ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 716
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ.1206/07
17 Σεπτεμβρίου, 2009
[K. ΠΑΜΠΑΛΛΗ, Δ]
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ:
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΔΑΜΟΥ
Aιτήτρια,,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ.)
Καθ΄ου η αίτηση
-------- -----------
Α.Σ.Αγγελίδης, για την αιτήτρια
Λ.Ουστά (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον καθ΄ου η αίτηση.
--------- -----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση προς το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (στο εξής ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ.), ημερ. 6.10.2005 ζητώντας την αναγνώριση του τίτλου σπουδών "Associate" που της απονεμήθηκε από το College of Preceptors του Ηνωμένου Βασιλείου, ως ισότιμος τίτλος Πιστοποιητικού Μεταπτυχιακών Σπουδών (Postgraduate Diploma).
Μετά από μια προκαταρκτική έρευνα το συγκεκριμένο ίδρυμα δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο αναγνωρισμένων Ιδρυμάτων, που εκδίδει το Department of Education and Skills του Ηνωμένου Βασιλείου. Στις 29.6.2006 το ΚΥΣΑΤΣ ζήτησε πληροφορίες από το British Council. Στις 5.2.2007 η αιτήτρια πληροφόρησε το ΚΥΣΑΤΣ ότι το εκπαιδευτικό ίδρυμα, για το οποίο γινόταν η έρευνα, άλλαξε όνομα και ονομαζόταν College of Teachers. Και πάλιν δεν εντοπίστηκε το συγκεκριμένο ίδρυμα και ζητήθηκε εκ νέου η βοήθεια του British Council, με επιστολή ημερ. 07.03.2007. Από πληροφορίες που δόθηκαν στις 20.4.2007, είχε διαφανεί ότι το College of Preceptors είναι ένας επαγγελματικός οργανισμός.
Το ΚΥΣΑΤΣ, σε συνεδρία του ημερ. 14-15/05/2007, απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας γιατί, όπως αναφέρεται, στη σχετική απόφαση ο τίτλος που κατέχει η αιτήτρια δεν είχε απονεμηθεί από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Όταν γνωστοποιήθηκε η πιο πάνω απόφαση στην αιτήτρια, η τελευταία ζήτησε επανεξέταση θέτοντας ως νέο στοιχείο επιστολή της ιδίας προς το Department for Education and Skills του Ηνωμένου Βασιλείου, με την οποία ζητούσε να δοθεί απάντηση προς το ΚΥΣΑΤΣ. Η απάντηση δόθηκε ότι το συγκεκριμένο ίδρυμα δεν ήταν εγγεγραμμένο στην ιστοσελίδα τους. Κατά το στάδιο της επανεξέτασης σε συνεδρία του ΚΥΣΑΤΣ που έγινε στις 2-3/07/2007 αποφασίστηκε η εμμονή στην αρχική απορριπτική απόφαση. Η καινούργια απόφαση γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 08.08.2007.
Η τελευταία καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία επιδιώκει την αναθεώρηση της πιο πάνω απόφασης (ημερ.14-15 Μαϊου, 2007) και την κήρυξη της ως παράνομη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε ως πρώτο λόγο ακύρωσης το γεγονός ότι η απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ ήταν αυθαίρετη γιατί δεν λειτούργησε η προβλεπόμενη από το άρθρο 7 του Νόμου 48(Ι)/98 Τριμελής Επιτροπή Κρίσεω¦. Η σύσταση της Επιτροπής αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση τύπου η μη τήρηση του οποίου επιφέρει ακυρότητα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 13(1) του Νόμου 158/99. Είχε επιδιωχθεί, συνέχισε, η απόφαση με αλλότριο σκοπό και ήταν αναρμόδιο το ΚΥΣΑΤΣ να αποφασίσει επί του θέματος.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας επί του θέματος αυτού, ανέφερε, ότι το ΚΥΣΑΤΣ δεν ήταν υποχρεωμένο να παραπέμπει κάθε αίτηση στην Επιτροπή Κρίσεων, αλλά όποτε θεωρούσε αυτό ως αναγκαιότητα. Για το σκοπό αυτό ισχύει συνέχισε ο Κανονισμός 6(9) των ΚΔΠ172/99. Δεν προχώρησε το ΚΥΣΑΤΣ σε σύσταση Επιτροπής αφού για το συγκεκριμένο ΄Ιδρυμα υπήρχε η θέση του British Council ότι δεν ήταν αναγνωρισμένο.
Ως δεύτερο λόγο ακύρωσης ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι η απόφαση δεν ήταν νόμιμη γιατί δεν τηρήθηκαν πρακτικά για κάθε συνεδρία όπως απαιτείται από το άρθρο 24(1) του Νόμου 159/98. Απουσίαζε ένα μέλος χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση, ούτε καταγράφεται ο λόγος απουσίας του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόσθεσε, αντί να παρίστανται 8 μέλη του ΚΥΣΑΤΣ ήταν μόνο 5 και σημειώνεται η απουσία μόνο ενός. ΄Εχει δηλαδή διαπιστωθεί απουσία τήρησης άρτιου και πλήρους πρακτικού. Περαιτέρω, η σύνθεση δεν ήταν σωστή αφού στο μεταξύ ο κ.Φλωρέντζος είχε χάσει την ιδιότητα του ως μέλος.
