ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1338/2009

 

 

28 Σεπτεμβρίου, 2009.

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 149 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

LUCE ATALIOTIS LTD.

Αιτητές

 

-         ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.    ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ/Η

2.    ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Καθ' ων η αίτηση

 

.........

ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 28/9/09

Χρ. Χριστάκη, για τους αιτητές

 

...........

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:   Ενωρίτερα σήμερα οι αιτητές καταχώρησαν την υπό τον άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή με την οποία ζητούν την ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση αρ. 1 Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ημερ. 9/9/09 με την οποία απέρριψαν την υπ' αρ. 55/09 εραρχική προσφυγή που υπέβαλαν οι αιτητές και επικύρωσαν την υπό του Δήμου Λάρνακας κατακυρωθείσα προσφορά αρ. 12/08 για την «προσφορά για τη διορισμένη υπεργολαβία προμήθειας φωτιστικών σωμάτων για την ανάπλαση τριών πλατειών στο Αστικό Κέντρο Λάρνακας» στην εταιρεία A & P PALLAKIS TRADING LTD αντί στους αιτητές.

 

Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της προσφυγής οι αιτητές καταχώρησαν και την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν την αναστολή εκτέλεσης της πιο πάνω απόφασης, και πιο συγκεκριμένα να απαγορεύεται στον καθ' ου η αίτηση αρ. 2 Δήμο Λάρνακας από του να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια αναφορικά με τον εν λόγω διαγωνισμό μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής αυτής.  Όπως το διευκρίνησε ενώπιον μου ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, ζητούν να ανασταλεί η υπογραφή οποιασδήποτε σύμβασης μεταξύ του Δήμου Λάρνακας και της προαναφερθείσας εταιρείας A & P PALLAKIS TRADING LTD.

 

Από την νομική βάση της αίτησης αλλά και από την ενώπιον μου αγόρευση του συνηγόρου των αιτητών φαίνεται ότι βασίζουν την αίτηση τους στον ισχυρισμό ότι υπάρχει στην όλη διαδικασία των καθ' ων η αίτηση αρ. 1, έκδηλη παρανομία.  Το κατέστησαν σαφές ότι δεν επικαλούνται ανεπανόρθωτη ζημιά. 

 

Αναφορικά με τη νομική πτυχή αρκούμαι να αναφερθώ σε μερικές μόνο από τις πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στην υπόθεση Ιωάννης Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου, (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 164, ο Νικήτας, Δ. (όπως ήταν τότε) στη σελ. 167 ανάφερε τα ακόλουθα:

 

«Ο καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις.  Αποτέλεσε δε και σ' αυτή την περίπτωση το νομικό έρεισμα της αίτησης.  Είναι κοινός τόπος, αλλά πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ότι ασκείται με φειδώ.  Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της (βλ. για εκτενή ανάλυση την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση 141/89 Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 29/5/90 και Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233).  Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.»

 

Στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, προσφ. αρ.  1140/03, ημερ. 1/12/03, ο Καλλής Δ. στη σελ. 5 διατύπωσε τη νομική πτυχή ως εξής:

 

«Έχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο για χορήγηση προσωρινού διατάγματος έστω και αν δεν έχει αποδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημία και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στην Διοίκηση.  Ωστόσο αποτελεί λόγο που θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή γιατί δυνατόν να ισοδυναμεί με έκδοση απόφασης επί της ουσίας.  Η αναστολή αποτελεί πάντοτε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και όχι ζήτημα δικαιώματος (βλ. Σοφοκλέους, πιο πάνω).  Επίσης, είναι νομολογημένο ότι τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη.  Επίλυση τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837 (απόφαση Ολομέλειας).»

 

 

Στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 248, ο Κωνσταντινίδης Δ., με αναφορά στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233 συνοψίζει την έννοια της έκδηλης παρανομίας ως εξής:

 

«Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»

 

Τέλος στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Μarfin Popular Bank Public Co. Ltd., (2007) 3 Α.Α.Δ. 32 (απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας) σελ. 36, διαβάζουμε τα εξής:

 

«Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί, και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234.  Θα πρέπει η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης.»

 

Από την πιο πάνω, αλλά και άλλη νομολογία που διέπει το θέμα, φαίνεται να γίνεται σαφής διαχωρισμός μεταξύ έκδηλης παρανομίας και απλών ισχυρισμών περί παρανομίας.    Πρέπει δε το δικαστήριο να είναι πολύ προσεκτικό προτού καταλήξει για την ύπαρξη τέτοιας παρανομίας, αφού τέτοια κατάληξη έχει ως συνέπεια την επιτυχία της κυρίως προσφυγής χωρίς να ακούεται η άλλη πλευρά. 

 

Στρεφόμενος στα γεγονότα της δικής μας υπόθεσης εξέτασα τους λόγους για τους οποίους η πλευρά των αιτητών ισχυρίζεται ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία.  Αναφέρονται με λεπτομέρεια στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση παραγρ. 9 Α-Ι .  Κατά την αγόρευση του ο συνήγορος τόνισε ιδιαίτερα το γεγονός περί ύπαρξης πλαστών εγγράφων για τα οποία, όπως ισχυρίζεται, οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβησαν στη δέουσα έρευνα. 

 

Εξέτασα ένα προς ένα τους λόγους που επικαλούνται οι αιτητές αλλά δεν έχω ικανοποιηθεί ότι τα γεγονότα είναι τέτοια που να αναδεικνύουν έκδηλη παρανομία με την έννοια που αναφέρθηκε στις πιο πάνω υποθέσεις.  Σίγουρα ο ισχυρισμός περί πλαστογραφίας και περί μη δέουσας έρευνας δεν είναι λόγος που αποκαλύπτει έκδηλη παρανομία.  Ιδιαίτερα ενόψει του ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται σχετικά με υποβολή εγγράφων από το ενδιαφερόμενο μέρος αναφορικά με την αντοχή κολόνων σε ανέμους κ.λ.π.  Το ίδιο ο ισχυρισμός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ικανοποιούσε τους όρους της προσφοράς διότι δεν είχε εκτελέσει ξανά έργα παρόμοιας φύσης, δεν είναι θέμα, που σύμφωνα με τη νομολογία θεωρείται ότι συνιστά έκδηλη παρανομία, αλλά αποτελεί ισχυρισμούς που θα πρέπει να εξεταστούν κατά την κυρίως προσφυγή.  Οι ισχυρισμοί των αιτητών προϋποθέτουν την εξέταση και απόφαση επί τεχνικών θεμάτων που δεν είναι της παρούσας διαδικασίας.  Την ίδια άποψη έχω και για τους ισχυρισμούς ότι κάποια έγγραφα ήσαν στα γαλλικά και όχι στα αγγλικά.    Ο ισχυρισμός δεν ήταν κατά πόσο έπρεπε να ήταν στα ελληνικά και όχι στα γαλλικά.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος προέβαλε και ισχυρισμούς περί έλλειψης αιτιολογίας και παράβασης των αρχών του διοικητικού δικαίου όπως για παράδειγμα τη μη τήρηση πρακτικών αλλά όλα αυτά κρίνω ότι είναι θέματα που αφορούν την κυρίως προσφυγή.  Είναι γεγονός ότι το άρθρο 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99 ως έχει τροποποιηθεί) απαιτεί να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά.  Όμως το θέμα αν αυτά είναι πλήρη ή όχι είναι θέμα που εξαρτάται από τη φύση και τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και το κατάλληλο στάδιο εξέτασης του θέματος είναι η κυρίως προσφυγή.

 

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγω ότι δεν έχει αποδειχθεί η ύπαρξη έκδηλης παρανομίας με την έννοια που καθόρισε η νομολογία και επομένως η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                                         Μ. Φωτίου, Δ.

 

 

 

/Κας

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο