ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 608/2008)
25 Σεπτεμβρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΧΟΥΛΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
Χρ. Γεωργιάδης, για τον Αιτητή.
Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής, ιδιοκτήτης του ιδιωτικού γραφείου εξεύρεσης εργασίας «Emilios Employment Agency», είχε λάβει για πρώτη φορά άδεια λειτουργίας του γραφείου του στις 13.5.1999. Έκτοτε αυτή ανανεωνόταν με τελευταία ημερομηνία ανανέωσης στις 13.5.05 και με ημερομηνία λήξης στις 12.5.07, σύμφωνα με το Παράρτημα 1, στην ένσταση.
Στις 30.3.07, ο αιτητής υπέβαλε, σύμφωνα με το Παράρτημα 10 στην ένσταση, αίτηση για ανανέωση της άδειας λειτουργίας του γραφείου του. Το Επαρχιακό Γραφείο Εργασίας Πάφου, όπου βρίσκεται και λειτουργεί το γραφείο, απέστειλε στις 9.7.07, Παράρτημα 11, σχετική έκθεση στον Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Εργασίας όπου καταγραφόταν η θέση ότι το γραφείο λειτουργεί στον ίδιο χώρο εργασίας όπως και παλαιότερα με τον απαραίτητο εξοπλισμό, αρχείο και με αναρτημένη την άδεια λειτουργίας, συνεργαζόμενο με ιδιωτικά γραφεία εργασίας στις Φιλιππίνες, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Βουλγαρία από όπου φέρνει οικιακές βοηθούς. Εξασφαλίζει επίσης προσωπικό από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες για εργασία σε εστιατόρια και πλυντήρια αυτοκινήτων. Καταγράφηκε όμως ταυτόχρονα η θέση του Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας ότι ο αιτητής αρνήθηκε να εφοδιάσει το Λειτουργό με τιμολόγια και αποδείξεις πληρωμής για τους πελάτες του προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι αυτά αποτελούσαν προσωπικά δεδομένα.
Είχε προηγηθεί στις 18.5.06 χειρόγραφη καταγγελία, Παράρτημα 2, από τον Ρουμάνο Barticel Christinel, ο οποίος παραπονείτο ότι τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι Ρουμάνοι υπήκοοι ήλθαν στην Κύπρο μέσω του γραφείου του αιτητή, αφού είχαν δημοσιευθεί στη Ρουμανία από το γραφείο του αιτητή κενές θέσεις εργασίας στην Κύπρο με ελκυστικούς όρους εργοδότησης. Η πραγματικότητα, όμως, όταν έρχονταν στην Κύπρο ήταν διαφορετική εφόσον οι όροι εργοδότησης ήταν δυσμενέστεροι, οι αλλοδαποί τοποθετούνταν σε χώρους εργασίας χωρίς να υπήρχε προηγούμενη άδεια εργοδότησης αλλοδαπών από τους εργοδότες με αποτέλεσμα να εργάζονται στην Κύπρο παράνομα, ενώ τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι συμπατριώτες του, έδωσαν στον αιτητή €300 ο καθένας ως προμήθεια για τις υπηρεσίες που τους είχε προσφέρει.
