ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1603/2007)
7 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΣΤΑΥΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Κ. και Δ. Καλλής, για την Αιτήτρια.
Αρ. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της απόρριψης αίτησής της για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, για ανέγερση κατοικίας στο Μιτσερό.
Η αιτήτρια η οποία είναι ιδιοκτήτρια τεμαχίου στο Μιτσερό, στις 7.11.2005 υπέβαλε αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση κατοικίας. Το ακίνητο δεν εφάπτεται δημόσιου δρόμου, αλλά διαθέτει δικαίωμα διάβασης πλάτους 3.66 μέτρων υπεράνω δημόσιου αργακίου που καταλήγει σε δημόσιο μονοπάτι που έχει επιτόπου διευρυνθεί και για το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία εγγραφής του σε δημόσιο δρόμο. Προέκυψε από ενοποίηση και διαχωρισμό των τεμαχίων υπ΄ αρ. 475, 476 και 477 μετά την 1.12.1990.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Αιτιολογία απαιτείται ρητώς από τον Κανονισμό 19(1) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999, Κ.Δ.Π. 309/99. Σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, η αιτιολογία θα πρέπει να υπάρχει στο σώμα της απόφασης γιατί προβλέπεται από τη νομοθεσία και συνεπώς συνιστά ουσιώδη τύπο.
Ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Ο Κανονισμός 19(1) καθορίζει τις αρχές και τα κριτήρια με βάση τα οποία τεκμηριώνονται και αιτιολογούνται, τόσο η εισήγηση της Πολεοδομικής Αρχής και του Συμβουλίου, όσο και η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Δεν επιβάλλει την ενσωμάτωση της αιτιολογίας, σε περίπτωση απόρριψης αίτησης για παρέκκλιση, στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνεται και από την ευπαίδευτο δικηγόρο των καθ΄ ων η αίτηση, η χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, συνιστά την εξαίρεση στον κανόνα, ο οποίος δεν επιτρέπει την αιτούμενη ανάπτυξη. Πρόκειται για εξαιρετικό μέτρο και ως εκ τούτου χρήζει τεκμηρίωσης και αιτιολόγησης από την αρμόδια αρχή η χορήγηση της άδειας και όχι η άρνηση χορήγησής της.
Εν πάση όμως περιπτώσει, δεν συμφωνώ ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Αντίθετα είναι αρκούντως αιτιολογημένη, αφού η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 29.8.2007, υιοθετεί την εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, η οποία είναι πλήρως αιτιολογημένη, ενώ η αιτήτρια πληροφορείται επακριβώς το λόγο για τον οποίο η αίτησή της απορρίφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στην επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 3.10.2007.
Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Χαραλάμπους (Τσαγγαρίδη) ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 516/2001, ημερ. 15.10.2002, η αιτιολογία της απόφασης για απόρριψη της αίτησης είναι ακριβής και σαφής, δηλαδή ότι η αίτηση δεν πληροί τα κριτήρια του Κανονισμού 19.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης πάσχει γιατί αποτελείται από την παράκαμψη αντιφατικών στοιχείων ευρισκομένων στο φάκελο χωρίς να παρέχεται ειδική αιτιολογία. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι ούτε το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, αλλά ούτε και το Υπουργικό Συμβούλιο ασχολήθηκαν με τις εισηγήσεις των γνωμοδοτικών φορέων για χορήγηση της παρέκκλισης.
Όπως προκύπτει από το φάκελο, πράγματι, η πολεοδομική αρχή συνέστησε χορήγηση της αιτούμενης άδειας υπό όρους, μεταξύ των οποίων και ο όρος για παραχώρηση πρασίνου. Την ίδια θέση είχε και ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ο οποίος επίσης έθεσε τον όρο παραχώρησης δημόσιου χώρου πρασίνου κατά μήκος του ποταμού. Ο ΄Επαρχος Λευκωσίας συνέστησε χορήγηση της άδειας σύμφωνα με την εισήγηση του Επαρχιακού Λειτουργού Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λευκωσίας, ενώ ο πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Μιτσερού δεν έφερε ένσταση, πάντοτε νοουμένου ότι θα τηρηθούν οι όροι της πολεοδομικής αρχής.
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι όλοι οι φορείς οι οποίοι εισηγήθηκαν τη χορήγηση άδειας αναφέρονται σε όρο για παραχώρηση δημόσιου χώρου πρασίνου. Το θέμα απασχόλησε το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, το οποίο, όμως, σημείωσε ότι η οικοδομή για την οποία ζητείτο η πολεοδομική άδεια είχε ήδη αυθαίρετα ανεγερθεί και συνεπώς δεν δινόταν η ευκαιρία για λήψη των αναγκαίων προληπτικών μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος, όπως για παράδειγμα η παραχώρηση γης για τη δημιουργία χώρου πρασίνου κατά μήκος της κοίτης του ποταμού, κοντά στην οποία είχε ήδη, χωρίς άδεια, ανεγερθεί η οικοδομή.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι ο ισχυρισμός ότι δεν λήφθηκαν υπ΄ όψιν οι θετικές απόψεις των φορέων από τους οποίους ζητήθηκε η γνώμη, δεν ευσταθεί.
