ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 4 ΑΑΔ 659

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1355/2007)

 

8 Σεπτεμβρίου, 2009

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΔΗΜΟΣ ΜΕΣΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ,

Αιτητές,

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Π. Αναστασιάδης, για τους Αιτητές.

Μ. Σπανού (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.Η Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού («η Αρχή»), στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμου του 1999 (Ν. 125(Ι)/99), όπως έχει τροποποιηθεί, εφάρμοσε Σχέδιο Συμβουλευτικών Υπηρεσιών για Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις («το Σχέδιο»).

 

Το Σχέδιο προνοούσε την επιχορήγηση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων που εργοδοτούν 20 άτομα και άνω, με το 75% του κόστους ετοιμασίας μελέτης που έχει ετοιμαστεί για λογαριασμό της επιχείρησης, βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στο Σχέδιο, με ανώτατο ποσοστό επιχορήγησης £3.000 ή £4.000, ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης.  Η επιχορήγηση συνίσταται σε δύο μέρη, βασικό και συμπληρωματικό.  Ήταν ρητός όρος του Σχεδίου (παράγραφος 5.4.) ότι το βασικό μέρος της επιχορήγησης θα καταβαλλόταν με την προσκόμιση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων εξόφλησης του Συμβούλου.

 

Οι Αιτητές, ως δικαιούχος Μικρομεσαία Επιχείρηση, υπέβαλαν στην Αρχή στις 4.12.00, «Αίτηση για Καταβολή Βασικού Μέρους Επιχορήγησης για την Ετοιμασία Μελέτης» στην οποία επεσύναψαν τιμολόγιο εκδοθέν από τον Συμβουλευτικό Οίκο «Technomart Engineering and Project Consultants Ltd», στο εξής η Technomart, η οποία ετοίμασε τη Μελέτη, για ποσό £6.000 πλέον £600 ΦΠΑ, και Απόδειξη Εισπράξεως υπ' αριθμό 727, ημερομηνίας 18.1.01 για το ποσό των £6.600, το οποίο, σύμφωνα με την ως άνω Αίτηση, καταβλήθηκε με επιταγή.  Στο Μέρος ΙΙ της αίτησης υπάρχει δήλωση του Δημοτικού Γραμματέα ότι όλες οι πληροφορίες που είχαν καταχωρηθεί ή επισυναφθεί στην αίτηση ήταν ακριβείς.

 

Η Αρχή κατέβαλε στον Αιτητή, εντός του 2001, το ποσό των £4.000 που αναλογούσε και το θέμα θεωρήθηκε λήξαν.  Επανήλθε όμως στο προσκήνιο αρκετά χρόνια μετά, με επιστολή της Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 3.2.2006, στην οποία παρέθετε στοιχεία που προέκυψαν από λογιστικούς ελέγχους που έδειχναν ότι 4 Κοινοτικά Συμβούλια σε συνεργασία με την Technomart, είχαν υποβάλει ψευδή στοιχειά για το συνολικό κόστος της εκπονηθείσας μελέτης, με αποτέλεσμα να εισπράξουν επιχορήγηση ανερχόμενη στο 100% του ποσού που είχαν καταβάλει, καταστρατηγώντας έτσι τις πρόνοιες του σχεδίου που προέβλεπαν για επιχορήγηση 75% μόνο του κόστους.  Κατόπιν υποδείξεως της Γενικής Ελεγκτή, η Αρχή ερεύνησε και όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις Κοινοτικών Συμβουλίων και Δήμων για τις οποίες η Technomart είχε εκπονήσει μελέτες ως Σύμβουλος, βάση του επίδικου Σχεδίου.  Μια από αυτές, ήταν και η περίπτωση των Αιτητών.

 

Μετά από μελέτη των στοιχείων που παρατίθεντο στην επιστολή της Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας και αυτών που η Αρχή είχε στη διάθεση της, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, στην 444η συνεδρία του της 2ας Απριλίου 2007, αποφάσισε να ενημερωθούν οι Αιτητές για τα ευρήματα της διερεύνησης της Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας που τους αφορούσαν, καθώς και να τους ζητηθεί να επιστρέψουν στην Αρχή, εντός 15 εργασίμων ημερών, το ποσό των £4.000, ως αχρεωστήτως καταβληθείσα επιχορήγηση και να υποβάλουν γραπτώς, εντός της ίδιας πιο πάνω προθεσμίας, τις οποιεσδήποτε παραστάσεις τους.

 

Οι Αιτητές, με επιστολή τους ημερομηνίας 10 Μαΐου 2007, πληροφόρησαν την Αρχή ότι είχαν πρόθεση να προβούν σε άμεση διερεύνηση του θέματος και ζήτησαν να τους αποσταλεί το Έντυπο Καταβολής Χορηγίας που υποβλήθηκε στην Αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς και παράταση της προθεσμίας για υποβολή γραπτών παραστάσεων μέχρι την 31 Μαΐου 2007.

