ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 686/2008)
30 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΜΑΡΙΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ-ΣΟΥΡΟΥΛΛΑ, ΕΚΤΕΛΕΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΘΩΜΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
2. ΗΛΙΟΥ ΒΟΣΚΟΥ,
Αιτήτριες,
ΚΑΙ
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΕΚΤΟΠΙΣΘΕΝΤΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Κ. Καλλής, για τις Αιτήτριες.
Ε. Κλεόπα (κα.), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή τους οι αιτήτριες ζητούν δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία τους κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 8.4.08 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα των αιτητριών για έκδοση τίτλου ιδιοκτησίας επ΄ ονόματι της αιτήτριας 2, είναι άκυρη και στερείται εννόμου αποτελέσματος.
Μεταξύ των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η αίτηση είναι και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος.
Η πρώτη αιτήτρια είναι εκτελεστής της διαθήκης της αποβιώσασας Ορθοδοξίας Θωμά Χριστοφή, η οποία απεβίωσε την 5.7.2000. Η αιτήτρια 2 είναι θυγατέρα της προαναφερόμενης αποβιώσασας και κληρονόμος της. Με διαθήκη, η αποβιώσασα κληροδότησε στην αιτήτρια 2 την κατοικία της επί κρατικής γης, με στοιχεία ακινήτου Φ/Σχ. ΧΧΙΙ 61Ε, 62W2, αρ. 170/1, στο Δασάκι Άχνας. Μετά το θάνατο της αποβιώσασας, η αιτήτρια 1 με επιστολή της ημερ. 4.2.08 ζήτησε από τον Έπαρχο Αμμοχώστου όπως η επίδικη κατοικία εγγραφεί επ΄ ονόματι της αιτήτριας 2, ως κληρονόμου της αποβιώσασας, δυνάμει διαθήκης. Ο Έπαρχος απέρριψε το προαναφερόμενο αίτημα με επιστολή του ημερ. 25.2.08. Το ίδιο αίτημα που υπέβαλε στον Έπαρχο η αιτήτρια 1 το κοινοποίησε και στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και στο Διευθυντή της Υπηρεσίας Μερίμνης. Το αίτημα απορρίφθηκε και από το Διευθυντή της Υπηρεσίας Μερίμνης με επιστολή του ημερ. 8.4.08. Την απόφαση εκείνη προσβάλλουν οι αιτήτριες, με την παρούσα προσφυγή.
Η απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στην πρώτη αιτήτρια με την επιστολή ημερ. 8.4.08 αναφέρει, μεταξύ άλλων, και τα εξής: Η αποβιώσασα ήταν δικαιούχος χρήσης της προαναφερόμενης κατοικίας. Απεβίωσε στις 5.7.2000. Σύμφωνα με τον Καν. 2 των περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Παραχώρηση Τίτλων Ιδιοκτησίας σε Εκτοπισθέντες και άλλα πρόσωπα) (Ειδικών) Κανονισμών του 2006 και 2007, οι οποίοι εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 18(3) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4094 και ημερ. 7.4.06 και με αρ. 4212 και ημερ. 27.7.07 (τροποποίηση), «Δικαιούχος» σημαίνει εκτοπισθέντα ή παθόντα ή τουρκόπληκτο ο οποίος κατά η μετά την 7.4.06 (ημερομηνία δημοσίευσης των αρχικών Κανονισμών στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας), είναι νόμιμος κάτοχος οικιστικής μονάδας και τη χρησιμοποιεί ως μόνιμη κατοικία του. Επομένως, συνεχίζει η προαναφερόμενη επιστολή, η Ορθοδοξία Θωμά, η οποία απεβίωσε το 2000, δεν καθίσταται δικαιούχος του τίτλου ιδιοκτησίας της προαναφερόμενης κατοικίας παρόλο που υπήρξε η νόμιμος δικαιούχος χρήσης του αντίστοιχου κυβερνητικού οικοπέδου, και κατ΄ επέκταση ούτε και οι κληρονόμοι της καθίστανται δικαιούχοι του τίτλου ιδιοκτησίας, αφού δεν νοείται κληρονομική διαδοχή πραγμάτων που δεν ανήκουν στον κληρονομούμενο.
Η επιχειρηματολογία των αιτητριών βασίζεται στο ότι συνιστά αδικία και αυθαίρετη και άνιση μεταχείριση ανθρώπων που βρίσκονται στην ίδια ακριβώς θέση, το γεγονός ότι με τους προαναφερόμενους Κανονισμούς δημιουργούνται δύο τάξεις ανθρώπων, η μια από τις οποίες είναι προνομιούχα διότι δικαιούται σε τίτλο ιδιοκτησίας τον οποίο μπορεί και να μεταβιβάσει ή να κληροδοτήσει, ενώ η άλλη τάξη μή προνομιούχα εφόσον δεν δικαιούται σε τίτλο ιδιοκτησίας και επομένως δεν μπορεί ούτε να μεταβιβάσει ούτε και να κληροδοτήσει οποιοδήποτε δικαίωμα. Εκείνο που διαφέρει στις δύο περιπτώσεις είναι ότι η προνομιούχα ομάδα περιλαμβάνει άτομα που κατείχαν νόμιμα οικιστική μονάδα κατά ή μετά την 7.4.06, ενώ η μη προνομιούχα ομάδα περιλαμβάνει τα ίδια άτομα που ήταν νόμιμοι κάτοχοι οικιστικών μονάδων πριν την 7.4.06, όπως ήταν και η αποβιώσασα. Οι αιτήτριες αναφέρονται και σε άλλα σχετικά γεγονότα, προς υποστήριξη των θέσεων τους, όπως είναι το γεγονός ότι η αποβιώσασα πήρε κάποια κυβερνητική χορηγία αλλά χρησιμοποίησε και δικά της χρήματα για την ανέγερση της προαναφερόμενης κατοικίας.
Οι καθ΄ ων η αίτηση, με την ένσταση τους και την επιχειρηματολογία τους, εγείρουν ουσιαστικά ζήτημα διάκρισης των εξουσιών και λέγουν ότι η οποιαδήποτε τυχόν ανισότητα προκύπτει από ενέργειες της νομοθετικής εξουσίας και ότι η δικαστική εξουσία δεν έχει οποιοδήποτε δικαίωμα να συμπληρώνει τα κενά που αφήνει η νομοθετική εξουσία. Αναφέρονται σε σχετικά πρόσφατη νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που είναι δεσμευτική για το παρόν δικαστήριο. Αντίθετα οι αιτήτριες απαντούν ότι το παρόν δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την σχετικά πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθότι αυτή έρχεται σε αντίθεση με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και με προγενέστερη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η βασική και θεμελιώδης απόφαση στην οποία βασίζονται οι καθ΄ ων η αίτηση είναι η Dias United Public Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, στην οποία η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου τόνισε ότι η ανυπαρξία νομοθετικής διάταξης, πάνω στην οποία να μπορεί να βασιστεί ο αιτητής, δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, διότι τότε ο συνταγματικός έλεγχος θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας, πράγμα ανεπίτρεπτο. Η Ολομέλεια έκαμε αναφορά στο Δικονομικό Δίκαιο του καθηγητή Δαγτόγλου όπου στη σελ. 98, παράγραφο 127, αναγράφεται ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν δικαιούται να διορθώνει τις οποιεσδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του Νομοθέτη, νομοθετώντας αντ΄ αυτού. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί το Δικαστήριο αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις περιπτώσεις που προβλέπει αυτή (η νομοθετική διάταξη), το Δικαστήριο όμως δεν μπορεί, μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο (ή μέσο) διεύρυνσης του πεδίου ισχύος του νόμου, σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του Νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες, από το Σύνταγμα, στη Νομοθετική εξουσία. Ο καθηγητής Δαγτόγλου στην ίδια σελίδα αναφέρεται και σε σχετικήν απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία έγινε δεκτή η θέση ότι η παράβαση της αρχής της ισότητας (των δύο φύλων, στην υπόθεση εκείνη), μπορεί να οδηγήσει στη μη εφαρμογή της σχετικής διάταξης, δεν μπορεί όμως να οδηγήσει και στην υπαγωγή, στη νομοθετική διάταξη, του φύλου που δεν καλυπτόταν, γιατί κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση Δικαστή στο έργο της Νομοθετικής εξουσίας.
Στο ίδιο σύγγραμμα του καθηγητή Δαγτόγλου, στη σελ. 99, αναγράφεται επίσης ότι είναι θεμελιώδης αρχή ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των Νόμων γίνεται μόνον, αν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγούσε στην αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος. Αλλιώς απορρίπτεται ως αλυσιτελής. Ο λόγος ύπαρξης αυτού του περιορισμού είναι ότι τα Δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές. Δεν ασχολούνται επομένως με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς. Κατά συνέπεια, αν η τυχόν διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διάταξης, δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει αποδοχή του αιτήματος του ένδικου βοηθήματος, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται και επομένως δεν πρέπει να προχωρήσει στον έλεγχο της συνταγματικότητας της επίμαχης νομοθετικής διάταξης.
Η απόφαση Dias (ανωτέρω) ενσωματώνει θεμελιώδεις αλλά και θεμελιωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου και από την έκδοση της ακολουθήθηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και αποφάσεων της Ολομέλειας και της Πλήρους Ολομέλειας. Το παρόν δικαστήριο δεν θα μπορούσε να μην ακολουθήσει τις προαναφερόμενες θεμελιωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου οι οποίες περιέχονται στη Dias (ανωτέρω). Αν οι αιτήτριες επιθυμούσαν την ανατροπή των προαναφερόμενων αρχών, είτε διότι έρχονται σε αντίθεση με προγενέστερη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είτε διότι έρχονται σε αντίθεση με αρχές που διατυπώθηκαν στην νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θα έπρεπε να είχαν ζητήσει να αχθεί αυτή η προσφυγή ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας η οποία έχει την εξουσία, αν πειστεί, να ανατρέψει την Dias (ανωτέρω). Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε και το παρόν δικαστήριο θεωρεί ότι είναι δεσμευμένο από την Dias (ανωτέρω) και τις αρχές που εκφράστηκαν εκεί αλλά και δεν βλέπει και οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο να δικαιολογείται παρέκκλιση από τις προαναφερόμενες αρχές.
Στην παρούσα υπόθεση, θεωρώ ότι έχουν πλήρη εφαρμογή οι προαναφερόμενες αρχές καθότι ζητείται από το Δικαστήριο να εφαρμόσει νομοθετικές διατάξεις που θεσπίστηκαν και ισχύουν μετά το θάνατο της αποβιώσασας, και στην περίπτωση της αποβιώσασας, επειδή, κατ΄ ισχυρισμό, η δημιουργία δύο τάξεων, μιας προνομιούχας και μιας όχι, προκαλεί ανισότητα. Κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό στο Ακυρωτικό Δικαστήριο εφόσον εμπίπτει στη σφαίρα της αποκλειστικής αρμοδιότητας των Νομοθετικών Αρχών. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν το Δικαστήριο έκρινε ως αντισυνταγματική την προαναφερόμενη πρόνοια, ως προσκρούουσα στο άρθρο 28 του Συντάγματος, αυτό δεν θα είχε οποιοδήποτε ευνοϊκό αποτέλεσμα ή κατάληξη για την παρούσα προσφυγή. Επομένως θα ήταν απλά ακαδημαϊκή άσκηση χωρίς οποιοδήποτε θετικό αποτέλεσμα για τις αιτήτριες.
Τα προαναφερόμενα αφορούν την παρούσα προσφυγή και δεν επηρεάζουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα οποιαδήποτε αστικά δικαιώματα που είναι δυνατόν να έχουν οι αιτήτριες σε σχέση με την προαναφερόμενη κατοικία ή το οικόπεδο στο οποίο έχει ανεγερθεί κατοικία.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000.- έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εις βάρος των αιτητριών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.