ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 965/2007)

 

22 Σεπτεμβρίου, 2009

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  146  ΚΑΙ  28  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΤΣΑΓΓΑΡΗ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

΄Αντης Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Λαμπρινή Λάμπρου - Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,  για τους Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 10/5/2007, με την οποία προάχθηκε αναδρομικά από 15/8/2003 στη μόνιμη θέση Πρώτου Υγειονομικού Επιθεωρητή, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, ο Γεώργιος Γιωργαλλάς - (ενδιαφερόμενο μέρος) - αντί ο Παναγιώτης Τσαγγάρης - (αιτητής).

 

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), με απόφασή της ημερομηνίας 16/7/2003, προήγαγε στη μόνιμη θέση Πρώτου Υγειονομικού Επιθεωρητή, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, το ενδιαφερόμενο μέρος.  Η προαγωγή του προσβλήθηκε από τον αιτητή, και ακυρώθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 10/2/2005 - (βλ. Παναγιώτης Τσαγγάρης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 886/03) - (η «πρώτη ακυρωτική απόφαση»).  Κρίθηκε εκεί ότι η σύσταση του Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών ήταν αναιτιολόγητη, καθ' ότι ο αιτητής έτυχε άνισης μεταχείρισης, αφού ο Διευθυντής απέδωσε υπεροχή στο ενδιαφερόμενο μέρος, λόγω των καθηκόντων που αυτός ασκούσε.  Η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε την πλήρωση της θέσης και, στις 5/5/2005, με νέα απόφασή της, προήγαγε, αυτή τη φορά, αναδρομικά από 15/8/2003, τον αιτητή.  Εναντίον της νέας αυτής απόφασης το ενδιαφερόμενο μέρος καταχώρισε την Προσφυγή Αρ. 755/05, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προαγωγής του αιτητή - (βλ. Γιώργιος Γιωργαλλάς ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 755/05, 22/2/07) - (η «δεύτερη ακυρωτική απόφαση») - για το λόγο ότι η Ε.Δ.Υ. παρέκκλινε από τη σύσταση της Αν. Διευθύντριας Ιατρικών Υπηρεσιών - ήταν υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους στην παρούσα - χωρίς να δώσει την απαιτούμενη από τη νομολογία ειδική αιτιολογία.  Πιο συγκεκριμένα, αποφασίστηκαν τα εξής:-

 

«Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί.  ΄Οπως προκύπτει από την απόφαση της ΕΔΥ, το ενδιαφερόμενο μέρος επιλέγηκε πάνω στη βάση ότι αυτό υπερείχε του αιτητή σε αρχαιότητα[1], ενώ δεν υστερούσε αυτού σε αξία, εφόσον και οι δύο είχαν βαθμολογηθεί ως εξαίρετοι 'με έμφαση στα τελευταία δέκα προ του ουσιώδους χρόνου έτη', διέθεταν δε και οι δύο τόσο τα προσόντα όσο και το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας.  ΄Ομως, σύμφωνα με τη νομολογία, η αρχαιότητα αφ' εαυτής δεν αποτελεί λόγο για την απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή.  Εφόσον τέτοια προσέγγιση θα εξουδετέρωνε τη σημασία της σύστασης, δοθέντος ότι η αρχαιότητα είναι ένα στοιχείο που συνεκτιμά ο Διευθυντής προτού διατυπώσει τη σύστασή του.  Η απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή απαιτεί, σύμφωνα με τη νομολογία, ειδική αιτιολογία, ήτοι αιτιολογία η οποία είτε να επεξηγεί τη σημασία της αρχαιότητας για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, ώστε η απόκλιση να καθίσταται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εύλογη, είτε αιτιολογία η οποία να επεξηγεί τη διαφωνία της ΕΔΥ με το ουσιαστικό περιεχόμενο της σύστασης.  Κάτι τέτοιο δεν έγινε στην προκείμενη περίπτωση.  Η ΕΔΥ έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους απλά πάνω στη βάση της υπεροχής του σε αρχαιότητα, χωρίς να επεξηγεί τη σημασία της για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, ώστε να καθίσταται εύλογη η απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή, ενώ, ταυτόχρονα, δεν έδωσε οποιαδήποτε αιτιολογία της διαφωνίας της με το ουσιαστικό περιεχόμενο της σύστασης του Διευθυντή, όπως π.χ. της σημασίας που προσέδωσε η Αναπληρωτής Διευθυντής στη μετεκπαίδευση επιπέδου M.Sc., που είχε μόνο ο αιτητής, και ή στις ειδικές μελέτες και εργασίες που διεξήγαγε ή στις εκθέσεις που ετοίμασε σε σχέση με τα θέματα στα οποία αναφέρθηκε η Αναπληρωτής Διευθυντής.