 

Με επιστολή της με ημερομηνία 16 Μαΐου 2007, η Αρχή απέστειλε στους Αιτητές φωτοαντίγραφο της αίτησης για καταβολή χορηγίας μαζί με τα συνημμένα έγγραφα, τα οποία είχαν υποβάλει στην Αρχή και παραχώρησε την αιτηθείσα παράταση.

 

Οι Αιτητές, με επιστολή τους με ημερομηνία 22 Μαΐου 2007, πληροφόρησαν την Αρχή ότι, διεξήχθη έρευνα από Ελεγκτικό Γραφείο, αντίγραφο της οποίας επισύναψαν στην επιστολή τους.  Οι Αιτητές παραδέχονταν τις διαπιστώσεις της Γενικού Ελεγκτή ότι κατέβαλαν στην Technomart μόνο το συνολικό ποσό των £4.000 και ότι εισέπραξαν τη χορηγία των £4.000, στη βάση της αίτησης τους που παρουσίαζε ότι το κόστος της μελέτης ήταν £6.600.  Όμως, ισχυρίζονται ότι το υπόλοιπο ποσό των £2.600 ξεχάστηκε και ότι τώρα που επανήλθε σε γνώση τους με την ανακίνηση του θέματος, αναγνωρίζουν το χρέος τους προς την Technomart και θα προβούν στην εξόφλησή του.  Ενόψει των πιο πάνω, οι Αιτητές θεώρησαν ότι δεν προέκυπτε υποχρέωση του Δήμου για επιστροφή προς την Αρχή αχρεωστήτως καταβληθείσας επιχορήγησης.

 

Η Αρχή με επιστολή της, με ημερομηνία 11 Ιουνίου 2007, πληροφόρησε τους Αιτητές ότι απορρίπτει τους ισχυρισμούς τους, υποδεικνύοντας ότι: (α) εκδόθηκε «εξοφλητική» απόδειξη από μέρους της Technomart για την καταβολή του ποσού των £4.000, (β) ότι η Technomart για 6 περίπου χρόνια, ουδέποτε διεκδίκησε το εναπομείναν χρεωστικό υπόλοιπο και (γ) ότι οι Αιτητές για το ίδιο χρονικό διάστημα όχι μόνο ξέχασαν εντελώς το χρέος τους, αλλά ουδέποτε το συμπεριέλαβαν στους ετήσιους λογαριασμούς τους.  Ως αποτέλεσμα, η Αρχή ζήτησε εκ νέου την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού των Λ.Κ.4.000.

 

Με επιστολή τους με ημερομηνία 19 Ιουνίου 2007, οι Αιτητές ενημέρωσαν την Αρχή ότι εμμένουν στις θέσεις τους που παρατίθεντο στην επιστολή τους με ημερομηνία 22 Μαίου 2007.

 

Η Αρχή, με επιστολή της ημερομηνίας 29 Ιουνίου 2007, ενημέρωσε τους Αιτητές ότι το όλο θέμα θα ετίθετο ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής σε επόμενη συνεδρία του, για εξέταση του ενδεχομένου επιβολής διοικητικών κυρώσεων καθώς και της δικαστικής διεκδίκησης του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού των £4.000.  Για το λόγο αυτό κάλεσε τους Αιτητές, εάν επιθυμούσαν, να παραστούν για προφορική επεξήγηση των παραστάσεων τους ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου, να το γνωστοποιήσουν στην Αρχή γραπτώς εντός 10 ημερών από τη λήψη της επιστολής.

 

Στη συνέχεια, ο δικηγόρος των Αιτητών με επιστολή του ημερομηνίας 6 Ιουλίου 2007, πληροφόρησε την Αρχή ότι οι Αιτητές επιθυμούσαν να παραστούν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής κατά την εξέταση του θέματος και ζήτησε από την Αρχή αντίγραφα όλων των σχετικών εγγράφων που η Αρχή είχε στην κατοχή της για το θέμα, λεπτομέρειες των κατηγοριών και/ή αιτιάσεων κατά των Αιτητών, τα άρθρα της νομοθεσίας που επικαλείτο η Αρχή και λεπτομέρειες αναφορικά με το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό και τη διαδικασία που θα ακολουθείτο.

 

Στην πιο πάνω επιστολή του δικηγόρου των Αιτητών, η Αρχή απάντησε με επιστολή της ημερομηνίας 17 Ιουλίου 2007, μαζί με την οποία απέστειλε και όλη τη διεξαχθείσα επιστολογραφία μεταξύ της Αρχής και των Αιτητών και απάντησε σε θέματα τα οποία έθετε με την πιο πάνω επιστολή του ο δικηγόρος των Αιτητών.  Επίσης, η Αρχή, με την εν λόγω επιστολή της πληροφόρησε το δικηγόρο των Αιτητών ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής θα τους δεχόταν σε ακρόαση στη συνεδρία του της Δευτέρας 30 Ιουλίου 2007.

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, στη 453η συνεδρία του της 30ης Ιουλίου 2007, αφού μελέτησε και έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία και δεδομένα της υπό αναφορά περίπτωσης, καθώς και τις προφορικές ενώπιον του παραστάσεις, στις οποίες προέβησαν ο Δήμαρχος και ο δικηγόρος των Αιτητών, επέβαλε στους Αιτητές την διοικητική κύρωση του αποκλεισμού τους «από συμμετοχή ή δραστηριοποίηση στο πλαίσιο οποιουδήποτε Σχεδίου Κατάρτισης και/ή αναπτυξιακής δραστηριότητας της Αρχής και/ή από οποιαδήποτε συνεργασία με την Αρχή, για χρονικό διάστημα δύο χρόνων, δηλαδή μέχρι και τις 31 Ιουλίου 2009».  Η Αρχή γνωστοποίησε στους Αιτητές την πιο πάνω διοικητική κύρωση, με επιστολή της ημερομηνίας 3 Αυγούστου 2007.

 

Οι Αιτητές προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση της Αρχής.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος τους προβάλλει 7 λόγους ακύρωσης:  (α) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, (β) ότι είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας, (γ) ότι δεν τηρήθηκαν άρτια και λεπτομερή πρακτικά, (δ) ότι η καθ' ης η αίτηση παρέλειψε να προχωρήσει σε ρύθμιση με εσωτερικούς Κανονισμούς της ακολουθητέας διαδικασίας, (ε) ότι κατά την διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρξε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης, (στ) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω κακής συγκρότησης του αποφασίζοντος  οργάνου και συγκεκριμένα για τον λόγο ότι αφενός πουθενά δεν φαίνεται αν τα μέλη του κλήθηκαν σύμφωνα με τον νόμο και αφετέρου γιατί ήταν παρόντα πρόσωπα τα οποία δεν είναι μέλη και τέλος (η) ότι υπήρξε αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 31, ως ετροποποιήθη, κατά παράβαση του Άρθρου 12.1 του Συντάγματος, του Άρθρου 7(1) της ΕΣΑΔ και του άρθρου 7 του περί Ερμηνείας Νόμου.

 

Η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση κατ' αρχάς εγείρει προδικαστική ένσταση, ότι οι Αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την επίδικη απόφαση, λόγω του ότι δεν έχουν υποστεί οποιαδήποτε ζημιά ως αποτέλεσμα της, ούτε θα προκύψει γι' αυτούς οποιαδήποτε ωφέλεια από την ακύρωση της.

 

Προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης, αφού η τυχόν αποδοχή της θα κρίνει τελειωτικά την προσφυγή.  Έχω εξετάσει την προδικαστική ένσταση, αλλά κατά την άποψη μου δεν ευσταθεί, αφού ναι μεν οι Αιτητές είχαν δικαίωμα προσδοκίας, ως προς την έγκριση επιχορήγησης, αλλά με την προσβαλλόμενη απόφαση στερήθηκαν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν αυτό το δικαίωμα και ως εκ τούτου έχουν υποστεί υλική βλάβη, από την οποία πηγάζει το έννομο συμφέρον τους για προσβολή της επίδικης απόφασης.  Πέραν τούτου, οι καθ'ων η αίτηση στην επιστολή τους ημερομηνίας 3.8.2007 με την οποία κοινοποιούσαν στους Αιτητές την απόφαση τους, τους πληροφορούσαν καταληχτικά ότι είχαν δικαίωμα να προσβάλουν την απόφαση της Αρχής στο Ανώτατο Δικαστήριο μέσα σε 75 μέρες, αναγνωρίζοντας κατά την άποψή μου ότι οι Αιτητές είχαν έννομο συμφέρον.  Η έγερση τώρα αντίθετης θέσης, συνιστά ανεπίτρεπτη αποδοκιμασία της αρχικής τους θέσης με σκοπό την προσκόμιση οφέλους. 

 

Επί της ουσίας της προσφυγής, θα εξετάσω κατά προτεραιότητα τον έκτο λόγο ακύρωσης, εφόσον με αυτόν εγείρεται θέμα κακής συγκρότησης του αποφασίζοντος οργάνου.  Συγκεκριμένα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, για τον λόγο ότι αφενός πουθενά δεν φαίνεται αν τα μέλη του οργάνου κλήθηκαν στις συνεδρίες σύμφωνα με το Νόμο και αφετέρου γιατί ήταν παρόντα πρόσωπα τα οποία δεν είναι μέλη και τα οποία από τα πρακτικά δεν φαίνεται αν αποχώρησαν πριν τη διαβούλευση του Σώματος και τη λήψη απόφασης. 