Ακολούθησε εξέταση της καταγγελίας, διαπιστώθηκε παράβαση συγκεκριμένων άρθρων του περί Ιδιωτικών Γραφείων Εξεύρεσης Εργασίας Νόμου αρ. 8(Ι)/97 ως τροποποιήθηκε (εφεξής «ο Νόμος»), με αποτέλεσμα να καταχωρηθούν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου δύο ποινικές υποθέσεις για παράνομη εργοδότηση του Ρουμάνου Barticel Christinel. Η πρώτη, με αρ. 2587/06, είχε ως πρώτο κατηγορούμενο τον Χριστάκη Ιωάννου, κατασκευαστή αλουμινίων, ο οποίος και κατηγορείτο ότι μεταξύ 22.9.05 και 20.3.06 εργοδότησε παράνομα τον Christinel, ο οποίος ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος, χωρίς την άδεια του Διευθυντή του Τμήματος Μετανάστευσης. Στον Christinel είχαν απαγγελθεί δύο κατηγορίες ότι ενώ για την ίδια περίοδο του είχε παρασχεθεί άδεια εισόδου στη Δημοκρατία, ως επισκέπτης, αυτός εργάστηκε παράνομα στα υποστατικά του πρώτου κατηγορουμένου, ενώ παρέμενε και παράνομα στην Κύπρο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του στις 25.10.05. Η δεύτερη υπόθεση, με αριθμό 2589/06, αφορούσε και πάλι την παράνομη εργοδότηση του Christinel στο αρτοποιείο των δύο πρώτων κατηγορουμένων ήτοι του Μιχάλη και της Μαρίας Αθηαινίτη. Στην πρώτη υπόθεση ο εργοδότης Χριστάκης Ιωάννου καταδικάστηκε μετά από δική του παραδοχή σε £700 πρόστιμο, ενώ η δεύτερη υπόθεση είχε οριστεί για ακρόαση σε διάφορες ημερομηνίες με τελευταία την 26.6.08. Δεν δόθηκε πληροφόρηση για την παραπέρα πορεία της.
Στις 31.12.08, ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων απηύθυνε επιστολή στον αιτητή, Παράρτημα 14, με την οποία του γνωστοποιούσε ότι λόγω σωρείας καταγγελιών για παράβαση του Νόμου, μη συνεργασίας του με τους αρμόδιους λειτουργούς του Τμήματος Εργασίας και λόγω καταδίκης του εργοδότη Χριστάκη Ιωάννου για παράνομη απασχόληση του Christinel, δεν προτίθετο να εγκρίνει την αίτηση ανανέωσης της άδειας λειτουργίας του γραφείου του, με περαιτέρω αναφορά ότι οι κάποιες εξηγήσεις που είχαν δοθεί κατά καιρούς από το γραφείο του αιτητή δεν είχαν κριθεί ικανοποιητικές. Ο αιτητής μέσω των δικηγόρων του υπέβαλε προσφυγή στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων στις 15.1.08, δυνάμει του άρθρου 4(3) του Νόμου. Στις 22.2.07, ο Υπουργός, με το Παράρτημα 17 στην ένσταση, απέρριψε την αίτηση αναθεώρησης αφού προηγήθηκαν και οι θέσεις του Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Εργασίας προς τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, όπως αυτές περιέχονται σε σχετική επιστολή ημερ. 31.1.08, Παράρτημα 16. Η πιο πάνω απόφαση του Υπουργού αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη η οποία, κατά τον αιτητή, εκδόθηκε κατά παράβαση του Νόμου, του τεκμηρίου της αθωότητας, του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, της νομικής αρχής ότι οι δικαστικές αποφάσεις δεν επηρεάζουν κατά κανόνα τρίτους, ενώ η απόφαση είναι ταυτόχρονα προϊόν πραγματικής και νομικής πλάνης, βασισμένη σε λανθασμένα γεγονότα ή γεγονότα που δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη.
Σύμφωνα με το Νόμο, αίτηση υποβάλλεται με βάση το άρθρο 4(2), για έκδοση άδειας λειτουργίας, ενώ το εδάφιο (3) του ιδίου άρθρου προνοεί ότι ο αιτητής σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης για έκδοση άδειας λειτουργίας, δικαιούται εντός μηνός από τη γραπτή πληροφόρηση του προς τούτο, «... να προσφύγει γραπτώς στον Υπουργό αιτούμενος αναθεώρηση της απόφασης του αρμόδιου Λειτουργού.». Σύμφωνα με το άρθρο 7(1)(β), κάθε άδεια ισχύει για περίοδο δύο ετών με τη δυνατότητα ανανέωσης της «.. εφόσον εξακολουθούν να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου, εκτός εάν έχει ανακληθεί δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου.». Περαιτέρω, με βάση το άρθρο 8(2), κάθε ιδιωτικό γραφείο εξεύρεσης εργασίας που προσφέρει υπηρεσίες εξεύρεσης αλλοδαπών για απασχόληση στη Δημοκρατία, πρέπει να συμμορφώνεται με την εκάστοτε νομοθεσία, τους κανονισμούς, τα διατάγματα και τις οδηγίες που εκδίδονται σχετικά με τους αλλοδαπούς, τη μετανάστευση και την απασχόληση τους.
Κρίνεται ότι το παράπονο του αιτητή ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του, δεν ευσταθεί ενόψει του ότι πουθενά στο Νόμο δεν προνοείται τέτοια ρητή υποχρέωση. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα του Διευθυντή του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας στην επιστολή του προς το Διευθυντή Τμήματος Εργασίας ημερ. 5.10.06, Παράρτημα 7 στην ένσταση, ο Ανώτερος Επιθεωρητής Εργασίας Τάκης Σωκράτους, κατά τη διερεύνηση του παραπόνου του Christinel, είχε χωριστές συναντήσεις, εκτός από τον παραπονούμενο και με τον ίδιο τον αιτητή, ο οποίος είχε μεσολαβήσει για την εργοδότηση του στην Κύπρο. Στη δεύτερη παράγραφο του Παραρτήματος αυτού καταγράφεται ότι ο Επιθεωρητής είχε προσπαθήσει να συζητήσει το παράπονο και να λάβει κατάθεση και από τον αιτητή, ο οποίος παρά το γεγονός ότι είχε μεταβεί στο Επαρχιακό Γραφείο Επιθεώρησης Εργασίας Πάφου, αρνήθηκε να δώσει πληροφορίες όταν ενημερώθηκε για το λόγο της εκεί κλήσης του. Περαιτέρω, στις 31.12.07, Παράρτημα 14, πληροφορούμενος ο αιτητής για την απόφαση του Τμήματος Εργασίας να μην εγκρίνει ανανέωση της άδειας λειτουργίας του γραφείου του, μεταξύ άλλων, και, διότι δεν συνεργαζόταν με τους αρμοδίους λειτουργούς αρνούμενος πεισματικά να προσκομίσει τα στοιχεία που ζητούνταν (δέστε δεύτερη παράγραφο της επιστολής), δεν προσκόμισε οποιεσδήποτε τέτοιες πληροφορίες και στοιχεία παρά μόνο αρκέστηκε να καταγράψει στην προσφυγή του ενώπιον του Υπουργού την προθυμία του να υποβάλει αυτά τα στοιχεία, αν ο Υπουργός τα ζητούσε κατά τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 11. Προκύπτει, επομένως, ότι υπήρξε επαρκής διερεύνηση του παραπόνου του Christinel, αλλά ο αιτητής αρνείτο να υποβάλει οποιαδήποτε στοιχεία παρά το γεγονός ότι είχε προς τούτο την ευκαιρία. Δεν έδωσε επίσης τέτοια στοιχεία ούτε κατά την προσφυγή του στον Υπουργό, ο οποίος δυνητικά και όχι υποχρεωτικά είναι που μπορεί να καλέσει, εφόσον υπάρχει εύλογη προς τούτο αιτία, τον αιτητή να υποβάλει οποιαδήποτε στοιχεία. Το άρθρο 11(1) του Νόμου είναι σαφές, μη υπαρχούσης υποχρέωσης στον Υπουργό να παράσχει προηγούμενη ακρόαση σε αιτητή κατά την εξέταση οποιασδήποτε αίτησης. Αυτό συνάδει απόλυτα και με την κύρια νομοθετική ρύθμιση του θέματος στο εδάφιο (3) του άρθρου 4, όπου η προσφυγή στον Υπουργό για αναθεώρηση της απόφασης του αρμόδιου λειτουργού γίνεται γραπτώς, χωρίς να υπάρχει υποχρέωση στον Υπουργό, κατά την αναθεώρηση, να ζητήσει τις προηγούμενες προφορικές παραστάσεις ή γραπτές θέσεις του αιτητή. (δέστε κατ΄ αναλογία το άρθρο 78(2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 41/80, όπου το λεκτικό είναι πλέον βοηθητικό στον αιτούμενο αναθεώρηση με ιεραρχική προσφυγή που όμως και πάλι κρίθηκε να μην δημιουργεί υποχρέωση στον Υπουργό να καλέσει τον προσφεύγοντα - Μιχάλης Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 131/07, ημερ. 10.2.09).
Όσον αφορά την ισχυριζόμενη παραβίαση των τεκμηρίων της αθωότητας, αυτή δεν ευσταθεί διότι η άρνηση της ανανέωσης βασίστηκε στα ενώπιον του Υπουργού πολλαπλά στοιχεία και όχι μόνο στην καταδίκη του Χριστάκη Ιωάννου. Είναι γνωστό ότι όπου η διοικητική πράξη μπορεί να δικαιολογηθεί σε μια ορθή και νόμιμη αιτία, τότε δεν πάσχει επειδή στηρίχθηκε και σε λόγο που δεν ήταν νόμιμος. (Δήμος Αγίας Νάπας ν. Μαυρουδή (2003) 3 Α.Α.Δ. 542 και άρθρα 31 και 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99). Αυτή δεν είναι εν πάση περιπτώσει η περίπτωση εδώ, διότι η καταδίκη του Χρ. Ιωάννου, έμμεσα έφερε στην επιφάνεια την παράβαση της νομοθεσίας από τον ίδιο τον αιτητή, το γραφείο του οποίου είχε μεσολαβήσει για την κάθοδο του B. Christinel στην Κύπρο. Η καταδίκη του εκεί κατηγορούμενου για παράνομη εργοδότηση του Christinel, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, έθεσε τέρμα στην αναζήτηση της στοιχειοθέτησης του αδικήματος. Ο συνδυασμός της παραδοχής του Χρ. Ιωάννου με τις συνθήκες πρόσληψης του Christinel, όπως τις περιγράφει ο ίδιος στην κατάθεση του, στον Χρ. Ιωάννου, στοιχειοθετούν παράβαση της περί μετανάστευσης νομοθεσίας και κατ΄ επέκταση των διατάξεων του άρθρου 8(2) του Νόμου, επί τω ότι ο αιτητής δεν προώθησε προς εργοδότηση τον Christinel σε Κύπριο εργοδότη που είχε προηγουμένως εξασφαλίσμενη άδεια για εργοδότηση αλλοδαπών.
Η παραβίαση του άρθρου 8(2) δεν είναι ανάγκη να στοιχειθετείται με απευθείας πρόσαψη κατηγορίας και παραδοχής ή καταδίκης σ΄ αυτή, αλλά για τους σκοπούς πάντοτε της ανανέωσης της άδειας γραφείου με βάση το Νόμο, εξάγεται και συμπερασματικά. Δεν έχουν εφαρμογή τα παρατεθέντα στην αγόρευση του αιτητή από το σύγγραμμα του Α.Ν. Λοΐζου: Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας σε. 93, διότι εδώ δεν λήφθηκε υπόψη εκκρεμούσα ποινική υπόθεση εναντίον του αιτητή, σε διοικητική διαδικασία. Αντίθετα, η παραδοχή του Ιωάννου, είχε επίπτωση στην εξέταση της ανανέωσης της άδειας. Σε κάθε στάδιο της διερεύνησης του αιτήματος για ανανέωση της άδειας, δινόταν όμως η ευκαιρία στον αιτητή να προσφέρει στοιχεία, πληροφορίες και έγγραφα που να έριχναν ένα διαφορετικό φως στην υπόθεση. Δεν το έπραξε όμως, παραμένοντας μόνο στην «προθυμία» του να δώσει στοιχεία όταν και «... όπως ο Υπουργός ζητήσει δυνάμει του άρθρου 11» (παρ. (β) της επιστολής των δικηγόρων του αιτητή - Παράρτημα 15), αφήνοντας ουσιαστικά στον Υπουργό την πρωτοβουλία χωρίς, όπως αποφασίστηκε πριν, να υπάρχει τέτοια υποχρέωση. Άλλωστε, ο Υπουργός σε τέτοιες ή παρόμοιες περιπτώσεις, αναθεωρεί ουσιαστικά την απόφαση του λειτουργού ή του τμήματος και δεν την εξετάζει ως να λαμβανόταν για πρώτη φορά απόφαση, με αντίστοιχη υποχρέωση να συλλέξει όλα τα δεδομένα τα οποία, ας σημειωθεί, προϋπήρχαν και όφειλε ο αιτητής να φέρει στη γνώση της διοίκησης. Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Polyancon Estates Co Ltd ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Α.Ε. αρ. 52/07, ημερ. 2.7.09, δεν θεωρήθηκε ότι ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων άσκησε λανθασμένα τη διακριτική ευχέρεια που του έδιδε το άρθρου 78 του Νόμου αρ. 41/80, ως τροποποιήθηκε, με το να μην δώσει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να παρουσιάσει ενώπιον του περαιτέρω μαρτυρία, την οποία όμως είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει ενώπιον του Διευθυντή και δεν το έπραξε.
Από τα γεγονότα προκύπτει ωσαύτως ότι η εργοδότηση του Christinel στο αρτοποιείο Αθηαινίτης (Πατής), δεν ήταν σύμφωνη με τους όρους που ο αιτητής έδινε προς τους αλλοδαπούς παραβιάζοντας έτσι και πάλι τη νομοθεσία. Τα αναφερόμενα, και μάλιστα χωρίς αντίλογο από τον αιτητή, στο Παράρτημα 16, με τα υποστηρικτικά έγγραφα, δείχνουν ότι παρά τους όρους της συλλογικής σύμβασης, ο αιτητής πρόσφερε στον Christinel διαφοροποιημένους και δυσμενέστερους όρους εργοδότησης, όπως ακριβώς αναφέρεται λεπτομερώς στην απόφαση του Υπουργού. Αυτά κατά παράβαση του άρθρου 14(β) του Νόμου, το οποίο απαγορεύει σε γραφείο όπως του αιτητή, να δίνει σε γνώση του λανθασμένες πληροφορίες σε σχέση με τους όρους και τις συνθήκες εργοδότησης.
Προκύπτει επομένως από τα πιο πάνω ότι δεν λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που δεν θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη, ούτε και γεγονότα ή στοιχεία που ήταν λανθασμένα. Πλάνη, σύμφωνα με τη νομολογία, σημαίνει εμφιλοχώρηση λανθασμένης σειράς στο συλλογισμό ή στον ειρμό της σκέψης της διοίκησης ή αντικειμενική ανυπαρξία του υπόβαθρου επί του οποίου στηρίζεται η πράξη. Πλάνη περί τα πράγματα σαφώς δεν περιλαμβάνει διαφορετική εκτίμηση ή στάθμιση των δεδομένων, ενώ η πλάνη, και αν ακόμη διαπιστώνεται, πρέπει να είναι ουσιώδης για να οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, με ουσιαστική και την επίδραση της στην τελική κρίση της διοίκησης. (δέστε το σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, ΙΙ Τόμος, 12η έκδ. σελ. 138-139 παρ. 511).
Οι καθ΄ ων, πρόσθετα, διενήργησαν κάθε δυνατή έρευνα κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της παραγωγής της προσβαλλόμενης πράξης και ζήτησαν και έλαβαν υπόψη όλα τα στοιχεία που ήταν δυνατόν να έχουν στη διάθεση τους, αναζητώντας προς τούτο και τη θέση του ιδίου του αιτητή. Το Δικαστήριο βεβαίως δεν εξετάζει ούτε αποφασίζει πρωτογενώς γεγονότα, ούτε και είναι ο ρόλος του να υποκαταστήσει την κρίση της διοίκησης. Από τη στιγμή που κρίνει ότι η διοίκηση βασίστηκε σε ορθά δεδομένα χωρίς πλάνη, ή υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, το ζήτημα λήγει. (Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄ σελ. 101). Από την άλλη, η επάρκεια της έρευνας συναρτάται από τα ιδιαίτερα στοιχεία της υπόθεσης και η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της δύναται να ποικίλουν (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 339). Εδώ, οι λειτουργοί διερεύνησαν την υπόθεση και έλαβαν καταθέσεις από όλους τους εμπλεκόμενους, προσπαθώντας να λάβουν κατάθεση και στοιχεία και από τον ίδιο τον αιτητή. Λήφθηκε συναφώς υπόψη και ερευνήθηκε η κατάθεση του Christinel (Παράρτημα 2 στην ένσταση), του Λοΐζου Πατή, εργοδότη του Christinel για κάποια χρονική περίοδο, (Παράρτημα 6), (απ΄ όπου προκύπτει σαφέστατα η ανάμειξη του γραφείου του αιτητή και οι όροι εργασίας στη βάση της παγκύπριας συλλογικής σύμβασης), η κατηγορία και καταδίκη του εργοδότη αυτού, η μαρτυρία του Γ. Ζαμπυρίνη, Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (Παράρτημα 11), για την άρνηση του αιτητή να προμηθεύσει στοιχεία και η επιστολή ημερ. 31.12.07 του Αναπληρωτή Διευθυντή (Παράρτημα 14), προς τον αιτητή και η ίδια η επιστολή του αιτητή μέσω των δικηγόρων του για τη διοικητική προσφυγή (Παράρτημα 15), ημερ. 15.1.08, στην οποία ουδέν διευκρινιστικό ή άλλο πρωτογενές στοιχείο ή πληροφορία διδόταν, πέραν της καταγραφής της νομικής θέσης.
Η αιτιολογία, τέλος, είναι πλήρης σύμφωνα με τα όσα από τη νομολογία προαπαιτούνται. Τόσο από τα στοιχεία στα οποία παρέπεμπε η υπό κρίση απόφαση, όσο και από όσα η ίδια αναφέρει, προκύπτει ότι ο έλεγχος της διοικητικής πράξης είναι δικαστικώς δυνατός, που είναι και ο λόγος για τον οποίο απαιτείται ορθή και πλήρης αιτιολόγηση. Περαιτέρω, στο βαθμό που χρειάζεται, η προσβαλλόμενη απόφαση συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου κατά τα προνοούμενα και από την κωδικοποιημένη αρχή που περιέχεται στο άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του Μ. Στασινόπουλου: Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών, 3η έκδ. σελ. 227-228, η αναπλήρωση της αιτιολογίας από το φάκελο είναι επιτρεπτή, αναπληρώνοντας έτσι τη ρητή αιτιολογία, έχει δε επικουρικό χαρακτήρα υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά προϋπήρχαν της πράξης και δεν δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα. Εδώ, όλα τα στοιχεία προϋπήρχαν της έκδοσης της πράξης και αιτιολογούν πλήρως αυτήν.
Στη βάση όλων των πιο πάνω δεδομένων, κρίνεται ότι ο καθ΄ ου ενήργησε ορθά με πλήρη έρευνα, επαρκή αιτιολογία και εντός της διακριτικής του ευχέρειας την οποία άσκησε εύλογα και ορθά.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ του καθ΄ ου, η δε επίδικη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