 

΄Οσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου του ενδιαφερόμενου μέρους περί της ύπαρξης επάλληλης αιτιολογίας, παρατηρώ ότι αυτή δεν ευσταθεί για το λόγο ότι η αρχή της επάλληλης ή πολλαπλής αιτιολογίας προϋποθέτει την επίκληση εκ μέρους του διοικητικού οργάνου δύο, παραδείγματος χάριν, πραγματικών αιτιολογιών και, μάλιστα, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η δεύτερη αιτιολογία να είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής και όχι επικουρική ή παρεπόμενη της πρώτης.  Με τον όρο 'πραγματική αιτιολογία' εννοώ αιτιολογία που στηρίζεται στην εκτίμηση και αξιολόγηση πραγματικών στοιχείων κατ' αντιδιαστολή με τη 'νομική αιτιολογία' περί της οποίας το άρθρο 31 του Νόμου 158(Ι)/1999 το οποίο επικαλείται ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους προς υποστήριξη της εισήγησής του.[2]  ΄Αρθρο το οποίο, στην προκείμενη περίπτωση, θεωρώ ότι δεν έχει εφαρμογή.  Στην προκείμενη περίπτωση, η ΕΔΥ, όπως ήδη ανέφερα, επικαλέσθηκε απλώς μία και μόνο πραγματική αιτιολογία για την προτίμηση του ενδιαφερόμενου μέρους.  Εκείνη της αρχαιότητας.  Χωρίς, όμως, να επεξηγεί τη σημασία της αρχαιότητας, ως πραγματικού στοιχείου, για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, ώστε να καθίσταται εύλογη η παρέκκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή και ή χωρίς να επεξηγεί τη διαφωνία της με τα πραγματικά στοιχεία που συνιστούν το περιεχόμενο της σύστασης του Διευθυντή.  Δεν ανήκει στο Δικαστήριο η εξεύρεση δεύτερης, μη νομικής, επάλληλης και μη επικουρικής, πραγματικής αιτιολογίας, η οποία και να παρέχει πραγματικό έρεισμα στην επίδικη απόφαση.»

 

 

 

Ακολούθησε νέα επανεξέταση, με αποτέλεσμα την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Η πορεία των γεγονότων έχει ως ακολούθως:-

 

Η Ε.Δ.Υ., σε συνεδρία της ημερομηνίας 10/5/2007, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, προχώρησε στην επανεξέταση.  Αφού έκρινε ποιοι υποψήφιοι ήταν προάξιμοι - σ' αυτούς περιλαμβάνονταν αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα - προέβηκε σε εξέταση των προσόντων τους, με βάση τα στοιχεία των φακέλων.  ΄Οσον αφορά το προβλεπόμενο στο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα «Μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση και απόκτηση σχετικού διπλώματος ή πιστοποιητικού από αναγνωρισμένο ίδρυμα σε θέματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης», έκρινε ότι αυτό το διαθέτουν ο αιτητής, το ενδιαφερόμενο μέρος και ακόμη ένας υποψήφιος.  Σημειώνεται ότι, προτού η Ε.Δ.Υ. καταλήξει στη συγκεκριμένη κρίση της ως προς την κατοχή του πλεονεκτήματος, είχε ήδη καθορίσει τη διάρκεια της προβλεπόμενης μετεκπαίδευσης ή ειδικής εκπαίδευσης σε τουλάχιστον έξι μήνες.  Μετά τις πιο  πάνω διαπιστώσεις, έχοντας υπόψη τη σύσταση της Αν. Διευθύντριας Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, (η «Αν. Διευθύντρια»), όπως αυτή είχε υποβληθεί κατά την προηγούμενη επανεξέταση του θέματος στη συνεδρία της ημερομηνίας 5/5/2005, καθώς και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - αφού προέβη σε μια συνεκτίμηση όλων των ενώπιόν της στοιχείων, επέλεξε ως καταλληλότερο για προαγωγή, αναδρομικά από 15/8/2003, το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Το ουσιώδες απόσπασμα από την απόφαση της Ε.Δ.Υ. έχει ως εξής:-

