ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 793
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1148/2009)
30 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146, 12, 25, 28 και 29 του Συντάγματος
ΑΒΡΑΑΜ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Αιτητή,
- και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
καθ΄ου η αίτηση
-----------------------
Μονομερής αίτηση ημερ. 24.8.09
Hλ.Στεφάνου και για Γ.Γεωργίου, για τον αιτητή
Αντ.Βασιλειάδης - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον καθ΄ου η αίτηση
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Το έναυσμα για την καταχώριση της παρούσας προσφυγής ήταν η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ημερ. 18.8.2009 να θέσει σε διαθεσιμότητα τον αιτητή.
Ταυτοχρόνως με την καταχώριση της προσφυγής, καταχωρήθηκε και μονομερής αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της εφαρμογής της πιο πάνω απόφασης του Υπουργού, για τη διαθεσιμότητα του αιτητή. Η αίτηση θεωρήθηκε ότι δεν ήταν επείγουσα και ορίστηκε 2.9.2009 για οδηγίες. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία, είχα στο μεταξύ πληροφορηθεί ότι εκκρεμούσαν ακόμη τρεις προσφυγές από ισάριθμους αξιωματικούς της Αστυνομίας με το ίδιο περιεχόμενο και το ίδιο αίτημα. Ενόψει αυτής της κατάστασης η υπόθεση παρέμεινε 7.9.2009 ώστε να ξεκαθαρίσει το όλο σκηνικό. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία εμφανίστηκε δικηγόρος της Δημοκρατίας η οποία γνωστοποίησε στο Δικαστήριο ότι είχε πρόθεση να ενστεί στην παρούσα αίτηση. Ως αποτέλεσμα τούτου η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση. Πριν την έναρξη της ακρόασης είχα ρωτήσει το συνήγορο της Δημοκρατίας αν είχαν, όπως λέχθηκε στις 7.9.2009, αποφασίσει πώς θα χειριστούν τις τέσσερις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο κ.Βασιλειάδης δήλωσε ότι η επιθυμία της Δημοκρατίας είναι να εκδικαστεί η κάθε υπόθεση ξεχωριστά. Είχα επίσης εισηγηθεί το ενδεχόμενο μη προώθησης της παρούσας αιτήσεως και σ΄αντιστάθμισμα την εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής, αλλά η πλευρά του αιτητή εκδήλωσε την επιθυμία ακρόασης της παρούσας αίτησης.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση, όπως πηγάζουν από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου με τις δύο ένορκες δηλώσεις, του αιτητή από τη μια και του κ.Κώστα Χ΄Παύλου διοικητικού λειτουργού στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως από την άλλη είναι στα ουσιώδη τους σημεία αποδεχτά και έτσι θα τα παραθέσω για να σχηματιστεί η συνολική εικόνα.
Ως αποτέλεσμα της απόδρασης του βαρυποινίτη Αντώνη Προκοπίου Κίτα το Δεκέμβριο του 2008, το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε στις 17.12.2008 αριθμό ποινικών ανακριτών, με στόχο τη διεξαγωγή ποινικής ανάκρισης για τη διαπίστωση του ενδεχομένου διάπραξης ποινικών αδικημάτων. Ο αιτητής ήταν μεταξύ των δύο μελών της Αστυνομίας οι οποίοι τέθηκαν σε διαθεσιμότητα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στις 14.1.2009. Η διαθεσιμότητας αυτή διήρκεσε μέχρι τις 28.1.2009. Το πόρισμα των ανακριτών συμπληρώθηκε και παραδόθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Στις 4.8.2009 ο Γενικός Εισαγγελέας γνωστοποίησε με επιστολή στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ότι εναντίον του αιτητή καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση 8211/09, σε σχέση με την υπόθεση Κίτα.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης με επιστολή του ημερ. 6.8.2009, γνωστοποίησε στον αιτητή την πρόθεση του να προχωρήσει σε άσκηση των εξουσιών που του παρέχονται με βάση τον Κανονισμό 47(1) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών Κανονισμών) και να θέσει τον αιτητή σε διαθεσιμότητα. Αφού αντηλλάγησαν επιστολές μεταξύ του δικηγόρου του αιτητή και του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο τελευταίος προχώρησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με την οποία τέθηκε σε διαθεσιμότητα ο αιτητής από 18.8.2009. Από την επιστολή-απόφαση αυτή, διαφαίνεται ότι η βάση της ενέργειας του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ήταν η προσφερόμενη δυνατότητα με βάση τον Καν.47(1). Αυτή ενεργοποιήθηκε μόλις ο Υπουργός, όπως αναφέρεται, έλαβε γνώση του αποτελέσματος της έρευνας και της καταχώρισης της ποινικής υπόθεσης εναντίον του αιτητή. Προβάλλεται περαιτέρω ότι ο κίνδυνος αμέσου ή εμμέσου επηρεασμού μαρτύρων είναι υπαρκτός και για το σκοπό αυτό προχώρησε η έκδοση της σχετικής απόφασης.
Ο πυρήνας του παραπόνου του αιτητή, υποστηρίζοντας ότι εξόφθαλμα υπάρχει έκδηλη παρανομία στην ενέργεια του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως είναι, όπως είπε ο συνήγορος του, το σκεπτικό της απόφασης όπως είναι διατυπωμένο στην επιστολή ημερ. 18.8.2009. Δεν υπήρχε προγενέστερα, κατά το στάδιο της ανάκρισης, διαθεσιμότητα του αιτητή. Αυτή έγινε μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης. Ο Καν.47 όπως ήταν παλαιότερα διατυπωμένος έδιδε εξουσία να τεθεί ένας αξιωματικός σε διαθεσιμότητα μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης (ΚΔΠ 53/89). Η σαφής διατύπωση του Κανονισμού όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα με την ΚΔΠ. 215/04 αφαιρεί, κατά την εισήγηση του κ.Στεφάνου, τη δυνατότητα να τεθεί αξιωματικός σε διαθεσιμότητα, μετά τη συμπλήρωση της ανάκρισης. ΄Εδωσε έμφαση στη φρασεολογία που χρησιμοποιείται στον Κανονισμό και ιδιαιτέρως στις λέξεις «σε περίπτωση κατά την οποία διεξάγεται αστυνομική έρευνα .....» και την καταληκτική πρόταση «μπορεί να θέσει σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της έρευνας». Αυτό στοιχειοθετεί και το περιορισμένο σκοπό που ο νομοθέτης ήθελε να προσδώσει στην εξουσία του Υπουργού. Οι περαιτέρω δύο επιφυλάξεις που έχουν τεθεί, στο σχετικό Κανονισμό και προσδίδουν τη δυνατότητα παράτασης, δεν μπορούν αν ερμηνευθούν, κατά την εισήγηση του συνήγορου, μονομερώς αλλά σε συνδυασμό με την πρωτογενή δυνατότητα που παρέχεται όταν μια ανάκριση βρίσκεται σε εξέλιξη.
Σ΄αυτή την ιδία την αναγκαιότητα ερμηνείας του σχετικού Κανονισμού 47(1) επικέντρωσε την προσοχή του ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας. Από τη στιγμή είπε, που τίθεται έστω και θεωρητικώς αμφισβήτηση ως προς την έκταση της αρμοδιότητας του Υπουργού να θέσει σε διαθεσιμότητα ένα ανώτερο αξιωματικό, οδηγεί στο συμπέρασμα απουσίας παρανομίας, πόσο μάλλον, έκδηλης παρανομίας, στοιχείο απαραίτητο για την τεκμηρίωση αιτήσεως για έκδοση προσωρινού διατάγματος.
Η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο συγκεκριμένο κανονισμό απαιτεί, όπως πρόσθεσε ο συνήγορος, την εξυπηρέτηση του σκοπού του νομοθέτη. Είναι εφικτό να τίθεται σε οποιοδήποτε στάδιο μιας διαδικασίας σε διαθεσιμότητα ένας αξιωματικός, διαφορετικά θα καταστρατηγείτο ο σκοπός του κανονισμού, που δεν είναι άλλος, παρά την απουσία παρέμβασης του συγκεκριμένου αξιωματικού στη διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη, που στην προκείμενη περίπτωση είναι η εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης. Τα ιδιάζοντα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και το γεγονός ότι ο Υπουργός έλαβε γνώση του περιεχομένου της ανάκρισης σε πολύ καθυστερημένο στάδιο, επιτρέπει την αντιμετώπιση του θέματος, όπως έτυχε. Τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται ο σκοπός του νομοθέτη, που δεν είναι άλλος παρά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που έχει ο Υπουργός.
