  την  προσφυγή του ο αιτητής με σκοπό την έγκριση των αιτημάτων του από τον Υπουργό εξωτερικών  ουσιαστικά εγείρει, κατά την κρίση μου, ζητήματα που ρυθμίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι ο παρεμπίπτων έλεγχος Υπουργικών αποφάσεων  δεν είναι εφικτός. Οι  υπουργικές αποφάσεις  όπως έχει κριθεί νομολογιακά, αποτελούν αυτοτελείς  διοικητικές πράξεις προσβλητές με προσφυγή.

 

Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 36.605/6.12.1991  παραμένει σε ισχύ και διέπει το νομικό καθεστώς σχετικά με το επίδικο αίτημα του αιτητή.

 

Είναι φανερό επομένως ότι δεν θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν τα αιτήματα του αιτητή, χωρίς την τροποποίηση της Υπουργικής εκείνης απόφασης και επομένως το επίδικο ζήτημα δεν θα ήταν δυνατό να ρυθμιστεί με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών (ή και του Υπουργού Οικονομικών) προς τον οποίο είχε απευθυνθεί ο αιτητής. Συνακόλουθα, στην  απουσία εξουσίας του Υπουργού  Εξωτερικών να αποφασίσει τα επίδικα αιτήματα του αιτητή (εν όψει της υφιστάμενης και μη προσβληθείσας απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου), η προσβαλλόμενη πράξη κρίνεται ως μη έχουσα νομικήν ισχύ.

 

Η  απαντητική επιστολή του Υπουργού Εξωτερικών ημερ.9.8.2006 κατά της οποίας μόνο στρέφεται η παρούσα προσφυγή, έχει μόνο  πληροφοριακό χαρακτήρα και επομένως δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο  αιτητής δεν νομιμοποιείται στην προώθηση της παρούσας προσφυγής και επομένως δε δικαιολογείται η εξέταση άλλου θέματος.

 

Κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται με €1200.-  έξοδα εις βάρος του αιτητή.

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                    Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο