ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 4 ΑΑΔ 675

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                          (Υποθ. Αρ.1556/2007)

 

10 Σεπτεμβρίου, 2009

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

1.    KYΠΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΑΝΑΓΗ

2.    ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ

                                                            Αιτητές,

-και -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, μέσω

Υπουργείου ΄Αμυνας

         

                                                          Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

M.Δειλινός, για τους Αιτητές

Κ.Σταυρινός - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Οι αιτητές αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 24.8.2007, με την οποία αρνήθηκαν να ανακαλέσουν γενόμενη απαλλοτρίωση κτήματος των αιτητών στο χωριό Πύλα. 

 

Οι αιτητές ήταν ιδιοκτήτες του κτήματος υπ΄αριθμό εγγραφής 2418 Τεμ.427 Φ/Σχ.LIV/18 συνολικής έκτασης 7.760τ.μ. στο χωριό Πύλα της επαρχίας Λάρνακας.  Το συγκεκριμένο κτήμα είχε απαλλοτριωθεί στις 12.6.2000 και ως αποτέλεσμα τούτου, μετά την καταβολή αποζημίωσης ενεγράφη στο όνομα της Δημοκρατίας. 

 

Είναι απαραίτητο να παραθέσω σε έκταση τα γεγονότα που προηγήθηκαν γιατί έχουν σημασία για σκοπούς κατανόησης στην παρούσα προσφυγή θεμάτων.

 

Γεγονότα:

Στις 8.5.1996 εκδόθηκε διάταγμα επίταξης του τεμαχίου 427 η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή στις 11.7.1996.  Στις 30.7.1996 ο αιτητής 1, ζήτησε αποδέσμευση του τεμαχίου.  Με απαντητική επιστολή του Υπουργείου ΄Αμυνας ημερ. 2.8.1996 ενημερώθηκε ότι το συγκεκριμένο κτήμα χρειαζόταν για αμυντικούς σκοπούς της εθνικής φρουράς.  Με νέα επιστολή του ημερ. 24.4.1997 ο αιτητής αρ.1 ζήτησε ανταλλαγή του τεμαχίου του με κρατική γη.  Η αρμοδία αρχή με επιστολή της ημερ. 27.5.1997 προέτρεψε τον αιτητή να αποταθεί στο τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Στις 10.5.1999 εκδόθηκε διάταγμα επίταξης του πιο πάνω τεμαχίου.

 

Στις 6.5.1999 ο αιτητής 1 υπέβαλε αίτημα για απαλλοτρίωση ολοκλήρου του τεμαχίου.  Η αρμόδια αρχή με επιστολή της ημερ. 1.6.1999 ζήτησε επιβεβαίωση της επιθυμίας του αιτητή αρ.1 και όντως αυτή δόθηκε με επιστολή του τελευταίου ημερ. 8.6.1999.  Η αρμοδία αρχή ζήτησε με επιστολή ημρ. 29.6.1999 από το διευθυντή του τμήματος κτηματολογίου και χωρομετρίας σχέδια για προώθηση της διαδικασίας.  Στις 6.8.1999 ο τότε δικηγόρος των αιτητών Α.Σταύρου υπέβαλε ένσταση στη σκοπούμενη απαλλοτρίωση.  Με νέα επιστολή του ίδιου δικηγόρου, ημερ. 24.8.1999, ζητήθηκε από την αρμόδια αρχή να προχωρήσει σε απαλλοτρίωση ολόκληρου του τεμαχίου των αιτητών και επίσης να μη ληφθεί υπόψη η προγενέστερη του επιστολή.  Η αρμόδια αρχή ζήτησε στις 5.11.1999 τη συγκατάθεση και του αιτητή 2 η οποία δόθηκε με επιστολή ημερ. 7.1.2000. 

 

Στις 5.4.2000 εκδόθηκε Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης του τεμαχίου και ενημερώθηκαν για το σκοπό αυτό οι αιτητές με επιστολή 8.4.2000.  Ακολούθως στις 12.6.2000 εκδόθηκε Διάταγμα Απαλλοτρίωσης.  Στις 15.6.2001 ο κτηματολογικός λειτουργός Λάρνακας ζήτησε το ποσό των £46.330,00, με στόχο την πληρωμή των ιδιοκτητών με βάση τις παραπομπές 36/2000 και 37/2000.  Στις 30.7.2001 ζητήθηκε η πληρωμή του ποσού των £104.10,00 ως ενοίκιο για την περίοδο επιτάξεως 12.5.1989-13.6.1999.