Στο σημείο αυτό η συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι η μη τήρηση ξεχωριστών πρακτικών δεν έχει συμπεριληφθεί στους λόγους ακύρωσης στο δικόγραφο της αιτήτριας συνεπώς δεν μπορεί σ΄αυτό το στάδιο να αναπτυχθεί. Σε σχέση με τη συμμετοχή του κ.Φλoυρέντζου η συνήγορος υποστήριξε ότι στη συγκεκριμένη Συνεδρία αρ.78 στην οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση ο κ.Φλουρέντζος ήταν παρών. Η απόφαση που λήφθηκε στις 8.8.2007 στη συνεδρία με αριθμό 79, στην οποία απουσίαζε ο κ.Φλουρέντζος λόγω αφυπηρέτησης δεν είναι αντικείμενο προσφυγής.
Η έρευνα και η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση υποστήριξε ο συνήγορος της έρχεται σε αντίθεση με τον εξουσιοδοτικό Νόμο 11/85 και δεν έγινε επαρκής έρευνα για το θέμα του κατά πόσο το πτυχίο της αιτήτριας ήταν αναγνωρισμένο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η έρευνα, εισηγήθηκε η συνήγορος της Δημοκρατίας, ήταν επαρκής και αυτό τεκμηριώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.
Τέλος ο συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι υπάρχει πρόσκρουση των προνοιών του Κανονισμού 172/99 με το Σύνταγμα. Η ενδεχόμενη πρόσκρουση δεν εξειδικεύεται υποστήριξε η Δημοκρατία επομένως δεν μπορεί να αναλυθεί.
Θα εξετάσω τον πρώτο λόγο της αιτήσεως ακυρώσεως που άπτεται της διαδικασίας που ακολουθήθηκε από την Επιτροπή του ΚΥΣΑΤΣ.
Το άρθρο 7(1) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου του 1996 (Ν.68(Ι)/96) στο εξής ο Νόμος, επιβάλλει την κατάρτιση τριμελών Επιτροπών Κρίσεως Τίτλων Σπουδών «με κύρια αρμοδιότητα τη μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων στο Συμβούλιο για τη λήψη τελικής απόφασης».
Στο εδαφ.(3) του αρθ.7 του Νόμου προσδιορίζεται ότι ο τρόπος λειτουργίας των Επιτροπών καθορίζεται από τους Κανονισμούς.
Οι περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμοί του 1999 (Κ.Δ.Π.172/99), και συγκεκριμένα ο Καν.6(1) αναφέρει:
«6.-(1) Για τη μελέτη των αιτήσεων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων για λήψη τελικής απόφασης το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως».
Η αναγκαιότητα σύστασης των Επιτροπών Κρίσεως Τίτλων, καταφαίνεται και από την παραπέρα πρόσδοση δυνατότητας αμφισβήτησης της απόφασης της Επιτροπής, που με βάση τον Καν.8(1), καταρτίζονται Ειδικές Επιτροπές Επανεξέτασης, που κάμνουν επίσης εισηγήσεις στο Συμβούλιο θέτοντας ως προαπαιτούμενο τον αποκλεισμό ατόμων που μετείχαν στην Επιτροπή Κρίσεως Τίτλων.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση είναι αποδεχτό ότι τέτοια Επιτροπή δεν έχει συσταθεί. Η υποχρέωση του άρθρου 7(1) δεν τηρήθηκε.
Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρώ ότι η απόφαση πάσχει γιατί υπήρξε παράβαση ουσιώδους τύπου.
Ενισχυτικό της γνώμης μου αυτής, είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ν. Ιωαννίδου (2006) 3 Α.Α.Δ. 32 στη σελίδα 39.
«Η προσεκτική μελέτη των προνοιών των άρθρων 4(1)(δ), 7(1)(3) και 13(1) (ανωτέρω) συ συνδυασμό προς τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 της Κ.Δ.Π. 172799 (ανωτέρω) που προβλέπει για τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες των Επιτροπών Κρίσεως, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η υποχρεωτική εκγαθίδρυση των εν λόγω επιτροπών ως θεσμικών γνωμοδοτικών οργάνων για τη μελέτη των αιτήσεων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων προς το ΚΥΣΑΤΣ για το σκοπό λήψης τελικής απόφασης για κάθε εκκρεμούσα αίτηση.»
Με την κατάληξη μου αυτή δεν θεωρώ αναγκαίο να εξετάσω τους άλλους λόγους ακυρώσεως.
Η προσφυγή επιτυχάνει. Η απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 15.6.2007 ακυρούται. Επιδικάζονται €1.500,00 υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.