ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση  Αρ. 141/2007)

 

14 Σεπτεμβρίου, 2009

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΜΗΛΙΔΩΝΗΣ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Ι. Νικολάου, για  τον Αιτητή.

Φ. Κωμοδρόμος       , Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Μ. Καλλιγέρου (κα.), για τα Ε/Μ αρ. 1, 2 και 4.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Ο αιτητής, Αναπληρωτής Υπαστυνόμος στην  Αστυνομική Διεύθυνση, προσβάλλει την προαγωγή των 4 Ενδιαφερομένων Μερών στη θέση  Υπαστυνόμου στην εν λόγω υπηρεσία.

 

Οι προαγωγές έγιναν με βάση τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004, ΚΔΠ 214/2004.

 

Σε πρώτο στάδιο επελήφθη του θέματος η Επιτροπή Αξιολόγησης. Αυτή συμπλήρωσε ειδικό έντυπο για τον κάθε υποψήφιο με βαθμολογία σε 5 τομείς αξιολόγησης.

 

Η Επιτροπή Αξιολόγησης παρέδωσε αντίγραφο του Εντύπου αυτού στον Αστυνομικό Διευθυντή ή στο Διοικητή Μονάδας, όπου υπηρετεί ο αξιολογούμενος και ετοίμασε κατάλογο όλων των υποψηφίων για προαγωγή, κατά σειρά βαθμολογίας, τον οποίο υπέβαλε, μαζί με τα έντυπα αξιολόγησης, στον Πρόεδρο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων. Ο κατάλογος αναρτήθηκε από τον Αστυνομικό Διευθυντή/ Διοικητή Μονάδας σε όλες τις Αστυνομικές Διευθύνσεις και Μονάδες ταυτόχρονα.

 

Ο αιτητής συγκέντρωσε από την Επιτροπή Αξιολόγησης συνολική βαθμολογία 55.05 μονάδες. Η βαθμολογία του ήταν η  28η υψηλότερη. Εκείνη των ενδιαφερομένων μερών ήταν 13η για τον κ. Ανδρέα  Λαμπριανού (55.85),  20η για τον κ. Κυριάκο Λαγού (55.30), 59η για τον κ. Μιχάλη  Γαβριηλίδη (53.75) και 61η για τον κ. Νικόλα Χρυσοστόμου (53.70).

 

Τόσο ο αιτητής όσο και τα Ε.Μ. περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο των 88 υποψηφίων  με την υψηλότερη βαθμολογία άνω του 50. Η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, κατάρτισε στη συνέχεια κατάλογο, στον οποίο σημειώθηκε η βαθμολογία των υποψηφίων μετά την εξέταση των ενστάσεων, κατά σειρά βαθμολογίας, και συνέταξε έκθεση αιτιολογώντας τις αποφάσεις της επί των ενστάσεων. Απάντησε επίσης γραπτώς ξεχωριστά σε κάθε υποψήφιο που υπέβαλε ένσταση. Σχετική ένσταση του αιτητή για αναθεώρηση της βαθμολογίας του στην Επιτροπή Ενστάσεων δεν έγινε δεκτή.  Παραθέτω την απάντηση της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων προς τον αιτητή:

 

«Η Επιτροπή, αφού μελέτησε τον Προσωπικό Φάκελο, το Ατομικό Δελτίο, τα κριτήρια που χρησιμοποίησε η Πενταμελής Επιτροπή Αξιολόγησης όταν προέβαινε στην αξιολόγηση σας καθώς και το έντυπο αξιολόγησης σας δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε προφανή αντικειμενικά σφάλματα στην αξιολόγηση στις Παραγράφους I. και IV. Από την Πενταμελή Επιτροπή Αξιολόγησης.

 

Η αιτιολόγησης βασίζεται στο γεγονός ότι από την μελέτη όλων των προαναφερθέντων στοιχείων δεν προέκυψε οτιδήποτε το οποίο να τεκμηριώνει οποιαδήποτε προφανή αντικειμενικά σφάλματα της Επιτροπής Αξιολόγησης σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 (6) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών και ως εκ τούτου η ένσταση σας απορρίπτεται.»

 

 

Στη συνέχεια ο Αρχηγός Αστυνομίας, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, δυνάμει του Κανονισμού 9(2) των πιο πάνω Κανονισμών, αποφάσισε τη διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων, αφού εξασφάλισε την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 9(3) των αναφερόμενων Κανονισμών, ανατέθηκε η διενέργεια διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων σε ανεξάρτητη επιτροπή. Η ανεξάρτητη επιτροπή ήταν τριμελής και αποτελείτο από ένα Βοηθό Αρχηγό, ως Πρόεδρο και δύο μέλη της Υπηρεσίας Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Η εν λόγω Επιτροπή είχε την ευθύνη της όλης διαδικασίας που καθορίζεται στον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο, είχε την ευθύνη για την ετοιμασία δοκιμίων για το κάθε θέμα της εξέτασης, την επιτήρηση των εξετάσεων, τη διόρθωση και βαθμολόγηση των γραπτών και την ετοιμασία σχετικού καταλόγου όλων των υποψηφίων.

 

Με βάση τα αποτελέσματα της  γραπτής εξέτασης ο Αιτητής κατετάγη 13ος με συνολική βαθμολογία 6.900.

 

Αντίστοιχα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κ.  Κυριάκος Λαγού κατετάγη πρώτος με συνολική βαθμολογία 8.050, ο κ. Νικόλας Χρυσοστόμου κατετάγη τρίτος με συνολική βαθμολογία 7.975, ο κ. Ανδρέας   Λαμπριανού κατετάγη 11ος,  με  6.925 και  ο κ. Μιχάλης   Γαβριηλίδης  14ος με 6.850 .

 

Η δε ανώτερη βαθμολογία που θα μπορούσε να δοθεί, σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς, ήταν δώδεκα (12) μονάδες.

 

Ακολούθως, το Συμβούλιο Κρίσης, δυνάμει του Κανονισμού 9(4) των προαναφερθέντων κανονισμών, κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη και τους ογδόντα οκτώ (88) υποψήφιους που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο, που υποβλήθηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων.

 

Στα πλαίσια της προσωπικής συνέντευξης, η οποία βαθμολογήθηκε με ανώτατο όριο τις 7 μονάδες, αξιολογήθηκε η ικανότητα έκφρασης, η αυτοπεποίθηση/ αυτοέλεγχος, η εμφάνιση, η εντύπωση ως προς την κρίση του υποψηφίου κατά την προσωπική συνέντευξη, οι γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και οι γενικές γνώσεις που αφορούν το ρόλο της Αστυνομίας. Τα κριτήρια ικανότητας έκφρασης, αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχος, εμφάνιση και η κρίση στις απαντήσεις του υποψηφίου βαθμολογούνταν  με ανώτατη βαθμολογία 0,50 της μονάδας το καθένα, ενώ τα υπόλοιπα δύο βαθμολογούνταν με ανώτατη βαθμολογία 2,50 μονάδες το καθένα. Η συνολική  βαθμολογία του κάθε υποψηφίου ήταν ο μέσος όρος της βαθμολογίας των τριών μελών του Συμβουλίου Κρίσης.

 

Το Συμβούλιο Κρίσης, αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τον κάθε υποψήφιο και αφού συνυπολόγισε τη βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης, όπως διαμορφώθηκε  μετά την εξέταση των ενστάσεων, τη βαθμολογία της Επιτροπής Γραπτών Εξετάσεων, καθώς και εκείνη που εξασφάλισαν κατά την προσωπική συνέντευξη, προέβηκε σε αξιολόγηση του  κάθε υποψηφίου σε ειδικό έντυπο και κατάρτισε Πίνακα με τα στοιχεία όλων των υποψηφίων που συστήνονταν για προαγωγή, κατά σειρά βαθμολογίας.

 

Το Ε/Μ 1,  κ. Νικόλας Χρυσοστόμου κατατάγηκε 11ος  με τελικό σύνολο μονάδων 68.175. Αντίστοιχα το Ε/Μ 2,  κ. Κυριάκος Λαγού κατατάγηκε 6ος με σύνολο μονάδων 69.350. Το Ε/Μ 3, κ. Α. Λαμπριανού κατατάγηκε 10ος με σύνολο μονάδων 68.475 και το Ε/Μ 4 κ. Μιχαλάκης Γαβριηλίδης κατατάγηκε 20ος  με σύνολο μονάδων 66.600.

 

Ο Aιτητής κατατάγηκε  28ος  στον πίνακα με σύνολο μονάδων 66.200.

 

Ο Αρχηγός της Αστυνομίας με τη σειρά του και αφού συνεξέτασε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του σύμφωνα με τους Κανονισμούς, ακολούθησε πιστά τη σειρά βαθμολογίας για την πλήρωση των κενών θέσεων και υπέβαλε στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, πίνακα με εκείνους τους υποψήφιους που σύστησε για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου .

 

Ο Υπουργός ενέκρινε τις προαγωγές με την επιστολή του ημερ. 3.11.2006 με αποτέλεσμα να δημοσιευτούν οι σχετικές προαγωγές στις Εβδομαδιαίες Διαταγές του Αρχηγού Αστυνομίας. Ο Αιτητής δεν κατέστη δυνατό να προαχθεί, καθότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη κατείχαν πιο ψηλή βαθμολογία στον Πίνακα συνιστώμενων υποψήφιων.

 

Ο αιτητής υποβάλλει ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης, της Επιτροπής Επανεξέτασης και του Συμβουλίου Κρίσεως παραβιάζει τον Περί Αστυνομίας Νόμο του 2004 (Ν.73(Ι)/2004 όπως τροποποιήθηκε καθώς και τους Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς (ΚΔΠ 214/2004).

 

Σύμφωνα με τον  Κανονισμό 8 των προαναφερθέντων Κανονισμών :

 

«8. Καθιδρύεται Συμβούλιο Κρίσης, που αποτελείται από τον Υπαρχηγό, ως πρόεδρο, και δύο Ανώτερους Αξιωματικούς, ως μέλη, οι οποίοι ορίζονται από τον Υπουργό ύστερα από διαβουλεύσεις του με τον Αρχηγό:

 

Νοείται ότι όταν κωλύεται ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας, ο Υπουργός δύναται κατόπιν διαβουλεύσεων του με τον  Αρχηγό, να διορίσει ένα από τους Βοηθούς Αρχηγούς της Αστυνομίας ως πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσης:

 

Νοείται περαιτέρω ότι τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης δεν δύνανται να διορισθούν ως μέλη του Συμβουλίου Κρίσης.»

 

 

Ο αιτητής διατείνεται ότι η απόφαση του Αρχηγού να εμμείνει στο διορισμό του Υπαρχηγού της Αστυνομίας ως Προέδρου του Συμβουλίου Κρίσης, παρά το γεγονός ότι υπήρχε κώλυμα συμμετοχής του στο Συμβούλιο, είναι εσφαλμένη και/ή πεπλανημένη και αντιβαίνει στο γράμμα του Κανονισμού 8 των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών, όπως επίσης και στο άρθρο 42 του Ν. 158(1)/1999.

 

Στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 42 των περί Γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(1)/99 προνοείται ότι :

 

 «42.(2) Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της.

 

 (3) Η κατά το εδάφιο (2) πιο πάνω, συμμετοχή σε διοικητικό όργανο επιτρέπεται, όταν η διοικητική πράξη δεν μπορεί  να εκδοθεί από άλλο κατά νόμο αρμόδιο  όργανο ή όταν το αρμόδιο συλλογικό όργανο δεν μπορεί να συνέλθει επειδή δε θα υπάρχει απαρτία.»

 

 

Στην  επιστολή του ο Αρχηγός της Αστυνομίας προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως εξήγησε τους λόγους για το διορισμό του Υπαρχηγού κ.Ι. Παπακώστα ως Πρόεδρου του Συμβουλίου Κρίσεως, παρά το γεγονός ότι μεταξύ των υποψηφίων για προαγωγή στις επίδικες θέσεις ήταν και πρώτος εξάδελφος του Υπαρχηγού.

 

Στην επιστολή του ημερομηνίας 8/3/2006, προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, ο Αρχηγός της Αστυνομίας ανέφερε  τα εξής:

 

«4. Με επιστολή του ημερομηνίας 20 Φεβρουαρίου 2006, ο Υπαρχηγός Αστυνομίας κ. Ι. Παπακώστας με πληροφορεί ότι κωλύεται να συμμετάσχει στο Συμβούλιο Κρίσης ως Πρόεδρος. Ο λόγος είναι ότι μεταξύ των προσοντούχων για προαγωγή στο βαθμό του Λοχία περιλαμβάνεται πρώτος του εξάδελφος, ο οποίος είναι συγγενής τετάρτου βαθμού και με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 42(2) του Νόμου 158(1)/1999 δεν πρέπει να μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης. Παρόλα αυτά έχοντας μελετήσει το πιο πάνω θέμα, έχω καταλήξει, κατ' επίκληση του Άρθρου 43(1) 1999 του Ν.158(1)/1999, να διορίσω τον Υπαρχηγό κ. Ι.Παπακώστα ως Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσης, για τους ακόλουθους λόγους:

 

 (α) Υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες στο διορισμό οποιουδήποτε από τους τέσσερις Βοηθούς Αρχηγούς για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω:

 

(ι) ο μεν Βοηθός Αρχηγός (Δ') έχει διοριστεί ως Πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης,

(ιι) ο δε Βοηθός Αρχηγός (Υ') Χ.Μαύρος έχει διοριστεί ως Πρόεδρος της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων,

(ιιι) ο Βοηθός Αρχηγός (Ε') αφυπηρετεί πολύ σύντομα, ήτοι στις 17 Απριλίου, 2006, και δεν θα ήταν ορθό να διοριστεί ως Πρόεδρος οποιασδήποτε Επιτροπής ή Συμβουλίου, το οποίο θα συνεχίσει να συνέρχεται και μετά την αφυπηρέτηση του, και

(ιν) ο Βοηθός Αρχηγός (Εκπ.) μου έχει δηλώσει με επιστολή του, ημερομηνίας 17 Φεβρουαρίου 2006 ότι κωλύεται να συμμετάσχει σε Επιτροπή. Ο λόγος είναι ότι μεταξύ των προσοντούχων για προαγωγή στο βαθμό του Λοχία περιλαμβάνεται πρώτος του εξάδερφος, ο οποίος είναι συγγενής τετάρτου βαθμού και με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 42(2) του Νόμου 158(1)/1999 δεν πρέπει να μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης.

 

(β) το Άρθρο 42(3) του Νόμου 158(1)/1999 προνοεί τη συμμετοχή στην παραγωγή διοικητικής πράξης, κάποιου προσώπου, έστω και αν αυτό κωλύεται με βάση το Άρθρο 42(2) του Νόμου 158(1)/1999, « όταν η διοικητική πράξη δεν μπορεί να εκδοθεί από άλλο, κατά νόμο αρμόδιο όργανο ή όταν το αρμόδιο συλλογικό όργανο δεν μπορεί να συνέλθει επειδή δεν θα υπάρχει απαρτία.»

 

(γ) θεωρώ ότι η παρούσα περίπτωση είναι περίπτωση που εμπίπτει ξεκάθαρα εντός του πλαισίου και εξαίρεσης που θέτει το πιο πάνω Άρθρο 42(3). Επομένως έχω καταλήξει να προτείνω για διορισμό, μετά από διαβούλευση που είχαμε, ως Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσης, τον Υπαρχηγό κ. Ι. Παπακώστα.

 

Στην απόφασή μου αυτή δεν μου έχει διαφύγει της προσοχής και έλαβα υπόψη την επιφύλαξη του Κανονισμού 8 των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π.214/2004), όπως έχουν τροποποιηθεί, το οποίο προνοεί ρητά: «Νοείται ότι, όταν κωλύεται ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας, ο Υπουργός δύναται, κατόπιν διαβουλεύσεων του με τον Αρχηγό, να διορίσει ένα από τους Βοηθούς Αρχηγούς της Αστυνομίας ως Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσης».

 

Όμως σε περίπτωση που κατέληγα να προτείνω ως Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσης ένα από τους Βοηθούς Αρχηγούς, ήτοι τον Βοηθό Αρχηγό (Δ') ή Βοηθό Αρχηγό (Υ'), τότε θα δημιουργείτο πλήρες αδιέξοδο στη σύσταση των άλλων δύο Επιτροπών, ήτοι Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων και Επιτροπή Αξιολόγησης, αφού θα εκκρεμούσε η σύσταση των δύο αυτών Επιτροπών, των οποίων, Πρόεδρος με βάση τους Κανονισμούς πρέπει να είναι Βοηθός Αρχηγός, ενώ θα παρέμενε μόνο ένας Βοηθός Αρχηγός διαθέσιμος για να αναλάβει την Προεδρία της μίας Επιτροπής.

 

Εννοείται ότι κανένας δεν μπορεί να κατέχει διπλή ιδιότητα στις διαδικασίες αξιολόγησης.

 

Στην απόφασή μου αυτή έλαβα επίσης σοβαρά υπόψη ότι από τον κανόνα ότι "κανένας δεν πρέπει να είναι κριτής της ίδιας του υπόθεσης (nemo judex in  causa sua), επιτρέπονται παρεκκλίσεις, όταν η ανάγκη επιβάλλει τούτο. Έτσι δεν θεωρείται ότι παραβιάζεται ο κανόνας για αμεροληψία των διοικητικών οργάνων όταν, με την τήρησή του, η διοικητική πράξη δεν θα μπορεί να εκδοθεί από άλλο κατά νόμο αρμόδιο όργανο ή όταν το αρμόδιο όργανο δεν θα μπορεί να συνέλθει επειδή δεν θα έχει απαρτία(Άρθρο 42(3) του Νόμου 158(1)/1999)».

Σε συνάρτηση με τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες και εφόσον υφίσταντο οι αντικειμενικές δυσκολίες στις οποίες έκανε αναφορά ο Αρχηγός ως προς το διορισμό οποιουδήποτε από τους τέσσερεις Βοηθούς Αρχηγούς κρίνω ότι ο  Αρχηγός Αστυνομίας ενήργησε εν προκειμένω νόμιμα . Η  επίκληση του άρθρου 42(3) του Ν. 158(1)/1999 για την αιτιολόγηση της απόφασης του Αρχηγού για να παραμείνει ο Υπαρχηγός ως πρόεδρος του Συμβουλίου Κρίσεως παρά το δεδηλωμένο κώλυμα συγγένειας που είχε με ένα εκ των υποψηφίων είναι κατά την κρίση μου νόμιμα θεμελιωμένη και αιτιολογημένη.

 

Περαιτέρω διαπιστώνω ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει τεθεί θέμα  ότι το δεδηλωμένο κώλυμα  του Υπαρχηγού  υφίστατο σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα των οποίων ο αιτητής προσβάλλει την προαγωγή.

 

Από τη στιγμή που το συγγενικό κώλυμα είχε  γίνει γνωστό πριν την έναρξη της διαδικασίας και ο Αρχηγός επέμεινε στην παραμονή του Υπαρχηγού λόγω των αντικειμενικών δυσκολιών που υπήρχαν στο διορισμό οποιουδήποτε από τους τέσσερεις Βοηθούς Αρχηγούς καθώς επίσης και για το ότι η  συγγενική σχέση του Υπαρχηγού  δεν φαίνεται να αφορούσε σε ένα εκ των ενδιαφερόμενων προσώπων, ελλείπει κατά την κρίση μου οποιοδήποτε στοιχείο που θα ήταν ικανό να στοιχειοθετήσει ύπαρξη μεροληψίας του Υπαρχηγού στις επίδικες προαγωγές.

 

Κατά κανόνα η ύπαρξη μεροληψίας εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Κάθε έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα από γεγονότα που εμφαίνονται στους επίσημους φακέλους ή από λογικά συμπεράσματα που τεκμαίρονται από τα γεγονότα αυτά. (Δέστε  Όθωνος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 C.L.R. 475. Δέστε επίσης Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922)

 

Στη συνέχεια οι εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή αφορούν στην αξιολόγηση τόσο της Επιτροπής Αξιολόγησης όσο και του Συμβουλίου Κρίσης.

 

Ο Αιτητής ισχυρίζεται ειδικότερα ότι δεν υπήρξε αιτιολογία των σημείων αξιολόγησης από την Επιτροπή Αξιολόγησης, αναφορικά με τα προσόντα και τα καθήκοντά του, όσο και αναφορικά με τη χαμηλή βαθμολόγησή του σε συγκεκριμένα σημεία αξιολόγησης και επομένως σύμφωνα πάντοτε με την εισήγησή του, η επί μέρους βαθμολογία του στα έντυπα αξιολόγησης από τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης δεν είναι αιτιολογημένη για τον ίδιο  και επομένως παραβιάζει τον   Κανονισμό 7(5) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 214/04).

 

Ο αιτητής με αναφορά στον κανονισμό 6 της ΚΔΠ 214/04 ισχυρίζεται επίσης ότι, κατά παράβαση της ορθής διαδικασίας,  η έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης υπογράφηκε  μόνο από τα τρία μέλη της, και όχι από τα πέντε  μέλη όπως προβλέπει ο εν λόγω Κανονισμός.

 

Ο Καν. 6 προνοεί  την εγκαθίδρυση της Επιτροπής Αξιολόγησης.

 

Βάσει του Κανονισμού 7, η αξιολόγηση από την εν λόγω Επιτροπή και ο τρόπος βαθμολογίας των αστυνομικών ρυθμίζεται με σαφώς  προσδιορισμένα κριτήρια, κατηγορίες και μονάδες με σκοπό την αντικειμενική και αμερόληπτη στάθμιση της επαγγελματικής ικανότητας όπως αυτή διαφαίνεται από τους προσωπικούς φακέλους, τα ατομικά  δελτία καθώς και τις  ετήσιες εκθέσεις τους . Η μέθοδος της βαθμολογίας σε σχέση με τα επιμέρους κριτήρια όπως αυτή επεξηγείται και αποτυπώνεται στους σχετικούς κανονισμούς  υιοθετείται σε ειδικό έντυπο. Κάθε μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης συμπληρώνει σε βοηθητικό έντυπο, ξεχωριστά τη βαθμολογία που δίδει σε κάθε  υποψήφιο για τα σημεία βαθμολόγησης που περιγράφονται στον Καν. 7(2) (α)και (β) (i) και (iii).

 

Συμπληρώθηκε και στην προκείμενη περίπτωση το αντίστοιχο βοηθητικό έντυπο για κάθε υποψήφιο και υπογράφηκε από κάθε μέλος ξεχωριστά. Ως  αιτιολόγηση της βαθμολογίας που έδωσαν τα μέλη αντίστοιχα σημείωσαν στο βοηθητικό έντυπο την μελέτη του προσωπικού φακέλου, του ατομικού δελτίου και των ετήσιων εκθέσεων Αξιολόγησης των τεσσάρων τελευταίων ετών των υποψηφίων καθώς και  τη  συμβουλή των άμεσα προϊσταμένων τους. Μεταφέρθηκε στη συνέχεια ο μέσoς όρος της βαθμολογίας για κάθε σημείο αξιολόγησης του βοηθητικού εντύπου, για κάθε υποψήφιο, στο ξεχωριστό Έντυπο Αξιολόγησής τους. Σύμφωνα με τον Κανονισμό  7(4) της Κ.Δ.Π. 214/04 το Έντυπο Αξιολόγησης συμπληρώνεται  από την Επιτροπή.  Εξ' ου και στην προκείμενη διαδικασία  οι υπογραφές των 5 μελών της Επιτροπής στο τέλος του Εντύπου Αξιολόγησης, η οποία, κατά τη συμπλήρωσή του, σημείωσε ότι έλαβε υπόψη τη συμβουλή του άμεσα προϊσταμένου του κάθε υποψηφίου. Τα συμπληρωμένα βοηθητικά έντυπα των μελών ενσωματώθηκαν στο 'Έντυπο Αξιολόγησης.

 

Δεδομένου ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης βασίστηκε σε καθορισμένα κριτήρια όπως αυτά επεξηγούνται και αποτυπώνονται αριθμητικά στους σχετικούς κανονισμούς και έχοντας υπόψη ότι ο αιτητής δεν πρόβαλε οποιαδήποτε αντικειμενικά σφάλματα σε σχέση με τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η εν λόγω  Επιτροπή , η θεμελίωση της αξιολόγησης του αιτητή από την Επιτροπή είναι κατά την κρίση μου  νόμιμη και αιτιολογημένη.

 

Υποβάλλει στη συνέχεια ο αιτητής ότι η απόφαση της Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων δεν είναι δεόντως και/ή επαρκώς αιτιολογημένη. Λέγει συναφώς ότι ο Κανονισμός 7(7) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 214/04)) απαιτεί όπως η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων απαντήσει γραπτώς με αιτιολογημένη απόφαση της σε κάθε υποψήφιο που υπέβαλε ένσταση. Υποβάλλει ότι η γραπτή απάντηση της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων προς τον ίδιο, ημερομηνίας 4/7/2006 δεν είναι αιτιολογημένη αφού απλώς επαναλαμβάνει τις διατάξεις του σχετικού κανονισμού και δεν παραθέτει τους λόγους για τους οποίους καταλήγει στην απόφασή της.

 

Ο Αιτητής στην ένστασή του (βλ. Παράρτημα Γ) ανέφερε  ότι η βαθμολογία στα σημεία πρωτοβουλίας και διεκπεραίωσης καθηκόντων είναι χαμηλή  ισχυριζόμενος ότι ως υπεύθυνος αξιωματικός Οδικής Ασφάλειας Λευκωσίας, αντιπροσώπευε τον Αστυνομικό  Διευθυντή στις διάφορες αρμόδιες επιτροπές συζητώντας κυκλοφοριακά προβλήματα, είχε επίσης την ευθύνη και τον έλεγχο των βελτιωτικών έργων της σήμανσης και της σηματοδότησης του οδικού δικτύου και γενικά του κυκλοφοριακού προβλήματος. Ανέφερε επίσης ότι με τις καινοτόμες εισηγήσεις και προτάσεις του προς τις αρμόδιες αρχές ανευρίσκονταν οι κατάλληλες λύσεις στα εκάστοτε προβλήματα που παρουσιάζονταν. Με τις πιο πάνω εισηγήσεις, προτάσεις και επινοητικότητα του καθώς ανέφερε, έδιδε λύσεις στα διάφορα κυκλοφοριακά προβλήματα που παρουσιάζονταν.

 

Τα  όσα ανέφερε ο αιτητής στην ένστασή του με σκοπό να αμφισβητήσει την ορθότητα της βαθμολογίας του  δεν θα μπορούσαν κατά τη κρίση μου να χαρακτηριστούν ως συγκεκριμένα  στοιχεία για προφανή αντικειμενικά σφάλματα . Σε συνάρτηση επομένως  με τα όσα ανέφερε ο αιτητής στην ένστασή του κρίνω ότι η απάντηση της Επιτροπής ως προς το ζήτημα της βαθμολογίας  του, ήταν αιτιολογημένη.  Σημειώνω συναφώς ότι η κατάληξη μου στην Προσφυγή αρ. 2327/06, Πολύβιος Χ΄΄ Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 15.5.08, ήταν διαφορετική επειδή ο αιτητής στην υπόθεση εκείνη, με σκοπό να δείξει την μη αντικειμενικότητα της βαθμολογίας του, είχε υποδείξει συγκεκριμένα προφανή σφάλματα στην ένστασή του τα οποία και έμειναν αναπάντητα από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων.

 

Ο αιτητής περαιτέρω διατείνεται ότι λανθασμένα του παραχωρήθηκαν 2 μονάδες για το ακαδημαϊκό του  προσόν αντί 3, αφού όπως ισχυρίζεται η διάρκεια των σπουδών του τίτλου που κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν τρία έτη και όχι δύο. Από τη στιγμή που ισχυρίστηκε (ο αιτητής) ότι η φοίτησή του σε αναγνωρισμένη Ανώτερη Σχολή ήταν τριετής, η αξιολόγηση του προσόντος του από την Επιτροπή Αξιολόγησης, στο σχετικό έντυπο, ήταν λανθασμένη.  Καταλήγει συναφώς ο αιτητής ότι και η απάντηση της  Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, ότι δηλαδή ορθά πιστώθηκε με δύο μονάδες από την Επιτροπή επειδή «σύμφωνα με το ΚΥΣΑΤΣ πρόκειται για Ανώτερη Εκπαίδευση διετούς και όχι τριετούς φοίτησης», είναι πεπλανημένη.

 

Δεν συμφωνώ με τις εισηγήσεις του αιτητή καθώς διαπιστώνω ότι ήταν εύλογη η σχετική θέση της Επιτροπής Αξιολόγησης, αλλά και της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, με δεδομένο ότι το προσόν που κατείχε o αιτητής ήτοι Δίπλωμα Διοίκησης επιχειρήσεων από το Essex County College N.Jersey, αξιολογήθηκε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ως δίπλωμα ανώτερης εκπαίδευσηs διετούς φοίτησης. Σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς, πέραν των γενικών ακαδημαϊκών πτυχίων, δίδεται βαθμολογία για «Αναγνωρισμένη Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση  σε Προγράμματα Συναφή με τα Αστυνομικά Καθήκοντα». Στα συγκεκριμένα προγράμματα μονοετούς φοίτησης παραχωρείται μία μονάδα , διετούς φοίτησης 2 μονάδες και τριετούς φοίτησης 3 μονάδες. Σημειώνω συναφώς ότι στο σχετικό Έντυπο Αξιολόγησης του αιτητή, από την Επιτροπή Αξιολόγησης, διαφαίνεται η αιτιολογία που υπάρχει για τη βαθμολογία που παραχωρήθηκε στον αιτητή για την κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος, η οποία, σύμφωνα με το γράμμα των Κανονισμών, κρίνεται βάσιμη και αιτιολογημένη.

 

Αποτελεί περαιτέρω ισχυρισμό του αιτητή, ότι η επίδικη διοικητική πράξη θα πρέπει να απορριφθεί ως παράνομη και/ή αντίθετη με τον Κανονισμό 9(4)(β) της Κ.Δ.Π. 214/04 επειδή, σύμφωνα πάντοτε με τον ίδιο, δεν καταγράφηκε και/ή δεν αιτιολογήθηκε ορθά η γενική εντύπωση των μελών του Συμβουλίου Κρίσεως.

 

Αναδρομή στα σχετικά στοιχεία που υπάρχουν στο διοικητικό φάκελο αποκαλύπτει ότι ο αιτητής δεν είχε απαντήσει ικανοποιητικά στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν (και που ήταν βέβαια ίδιες προς όλους), σε σχέση με τις γενικές γνώσεις που αφορούσαν το ρόλο της Αστυνομίας, όπου, από τη μέγιστη δυνατή βαθμολογία των 2,50 μονάδων έλαβε μέσο όρο 0,25. Στα βοηθητικά έντυπα καταγράφηκαν τα επιμέρους στοιχεία και η βαθμολογία όπως αυτή δόθηκε από κάθε ένα από τα μέλη του Συμβουλίου αποκαλύπτοντας  την αδυναμία του αιτητή να απαντήσει ορθά στο συγκεκριμένο  θέμα. Εξέταση των απαντήσεων και της βαθμολογίας όλων των ενδιαφερομένων μερών αποκαλύπτει, το λόγο, που ο αιτητής, εν τέλει, έλαβε χειρότερη βαθμολογία από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Η κρίση των Μελών του Συμβουλίου Κρίσης δεν ελέγχεται και εκφράζεται με ανάλογη βαθμολογία στο σχετικό έντυπο σύμφωνα με τους Κανονισμούς. Το δε αποτέλεσμα της προσωπικής συνέντευξης προστίθεται ως βαθμολογία στη βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης για να δώσει την τελική βαθμολογία, και πάλι σύμφωνα με τους Κανονισμούς, ώστε να μη τίθεται θέμα «αποφασιστικού κριτηρίου». Τα 4  ενδιαφερόμενα μέρη, έλαβαν  καλύτερη θέση  στην τελική κατάταξη από το Συμβούλιο Κρίσεως όπως φαίνεται στον σχετικό Πίνακα τον οποίο κατάρτισε το Δικαστήριο για σκοπούς σύγκρισης:

 

 

 

 

ΟΝΟΜΑ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΡΙΣΕΩΣ

 

 

Κατάταξη

Τελική

Κατάταξη 

Τελική

Βαθμολογία

 

Αιτητής

 

 

 

Χριστάκης Μηλιδώνης

28ος

28ος

66.200

 

Ενδιαφερόμενα Μέρη

 

 

 

1.Νικόλας Χρυσοστόμου

61ος

11ος

68.175

2. Κυριάκος Λαγού

20ος  

6ος

69.350

3.Ανδρέας Λαμπριανού

13ος

10ος

68.475

4.Μιχάλης Γαβριηλίδης

59ος  

20ος

66.600

 

 

 

Κατόπιν περαιτέρω προσεκτικής αξιολόγησης των στοιχείων εκείνων που συνέθεταν την τελική βαθμολογία και συνακόλουθα την τελική κατάταξη των υποψηφίων  σημειώνω συναφώς ότι  τα ενδιαφερόμενα μέρη κ. Νικόλας Χρυσοστόμου (Ε/Μ1) και κ. Μιχάλης Γαβριηλίδης (Ε/Μ 2)  που είχαν καταταχθεί σε κατώτερη βαθμολογική θέση  από την Επιτροπή Αξιολόγησης σε σύγκριση με τον αιτητή, είχαν τελικά  καταταχθεί σε καλύτερη θέση σε σχέση πάντοτε με τον αιτητή, μετά από τη γραπτή εξέταση και τη διαδικασία της συνέντευξης ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως.

 

Στη   γραπτή εξέταση τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κ. Λαγού ήρθε πρώτος με συνολική βαθμολογία 8.050, ο κ. Χρυσοστόμου ήρθε τρίτος με συνολική βαθμολογία 7.975, ο κ. Ανδρέας Λαμπριανού 12ος με 6.925 και ο κ. Γαβριηλίδης 14ος  με  6.850. Ο αιτητής κατατάγηκε  13ος με βαθμολογία 6.900.

 

Κατά τη συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έλαβαν περισσότερες   μονάδες κατά τη συνέντευξη,   με εμφανή την υπεροχή τους έναντι του αιτητή στις απαντήσεις τους που αφορούσαν στις γενικές γνώσεις αναφορικά με το ρόλο της Αστυνομίας. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έλαβαν συγκεκριμένα την εξής βαθμολογία κατά την προφορική συνέντευξη: κ. Λαγού 14.050, κ. Νικόλας Χρυσοστόμου 14.475,  κ. Ανδρέας Λαμπριανού 12.625 και κ. Γαβριηλίδης 12.850. Αντίστοιχα ο αιτητής αξιολογήθηκε με βαθμολογία 11.150.

 

Μελέτη των αντίστοιχων εντύπων αξιολόγησης και των βοηθητικών εγγράφων δείχνει ότι η τελική σύσταση του Αρχηγού προς τον Υπουργό για την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών επί τη βάσει της τελικής βαθμολογικής τους κατάταξης ήταν δικαιολογημένη.

 

Ενόψει των όσων έχουν εκτεθεί πιο πάνω κρίνω ότι η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε εν προκειμένω περιλαμβανομένων των συστάσεων της Επιτροπής Αξιολόγησης, της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων καθώς και  του Συμβουλίου Κρίσεως ήταν νόμιμη  και δεν παρέχεται πεδίο  δικαστικής παρέμβασης.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ο αιτητής να καταβάλει €1200.-, πλέον Φ.Π.Α., έξοδα  στη Δημοκρατία.

 

 

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                    Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο