ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ.1589/07
10 Σεπτεμβρίου, 2009
[K. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΚΑΛΑΘΑ
Aιτήτρια
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
Διοικητή 3ης Ταξιαρχίας Υποστηρίξως Εθνικής Φρουράς
Καθ΄ων η αίτηση
-------- -----------
Σ.Οικονομίδης, για την αιτήτρια
Κ.Σταυρινός, για τους καθ΄ων η αίτηση
--------- -----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια προσλήφθηκε στο στρατό της Δημοκρατίας ως εθελόντρια υπαξιωματικός με το βαθμό του λοχία με σύμβαση τριετούς διάρκειας.
Με την παρούσα προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης του Διοικητή της ΙΙΙ Ταξιαρχίας Υποστηρίξεως, με την οποία αύξησε σε δέκα ημέρες φυλάκιση την πειθαρχική ποινή της πενθήμερης φυλάκισης, που της επέβαλε ο Διευθυντής Επιστρατεύσεως της ΙΙΙ Ταξιαρχίας.
Στην αιτήτρια παραχωρήθηκε διαδοχικώς αναρρωτική άδεια για την περίοδο 29.06.2007 μέχρι 03.08.2007, ως αποτέλεσμα κατάγματος του 2ου και 3ου μεταταρσίου. Στις 16.08.2007 της χορηγήθηκε εφταήμερη αναρρωτική άδεια από την Επιτροπή Αναρρωτικών Αδειών, για την περίοδο 16.08.2007-23.08.2007, λόγω κάκωσης στο δεξί πόδι. Η αιτήτρια επισκέφθηκε ιδιώτη γιατρό που, αφού διαπίστωσε πολλαπλά κατάγματα δεξιού μεταταρσίου, συνέστησε άδεια από 16.08.2007-26.08.2007. Γιατρός του Νοσοκομείου Λεμεσού, τον οποίο επίσης επισκέφθηκε η αιτήτρια, συνέστησε άδεια ασθενείας για την περίοδο 16.07.2007 μέχρι 20.08.2007.
Ο υποδιοικητής της ΙΙΙ Ταξιαρχίας, ενώπιον του οποίου τέθηκε η γνωμάτευση του ιδιώτη γιατρού, θεώρησε ότι ο γραφικός χαρακτήρας σ΄αυτό ήταν διαφορετικός από άλλες γνωματεύσεις του ιδίου γιατρού που παρουσίασε η αιτήτρια προηγουμένως. ΄Εδωσε για το σκοπό αυτό οδηγίες στο Διευθυντή του Τμήματος Επιστρατεύσεως της ΙΙΙ Ταξιαρχίας, ως προϊσταμένου της αιτήτριας να διερευνήσει το θέμα. Ο τελευταίος κάλεσε σε διοικητική απολογία την αιτήτρια και αφού εξέτασε το περιστατικό της υπόθεσης τιμώρησε την αιτήτρια με πενθήμερη φυλάκιση.
Ο Διοικητής της ΙΙΙ Ταξιαρχίας ενώπιον του οποίου τέθηκε η περίπτωση του οποίου τέθηκε η περίπτωση αύξησης της ποινής αναφέροντας:
«1. Αφού έλαβα υπόψη το (δ) σχετικό, που αφορά επιβληθείσα ποινή 5νθήμερης φυλάκισης, από το Δντή του ΤΕ στην Επχια (ΠΖ) Καλαθά Χριστίνα, ΑΜ4525.
Επαυξάνω
Σε 10ήμερη φυλάκιση, λόγω της σοβαρότητας του παραπτώματος, διότι ενώ βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια από 16 μέχρι 23 Αυγ.07, πήγε στο εξωτερικό (Ελλάδα), χωρίς να έχει εγκεκριμένη άδεια εξωτερικού και παρά το ότι σχετικό αίτημα της είχε απορριφθεί από την Ταξιαρχία.»
Αμφισβητεί η αιτήτρια την ορθότητα της απόφασης του Διοικητή της ΙΙΙ Ταξιαρχίας, τονίζοντας ότι η εξουσία επαύξησης της ποινής υπάρχει, πλην όμως δεν έχουν διαπιστωθεί οι προϋποθέσεις που τίθενται με βάση τον Κανονισμό 11Α(7) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Ο συγκεκριμένος Κανονισμός, πρόσθεσε ο συνήγορος, επιτρέπει επαύξηση, υπό τον όρο ότι θα διαπιστωθούν τα πιο κάτω δεδομένα: η φύση του παραπτώματος, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτό έλαβε χώραν, η προτέρα διαγωγή του τιμωρηθέντος, ή η ανάγκη περιστολής συχνών παραπτωμάτων παρόμοιας φύσης. Στην ιδία την απόφαση είναι ξεκάθαρο, όπως είπε ο συνήγορος, ότι ο Διοικητής της ΙΙΙης Ταξιαρχίας δεν επικαλείται οποιονδήποτε από τους παράγοντες που θα επέτρεπαν την αύξηση της ποινής. Η αιτιολογία που απαιτείται για ικανοποίηση της νομικής αυτής αρχής, θα πρέπει να είναι επαρκής και νόμιμη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία εισηγήθηκε ότι η προϊσταμένη αρχή, αιτιολόγησε την απόφαση της στηριζόμενη σε ένα από τους παράγοντες που εξειδικεύει ο σχετικός Κανονισμός και εισηγήθηκε ότι δεν μπορεί να τεκμηριωθεί έλλειμμα στην αιτιολογία που δόθηκε. Ούτε επίσης είπε η εισήγηση του συνήγορου της αιτήτριας περί ελλιπούς έρευνας μπορεί να τεκμηριωθεί γιατί ο διοικητής της ΙΙΙης Ταξιαρχίας είχε ενώπιον του, όπως αναφέρει όλα τα στοιχεία της απόφασης.
Προβλέπεται στον Καν.11Α(7) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς, όπως τροποποιήθηκαν, ότι:
«(7) Ο προϊστάμενος του επιβαλόντος ποινήν τινά διοικητής ή ο Διοικητής της Δυνάμεως δύναται να επαυξήση ταύτην εάν κρίνη ότι η φύσις του παραπτώματος, αι συνθήκαι υφ΄ας τούτο έλαβε χώραν, η προτέρα διαγωγή του τιμωρηθέντος ή η ανάγκη περιστολής συχνών παραπτωμάτων παρομοίας φύσεως, επιβάλλουν αυστηροτέραν ποινήν. Ο όρος επαύξησις περιλαμβάνει και μετατροπήν του είδους της ποινής επί το αυστηρότερον:»
Αποτελεί θέση του συνηγόρου της αιτήτριας και ορθώς, κατά τη γνώμη μου, ότι υπό εξέταση είναι η νομιμότητα της απόφασης για επαύξηση της ποινής και όχι η επαύξηση από την άποψη της αυστηρότητας της. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999)3 Α.Α.Δ. 778, επιβεβαιώνοντας το λόγο της υπόθεσης Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ.508, στην οποία αναφέρθηκε ότι:
«το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία με βάση το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος να ελέγχει, μεταξύ άλλων, την αυστηρότητα της πειθαρχικής ποινής».
Μελετώντας το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης είναι πρόδηλο ότι στερείται αιτιολογίας. Η απλή αναφορά στο αδίκημα που υπέπεσε η αιτήτρια, δεν μπορεί να ξεπεράσει το ύψος της απαίτησης της νομικής αρχής, για ικανοποιητική αιτιολογία. Σε κανένα σημείο δεν παρατίθενται τα κριτήρια βάσει των οποίων άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ο προϊστάμενος. Βεβαίως, γίνεται αναφορά επιγραμματικά στα γεγονότα της υπόθεσης, όπως και στην απολογία της αιτήτριας, που ενδεχομένως να απέληγαν, δίδοντας εξήγηση στην ακολουθηθείσα επιλογή. Κατά τη γνώμη μου αυτό δεν είναι αρκετό ιδιαιτέρως, όταν γίνεται σαφής αναφορά στον Καν.11Α(7). Περαιτέρω, ως γενική αρχή που κωδικοποιήθηκε και στο άρθρο 26(1)(α) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99, πράξεις δυσμενείς για το διοικούμενο «πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες». Στην περίπτωση δε επαύξησης της ποινής, όπως στην προκείμενη περίπτωση, δημιουργείται επιπρόσθετο δικαίωμα στον τιμωρηθέντα να γνωρίζει το λόγο. Βλ.Μαραθεύτης ν. Δημοκρατίας Α.Ε.2/2006 ημερ. 14.01.2008.
Με γνώμονα τα πιο πάνω είμαι της γνώμης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του ΄Αρθρ.146.4(β) του Συντάγματος. Ποσό €1.700,00 πλέον ΦΠΑ ως έξοδα, επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.