 

Με επιστολή των δικηγόρων των αιτητών ημερ. 16.7.2007 υποβλήθηκε αίτημα επιστροφής του πιο πάνω κτήματος στους δικαιούχους γιατί, όπως αναφέρεται στη συγκεκριμένη επιστολή, ο σκοπός της δημόσιας ωφέλειας για την οποία απαλλοτριώθηκε το συγκεκριμένο τεμάχιο ουδέποτε υπήρξε.  Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου ΄Αμυνας με επιστολή του 24.7.2007 απαντώντας στους δικηγόρους των αιτητών αρνούμενος την επιστροφή του τεμαχίου, πρόβαλε, ότι το συγκεκριμένο τεμάχιο χρησιμοποιείται από την εθνική φρουρά γιατί εντός αυτού υπάρχει αμυντικό έργο πολύ μεγάλης σημασίας.  Ως αποτέλεσμα αυτής της απάντησης καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

 

Προδικαστική ένσταση

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας ισχυρίστηκε ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον και η προώθηση της προσφυγής αυτής πρέπει να τερματιστεί, αφού είναι οι ίδιοι που προκάλεσαν την απαλλοτρίωση του συγκεκριμένου τεμαχίου με αποτέλεσμα την οριστική αποξένωση της περιουσίας από αυτούς.  Απώλεσαν, όπως χαρακτηριστικά είπε, το δικαίωμα διεκδίκησης του τεμαχίου αυτού αφού δεν αντέδρασαν την περίοδο έκδοσης είτε της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης είτε του διατάγματος απαλλοτρίωσης. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι η προβληθείσα προδικαστική ένσταση πάσχει από αοριστία και το έννομο συμφέρον των αιτητών πηγάζει από τις πρόνοιες της (5) του ΄Αρθρου 23 του Συντάγματος.  Από τη στιγμή που έχουν παρέλθει 3 χρόνια από την έκδοση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης και ο σκοπός δεν έχει επιτευχθεί, οι αιτητές, ως ιδιοκτήτες του κτήματος, δικαιούνται να το διεκδικήσουν.

 

Υπόλοιποι Λόγοι Ακυρώσεως:

Η ενέργεια των καθ΄ων η αίτηση αντίκειται όπως υποστήριξε ο συνήγορος προς το ΄Αρθρο 23(1) του Συντάγματος και ήταν αποτέλεσμα κατάχρησης της εξουσίας από τη Δημοκρατία.  Η «απαλλοτρίωση» που έγινε, πρόσθεσε ο συνήγορος, ενέχει το στοιχείο της παρανομίας γιατί δεν αποτελεί υποχρέωση του πολίτη να υποδεικνύει ποια κτήματα θα πρέπει να απαλλοτριωθούν.  Η διοίκηση έχει υποχρέωση να προβαίνει στη δέουσα έρευνα για να καταλήξει ποια κτήματα θα πρέπει να απαλλοτριωθούν.   Το ότι οι αιτητές, συνέχισε, ζήτησαν την απαλλοτρίωση δεν έχει καμία σημασία το κράτος όφειλε να απορρίψει την εισήγηση και να εφαρμόσει τις πρόνοιες του Συντάγματος.

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω ο συνήγορος υποστήριξε ότι το γεγονός ότι οι αιτητές είχαν ζητήσει την απαλλοτρίωση δεν τους στερεί το δικαίωμα να το διεκδικήσουν πίσω εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του ΄Αρθρο 23(5) του Συντάγματος.  Το κτήμα χρησιμοποιείτο από την εθνική φρουρά και περιμετρικώς είχε ναρκοθετηθεί, όπως και η υπόλοιπη περιοχή.  Το συγκεκριμένο κτήμα το διαπερνά μια αντιαρματική τάφρος.  Γύρω στα τέλη του 1990 η περιοχή έχει, όπως είπε ο συνήγορος, αποναρκωθετηθεί, συνεπώς το κτήμα δεν είναι ολόκληρο αναγκαίο για σκοπούς της εθνικής φρουράς αφού η αντιαρματική τάφρος καταλαμβάνει 1552τ.μ. από το σύνολο των 7760τ.μ. που καλύπτει το κτήμα. 

 

Διερωτήθηκε ο συνήγορος ποιος ήταν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και διατηρείται από τη Δημοκρατία ολόκληρη έκταση του κτήματος αντί ένα μερίδιο.  Επίσης, διερωτήθηκε γιατί, απαλλοτριώθηκε μόνο το κτήμα των αιτητών, από άλλα 37 κτήματα, που επηρεάζονται από τη συγκεκριμένη τάφρο και επίσης γιατί δεν συνεχίστηκε η επίταξη και προχώρησαν οι καθ΄ων η αίτηση σε απαλλοτρίωση.  Καταλήγοντας επί του σημείου αυτού, είπε ότι δεν υπήρχε σκοπός της απαλλοτρίωσης ούτε έγινε το έργο το 2000 που ξεκίνησε η διαδικασία απαλλοτρίωσης.  Συνεπώς από τη στιγμή που δεν υπήρχε σκοπός το κτήμα πρέπει να επιστραφεί στους αιτητές. 

 

Στην αντιπέρα πλευρά, ο συνήγορος της Δημοκρατίας ανέφερε ότι το κτήμα είχε επιταχθεί για σκοπούς άμυνας από τις 8.5.1996 και εντάχθηκε στο αμυντικό έργο που βρίσκεται στην περιοχή.  Η περίοδος επίταξης συνεχίστηκε από τις 27.5.1997 μέχρι τις 10.5.1999, στη συνέχεια ακολούθησε η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης και το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και μέχρι σήμερα διατηρείται στην περιοχή το ίδιο συγκεκριμένο αμυντικό έργο. 

 

Το γεγονός ότι η αρμοδία αρχή κρίνει ότι για σκοπούς της αμυντικής ικανότητας της εθνικής φρουράς χρειάζεται ολόκληρη η έκταση του κτήματος είναι θέμα που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της αρμοδίας αρχής να κρίνει τις στρατιωτικές της ανάγκες.  Το ίδιο μπορεί να λεχθεί, κατέληξε επί του προκειμένου, ο συνήγορος της δημοκρατίας γιατί η αρμοδία αρχή προχώρησε στην απαλλοτρίωση μόνο του συγκεκριμένου κτήματος και όχι και άλλου.

 

Η διεκδίκηση επιστροφής του κτήματος στους αιτητές, που αποτελεί το αντικείμενο του υποβληθέντος προς το Υπουργείο ΄Αμυνας, αρχικού αιτήματος, απολήγει στην αναγκαιότητα διαχωρισμού του, σε δύο σκέλη.

 

Οι αιτητές με την ενιαία και καθολική τους αγόρευση προκαλούν σύγχυση, κατά τη γνώμη μου, ως προς τις δυο «φάσεις» της διαδικασίας της απαλλοτρίωσης.

 

Επιδιώκουν αρχικώς ακύρωση της γενόμενης απαλλοτρίωσης γιατί, όπως υποβάλλεται δεν υπήρχε σκοπός ή ότι η διοίκηση δεν αξιολόγησε σωστά ούτε ενήργησε νομίμως αποδεχόμενη το υποβληθέν αίτημα των αιτητών και προχώρησε σε απαλλοτρίωση του κτήματος τους.

 

Σε σχέση με αυτό το σκέλος της διεκδικούμενης ακύρωσης της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση, έκδηλα εγείρεται θέμα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος.

 

Η διαπίστωση ύπαρξης ενεστώτος εννόμου συμφέροντος αποτελεί πραγματικό θέμα, άμεσα συναρτημένο προς τη διερεύνηση και δημιουργία της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.  Αποτελεί θέμα δημοσίου συμφέροντος, εξεταζομένου και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.  Βλ.Epsilon Εlectromechanical Ltd v. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ.  379 και Σεργίδου  ν. Δήμου Λευκωσίας κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 189.

 

Η ύπαρξη βλάβης δεν είναι αρκετή, απαιτείται η συνύπαρξη ορισμένης ιδιότητας αναγνωριζόμενης από τους κανόνες δικαίου, που να δημιουργεί ένδικη σχέση του αιτητή με την προσβαλλόμενη πράξη.  Το δε βάρος απόδειξης της ύπαρξης του εννόμου συμφέροντος φέρει ο αιτητής.  (βλ. Σεργίδου, ανωτέρω).

 

Παράλληλα έχει νομολογηθεί ότι το θέμα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος, που πρέπει να διαπιστωθεί ότι υπήρχε κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης, κατά το χρόνο της προσβολής της αλλά και εξακολουθεί να υφίσταται κατά το χρόνο εκδίκασης της αίτησης ακύρωσης, εξετάζεται πρώτο.  (βλ. Παπαδόπουλος κ.α. ν. ΡΙΚ κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1).

 

Στην προκείμενη περίπτωση οι αιτητές ως ιδιοκτήτες του κτήματος, επιδίωξαν και πέτυχαν, όπως αναλύεται πιο πάνω, την έκδοση του Διατάγματος απαλλοτρίωσης ημερ. 12.6.2000, που απέληξε σε μεταβίβαση του κτήματος στην ιδιοκτησία της Δημοκρατίας και ταυτόχρονη είσπραξη της αναλογούσας αποζημίωσης από τους αιτητές.

 

Παρατηρώ συνεπώς μια ελεύθερη, χωρίς οποιαδήποτε πίεση ή επιφύλαξη αποδοχή της συγκεκριμένης πράξης της διοίκησης από τους αιτητές.  Ούτε με οποιοδήποτε τρόπο μπορεί να τεκμηριωθεί αμφισβολία ως προς την ανεπιφύλακτη συμμετοχή τους στην έκδοση της πράξης. Αποτελεί γενική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι το έννομο συμφέρον εξαλείφεται σε περιπτώσεις συμφωνίας του υποκειμένου δικαίου, αποδοχής των αποτελεσμάτων και κατάληξης που ανταποκρίνεται στη βούληση του.  Βλ. Παπαδόπουλος κ.α. ν. ΡΙΚ κ.α. (ανωτέρω) και Κωνσταντίνου κ.α. ν. Α.ΤΗ.Κ. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 282.

 

Τα πιο πάνω εκτεθέντα γεγονότα της υπόθεσης αβίαστα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον αμφισβήτησης του εκδοθέντος Διατάγματος Απαλλοτρίωσης.

 

Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο σκέλος στην επιχειρηματολογία των αιτητών που ανάγεται στην αποτυχία του λόγου που οδήγησε στην απαλλοτρίωση, αφού, όπως προβλήθηκε δεν υλοποιήθηκε ο αρχικός σκοπός, έτσι ενεργοποιείται όπως πρόβαλαν η δυνατότητα επιστροφής του με βάσει το ΄Αρθρο 23(5) του Συντάγματος. 

 

Το εγειρόμενο όμως θέμα, ανάγεται σε παρελθόντα χρόνο όταν δηλαδή, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, η επίτευξη αμυντικού έργου, που προϋπήρχε και ήταν υφιστάμενο κατά το χρόνο του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης.  Η επιθυμία των αιτητών, που μετουσιώθηκε σε πράξη, τους στερεί το ενεστώς έννομο συμφέρον να στραφούν κατά των ιδίων αυτού ενεργειών. 

 

Ταυτοχρόνως είμαι της γνώμης ότι οι αιτητές ως συμμετέχοντες στη διαδικασία της απαλλοτρίωσης, εμποδίζονται να προσβάλουν τις μετεγενέστερες πράξεις, που αν αυτό επιτραπεί, οι ίδιοι αμφισβητούν παρεμπιπτόντως το κύρος της προηγηθείσας πράξης, ήτοι του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης ημερ. 12.6.2000.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω είμαι της γνώμης ότι οι αιτητές δεν απέδειξαν ότι έχουν ενεστώς έννομο συμφέρον για προώθηση της παρούσας αιτήσεως.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται.  Ποσό €1.200,00 ως έξοδα επιδικάζεται υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών.

 

 

                                                                   Κ.Παμπαλλής,

                                                                             Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο