ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1210/2007)
9 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΒΑΛΑΝΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Ιεροκηπιώτου (κα) για Γ. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το Πανεπιστήμιο αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και λειτουργεί και ασκεί τις αρμοδιότητές του δυνάμει του Περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 1989 (Ν. 144/89).
Η διαδικασία για την ανέλιξη ακαδημαϊκού προσωπικού διέπεται από τους Περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Αξιολόγηση και Ανέλιξη Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμούς του 1996-2001, (Κ.Δ.Π. 36/96, όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 145/01) στο εξής οι Κανονισμοί και από τον Κώδικα Δεοντολογίας αναφορικά με τη Σύσταση και Λειτουργία Ειδικών Επιτροπών για Ανελίξεις και Εκλογές Ακαδημαϊκού Προσωπικού, στο εξής ο Κώδικας Δεοντολογίας. Η Σύγκλητος κατά τη συνεδρία της στις 5 Μαρτίου 2003 ενέκρινε τον πιο πάνω Κώδικα Δεοντολογίας. Στη συνέχεια στις συνεδρίες της 1ης και 13ης Ιουλίου 2005, προέβη στη σύσταση Ειδικής Επιτροπής για την αξιολόγηση και ανέλιξη του Αιτητή στη θέση του Καθηγητή στο γνωστικό αντικείμενο «Διδακτική των Φυσικών Επιστημών» του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής.
Στις 20 Φεβρουαρίου 2007 στάληκαν στα μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος, με εσωτερικό σημείωμα, η Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής και άλλα στοιχεία αναφορικά με την ανέλιξη του Αιτητή στην πιο πάνω θέση. Συγκεκριμένα η Ειδική Επιτροπή εισηγήθηκε να μην κληθεί ο Αιτητής σε συνέντευξη για τη θέση.
Ο Αιτητής μετά που ενημερώθηκε σχετικά, απέστειλε σημείωμα ημερομηνίας 5 Μαρτίου 2007 προς τον Κοσμήτορα της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Αγωγής, με τις δικές του θέσεις σε σχέση με την Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής.
Το Εκλεκτορικό Σώμα κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 26 Μαρτίου 2007 ομόφωνα αποφάσισε την μη ανέλιξη του Αιτητή στη θέση του Καθηγητή στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής και η Σύγκλητος στη συνεδρία της στις 25 Απριλίου 2007 επικύρωσε την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος. Στη συνέχεια, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου κατά τη συνεδρία της στις 4 Μαΐου 2007, επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου.
Ο Αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση των καθ'ων η αίτηση και ζητά την ακύρωσή της για τους πιο κάτω 7 λόγους:-
1) η σύσταση και σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής που αποφάσισε να μην καλέσει τον Αιτητή σε συνέντευξη, έγινε κατά παράβαση του Καν. 4(2) και (3) της ΚΔΠ 36/96, όπως τροποποιήθηκε,
2) δεν υπήρξε συνεδρία της Ειδικής Επιτροπής ως συλλογικού οργάνου και δεν τηρήθηκαν πρακτικά,
3) η Ειδική Επιτροπή δεν άσκησε συλλογική αρμοδιότητα ή αδυνατούσε να ασκήσει συλλογική αρμοδιότητα,
4) η έκθεση της Ειδικής Επιτροπής πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και αμεροληψίας,
5) παραβιάστηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης,
6) η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο και
7) η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου δεν αιτιολόγησε την απόφασή της.
Από την άλλη, το Πανεπιστήμιο Κύπρου ισχυρίζεται ότι η απόφασή του είναι καθ' όλα ορθή και νόμιμη και ζητά την απόρριψη της προσφυγής με έξοδα υπέρ του.
Θα αρχίσω με την εξέταση του πρώτου λόγου ακύρωσης, τον οποίο ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή προβάλλει, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί η σύσταση και σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής που αποφάσισε να μην καλέσει τον Αιτητή σε συνέντευξη, έγινε κατά παράβαση του Κανονισμού 4(3) των Κανονισμών.
Ο εν λόγω Κανονισμός ο οποίος βρίσκεται στο «Μέρος ΙΙ - Εκλογή στις Βαθμίδες Καθηγητή και Αναπληρωτή Καθηγητή» των Κανονισμών, προνοεί ότι:-
«4.(1) Για κάθε εκλογή του μόνιμου ακαδημαϊκού προσωπικού η Σύγκλητος διορίζει Ειδική Επιτροπή.
(2) Η Επιτροπή αποτελείται από τρεις εξωτερικούς εισηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου που είναι καθηγητές πανεπιστημίου και προέρχονται από πανεπιστήμια δύο τουλάχιστον ξένων χωρών και δύο εσωτερικούς εισηγητές, ένας από τους οποίους ορίζεται από τη Σύγκλητο Πρόεδρος της Επιτροπής.
(3) Η επιλογή των μελών της Επιτροπής γίνεται από κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα έξι εν ενεργεία ή τουλάχιστον ομότιμων καθηγητών από πανεπιστήμια του εξωτερικού και τα ονόματα τεσσάρων μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου, τον οποίο υποβάλλει το Συμβούλιο του οικείου Τμήματος στη Σύγκλητο μέσω του Συμβουλίου της οικείας Σχολής.»
Ο δικηγόρος του Αιτητή ισχυρίζεται ότι η παράβαση της παραγράφου (3) του εν λόγω Κανονισμού έγκειται στο γεγονός ότι η επιλογή των μελών της Επιτροπής δεν έγινε από κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα τεσσάρων μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου, τον οποίο υποβάλλει το Συμβούλιο του οικείου Τμήματος στη Σύγκλητο μέσω του Συμβουλίου της οικείας Σχολής, όπως προβλέπεται στο δεύτερο σκέλος της παραγράφου (3) του εν λόγω Κανονισμού.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ'ων η αίτηση, ισχυρίζεται ότι η Σύγκλητος αποφάσισε ότι η Ειδική Επιτροπή θα απαρτιζόταν μόνο από εξωτερικά μέλη, εφόσον το οικείο Τμήμα, δεν είχε υποβάλει τα ονόματα 4 καθηγητών του Πανεπιστημίου Κύπρου, με το αιτιολογικό ότι υπήρχε έλλειψη μελών με συναφές γνωστικό αντικείμενο. Έτσι η Σύγκλητος ενήργησε, είπε, δυνάμει του Κανονισμού 10(1) της Κ.Δ.Π. 36/96, όπως διορθώθηκε από την Κ.Δ.Π. 99/96, ο οποίος προνοεί ότι:-
«10(1) Μέχρις ότου ο αριθμός των διορισθέντων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Καθηγητών καταστεί επαρκής, ώστε να τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων (2) και (3) των Κανονισμών 4 και 7 και των παραγράφων (1) και (2) του Κανονισμού 9 των παρόντων Κανονισμών, η Σύγκλητος δύναται να ορίσει τον Πρόεδρο και τα μέλη των Ειδικών Επιτροπών από εξωτερικούς εισηγητές.»
Ο δικηγόρος του Αιτητή δέχτηκε ότι ο Κανονισμός 10(1) παρέχει εξουσία στη Σύγκλητο να ορίσει τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής, αποκλειστικά από εξωτερικούς εισηγητές, για το λόγο που αναφέρεται στον εν λόγω Κανονισμό. Όμως, εισηγήθηκε ότι προτού προχωρήσει σ' αυτή την επιλογή, η Σύγκλητος θα έπρεπε προηγουμένως να είχε εξετάσει τον Κώδικα Δεοντολογίας, ο οποίος αφορά στη σύσταση των Ειδικών Επιτροπών για την ανέλιξη και εκλογή του Ακαδημαϊκού Προσωπικού και ο οποίος εγκρίθηκε στις 5.3.2003, και ίσχυε για την περίπτωση του Αιτητή. H παράγραφος Β(1) του εν λόγω Κώδικα, προέβλεπε ότι:-
«Β(1) Σύμφωνα με το σχετικό Κανονισμό τα εσωτερικά μέλη της Ειδικής Επιτροπής δεν χρειάζεται να είναι της ίδιας ειδικότητας, με αυτήν του υποψηφίου για ανέλιξη ή του γνωστικού αντικειμένου της προκήρυξης. Η απαίτηση είναι για συνάφεια αντικειμένου σε ευρύτερο επίπεδο, και ως εκ τούτου τα γνωστικά αντικείμενα των ακαδημαϊκών μελών του ιδίου Τμήματος, κρίνονται ως αμοιβαία συναφή.»
Κατόπιν μελέτης των αντίστοιχων θέσεων, κρίνω ότι ο πρώτος λόγος ακύρωσης, ευσταθεί.
Με βάση τον Κανονισμό 4(1) η Σύγκλητος όφειλε να διορίσει Ειδική Επιτροπή η οποία να αποτελείται από 3 εξωτερικούς εισηγητές και 2 εσωτερικούς, ένας από τους οποίους θα οριζόταν από τη Σύγκλητο ως Πρόεδρος της Επιτροπής.
Η Σύγκλητος, όπως φαίνεται από τα πρακτικά της 244ης συνεδρίας της ημερομηνίας 1.7.2005 και 13.7.2005, όρισε Ειδική Επιτροπή απαρτιζόμενη από 5 μέλη, όλα από Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Στα πρακτικά εξηγείται ότι η Επιτροπή συστάθηκε μόνο από εξωτερικά μέλη «διότι το Τμήμα δεν υπέδειξε τους δύο πρωτοβάθμιους καθηγητές, θεωρώντας ότι δεν ανταποκρίνονται στη συνάφεια των αντικειμένων.»
Η πιο πάνω εξήγηση στα πρακτικά δεν μπορεί κατά την κρίση μου να είναι ορθή καθώς διαπιστώνεται ότι δεν είναι εναρμονισμένη με το γράμμα του Κανονισμού 4(2) σύμφωνα με το οποίο δεν απαιτείται οι 2 εσωτερικοί εισηγητές που επιλέγονται ως μέλη της Ειδικής Επιτροπής να είναι «του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου» εν αντιθέσει με τους τρεις εξωτερικούς εισηγητές. Περαιτέρω κρίνω ότι, χωρίς άλλη επεξήγηση στα πρακτικά, η παράκαμψη του Κανονισμού 4(3) δεν μπορεί να θεωρηθεί υπό τις περιστάσεις αιτιολογημένη ενόψει μάλιστα της διαπίστωσης ότι ελλείπει από τα πρακτικά οποιοδήποτε σημείωμα του οικείου Τμήματος ή της οικείας Σχολής σχετικά με την αδυναμία συμπερίληψης στο σχετικό κατάλογο ονομάτων τεσσάρων καθηγητών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η απουσία σχετικού σημειώματος από το οικείο Τμήμα ή την οικεία Σχολή καθιστά το δικαστικό έλεγχο εν προκειμένω δύσκολο αν όχι αδύνατο.
Ο κατάλογος που τελικά καταρτίστηκε έγινε κατά παράβαση του Κανονισμού 4(3), εφόσον σ' αυτόν δεν περιλαμβάνονταν και ονόματα καθηγητών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η σχετική αναφορά στα πρακτικά ότι το Τμήμα Επιστημών Αγωγής «δεν υπέδειξε δύο πρωτοβάθμιους καθηγητές, θεωρώντας ότι δεν ανταποκρίνονται στη συνάφεια των αντικειμένων», με κανένα τρόπο από μόνη της δεν μπορεί να αιτιολογήσει την παράκαμψη της ορθής διαδικασίας για καταρτισμό του καταλόγου, καθώς δεν υποδηλοί τη διεξαγωγή κάποιου είδους σχετικής έρευνας που να στοιχειοθετεί την πιο πάνω θεώρηση και να δικαιολογεί την παράλειψη της Συγκλήτου να καταρτίσει τον Κατάλογο σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(3). Αντίθετα, η Σύγκλητος υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε έρευνα, την πιο πάνω θεώρηση, η οποία μάλιστα δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσο αναφέρεται στην κρίση του κοσμήτορα ή του Τμήματος.
Εν κατακλείδι, η Σύγκλητος όφειλε, εν προκειμένω, να στοιχειοθετήσει κατόπιν δέουσας έρευνας το κατά πόσο δεν ήταν εφικτό να εφαρμοστεί ο Κανονισμός 4(3) με τη συμπερίληψη 4 ονομάτων του ακαδημαϊκού προσωπικού Πανεπιστημίου Κύπρου. Οι παρεκκλίσεις από τον Κανονισμό 4(2) και (3), κρίνονται ουσιώδεις (βλ. Παπαπαύλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 642/03, ημερομηνίας 12.10.2004).
Ως αποτέλεσμα, η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής καθίσταται παράνομη και συμπαρασύρει σε ακύρωση την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς η υπόλοιπη διαδικασία που ακολουθήθηκε, καθίσταται τρωτή. Συνακόλουθα, δεν θα υπεισέλθω στην εξέταση των υπολοίπων λόγων ακύρωσης που άπτονται της ουσίας της προσφυγής, ενόψει του ενδεχόμενου επανεξέτασης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