Η προσφερόμενη στο Δικαστήριο δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής εδράζεται στον Καν.13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθούν ένα από τα δυο πιο κάτω απαραίτητα στοιχεία ήτοι:
α) ΄Εκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ή
β) Πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank ΑΕ11/07 ημερ. 7.2.2007.
«η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται νε εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Στην υπόθεση Frangos & others v. Republic, (1982) 3 Α.Α.Δ.53, ιδιαίτερα στη σελίδα 57, αναφέρεται σε μετάφραση ότι:
«για να ενεργήσει το Δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα γεγονότα».
Περαιτέρω στην ίδια υπόθεση αναφέρεται το πιο κάτω απόσπασμα επίσης σε μετάφραση:
«αν και το τι αποτελεί έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά οριστεί φαίνεται ότι συνεπάγεται καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.»
Ο ορισμός της «έκδηλης παρανομίας» απαντάται επίσης στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Yπ.Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233 ως εξής:
«έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ότι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης».
Το πιο κάτω απόσπασμα σε μετάφραση από την απόφαση Sofocleous ν. Republic (1971) 3 Α.Α.Δ. 345, δίδει πιστεύω το στίγμα και προσδιορίζει τις παραμέτρους μέσα από τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει για να διαπιστώσει την ύπαρξη ανεπανόρθωτης ζημιάς
«αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η κατ΄ισχυρισμόν ζημιά που θα προκύψει από την επικείμενη εκτέλεση της επίδικης διοικητικής πράξης πρέπει να εξειδικεύεται στην αίτηση με συγκεκριμένο τρόπο. Ασαφείς ισχυρισμοί για τη ζημιά καθιστούν δύσκολη την αξιολόγηση της και γι΄αυτό και μόνο το λόγο η αίτηση για προσωρινό διάταγμα μπορεί να απορριφθεί.»
H δικαιοδοτική βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, είναι ο Καν.47(1). Αυτό προκύπτει με σαφήνεια από το ίδιο το περιεχόμενο της επιστολής του ημερ. 18.8.2009. Η ερμηνεία αυτής της ιδίας της προσφερόμενης δυνατότητας για διαθεσιμότητα αποτελεί, όπως σημείωσα πιο πάνω, το βασικό επιχείρημα του αιτητή αλλά και των καθ΄ων η αίτηση. Με γνώμονα αυτό το κοινό παρονομαστή θέσεων θα προχωρήσω να εξετάσω τα δεδομένα, όπως έχουν διαμορφωθεί.
Ο Καν.47(1) των περί Aστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί ΚΔΠ 53/89 και τροποποιήσεις προβλέπει:
«47(1) Σε περίπτωση κατά την οποία διεξάγεται αστυνομική έρευνα εναντίον οποιουδήποτε Ανώτερου Αξιωματικού για τους σκοπούς ποινικής δίωξής του ή διατάσσεται η έρευνα εναντίον του για πειθαρχικό αδίκημα ο Υπουργός, κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Αρχηγό, μπορεί να τον θέσει σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της έρευνας:
Νοείται ότι η περίοδος της διαθεσιμότητας δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες, εκτός αν ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αποφασίσει να παρατείνει τη διαθεσιμότητα για περαιτέρω περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών:
Νοείται περαιτέρω ότι, αν μετά το τέλος της έρευνας αποφασιστεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη του μέλους και συντρέχουν ειδικοί λόγοι, ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας παρατείνει τη διαθεσιμότητα του μέλους μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης».
Από το ίδιο το κείμενο προβάλλει, με σαφήνεια και απολυτότητα, ότι, για να ασκηθεί η προσφερόμενη στον Υπουργό εξουσία, πρέπει πρωτίστως να «διεξάγεται αστυνομική έρευνα εναντίον οποιουδήποτε Ανώτερου Αξιωματικού για σκοπούς ποινικής δίωξης του ...»
Θεμελιωθέντος του πρώτου στοιχείου, δηλαδή της διεξαγόμενης αστυνομικής έρευνας, ο ίδιος ο Κανονισμός, θέτει και, κατά τη γνώμη μου, καταληκτικό όριο συνέχισης της διαθεσιμότητας. Προκαθορίζεται με τη χρήση των λέξεων «κατά τη διάρκεια της έρευνας»
Το χρονικό όριο που τίθεται πιο πάνω, και εξειδικεύει τη προσφερόμενη δυνατότητα του Υπουργού να θέσει σε διαθεσιμότητα ανώτερο αξιωματικό, μπορεί κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να επεκταθεί.
Η ύπαρξη των δύο επιφυλάξεων που τίθενται με τον Καν.47(1) θα πρέπει να ερμηνεύονται σε συνάρτηση με την «αρχική» προϋπόθεση που τίθεται στην πρώτη παράγραφο και αυτή δεν είναι άλλη από την «διεξαγόμενη αστυνομική έρευνα».
Η πρώτη επιφύλαξη δεν μας αφορά, έτσι δεν θα την εξετάσω.
Η δεύτερη, θέτει ως προαπαιτούμενο την απόφαση για «ποινική δίωξη μέλους», όπως στην προκείμενη υπόθεση, την ύπαρξη, «ειδικών λόγων» έτσι ώστε ο Υπουργός, με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα να «παρατείνει τη διαθεσιμότητα μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης.»
Καταφαίνεται συνεπώς ότι η λέξη κλειδί είναι το ρήμα «παρατείνω». Στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ.Μπαμπινιώτη, η λέξη «παρατείνω» ερμηνεύεται:
«επεκτείνω τα χρονικά πλαίσια, όρια (γεγονότος ή καταστάσεως) δίνω διάρκεια (σε κάτι): την παραμονή μου/συνάντηση/προθεσμία/τις διακοπές μου/ την απόλαυση/την αγωνία/ το μαρτύριο κάποιου. Συν: επιμηκύνω.»
Με γνώμονα την εννοιολογική σημασία της λέξης «παρατείνω» και τη λεκτική διατύπωση του σχετικού Κανονισμού, το κρίσιμο κατά τη γνώμη μου ερώτημα δεν είναι άλλο, παρά η διαπίστωση ύπαρξης του αρχικού προαπαιτούμενου, που είναι, όπως σημείωσα, η διεξαγωγή αστυνομικής έρευνας.
Στην προκείμενη περίπτωση πέραν από την αρχική διαθεσιμότητα του αιτητή που άρχισε στις 14.1.2009 και έληξε στις 28.1.2009, αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι σ΄όλη τη διάρκεια της ποινικής ανάκρισης που διήρκησε μέχρι το τέλος Ιουλίου 2009, ο αιτητής δεν τέθηκε σε διαθεσιμότητα.
Με την ανυπαρξία αυτού του απαραίτητου στοιχείου, αίρεται το υπόβαθρο άσκησης της προσφερόμενης δυνατότητας παράτασης, με την καταχώριση της ποινικής δίωξης του αιτητή.
Ενισχυτικό του πιο πάνω συμπεράσματος είναι η αναγκαιότητα προσδιορισμού «ειδικών λόγων» για παράταση της διαθεσιμότητας, που επιβάλλει τη δεύτερη επιφύλαξη του Καν.47(1). Απαιτείται επομένως και ένα δεύτερο προαπαιτούμενο, επιπροσθέτως του πρώτου, της απόφασης για διαθεσιμότητα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (1) του Κανονισμού.
Με γνώμονα τα πιο πάνω είναι έκδηλο και ξεκάθαρο ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί η προσφερόμενη δυνατότητα της επιφύλαξης του Καν.47(1) για παράταση χωρίς την αρχική διαθεσιμότητα, του αιτητή που έπρεπε να είχε γίνει όταν βρισκόταν σε εξέλιξη η ανάκριση. Η ασκηθείσα από τον Υπουργό ενέργεια, με την οποία έθεσε τον αιτητή σε διαθεσιμότητα, εκφεύγει του Νόμου, ήτοι του Καν.47(1) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί 1989-2004 (ΚΔΠ 53/89 και επόμενα), καθιστάμενη έκδηλα παράνομη.
Συνακόλουθα είμαι της γνώμης ότι η αίτηση πρέπει να επιτύχει.
Εκδίδεται διάταγμα ως η αίτηση. Τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν στο τέλος της ημέρας, επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.
/ΜΑ