 

«Η Επιτροπή, επιλέγοντας τον Γιωργαλλά, έλαβε υπόψη ότι αυτός ουδενός υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη, αξιολογηθείς ως καθόλα εξαίρετος, διαθέτει το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως και οι Τσαγγάρης και Χατζηβασίλης, και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ του σύσταση της Αν. Διευθύντριας.  Περαιτέρω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο Γιωργαλλάς διαθέτει πρόσθετα προσόντα, τα οποία παρόλο που δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας αυτά όμως είναι άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα.  Τέλος, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο Γιωργαλλάς υστερεί σε αρχαιότητα μόνον έναντι των Παπαδόπουλου και Τσαγγάρη, αρχαιότητα όμως που ανάγεται στην ημερομηνία πρώτου διορισμού τους, στη δεκαετία του 70.  Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι η αρχαιότητα αυτή είναι απομακρυσμένη και όχι ουσιαστική ώστε να ανατρέψει την κρίση της ότι ο επιλεγείς είναι ο καταλληλότερος, έχοντας υπόψη την κρατούσα για το θέμα νομολογία, σύμφωνα με την οποία για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως η παρούσα, η αρχαιότητα έχει περιορισμένη σημασία.»

 

 

 

Με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητείται η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης, για την ακύρωση της οποίας προβάλλεται σειρά λόγων, μεταξύ των οποίων εκείνος της πάσχουσας σύστασης.

 

Ισχυρίζεται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ότι η σύσταση της Αν. Διευθύντριας πάσχει, αφού παραβιάζει το δεδικασμένο που απορρέει από την πρώτη ακυρωτική απόφαση και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.  Κατά την πρώτη επανεξέταση, συνεχίζει η εισήγησή του, κλήθηκε ο νέος Διευθυντής, η Αν. Διευθύντρια, η οποία προέβη σε νέα σύσταση.  Η νέα αυτή σύσταση δεν εθίγη ως προς το περιεχόμενό της από τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση.  Το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, αν αυτή είναι έγκυρη ή άκυρη, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη σύσταση να ληφθεί υπόψη ως πραγματικό γεγονός στη δεύτερη επανεξέταση, που αφορά η παρούσα προσφυγή.  Η Ε.Δ.Υ., επισημαίνει, όφειλε να εξετάσει, κατά τη δεύτερη επανεξέταση, κατά πόσο η νέα αυτή σύσταση συγκρουόταν με το δεδικασμένο ή τα στοιχεία των φακέλων.  Δεν το έπραξε και τούτο, κατά την άποψή του, συνιστά λόγο ακύρωσης.  Περαιτέρω, στην πρώτη ακυρωτική απόφαση, κρίθηκε τελεσίδικα ότι αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος είναι ίσοι σε προσόντα και αξία.  Διαφοροποίηση μεταξύ τους υπάρχει μόνο στο κριτήριο της αρχαιότητας, με τον αιτητή να υπερτερεί του ενδιαφερομένου μέρους οριακά.  Συνεπώς, καταλήγει, η όποια σύσταση της Αν. Διευθύντριας υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους είναι καταδικασμένη ως άκυρη, γιατί συγκρούεται με το δεδικασμένο και τα στοιχεία των φακέλων.