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Όσον αφορά το ζήτημα της απουσίας μελών του συλλογικού οργάνου και της μη νομότυπης κλήτευσης τους, η νομολογία είναι ξεκάθαρη και ορίζει ότι όλα τα μέλη ενός συλλογικού οργάνου, ανεξάρτητα απαρτίας ή όχι, θα πρέπει να καλούνται νομότυπα εκτός των περιπτώσεων όπου συλλογικό όργανο συνεδριάζει σε τακτές συνεδρίες (βλ. απόφαση της Ολομέλειας Βραχίμης ν. ΕΤΕΚ (2007) 3 ΑΑΔ 493, στην οποία υιοθετήθηκε η σχετική καθοδήγηση από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σ. 110-111).  Το όλο ζήτημα ρυθμίζεται από το άρθρο 21(3) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), το οποίο προβλέπει ότι:- 

«21(3) Για να συνεδριάσει νόμιμα ένα συλλογικό όργανο πρέπει να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη του στη συνεδρία, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που το συλλογικό όργανο συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες.»

 

Όπως αναφέρεται στα πρακτικά, το Συμβούλιο της Αρχής συνήθιζε να συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη σχετική αρχή του διοικητικού δικαίου, όπως αυτή κωδικοποιείται στο πιο πάνω άρθρο του Νόμου 158(Ι)/99, να εξαιρείται από την υποχρέωση να καλεί ειδικά κάθε μέλος σε συνεδρία.  Όπως φαίνεται από τα πρακτικά των συνεδριάσεων, το Συμβούλιο της Αρχής συνεδρίαζε κατά κανόνα Δευτέρα και ώρα 4.30 μμ.  Παρά ταύτα, στο τέλος κάθε συνεδρίας, οριζόταν η επόμενη συνεδρία με ειδική αναφορά στα πρακτικά.  Επομένως, τα παρόντα μέλη είχαν πλήρη γνώση.  Μόνο τα απόντα μέλη δεν είχαν γνώση.  Φαίνεται όμως ότι πέραν της πιο πάνω διευθέτησης, ο Πρόεδρος της Αρχής απέστελλε με επιστολή ειδική πρόσκληση στα μέλη, στην οποία επισυναπτόταν και η ημερήσια διάταξη για τη συνεδρία.  Τέτοιες επιστολές είναι και αυτές που φέρουν ημερομηνία 7.9.2006, 29.3.2007 και 26.7.2007, αντίγραφα των οποίων επισυνάπτονται στην αγόρευση των καθ'ων η αίτηση.

 

Ας δούμε όμως τι ακριβώς έγινε στις επίδικες συνεδρίες που λήφθηκαν αποφάσεις σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση.  Στην 424η συνεδρία την Δευτέρα, 28.8.2006, ορίστηκε η επόμενη συνεδρία η οποία ήταν η 425η συνεδρία και η οποία θα γινόταν τη Δευτέρα 11.9.2006.  Από αυτή ήταν απόντες οι Ελένη Καλαβά, Γιώργος Γεωργίου και Σώτος Λοής, για τους οποίους λήφθηκαν απολογίες.  Τα πιο πάνω πρόσωπα ήταν παρόντα στην προηγούμενη συνεδρία και έλαβαν γνώση της συνεδρίας που απουσίαζαν.  Γι' αυτό εξάλλου διαβίβασαν τις απολογίες τους για την απουσία τους.  Στην 443η συνεδρία, που έγινε τη Δευτέρα 26.3.2007, ορίστηκαν δύο νέες συνεδρίες.  Αυτές της 2.4.2007 και 16.4.2007.  Από την 444η συνεδρία, τη Δευτέρα, 2.4.2007, απόντες ήταν οι Τώνης Αντωνίου, Σώτος Λοή και Νίκος Νικολάου, από τους οποίους λήφθηκαν απολογίες.  Οι δύο πρώτοι ήταν παρόντες στην 443η συνεδρία και έλαβαν γνώση για την επόμενη συνεδρία, γι' αυτό και έστειλαν την απολογία τους.  Ο Νίκος Νικολάου που ήταν το τρίτο μέλος που απουσίαζε από την 443η συνεδρία, φαίνεται ότι είχε ενημερωθεί ειδικά για τη 444η συνεδρία, με επιστολή του Προέδρου του Συμβουλίου ημερομηνίας 29.3.2007, με αποτέλεσμα και αυτός να στείλει τις απολογίες του για την απουσία του.  Στην 444η συνεδρία της Αρχής, τα απόντα μέλη από την προηγούμενη συνεδρία, αφού ενημερώθηκαν, δήλωσαν ότι συμφωνούν με τις αποφάσεις της Αρχής που λήφθηκαν στην προηγούμενη συνεδρία.

 

Στην 453η συνεδρία της Αρχής την Δευτέρα, 30.7.2007, που είναι και η επίδικη συνεδρία, απόντες ήταν 5 μέλη.  Φαίνεται ότι τα 4 από τα 5 μέλη ήταν ενήμερα για τη συνεδρία, αφού ήταν παρόντα στην προηγούμενη συνεδρία (452η συνεδρία, ημερομηνίας 16.7.2007) κατά την οποία είχε οριστεί η ημερομηνία της επόμενης (30.7.2007), γι' αυτό εξάλλου και απέστειλαν τις απολογίες τους για την απουσία τους.  Για τη συγκεκριμένη συνεδρία στάληκε επίσης και ειδική επιστολή, όπως ήταν η συνήθης πρακτική, σε όλα τα μέλη του Συμβουλίου που επιβεβαίωνε τη συνεδρία της Δευτέρας 30.7.2007 και ώρα 4.30.  Μάλιστα στο ένα μέλος (Τώνη Αντωνίου) που ήταν απών κατά τη συνεδρία στις 16.7.2007, η ειδοποίηση στάληκε στη Λεμεσό με ταξί.  Η σχετική απόδειξη με εντολή «να παραδοθεί» επισυνάπτεται ως Παράρτημα 3Α στην αγόρευση των καθ'ων η αίτηση.

 

Η διαδικασία κλήσης των μελών στις συνεδρίες του συγκεκριμένου Συμβουλίου, έγινε αντικείμενο εξέτασης στην Φελλά ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού, Υπόθεση Αρ. 547/05, ημερομηνίας 22.5.2007, στην οποία υπό παρόμοιες περιστάσεις η κλήση των μελών στις συνεδρίες θεωρήθηκε νομότυπη και η σύνθεση του Συμβουλίου νόμιμη. 

 

Το άλλο επιχείρημα του δικηγόρου των Αιτητών, συναφές με τη σύνθεση του διοικητικού οργάνου, είναι ότι από τα πρακτικά δεν φαίνεται κατά πόσον αποχώρησαν πρόσωπα που δεν ήταν μέλη του Συμβουλίου, πριν τη διαβούλευση του σώματος και τη λήψη απόφασης.  Κατά την άποψή του κ. Αναστασιάδη, αυτό παραβιάζει τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 21 του Νόμου 158(Ι)/99.

 

Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ'ων η αίτηση, ανέφερε ότι δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παρατυπία, εφόσον η παρουσία των τριών προσώπων που σημειώθηκαν στα πρακτικά ως «παρακαθήμενοι» στη συνεδρία, προνοείται ρητά από το Νόμο.

Ούτε αυτό το επιχείρημα του δικηγόρου των Αιτητών, ευσταθεί.

 

Το άρθρο 21(1) και (2) του Νόμου 158(Ι)/99 προβλέπει ότι:

«21.—(1) Το συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει με νόμιμη σύνθεση. Δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο, αν στη συνεδρίασή του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο από το νόμο, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στην ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την τήρηση των πρακτικών.

 

(2) Δε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης.»

 

Στη συνεδρία της 30.7.2007 που λήφθηκε προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν παρακαθήμενοι οι Μιχάλης Φυσεντζίδης, Γενικός Διευθυντής της Αρχής, Ελένη Παπαχριστοφόρου, Διευθυντής Διοίκησης και Προσωπικού, Γραμματέας και Λιάνα Χριστοδουλίδου, Λειτουργός Διοίκησης και Προσωπικού, Βοηθός Γραμματέας.  Ο πρώτος, ως Γενικός Διευθυντής της Αρχής, δικαιούταν να παρίσταται στις συνεδρίες του Διοικητικού Συμβουλίου δυνάμει του περί Ανάπτυξης του Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμου του 1999 (Ν. 125(Ι)/99, άρθρο 11(4)), το οποίο προβλέπει ότι:-

«11(4)  Ο Γενικός Διευθυντής δύναται να παρίσταται σε όλες τις συνεδρίες του Διοικητικού Συμβουλίου, να λαμβάνει μέρος στις διεξαγόμενες συζητήσεις και να εκφράζει τη γνώμη του, αλά δεν έχει δικαίωμα ψήφου.»