Η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση αναφέρθηκε στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 164/98, ημερ. 26.2.1999, στην οποία το δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 26(3) του Νόμου υπαγορεύει ότι η χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση του σχεδίου ανάπτυξης επιτρέπεται σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις, προς το δημόσιο συμφέρον. Ούτε στην παρούσα υπόθεση αποκαλύπτεται οποιοσδήποτε λόγος δημοσίου συμφέροντος που να συνηγορεί υπέρ της χορήγησης της αιτουμένης άδειας. Αναφέρω στο σημείο αυτό ότι, όπως και η διοίκηση έχει επισημάνει, η οικογένεια της αιτήτριας διαθέτει ακίνητη περιουσία σε δύο άλλες περιοχές και συγκεκριμένα ένα χωράφι στον ΄Αγιο Επιφάνειο και δύο οικόπεδα στο Καϊμακλί και στο χωριό Ανάγυια, τα οποία παρέχουν τις δυνατότητες αξιοποίησης προς επίλυση των στεγαστικών αναγκών της οικογένειας. Αντίθετα, ο ισχυρισμός που γίνεται στην αίτηση ότι δήθεν η αιτήτρια επιθυμούσε την ανέγερση οικοδομής στο συγκεκριμένο τεμάχιο για να βρίσκεται κοντά τους γέροντες γονείς του συζύγου της (με σκοπό να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις των τέκνων έναντι των γερόντων γονέων τους), εκτός του ότι για πρώτη φορά παρουσιάζεται στην προσφυγή, συνιστά μόνο απλή προσπάθεια συναισθηματισμού.
Εφ΄ όσον το κύριο κριτήριο για τη χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση είναι η ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος και αφού δεν αποκαλύπτονται οποιοιδήποτε τέτοιοι λόγοι, οι οποίοι να συνηγορούν υπέρ της χορήγησης της άδειας, η έλλειψη δημοσίου συμφέροντος συνιστά και επαρκή αιτιολογία.
Η αιτήτρια υποστηρίζει και πάλιν σε σχέση με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ότι αυτή πάσχει και επειδή πλείστα από τα τεθέντα από τον Κανονισμό 19(1) κριτήρια, έχουν αγνοηθεί και δεν έχουν εξεταστεί.
Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Η αιτήτρια παραλείπει να εξειδικεύσει ποια ακριβώς από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1) έπρεπε να είχαν ληφθεί υπ΄ όψιν.
Η αιτήτρια υποστηρίζει περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα. Ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι ο λόγος αυτός ακύρωσης βασίζεται στην παράγραφο 1 (δ) (ι) και 1 (δ) (ΙΙΙ) της Δήλωσης Πολιτικής 9 (Γ) (β), η οποία πεπλανημένα έτυχε εφαρμογής.
Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 29.8.2007. Περαιτέρω αρκεί να επισημανθεί ότι από την αίτησή της και συγκεκριμένα από την παράγραφο 5, προκύπτει ότι η ίδια ζήτησε παρέκκλιση από τις ανωτέρω αναφερόμενες πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής. ΄Ετσι ο ισχυρισμός είναι άσχετος και, εν πάση περιπτώσει, η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να ισχυρίζεται ότι οι πρόνοιες από τις οποίες η ίδια ζήτησε με την αίτησή της παρέκκλιση, δεν έπρεπε να τύχουν εφαρμογής.
Υποστηρίζει ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας γιατί κατά τη λήψη της λήφθηκαν υπ΄ όψιν άσχετοι, μη ουσιώδεις και εξωγενείς παράγοντες, ενώ συνάμα αγνοήθηκαν άλλοι σχετικοί και ουσιώδεις. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι τα κριτήρια που λήφθηκαν υπ΄ όψιν από το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, δεν σχετίζονται με τα κριτήρια που μνημονεύονται στον Κανονισμό 19(1), ενώ το κριτήριο (στ) του Κανονισμού 19(1), που αναφέρεται στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της οικογένειας σε αποδεκτά επίπεδα, θα έπρεπε να ληφθεί υπ΄ όψιν.
Όσα το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων έλαβε υπ΄ όψιν για τη διαμόρφωση της εισήγησής του καταγράφονται στα πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 14.5.2007. Σημειώνεται εκεί ότι εκείνο το οποίο ελήφθη υπ΄ όψιν ήταν ότι μέλος της ίδιας οργανικής οικογένειας της αιτήτριας και συγκεκριμένα ο σύζυγος, κατέχει δύο οικόπεδα στο Καϊμακλί και στο χωριό Ανάγυια και ένα χωράφι στον ΄Αγιο Επιφάνειο, τα οποία παρέχουν τις δυνατότητες αξιοποίησης προς επίλυση των στεγαστικών αναγκών της οικογένειας. Περαιτέρω, η αιτήτρια αγόρασε το προς ανάπτυξη τεμάχιο στις 17.5.1996, περίοδο κατά την οποία ίσχυε η Δήλωση Πολιτικής, η οποία, δεν παρείχε τότε, αλλά ούτε και παρέχει ακόμα, τη δυνατότητα ανέγερσης κατοικίας σ΄ αυτό. Συνεπώς, η αιτήτρια, κατά το χρόνο αγοράς του συγκεκριμένου τεμαχίου, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τους περιορισμούς ανάπτυξής του. Τέλος, το προς ανάπτυξη τεμάχιο βρίσκεται σε μια ευαίσθητη περιβαλλοντικά περιοχή, εφάπτεται σε ποταμό και γειτνιάζει με κρατικό δάσος και η ανέγερση κατοικίας εκεί θα είχε όλες τις πιθανές αρνητικές συνέπειες που η ανθρώπινη δραστηριότητα μπορεί να επιφέρει στην περιοχή.
Με βάση τα πιο πάνω αναφερόμενα το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο όπως απορρίψει την αίτηση για χορήγηση της πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, θεωρώντας ότι αυτή δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19 (1) (α) - (ιβ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999, Κ.Δ.Π. 309/99.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων κατά τη διαμόρφωση της εισήγησής του, δεν έλαβε υπ΄ όψιν άσχετους μη ουσιώδεις και εξωγενείς παράγοντες, ως ισχυρίζεται η αιτήτρια, αλλά, αντίθετα, την απέρριψε για συγκεκριμένους και πολύ βάσιμους λόγους.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το προϊόν πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας γιατί είναι προϊόν μη επαρκούς και/ή δέουσας έρευνας.
Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Κατ΄ αρχάς είναι αόριστος. Δεν αναφέρονται τα δεδομένα τα οποία οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να ερευνήσουν. Περαιτέρω, όμως, σημειώνεται ότι αντίθετα φαίνεται πως η αίτηση ερευνήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση με τη δέουσα προσοχή και απορρίφθηκε μόνο γιατί υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι μεταξύ των οποίων και οι άλλοι τρόποι επίλυσης των στεγαστικών αναγκών της. Μάλιστα, οι καθ΄ων η αίτηση, κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, ζήτησαν και επιπρόσθετα στοιχεία από την αιτήτρια.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, καθότι είναι πράξη δυσμενής που την επηρεάζει και ως εκ τούτου έπρεπε να είχε τύχει του δικαιώματος ακρόασης.
Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να επισημανθεί ότι η απόρριψη αίτησης για χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως δυσμενής πράξη, αφού κάθε αιτητής για πολεοδομική άδεια δεν μπορεί να έχει έννομη δυνατότητα διεκδίκησης παρέκκλισης από το Τοπικό Σχέδιο (Σιμιλλίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 571/96, ημερ.6.2.1998). Εν πάση όμως περιπτώσει, στο έντυπο της αίτησης για τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, προβλέπεται ιδιαίτερη παράγραφος στην οποία κάθε αιτητής καλείται να καταγράψει τους λόγους για τους οποίους υποστηρίζει ότι δικαιολογείται η χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση. Το έντυπο αυτό συμπλήρωσε και η αιτήτρια, η οποία και κατέγραψε τους λόγους για τους οποίους υποστήριζε ότι δικαιολογείται η χορήγηση της παρέκκλισης. Συνεπώς, είχε κάθε ευκαιρία να ακουστεί και να εκθέσει τις απόψεις της.
Τέλος, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της συνεπούς και μη αντιφατικής συμπεριφοράς. Ειδικότερα, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι ενώ η διοίκηση από τη μια της χορήγησε δικαίωμα πρόσβασης υπεράνω δημόσιου αργακίου, από την άλλη επικαλείται τις διαστάσεις του δικαιώματος διάβασης για να απορρίψει την αίτηση.
Η αιτήτρια φαίνεται να ξεχνά ότι αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 29.8.2007, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση. Κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται με βάση τους ισχύοντες κανονισμούς η χορήγηση τέτοιας άδειας. Δεν αντιλαμβάνομαι πως ο ισχυρισμός για το δημόσιο αργάκι έχει σχέση με την παρούσα υπόθεση.
Εκείνο το οποίο θα πρέπει να τονιστεί, για μια ακόμα φορά, αφού η περίπτωση της αιτήτριας δεν ενέπιπτε σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που εξειδικεύονται στον Κανονισμό 19(1), οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν άλλη επιλογή από την απόρριψη της αίτησης.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.400 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