 

Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση, σχολιάζει, υπάρχει η εξής κρίση του Δικαστηρίου:-

 

«Ο διευθυντής, με τη σύστασή του, μετέφερε στην ΕΔΥ το μήνυμα της υπεροχής του Ε/Μ, ώστε αυτό να αναδεικνύεται ως το καταλληλότερο.  Δεν προκύπτει όμως τέτοια υπεροχή από τους φακέλους».

 

 

 

Και στη δεύτερη επανεξέταση, υποστηρίζει, συνέβη το ίδιο.  Η Αν. Διευθύντρια μετέφερε στην Ε.Δ.Υ. το μήνυμα της υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους, ώστε αυτό να αναδειχθεί από την Ε.Δ.Υ. ως το καταλληλότερο, ενώ τέτοια υπεροχή από τους φακέλους δεν προκύπτει.  Αποτέλεσμα είναι να υπάρχει παραβίαση του δεδικασμένου της πρώτης ακυρωτικής απόφασης, η οποία οδηγεί σε ακύρωση την επίδικη πράξη.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει πως ο αιτητής δε νομιμοποιείται να εγείρει θέμα σύστασης, αφού κάτι τέτοιο δεν ήγειρε στην πρώτη προσφυγή του με Αρ. 886/03.

 

΄Οπως έχει ήδη λεχθεί, ο λόγος ακύρωσης της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στην Προσφυγή Αρ. 886/03 ήταν το αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και η θυματοποίηση του αιτητή.  Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πρόσωπο που προέβη στη σύσταση στην Προσφυγή Αρ. 886/03 δεν ήταν το ίδιο με το πρόσωπο που προέβη στη σύσταση κατά την πρώτη επανεξέταση, με αποτέλεσμα το περιεχόμενο των δύο συστάσεων να διαφέρει.  Το Δικαστήριο, στην Προσφυγή Αρ. 755/05, δεν εξέτασε το περιεχόμενο της νέας σύστασης, παρά το ότι ο νυν αιτητής είχε προβάλει όλους τους λόγους που και τώρα προβάλλει για ακύρωση της σύστασης  της Αν. Διευθύντριας. 

 

Ενόψει των πιο πάνω, η εισήγηση των καθ' ων η αίτηση δε βρίσκω να ευσταθεί και, κατά συνέπεια, προχωρώ στην εξέταση του λόγου ακύρωσης που προβλήθηκε σε σχέση με τη σύσταση.  Προηγουμένως, όμως, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω συγκεκριμένο απόσπασμα από την απόφαση που δόθηκε στην Προσφυγή Αρ. 886/03, το οποίο συνδέεται άμεσα με τον πιο πάνω λόγο ακυρότητας.

 

 «Είναι δεδομένο και παραδεκτό ότι αιτητής και Ε/Μ είναι ισοδύναμοι στο θέμα της αξίας αφού και οι δύο βαθμολογούνται με 8 εξαίρετα τα τελευταία 11 χρόνια.

 

Είναι επίσης παραδεκτό από όλους ότι είναι επίσης ισοδύναμοι στα προσόντα αφού και οι δύο πληρούν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας και κατέχουν και το πλεονέκτημα.

 

Στο θέμα της αρχαιότητας υπερτερεί οριακά ο αιτητής, αφού υπερτερεί σε προηγούμενη θέση.»

 

 

 

Η πλήρης σύσταση της Αν. Διευθύντριας έχει πάρει την πιο κάτω μορφή:-

 

«Προκειμένου να προβώ σε σύσταση προαγωγής, μελέτησα το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων.  Έλαβα πολύ σοβαρά υπόψη το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου και εξετάζοντας το όλο θέμα, υπό το τότε νομικό και πραγματικό καθεστώς, θεωρώ ως καταλληλότερο, με βάση τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, το Γιωργαλλά Γεώργιο, τον οποίο και συστήνω για προαγωγή.

 

Ο Γιωργαλλάς είναι ίσος σε αξία με τους μη συστηνόμενους υποψηφίους, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση τα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα.  Από πλευράς αρχαιότητας, υπερτερεί των Χατζηβασίλη Ανδρέα και Πετρίδη Παναγιώτη και υστερεί των Παπαδόπουλου Γεώργιου και Τσαγγάρη Παναγιώτη, των οποίων η αρχαιότητα ανάγεται στην ημερομηνία πρώτου διορισμού, αρχαιότητα την οποία θεωρώ απομακρυσμένη σε χρόνο.

 

Σ' ό,τι αφορά τα προσόντα, από τα στοιχεία των Φακέλων διαπιστώνω ότι το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας κατέχουν οι Τσαγγάρης, Γιωργαλλάς και Χατζηβασίλης.  Πέραν όμως από το πλεονέκτημα αλλά παράλληλα αποδεδειγμένου ζήλου προς μάθηση και συνεχή βελτίωση, διαπιστώνω ότι μετεκπαίδευση επιπέδου M.Sc. έχει μόνο ο Γιωργαλλάς, ο δε Χατζηβασίλης, ο οποίος υστερεί σε αρχαιότητα, έχει B.Sc.  Θεωρώ ότι το M.Sc. είναι θέμα απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης και αποδίδω σ' αυτό την αρμόζουσα σημασία.

 

΄Εχω διαπιστώσει ότι το (α), (β) και (γ) των καθηκόντων και ευθυνών του Σχεδίου Υπηρεσίας μπορεί να εκπληρώσει με τρόπο καταλληλότερο ο Γιωργαλλάς, ο οποίος έχει καταδείξει ότι έχει, με πρωτοβουλία δική του και αξιοποιώντας το χρόνο του σωστά και αποτελεσματικά, διεξάγει ειδικές μελέτες και εργασίες και ετοίμασε σχετικές εκθέσεις, όπως 'στρατηγική ασφάλειας των τροφίμων Υπουργείου Υγείας', η οποία υποβλήθηκε και εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 'εκθέσεις προόδου' προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για την πρόοδο εναρμόνισης.»

 

 

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η σύσταση του Διευθυντή εξετάζεται σε συσχετισμό με το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, βάσει των τριών θεσμοθετημένων κριτηρίων, ήτοι της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, όπως αυτά αντικατοπτρίζονται μέσα από τους φακέλους - (βλ. την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695).  Επίσης, οι αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα της επανεξέτασης προβλέπουν ότι το διορίζον όργανο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα σημεία που εξετάστηκαν και κρίθηκαν τρωτά στη δικαστική απόφαση -  (βλ. Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, στη σύστασή της η Αν. Διευθύντρια αναφέρεται ότι ο συστηθείς Γ. Γιωργαλλάς διαθέτει ζήλο προς μάθηση και συνεχή βελτίωση, εξαίρει δε τις ειδικές μελέτες, εργασίες και εκθέσεις που αυτός ετοίμασε σε σχέση με διάφορα θέματα.  ΄Ομως ο αιτητής, για τον οποίο η Αν. Διευθύντρια παρέλειψε να αναφέρει αν και σε ποιο βαθμό διέθετε τις πιο πάνω ιδιότητες, έχει κριθεί στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, οι οποίες αντικατοπτρίζουν την επαγγελματική αξία των υποψηφίων, ότι διαχρονικά διέθετε σε εξαίρετο βαθμό τα στοιχεία του υπηρεσιακού ενδιαφέροντος, της υπευθυνότητας, της οργάνωσης, της διεύθυνσης, του συντονισμού, της εποπτείας και του ελέγχου της εργασίας του και του προσωπικού που έχει ή μπορεί να έχει στη διάθεσή του.  Μελέτη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων και των όσων η Αν. Διευθύντρια επικαλέστηκε για το ενδιαφερόμενο μέρος ως ιδιότητες και ικανότητες που το καθιστούσαν συγκριτικά με τον αιτητή καταλληλότερο αποκαλύπτει ότι οι πιο πάνω ιδιότητες ήταν στοιχεία που βαθμολογήθηκαν διαχρονικά στα κριτήρια 1 μέχρι 8 των Υπηρεσιακών Εκθέσεων και, συνεπώς, δε δικαιολογείτο η μονόπλευρη επίκλησή τους υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, αφού και ο αιτητής ήταν, ως προς αυτές τις ιδιότητες, ισοδύναμος με το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Στις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις, τονίστηκε ότι, μεταξύ αιτητή και ενδιαφερομένου μέρους, υπάρχει πλήρης ισότητα ως προς την αξία, αφού και οι δύο βαθμολογούνται με 8 εξαίρετα τα τελευταία 11 χρόνια.  Τονίστηκε, επίσης, ότι αυτοί ήταν πλήρως ισοδύναμοι και ως προς τα προσόντα.  Πέραν των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων, κρίθηκε ότι διέθεταν και οι δύο το πλεονέκτημα.  Κατά συνέπεια, η αναφορά της Αν. Διευθύντριας ότι το M.Sc. του ενδιαφερομένου μέρους «είναι θέμα απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης και αποδίδω σ' αυτό την αρμόζουσα σημασία», δε συνάδει με τα αποφασισθέντα στις ακυρωτικές αποφάσεις και τα στοιχεία των φακέλων, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το δεδικασμένο.

 

Η πιο πάνω μορφή της σύστασης δεν επιδοκιμάζεται από τη νομολογία.  ΄Οπως επισημάνθηκε στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω):- (σελ. 720-721)

 

«΄Οσα εξειδικεύει ως ικανότητες και ιδιότητες των συστηθέντων, αναμφιβόλως είναι σχετικά και θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει τους λόγους της επιλογής που έκαμε.  Εννοείται όμως πως τα αναφέρει συγκριτικά.  Δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους όταν θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δε συστήνει.  Κατ' ανάγκην όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς.  ΄Ωστε αυτοί να αναδεικνύονται ως οι καταλληλότεροι.  (Βλ. συναφώς Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833).  Δεν προκύπτει όμως τέτοια υπεροχή από τους φακέλους και η επίκληση από τον προϊστάμενο της προσωπικής του γνώσης, εισάγει πηγή πληροφόρησης αντίθετη προς το Νόμο και, πάντως, η σύσταση συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων.  Σημειώνουμε συναφώς πως ο ίδιος προϊστάμενος αξιολόγησε τον αιτητή τα δυο τελευταία χρόνια, το 1996 και το 1997.  Και τον βρήκε εξαίρετο σε όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία αξιολόγησης.  Οπότε, κατά την πάγια νομολογία μας, δεν θα έπρεπε να της είχε προσδοθεί βαρύτητα.»

 

 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι η σύσταση της Αν. Διευθύντριας, η οποία αποτέλεσε και μέρος της αιτιολογίας της Ε.Δ.Υ. για τη λήψη της επίδικης απόφασης, πάσχει, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Με την επιτυχία του λόγου ακυρότητας σε σχέση με τη σύσταση, θεωρώ μη αναγκαία την ενασχόληση μου με τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή.

 

 Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                               Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                            Δ.

/ΚΧ"Π, ΜΠ



[1] «Το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε στη θέση Υγειονομικού Επιθεωρητή  Γ΄ Τάξης στις 15.2.1972.  Ο αιτητής διορίστηκε στην ίδια θέση την 1.8.1972.  Στις 15.3.1982 προήχθησαν και οι δύο στη θέση Υγειονομικού Επιθεωρητή Α΄ Τάξης.  Στις 15.1.1990 προήχθησαν και οι δύο στη θέση Ανώτερου Υγειονομικού Επιθεωρητή Β΄ Τάξης.  Την 1.4.1999 προήχθησαν και οι δύο στη θέση Ανώτερου υγειονομικού Επιθεωρητή Α΄ Τάξης.  Η αρχαιότητα, δηλαδή, του ενδιαφερόμενου μέρους αναγόταν στον πρώτο του διορισμό το 1972  και, έναντι του αιτητή, ήταν αρχαιότητα μερικών μόνο μηνών.»

[2] «Σύμφωνα με το άρθρο 31 'εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης, αν η πράξη μπορεί να έχει άλλο νομικό έρεισμα.'»

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο