ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 520/2008)
25 Σεπτεμβρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
BP EASTERN MEDITERRANEAN LTD,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------
Α. Κουντουρή (κα), για τους Αιτητές.
Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι καθ΄ ων επέβαλαν εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής και άλλης τελωνειακής οφειλής με διπλοσυστημένη επιστολή ημερ. 14.1.08 προς τους αιτητές, συνολικού ποσού €6.505 καθώς και χρηματική επιβάρυνση €651 πλέον 8% τόκο ετησίως. Η οφειλή και η βεβαίωση που απέστειλαν οι καθ ων βασίστηκε στα άρθρα 20, 23 και 25 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91(Ι)/2004 και στα άρθρα 5(4) και 13 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 95(Ι)/2000.
Τα γεγονότα αφορούσαν την κατάπλευση στις 10.7.07 στο λιμάνι της Λάρνακας του πετρελαιοφόρου πλοίου «Bro Elizabeth» προερχομένου από την Τρίπολη της Λιβύης. Με βάση το δηλωτικό φορτίου και τα διάφορα πιστοποιητικά παρουσιαζόταν ότι το πλοίο μετέφερε στο λιμάνι Λάρνακας 14.982, 185 μετρικούς τόνους (in air) καύσιμο αεροσκαφών Jet A1 σε υγρή χύμα μορφή, που αντιστοιχούσαν με βάση την εκδοθείσα φορτωτική σε 18.831,303 λίτρα σε θερμοκρασία 15 βαθμούς Κελσίου. Από τις καταμετρήσεις όμως που έγιναν από τους αιτητές ή τους αντιπροσώπους τους στις δεξαμενές στεριάς της φορολογικής αποθήκης, διαπιστώθηκε ότι το παραληφθέν φορτίο ανερχόταν στα 18.801,194 λίτρα σε θερμοκρασία 15 βαθμούς Κελσίου, παρουσιάζοντας έτσι έλλειμμα 30.112 λίτρα, δηλαδή, ποσοστό 0.16%. Ζητήθηκε από το Τελωνείο Λάρνακας με επιστολή - έκθεση ημερ. 16.7.07 να δοθούν εξηγήσεις από τους αιτητές για το έλλειμμα, ενόψει όμως ότι το έλλειμμα μετά τις εξηγήσεις που δόθηκαν δεν οφειλόταν σε ανωτέρα βία ή τυχαίο περιστατικό, ούτε παρουσιάστηκαν στοιχεία που να αποδείκνυαν ότι ο προμηθευτής και το Τελωνείο αποστολής του εμπορεύματος είχαν αποδεχθεί οποιαδήποτε υφιστάμενη διαφορά προερχομένη από λανθασμένη φόρτωση, έπρεπε να καταβληθούν οι αναλογούντες φόροι, αφού αφαιρείτο η αποδεκτή απώλεια του 0,06%, που το Τμήμα Τελωνείου εφαρμόζει από 1.4.06, για παραλαβές του είδους.
Οι αιτητές διατείνονται ότι η επίδικη διοικητική πράξη της εκ των υστέρων οφειλής είναι λανθασμένη, παράνομη και άκυρη, βασιζόμενοι ουσιαστικά στους τρεις λόγους που αναπτύσσουν στη γραπτή τους αγόρευση. Ισχυρίζονται κατά κύριο λόγο έλλειψη δέουσας έρευνας ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 13(1)(α) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91(Ι)/04, ενόψει του ότι οι καθ΄ ων δεν διενήργησαν τη δέουσα έρευνα πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, οι δε αιτητές επικαλούνται την, κατά την άποψη τους, εφαρμοζόμενη λόγω παρόμοιων γεγονότων απόφαση στην Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.α., υπόθ. αρ. 793/07, ημερ. 5.12.08. Γίνεται επίκληση επίσης της πλάνης περί τα πράγματα ως προς την εφαρμογή της Κ.Δ.Π. 181/06, που εκδόθηκε ως γνωστοποίηση με βάση το άρθρο 13(1)(γ) του Νόμου αρ. 91(Ι)/04 και αφορά σε «απώλειες (φύρες) ενεργειακών προϊόντων». Η θέση των αιτητών εδώ είναι ότι παρά το γεγονός ότι δεν αμφισβητούν το αποτέλεσμα της μέτρησης του φορτίου που έγινε από τους καθ΄ ων στην Κύπρο, εισηγούνται ότι οι καθ΄ ων προέβηκαν στην πράξη υπολογισμού της απώλειας ως προς την ποσότητα του φορτίου που είχε το πλοίο στο λιμάνι εκκίνησης χρησιμοποιώντας λανθασμένα τη φορτωτική αντί τα έγγραφα χωρητικότητας, το δελτίο υπολογισμού φορτίου και τα πιστοποιητικά κενών δεξαμενών. Τέλος, οι αιτητές θεωρούν ότι ο καθορισμός του ποσοστού του 0,06% ως ανώτατο ποσοστό απωλειών από το διευθυντή, είναι παράνομος, αυθαίρετος και αναιτιολόγητος.
Οι καθ΄ ων με τη σειρά τους, αντικρούουν ένα προς ένα τα πιο πάνω σημεία θεωρώντας ότι το βάρος απόδειξης ότι η απώλεια οφείλεται σε μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 13(1)(α), το έχουν οι αιτητές, οι δεν καθ΄ ων ζήτησαν από αυτούς να εξηγήσουν και να δώσουν στοιχεία ως προς το παρουσιασθέν έλλειμα και αυτό αποτελεί το ουσιώδες διαφοροποιητικό στοιχείο με το σκεπτικό στην Petrolina (Holdings) Public Ltd - πιο πάνω - όπου δεν είχε ζητηθεί τέτοια εξήγηση. Όσον αφορά την πλάνη περί τα πράγματα, ορθά λήφθηκε υπόψη το δηλωτικό του φορτίου ως το σημαντικότερο έγγραφο που κατατίθεται στο Τμήμα Τελωνείων το οποίο και καταχωρείται ηλεκτρονικά όπου φαινόταν ότι η ποσότητα του φορτίου ήταν η ίδια με άλλα έγγραφα που είχαν κατατεθεί και συγκεκριμένα το πιστοποιητικό καταγωγής, το πιστοποιητικό προέλευσης, τη φορτωτική και το τιμολόγιο. Όσον αφορά το ανώτατο ποσοστό απωλειών που καθορίστηκε από το Διευθυντή με τη σχετική γνωστοποίηση του στην Κ.Δ.Π. 181/06, αυτό ισοδυναμεί με Κανονιστική Διοικητική Πράξη, που δεν ελέγχεται με την προϋπόθεση ότι έχει εκδοθεί νόμιμα.
Πριν εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης, σημειώνεται ότι οι καθ΄ ων ήγειραν προδικαστική ένσταση ως προς το ότι το μέρος της προσβαλλόμενης πράξης που αφορά τη χρηματική επιβάρυνση με τόκο 8% ετήσια επί του καταβλητέου ποσού, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Στη γραπτή τους αγόρευση και με δεδομένο ότι η προσφυγή στρέφεται ουσιαστικά εναντίον της καθ΄ αυτής επιβολής της φορολογίας, δηλώθηκε ότι η προδικαστική ένσταση δεν θα προωθείτο περαιτέρω. Και να προωθείτο όμως αυτή θα ήταν βάσιμη εφόσον, όπως έχει καθιερώσει η νομολογία, οι τόκοι και επιβαρύνσεις επί οφειλών που προβλέπονται νομοθετικά ή κανονιστικά, δεν αποτελούν εκτελεστή διοικητική πράξη εφόσον δεν απαιτείται ως προς την επιβολή τους οποιαδήποτε συγκεκριμένη διοικητική ενέργεια. (δέστε Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 772 και L.P. Franceskides and Co Ltd ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 756/06, ημερ. 20.5.08). Η διοίκηση φροντίζει απλώς για την είσπραξη του πρόσθετου τόκου ή τέλους, επερχομένων πλέον αυτοματοποιημένα επί του βασικού ποσού της οφειλής.
Αρχίζοντας από το τρίτο εγερθέν νομικό σημείο, η θέση των αιτητών ως προς αυτό δεν είναι ορθή για δύο βασικά λόγους. Η έκδοση της γνωστοποίησης από το Διευθυντή Τελωνείων της Κ.Δ.Π. 181/06, με την οποία καθορίστηκε ως ανώτατο ποσοστό απώλειας το 0,06% αποτελεί στην ουσία κανονιστική ρύθμιση που δεν ελέγχεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο επειδή δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Η γνωστοποίηση ως κανονιστική πράξη απευθύνεται σε όλους και αποτελεί στην ουσία τύπο δευτερογενούς νομοθεσίας, η οποία από τη στιγμή που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου και χωρίς οποιαδήποτε παρανομία κατά τη διαδικασία έκδοσης, δεν αποτελεί ζήτημα για το διοικητικό Δικαστήριο. (δέστε κατ΄ αναλογία την απόφαση της Ολομέλειας στη Δήμος Λευκωσίας ν. A.V.CH. Turbo κ.α., Α.Ε. 75/06, ημερ. 15.7.08, όπου η απόφαση του Δήμου Λευκωσίας για τοποθέτηση πασάλων για ρύθμιση της τροχαίας σε συγκεκριμένο δρόμο κρίθηκε να είναι κανονιστική απόφαση και ως εκ τούτου μη ελεγχόμενη.). Έχει κριθεί από την Ολομέλεια ότι «Ο καταρτισμός και η έκδοση νομοθεσίας, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, συνιστά νομοθετική αρμοδιότητα εκτός του πεδίου δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος. (Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 300, σελ. 306). Σχετική είναι και η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Αλέκτωρ Φαρμακευτική Λτδ ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 250, όπου αναλύεται η φύση κανονιστικής ρύθμισης με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την εννοιολογική γενικότητα, ώστε να δύναται να εφαρμοστεί σε πλείονες καταστάσεις περιλαμβανομένων και μελλοντικών περιπτώσεων. Η υπόθεση αφορούσε Υπουργικά διατάγματα που καθόριζαν το ανώτατο ποσοστό κέρδους σε πωλήσεις φαρμακευτικών προϊόντων. Η κα Κουντουρή δεν εισηγείται ότι υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα στην έκδοση της Κ.Δ.Π. 181/06, ρητά δε το κατέγραψε τόσο στην αρχική της αγόρευση, καθώς και σε σχετική δήλωση της κατά τις διευκρινίσεις. Παρέλκει επομένως άλλη εξέταση.
Κατά δεύτερο λόγο, το ζήτημα αποτελεί καθαρά τεχνικό θέμα που με βάση πάγια νομολογία είναι κατά κανόνα ανέλεγκτο από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. (δέστε Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3878, ημερ. 14.2.08 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59 σελ. 227.). Η συνήγορος των αιτητών ισχυρίζεται, σε αντίθεση με τα όσα καταγράφονται ως προς το μη αυθαίρετο του καθορισμού του 0,06% από τους καθ΄ ων, ότι η θέση τους δεν συνάδει με ορθή άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Επισύναψε δε, αντίγραφο από μελέτη που έγινε από το διεθνή οίκο CWA International Consultancy Services με θέμα «Independent Petroleum Loss Study». Το έγγραφο αυτό είναι πολυσέλιδο με εξειδικευμένες αναφορές σε πίνακες και συγκρίσεις, που από μόνο του δείχνει πόσο τεχνικό είναι το όλο ζήτημα και επιβεβαιώνει το ανέλεγκτο του καθορισθέντος ποσοστού αποδεκτής απώλειας από το Διευθυντή Τελωνείου. Μετέπειτα, δεν είναι βέβαια αρκετό για τους αιτητές διά της απαντητικής αγορεύσεως να επισυνάψουν απλώς αυτό το πολυσέλιδο έγγραφο για να ισχυριστούν λάθος στον καθορισμό του ποσοστού του 0,06%, χωρίς καμία απολύτως αναφορά σε σελίδες του εγγράφου ή και οποιαδήποτε εξήγηση του τρόπου μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε, ώστε να καταδεικνύεται η λανθασμένη τυχόν μεθοδολογία και το αυθαίρετο της απόφασης του Διευθυντή Τελωνείων, ο οποίος με τη σειρά του βασίστηκε σε άλλες μελέτες και έρευνες από αλλοδαπούς εμπειρογνώμονες. (δέστε σελ. 9-10 αγόρευσης των καθ΄ ων).
Ως προς το πρώτο ζήτημα, δηλαδή, της μη δέουσας έρευνας, είναι φανερό από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται πλήρως από τα γεγονότα της Petrolina (Holdings) Public Ltd - πιο πάνω - στην οποία η επιβολή φορολογίας κρίθηκε ως γενόμενη χωρίς επαρκή έρευνα, ακριβώς γιατί το Τελωνείο δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε αναζήτηση και επεξήγηση από τους εκεί αιτητές του ελλείμματος που παρουσιάστηκε πριν την επιβολή της φορολογίας. Με δεδομένο αποδεκτό και από την κα Κουντουρή ότι το άρθρο 13(1)(α), θέτει το βάρος απόδειξης στους αιτητές να δώσουν εξηγήσεις που να εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου αυτού, εναπόκειτο στους αιτητές να εντάξουν τους εαυτούς τους σε μια από τις κατηγορίες ούτως ώστε να μην ήταν δυνατή η φορολογία εφόσον κρίνονταν να ενέπιπταν σε τυχαία περιστατικά ή ανώτερη βία ή ήταν εγγενείς στη φύση των προϊόντων κατά τη διαδικασία της παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης και μεταφοράς αυτών.
Εδώ, σε αντίθεση με την υπόθεση Petrolina (Holdings) Public Ltd - πιο πάνω - οι καθ΄ ων μετά τη διαπίστωση του ελλείμματος απέστειλαν στις 16.7.07 στους αιτητές το λεγόμενο «Ship´s Outturn Report and Discrepancies List» (Παράρτημα 7 στην ένσταση), με το οποίο αφού καταγράφηκε το διαπιστωθέν έλλειμμα κατά την καταμέτρηση στο λιμάνι Λάρνακας, με την οποία και δεν διαφωνούν οι αιτητές, ζήτησαν από αυτούς να δώσουν εξηγήσεις για την απώλεια, παράλειψη δε να πράξουν τούτο εντός του δοθέντος χρόνους θα τους καθιστούσε υπεύθυνους να καταβάλουν τη φορολογία που θα καθοριζόταν. Οι αιτητές απάντησαν στις 20.7.07 (Παράρτημα 8) και έδωσαν τις δικές τους θέσεις ως προς την απώλεια. Επομένως κρίνεται ότι έγινε η δέουσα έρευνα που απαιτείτο υπό τις περιστάσεις και δεν χρειαζόταν οτιδήποτε άλλο. Επαρκής έρευνα θεωρείται κατά τη νομολογία εκείνη που δείχνει τη διερεύνηση κάθε σχετιζομένου με την υπόθεση γεγονότος (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα και δεν υπάρχει στερεότυπος τρόπος που καλύπτει κάθε περίπτωση. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που ευλόγως επέλεξε η διοίκηση να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ΄ αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα. (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3(E) A.A.D. 3835). Σημασία έχει η συλλογή και η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών στοιχείων να έχουν δημιουργήσει τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Farouk Ahmed ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 301/03, ημερ. 7.9.04).
Ως προς το κύριο σημείο που επικαλούνται οι αιτητές αυτό της λανθασμένης ερμηνείας της Κ.Δ.Π. 181/06, θα πρέπει να λεχθεί ότι ούτε σε αυτό το σημείο έχουν δίκαιο. Η πιο πάνω γνωστοποίηση ως προς το ουσιώδες μέρος της που αφορά τον τρόπο υπολογισμού της απώλειας κατά το στάδιο εισαγωγής-εισόδου των ενεργειακών προϊόντων στη Δημοκρατία, προνοεί ότι η απώλεια αυτή είναι:
«.. η διαφορά που προκύπτει από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων των καταμετρήσεων ενός εκάστου είδους ενεργειακού προϊόντος που διενεργούνται στα υποστατικά του παραλήπτη, με το υποβληθέν σύμφωνα με την ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία δηλωτικό εισαγωγής ή με τις ποσότητες οι οποίες αναγράφονται στο συνοδευτικό διοικητικό έγγραφο ή άλλο αποδεκτό εμπορικό έγγραφο που συνοδεύει τα εμπορεύματα, ανάλογα με την περίπτωση.»
Όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη πράξη, η οφειλή των αιτητών προήλθε από την εξέταση του δηλωτικού φορτίου που υποβλήθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004 και τις καταμετρήσεις που έγιναν από τους αιτητές ή τον αντιπρόσωπο του στις δεξαμενές στεριάς. Η κα Κουντουρή εισηγείται ότι λανθασμένα λήφθηκε υπόψη από τους καθ΄ ων η φορτωτική («bill of lading») και μάλιστα ότι λήφθηκε υπόψη αυθαίρετα μόνο μια από τις δύο φορτωτικές, τις οποίες και επισύναψε στην αρχική αγόρευση της ως Παραρτήματα 2 και 3. Η θέση αυτή δεν είναι ορθή γιατί προκύπτει από την ίδια τη διοικητική πράξη, όπως ορθά αναφέρει η κα Θεοκλήτου στη δική της αγόρευση, ότι το δηλωτικό φορτίου αποτελεί υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε πλοίου που καταπλέει σε λιμένα της Δημοκρατίας να το υποβάλει στο Διευθυντή Τελωνείου και μάλιστα εντός 24 ωρών από τον κατάπλου. Τέτοια υποχρέωση δε υπάρχει ακόμη και αν το πλοίο δεν έχει φορτίο. Η σημασία του δηλωτικού είναι τέτοια που στο εδάφιο (3) του άρθρου 15 του Νόμου αρ. 94(Ι)/2004, προνοείται ότι μέχρι την υποβολή αυτού υπάρχει απαγόρευση εκφόρτωσης των εμπορευμάτων. Με βάση δε το άρθρο 4(1)(δ) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91(Ι)/2004, τα προϊόντα που αναγράφονται στο δηλωτικό εισαγωγής υπόκεινται σε φορολογία έστω και αν δεν προσκομίζονται στον εξουσιοδοτημένο λειτουργό κατά την εισαγωγή, εάν δεν παρέχονται επαρκείς εξηγήσεις στο Διευθυντή Τελωνείων.
Επομένως, το δηλωτικό φορτίου δεν είναι ένα τυχαίο έγγραφο όπως θέλει να παρουσιάσει η κα Κουντουρή στην απαντητική της αγόρευση, αλλά προκύπτει ως απαραίτητο στοιχείο από την ίδια τη νομοθεσία. Πρόσθετα, όπως εξάγεται από το απόσπασμα της Κ.Δ.Π. 181/06, που καταγράφηκε προηγουμένως, μια από τις διαζευκτικές λύσεις καταμέτρησης ενεργειακού προϊόντος περιλαμβάνει «... το υποβληθέν σύμφωνα με την ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία δηλωτικό εισαγωγής ..» και που είναι το Παράρτημα 1 στην ένσταση. Όπως επίσης σημειώνει η δικηγόρος των καθ΄ ων, η ποσότητα αυτού του δηλωτικού, δηλαδή, 14982185.000 προϊόντος Jet A-1 inbulk, που αντιστοιχεί σε ποσότητα 18831303 λίτρων σε θερμοκρασία προϊόντος 15° κελσίου, ήταν η ίδια που καταγραφόταν σε άλλα έγγραφα που οι ίδιοι οι αιτητές κατέθεσαν στο Τμήμα Τελωνείων και συγκεκριμένα, το πιστοποιητικό καταγωγής, το πιστοποιητικό προέλευσης, η φορτωτική («bill of lading»), και το τιμολόγιο (Παραρτήματα 1-5 στην ένσταση). Όσον αφορά ιδιαίτερα τη συγκεκριμένη φορτωτική που λήφθηκε υπόψη (Παράρτημα 4 στην ένσταση), αυτή σαφώς αναφέρει την προαναφερόμενη ποσότητα σε λίτρα και ορθά λήφθηκε υπόψη από τους καθ΄ ων εφόσον αναφέρεται ότι αυτή η ποσότητα προοριζόταν για το λιμάνι της Λάρνακας στην Κύπρο. Σε αντίθεση, πρέπει να σημειωθεί, με τη φορτωτική που οι αιτητές παραθέτουν ως Παράρτημα 3 στην αρχική αγόρευση τους και που αναφέρεται σε μια εντελώς διαφορετική ποσότητα λίτρων και η οποία δηλώνεται ότι θα εκφορτώνετο στον Ασπρόπυργο της Ελλάδας. Επομένως, δεν έχει σημασία η δεύτερη αυτή φορτωτική, ούτε έχουν σημασία οι δεξαμενές στις οποίες ήταν τοποθετημένες οι ποσότητες.
Να σημειωθεί περαιτέρω ότι οι ίδιοι οι αιτητές στην επιστολή-απάντηση τους ημερ. 20.7.07 (Παράρτημα 8 στην ένσταση) κάνουν αναφορά σε φορτωτική, («Bill of Lading»), ενώ στη συνέχεια προσπαθούν να εισάξουν τη συνολική ποσότητα φορτίου ως αυτή εξάγεται και από τις δύο φορτωτικές, χωρίς όμως να δικαιολογούν γιατί να ληφθεί υπόψη η δεύτερη, από τη στιγμή που δεδηλωμένα η ποσότητα που αναφέρεται σ΄ αυτήν, προοριζόταν για την Ελλάδα. Ταυτόχρονα, εισηγούνται ότι η απώλεια είναι ασύνδετη με τις επιχειρήσεις τους στην Κύπρο, χωρίς όμως και πάλι, να υποδείξουν ότι εμπίπτουν σε μια από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13(1)(α), ως η υποχρέωση τους. Όπως δε αναφέρεται στη σελ. 9 της αγόρευσης των καθ΄ ων, οι αιτητές ερωτούμενοι ειδικά για τα παρουσιασθέντα ελλείμματα, δεν παρουσίασαν πειστικά στοιχεία ότι οι ποσότητες που έλειπαν δεν είχαν καν φορτωθεί στο πλοίο ή ότι το Τελωνείο στη Λιβύη αποδέχθηκε λανθασμένη φόρτωση ή ότι στους προμηθευτές δεν καταβλήθηκε το αντίτιμο για ολόκληρη τη δηλωμένη ποσότητα. Τα όσα η συνήγορος των αιτητών αναφέρει ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη προς υπολογισμό του φορτίου και ιδιαίτερα το δελτίο υπολογισμού του φορτίου που είχε φορτωθεί στο λιμάνι εκκίνησης, μαζί με τις δύο φορτωτικές ούτως ώστε στο τέλος να παρουσιαστεί πλεόνασμα, αντί έλλειμμα, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Δεν έχει εμφιλοχωρήσει καμία πλάνη περί τα πράγματα από τους καθ΄ ων, ούτε λανθασμένη ερμηνεία του τρόπου υπολογισμού σύμφωνα με τη γνωστοποίηση της Κ.Δ.Π. 181/06, εφόσον πέραν του δηλωτικού εισαγωγής, λήφθηκαν υπόψη από τους καθ΄ ων και άλλα έγγραφα (Παραρτήματα 2-5 στην ένσταση), τα οποία και εμπίπτουν μέσα στην κατηγορία των άλλων αποδεκτών εμπορικών εγγράφων που συνοδεύουν τα εμπορεύματα όπως προδιαγράφει η γνωστοποίηση. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος ΙΙ, 12η έκδ. σελ. 138-139, παρ. 511, «... δεν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα, όταν η προσβαλλόμενη πράξη στηρίζεται σε υπαρκτές νομικές καταστάσεις και πραγματικά περιστατικά, τα οποία όμως έχουν εκτιμηθεί από το διοικητικό όργανο διαφορετικά από ό,τι έπρεπε να εκτιμηθούν κατά τον ισχυρισμό του αιτούντος. Λόγοι που αμφισβητούν την ορθότητα της ουσιαστικής κρίσης της Διοίκησης είναι απαράδεκτοι.».
Από τη στιγμή που η διοίκηση σταθμίζει και αξιολογεί ορθά τα στοιχεία και γεγονότα που παρουσιάζονται ενώπιον της, ακόμη και αν είναι αυτά φαινομενικά αντιφατικά, η κρίση της δεν πάσχει υπό την προϋπόθεση ότι η επιλογή στην οποία κατέληξε ήταν εύλογα επιτρεπτή. Αυτή η αρχή καταγράφεται και στο άρθρο 46(3) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, αλλά εξάγεται και από την ευρύτερη αρχή σε φορολογικά θέματα ότι δεν αποτελεί ευθύνη των αρμοδίων φορολογικών υπηρεσιών να αναζητούν οι ίδιες στοιχεία. (δέστε ευρύτερα τις υποθέσεις Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846, Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 363 και Βιομηχανία Υποδημάτων Αφροδίτη Λτδ ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 47.). Όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως οι καθ΄ ων έλαβαν στοιχεία νομοθετικώς επιτρεπτά, στην απουσία δε άλλων εξηγήσεων, ορθά και νόμιμα επέβαλαν την εκ των υστέρων φορολογία. Ιδιαίτερα εφόσον οι αιτητές είχαν την υποχρέωση να εξηγήσουν την απώλεια στη βάση στοιχείων που οι ίδιοι βεβαίως οφείλουν να προτείνουν. Δεν υπάρχουν κρίνεται εδώ αντιφατικά στοιχεία που έχρηζαν περαιτέρω έρευνας, κατά το σκεπτικό της Salamis Lines Ltd v. Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπόθ. αρ. 1520/00, ημερ. 30.7.02 στην οποία παρέπεμψε η κα Κουντουρή και όπου υπήρχαν στα εκεί γεγονότα, αντιφατικοί ισχυρισμοί αναφορικά με την κατάταξη υπαλλήλου ως μισθωτού και επομένως με υποχρέωση της εταιρείας να καταβάλει κοινωνικές ασφαλίσεις. Ούτε και τέτοιες αμφίβολες καταστάσεις που θα έπρεπε να οδηγούσαν σε λύση υπέρ των αιτητών. Τα γεγονότα της υπόθεσης Γιαγκοπούλου ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 1225, την οποία επίσης επικαλούνται οι αιτητές, ήταν εντελώς διαφορετικά.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