 

Τα άλλα δύο πρόσωπα, η Διευθυντής Διοίκησης και Προσωπικού και η Λειτουργός Διοίκησης και Προσωπικού, οι οποίες ενεργούσαν ως Γραμματέας και Βοηθός Γραμματέας αντίστοιχα, νομιμοποιούνταν να παρευρίσκονται στις συνεδρίες της Αρχής, δυνάμει του άρθρου 11(6) του πιο πάνω Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι:-

«11(6)  Το Διοικητικό Συμβούλιο ορίζει, από τους υπαλλήλους της Αρχής, το Γραμματέα του και τον αντικαταστάτη του Γραμματέα, ο οποίος παρίσταται στις συνεδρίες και έχει τη φροντίδα για τη σύνταξη και ετοιμασία των πρακτικών των συνεδριάσεων του Συμβουλίου και των επιτροπών αυτού.  Με την άδεια του Διοικητικού Συμβουλίου, ο Γραμματέας ή ο αντικαταστάτης του δύναται να χρησιμοποιήσουν και βοηθό από τους υπαλλήλους της Αρχής για την τήρηση των πρακτικών, ο οποίος θα παρίσταται στις συνεδρίες για το σκοπό αυτό.»

 

Οι σχετικοί διορισμοί των δύο πιο πάνω προσώπων επισυνάπτονται ως Παραρτήματα 5 και 6 στην αγόρευση της δικηγόρου των καθ'ων η αίτηση.

 

Με δεδομένη την νομιμότητα της σύνθεσης, θα προχωρήσω στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.

 

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο, που αφορά στην έλλειψη δέουσας αιτιολογίας, δεν διαφωνώ με τις νομικές αρχές όπως τις διατύπωσε ο δικηγόρος των Αιτητών.  Διαφωνώ όμως με την εισήγηση του ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν ενημέρωσαν τους Αιτητές για τους εναντίον τους ισχυρισμούς ή παραβιάσεις των όρων για το συγκεκριμένο Σχέδιο Επιχορήγησης.  Από απλή ανάγνωση της επιστολής των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 13.5.2007 προς τους Αιτητές, διαφαίνεται η σαφής αναφορά σ' όλες τις λεπτομέρειες που χρειάζονταν να γνωρίζουν οι Αιτητές για τις παραλείψεις τους.  Στην ίδια επιστολή γινόταν αναφορά και στο άρθρο 31 του σχετικού Νόμου 125(Ι)/99.  Περισσότερες λεπτομέρειες δόθηκαν στην επιστολή της Αρχής ημερομηνίας 11.6.2007 και στην υπόλοιπη αλληλογραφία.

 

Οι Αιτητές από την αλληλογραφία που ακολούθησε, φαίνεται να αντιλήφθηκαν πλήρως τις εις βάρους τους καταγγελίες και ζήτησαν χρόνο να μελετήσουν το θέμα.  Τελικά απάντησαν ότι δεν συμφωνούν με τις διαπιστώσεις της Αρχής.  Κατά την άποψη μου οι Αιτητές δεν μπορούν να επιδοκιμάζουν και ταυτόχρονα να αποδοκιμάζουν με σκοπό να αποκτήσουν οφέλη.

 

Αναφορικά με την αιτιολογία αυτής καθεαυτής της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αιτιολογείται στα πρακτικά και επαναδιατυπώνεται στην επιστολή ημερομηνίας 3.8.2007, με την οποία τους κοινοποιούσαν τη σχετική απόφαση, προκύπτει σαφώς ότι η αιτιολογία είναι πλήρης και υποδειγματική, αφού περιέχει όλα τα στοιχεία μιας δεόντως αιτιολογημένης απόφασης που επιτρέπει απόλυτα το δικαστικό έλεγχο.

Ως προς το ζήτημα της έρευνας που εγείρεται με τον 2ο λόγο ακύρωσης, δεν διαπιστώνω οποιοδήποτε κενό.  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Εδώ έγινε έρευνα από το Γενικό Ελεγκτή.  Στη συνέχεια έγινε έρευνα και από το ίδιο το Συμβούλιο της Αρχής.  Στην προκειμένη περίπτωση υπήρχαν γραπτά στοιχεία τα οποία διευκόλυναν την έρευνα.  Ακούστηκαν επίσης και οι απόψεις των Αιτητών.  Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, η έρευνα ήταν πλήρης.

 

Ούτε ο τέταρτος λόγος ακύρωσης ευσταθεί.  Η Αρχή σύμφωνα με το Νόμο 125(Ι)/99 δεν είχε υποχρέωση να θεσπίσει Εσωτερικούς Κανονισμούς.  Το άρθρο 31(5) έδινε τη «δυνατότητα» στην Αρχή να ρυθμίζει τη διαδικασία που θα ακολουθούσε.

 

Οι Αιτητές με το πέμπτο λόγο ακύρωσης προβάλλουν ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.  Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι η διαδικασία που ακολούθησε η Αρχή βρίσκεται σε διάσταση με τους Κανόνες φυσικής δικαιοσύνης.  Οι Αιτητές είχαν υπόψη τους τα όσα τους καταλόγιζε η Αρχή, τους δόθηκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα, μεταξύ αυτών και η Αίτηση, η Δήλωση του Γραμματέα τους, το Τιμολόγιο και εξοφλητική απόδειξη, που οι ίδιοι επεσύναψαν στην Αίτηση τους.  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Αιτητές με επιστολή του ημερομηνίας 6.7.07 ζήτησε να του συγκεκριμενοποιηθούν οι εναντίον των πελατών του κατηγορίες.  Όμως δεν είχαν διατυπωθεί κατηγορίες, εφόσον δεν επρόκειτο για ποινική διαδικασία.  Δόθηκαν όμως όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στις κατ' ισχυρισμό ψευδείς δηλώσεις των Αιτητών που θα αποτελούσαν αντικείμενο της διαδικασίας ενώπιον της Αρχής, για σκοπούς επιβολής διοικητικών κυρώσεων.  Περαιτέρω, τους δόθηκε το δικαίωμα να ακουστούν και μάλιστα δια δικηγόρου, ο οποίος παρουσιάστηκε και πρόβαλε όσα επιχειρήματα θεώρησε αναγκαία υπό τις περιστάσεις, τα οποία η Αρχή έλαβε υπόψη προτού καταλήξει στην απόφαση της.  Τα όσα αναφέρθηκαν περί έλλειψης αμεροληψίας εκ μέρους της Αρχής, επειδή η Αρχή ενήργησε ταυτόχρονα ως κατήγορος και ως δικαστής, δεν ευσταθούν, αφού έχει νομολογηθεί από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Sigma Radio T.V. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υποθ. αρ. 320/99 κ.α., ημερομηνίας 24.2.2004 ότι η πρακτική που ακολούθησε η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης  σ' εκείνη την υπόθεση, για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, η οποία είναι παρόμοια με αυτή που ακολούθησαν οι καθ'ων η αίτηση στην παρούσα προσφυγή, δεν παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και ιδιαίτερα την αρχή της αμεροληψίας.  Δεν έχω πειστεί ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

Η μη καταγραφή επακριβώς των όσων ανέφερε ο δικηγόρος των Αιτητών, δεν παραβιάζει οποιοδήποτε κανόνα φυσικής δικαιοσύνης.  Περίληψη των όσων ανέφερε ο δικηγόρος των Αιτητών, έχει καταγραφεί στα πρακτικά και αυτό θα πρέπει να θεωρείται ικανοποιητικό για τη συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία δεν ήταν ποινική.  Επομένως, δεν ευσταθεί ο σχετικός λόγος (3) ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά.

 

Οι Αιτητές με τον 7ο λόγο ακύρωσης, προβάλλουν επίσης ότι οι καθ'ων η αίτηση εφάρμοσαν αναδρομικά τις διατάξεις του άρθρου 31 του Νόμου, κάτι που συγκρούεται όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος τους, με το άρθρο 12.1 του Συντάγματος.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. 

 

Το άρθρο 31, μετά την τροποποίηση του Νόμου με το Νόμο 21(Ι)/2007, διαφοροποιήθηκε ως εξής:-

«31.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), η Αρχή δικαιούται, ανεξάρτητα του αν συντρέχει ή όχι περίπτωση ποινικής ευθύνης δυνάμει του παρόντος ή άλλου Νόμου, να επιβάλει οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις ήθελε κρίνει κατάλληλες, σε οποιοδήποτε εργοδότη, επιχείρηση, κέντρο, ίδρυμα ή οργανισμό κατάρτισης, διοικητικό σύμβουλο ή άλλο αξιωματούχο, εκπαιδευτή ή εργοδοτούμενο, καταρτισθέντα ή καταρτιζόμενο που συμμετέχουν ή συμμετείχαν σε πρόγραμμα κατάρτισης, ή σχέδιο ή άλλη δραστηριότητα της Αρχής ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο έχει ή είχε σχέση ή ανάμειξη με οποιοδήποτε πρόγραμμα ή σχέδιο ή άλλη δραστηριότητα της Αρχής, το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου, ή οποιαδήποτε πρόνοια Κανονισμών ή Οδηγών που εκδίδονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου, ή υποβάλλει ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις, στοιχεία ή πληροφορίες στο πλαίσιο συμμόρφωσής του με οποιαδήποτε ειδοποίηση ήθελε δοθεί από την Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 ή στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας προνοούμενης από το Νόμο ή από οποιουσδήποτε Κανονισμούς ή Οδηγό που εκδίδονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου ή συμπράττει με ή βοηθά άλλο πρόσωπο να διαπράξει οποιαδήποτε από τις πάνω πράξεις ή παραλείψεις.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), οι διοικητικές κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν δυνάμει του εδαφίου (1) περιλαμβάνουν τη διακοπή της παροχής ωφελημάτων από την Αρχή ή τη διακοπή της συνεργασίας με την Αρχή για οποιαδήποτε χρονική περίοδο, ή επ' αόριστο, ή την επιβολή διοικητικού προστίμου, το οποίο σε καμιά περίπτωση δε θα υπερβαίνει τις χίλιες λίρες (Λ.Κ.1.000,00) και θα υπάρχει η δυνατότητα να επιβληθεί πέραν της μιας διοικητικής κύρωσης στο ίδιο πρόσωπο.

(3) Προτού επιβληθεί οποιαδήποτε διοικητική κύρωση δυνάμει του παρόντος Νόμου, θα παρέχεται δικαίωμα ακρόασης σε κάθε πρόσωπο, στο οποίο δυνατόν να επιβληθεί διοικητική κύρωση.

(4) Το δικαίωμα ακρόασης δυνάμει του εδαφίου (3) θα ασκείται είτε αυτοπροσώπως είτε διά δικηγόρου της εκλογής του ενδιαφερομένου και είτε προφορικώς είτε γραπτώς, όπως θα ορίζει η Αρχή.

(5) Η Αρχή δύναται να ρυθμίζει, με εσωτερικούς κανονισμούς, τη διαδικασία που θα ακολουθείται για την εξέταση υποθέσεων που ενδεχομένως να οδηγήσουν στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων.

(6) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής οποιουδήποτε διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, η Αρχή δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα και να εισπράξει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο στην Αρχή, ή δύναται να το εισπράξει κατακρατώντας το από οποιοδήποτε ποσό που οφείλεται ως χορήγημα ή άλλως πως προς το πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε το πρόστιμο.»

 

Οι δύο πλευρές φαίνεται να συμφωνούν ότι το Συμβούλιο της Αρχής στηρίχθηκε στο άρθρο 31 όπως έχει τροποποιηθεί και όχι στο συγκεκριμένο άρθρο όπως ήταν στην αρχική του μορφή. 

 

Η συνήγορος για τους καθ'ων η αίτηση εισηγήθηκε με αναφορά στο Σύγγραμμα του Α. Λοΐζου «Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας», σελ. 79-82, ότι η σχετική αρχή περί μη αναδρομικότητας νόμων, δεν εφαρμόζεται σε πειθαρχικές διαδικασίες.  Η εισήγηση της συνηγόρου των καθ'ων η αίτηση είναι ορθή.  Σύμφωνα με τη νομολογία, το Άρθρο 12.1 του Συντάγματος το οποίο ενσωματώνει την αρχή «nullum delictum, nulla pοena sine lege», (κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς νόμο που ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης), δεν εφαρμόζεται σε πειθαρχικές διαδικασίες, αλλά μόνο σε ποινικές (Βλ. Republic v. Georgiadou (1972) 3 CLR 594).  Όπως έχει ερμηνευθεί, η αναφορά στο Άρθρο 12.1 του Συντάγματος σε «αδίκημα», δεν εκτείνεται και σε πειθαρχικά παραπτώματα, ενώ η αναφορά στο Άρθρο 12 σε «δικαστήριο», δεν καλύπτει και πειθαρχικές διαδικασίες ενώπιον άλλων οργάνων.  (Βλ. Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου, Πειθ. Έφ. Αρ. 2/1999, ημερομηνίας 21.11.2000).  Επίσης, στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd. ν. Aρχής Ραδιοτηλεόρασης, Υπόθ. Αρ. 668/03, ημερομηνίας 25.2.2005, νομολογήθηκε ότι η διοικητική διαδικασία που απολήγει σε διοικητικές κυρώσεις, είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής από την ποινική διαδικασία η οποία απολήγει σε ποινικές κυρώσεις.  Όμως και διαφορετική να ήταν η κατάληξη μου, ο Αιτητής δεν απέδειξε ότι επηρεάστηκε από τον τρόπο που ενήργησε η Αρχή.  Το άρθρο 31, όπως τροποποιήθηκε, έδινε περισσότερα δικαιώματα στον Αιτητή, τα οποία δεν είχε με τον προηγούμενο Νόμο.  Οι καθ'ων η αίτηση ορθώς παραχώρησαν αυτά τα δικαιώματα στον Αιτητή.  Πέραν τούτου, η διοικητική κύρωση που επέβαλε η Αρχή, ούτως ή άλλως καλυπτόταν και από τον προηγούμενο Νόμο, ο οποίος έδινε στην Αρχή το δικαίωμα να ανακτήσει με αγωγή τα ωφελήματα που καταβλήθηκαν, να διακόψει την παροχή ή συνεργασία ή να «επιλέξει οποιεσδήποτε άλλες διοικητικές κυρώσεις κρίνει κατάλληλες

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1300 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ των καθ'ων η αίτηση.  Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΠς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο