ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 802
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1147/2009)
4 Σεπτεμβρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
-----------------------------
Μονομερής Αίτηση ημερ. 24.8.2009
Η. Στεφάνου προσωπικά και για κ. Γ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Σύμφωνα με τα υποστηρικτικά γεγονότα της ένορκης δήλωσης του αιτητή ημερ. 24.8.09, επί της οποίας εδράζεται το αίτημα για προσωρινό διάταγμα, το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε στις 17.12.08 ανεξάρτητους ποινικούς ανακριτές για να διερευνήσουν τις συνθήκες απόδρασης του ισοβίτη Αντώνη Προκοπίου Κίτα, που νοσηλευόταν τότε στο Απολλώνειο Ιατρικό Κέντρο. Μετά την παράδοση του πορίσματος των ποινικών ανακριτών, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε στις 31.7.09 εναντίον του αιτητή και τριών άλλων προσώπων, την ποινική υπόθεση αρ. 8211/09, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Αντίγραφο του κατηγορητηρίου επισυνάφθηκε στην πρώτη επιστολή του καθ΄ ου, Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης, ημερ. 6.8.09, προς τον αιτητή με την οποία του γνωστοποιείτο ότι λόγω της ποινικής δίωξης θεωρούσε ότι συνέτρεχαν ειδικοί λόγοι για να τον θέσει σε διαθεσιμότητα, ζητώντας του ταυτόχρονα να προβεί σε οποιεσδήποτε γραπτές παραστάσεις, προτού ο καθ΄ ου ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχει η δεύτερη επιφύλαξη του Καν. 47(1) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 53/1989. Ακολούθησε σχετική αλληλογραφία των δικηγόρων του αιτητή με τον καθ΄ ου, ο οποίος στις 18.8.09, έθεσε σε διαθεσιμότητα τον αιτητή με σχετική επιστολή-απόφαση του, η οποία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο «Στ» στην ένορκη δήλωση. Ο καθ΄ ου θεώρησε, μη δεχόμενος τις προς το αντίθετο θέσεις του συνηγόρου του αιτητή, όπως αυτές περιέχονταν σε σχετική επιστολή ημερ. 14.8.09, Τεκμήριο «Ε», ότι οι διατάξεις του Καν. 47 του επέτρεπαν να θέσει σε διαθεσιμότητα τον αιτητή εφόσον οι πρόνοιες του διακρίνουν δύο περιπτώσεις, μια εκ των οποίων αφορά τη δυνατότητα διαθεσιμότητας στο στάδιο διεξαγωγής ποινικής ή πειθαρχικής έρευνας, η δε άλλη αφορά το στάδιο μετά την άσκηση ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης. Επικαλούμενος ειδικούς λόγους που απαντώνται ως προϋπόθεση για τη δεύτερη περίπτωση και θεωρώντας ότι υπάρχει κίνδυνος άμεσου ή έμμεσου επηρεασμού μαρτύρων, προχώρησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.
Ο κ. Στεφάνου προωθώντας ενώπιον του Δικαστηρίου τη μονομερή αίτηση του, επιχειρηματολόγησε στη βάση των όσων ουσιαστικά είχε καταγράψει στην προς τον καθ΄ ου επιστολή του ημερ. 14.8.09. Ο συνήγορος δεχόμενος ότι στην ουσία δεν υπάρχει ζήτημα ανεπανόρθωτης ζημιάς, ως ο ισχυρισμός στην παρ. 16 της ένορκης δήλωσης του αιτητή, επικεντρώθηκε στην έκδηλη παρανομία που κατά την άποψη του προβάλλει από το σαφές λεκτικό του Καν. 47(1), θεωρώντας ότι η δεύτερη επιφύλαξη θα μπορούσε να έχει εφαρμογή μόνο εφόσον είχε προυπάρξει απόφαση διαθεσιμότητας κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας, είτε για σκοπούς ποινικής δίωξης, είτε για σκοπούς εξέτασης ενδεχόμενου πειθαρχικού παραπτώματος. Προς επίρρωση του ισχυρισμού του αναφέρθηκε και στις διατάξεις του Καν. 47(1), πριν την τροποποίηση του με την Κ.Δ.Π. 215/2004. Τότε απαντάτο διαφορετικό λεκτικό και προνοείτο η περίπτωση διαθεσιμότητας κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας «.. και μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης.».
Οι αρχές που λαμβάνονται στο ζήτημα της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια προσφυγής δυνάμει του Κανονισμού 13 του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, (σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 11 του Νόμου αρ. 33/64), καθορίζουν ότι ένα τέτοιο διάταγμα δύναται να εκδοθεί συνεπεία επείγουσας ανάγκης ή άλλων ειδικών περιστάσεων, χωρίς κλήση στον αντίδικο και εν πάση περιπτώσει χωρίς να διαγιγνώσκει την ουσία της υπόθεσης. Μέσα από τη νομολογία έχει καθορισθεί ότι προσωρινά διατάγματα εκδίδονται όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία ή όπου διαφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημιάς, με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργούνται ταυτόχρονα ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση. (Σταύρος Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234). Με υιοθέτηση προηγούμενης σχετικής νομολογίας, έκδηλη παρανομία διαπιστώνεται όταν υπάρχει καθαρή παραβίαση της διαδικασίας που προβλέπεται από νόμο ή εμφανής παραγνώριση των ουσιαστικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Θα πρέπει επίσης η έκδηλη παρανομία να αναδύεται από μόνη της από αναντίλεκτα και αντικειμενικά δεδομένα (Πολύβιος Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959). Περαιτέρω, το προσωρινό διάταγμα δεν έχει σκοπό, ούτε δύναται να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ενός διοικητικού οργάνου. (Frangos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 52).
Πολύ πρόσφατα στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, (2007) 3 Α.Α.Δ. 402, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, λέχθηκε ότι:
«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Τέλος, είναι σαφές ότι τα δύο καθορισθέντα από τη νομολογία κριτήρια δεν είναι σωρευτικά, αλλά διαζευκτικά, στη διαπίστωση δε της έκδηλης παρανομίας, το στοιχείο της δημιουργίας ανυπέρβλητων εμποδίων στη διοίκηση δεν υπεισέρχεται στην εικόνα και ούτε βέβαια έχει σχέση πλέον η επαπειλούμενη ανεπανόρθωτη ζημιά στον ίδιο τον προσφεύγοντα.
Ο ισχύων Καν. 47(1), έχει ως εξής:
«47. - (1) Σε περίπτωση κατά την οποία διεξάγεται αστυνομική έρευνα εναντίον οποιουδήποτε Ανώτερου Αξιωματικού για τους σκοπούς ποινικής δίωξής του ή διατάσσεται η έρευνα εναντίον του για πειθαρχικό αδίκημα ο Υπουργός, κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Αρχηγό, μπορεί να τον θέσει σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της έρευνας:
Νοείται ότι η περίοδος της διαθεσιμότητας δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες, εκτός αν ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αποφασίσει να παρατείνει τη διαθεσιμότητα για περαιτέρω περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών:
Νοείται περαιτέρω ότι, αν μετά το τέλος της έρευνας αποφασιστεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη του μέλους και συντρέχουν ειδικοί λόγοι, ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας παρατείνει τη διαθεσιμότητα του μέλους μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης.»
Προσεκτική ανάγνωση των προνοιών αυτών φέρει στην επιφάνεια ότι ο Κανονισμός, ως αναφέρει και ο πλαγιότιτλος, προνοεί για τη διαθεσιμότητα Ανώτερου Αξιωματικού της Αστυνομίας, όταν εναντίον του διεξάγεται αστυνομική έρευνα για σκοπούς ποινικής δίωξης ή για πειθαρχικό αδίκημα. Είναι σαφές από την κύρια πρόταση του εδαφίου (1) του Καν. 47, ότι η διαθεσιμότητα αποφασίζεται εδώ από τον Υπουργό, δηλαδή τον καθ΄ ου, κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Αρχηγό της Αστυνομίας και οριοθετείται χρονικά να συμπίπτει με τη «διάρκεια της έρευνας». Η πρώτη επιφύλαξη καθορίζει ότι η περίοδος της διαθεσιμότητας δεν πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες, με τη δυνατότητα να παρατείνεται η διαθεσιμότητα αυτή για περαιτέρω περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών, εάν αποφασίσει τούτο ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα. Η δεύτερη επιφύλαξη, που είναι και η επίμαχη πρόνοια την οποία επικαλέστηκε ο καθ΄ ου στην αρχική επιστολή του προς τον αιτητή ημερ. 6.8.09, (Τεκμήριο «Α» στην ένορκη δήλωση), προδιαγράφει τι δυνατό να συμβεί μετά το τέλος της έρευνας στην οποία αναφέρεται το εδάφιο (1). Σηματοδοτείται εκεί ότι εάν κατά τη λήξη της αστυνομικής έρευνας αποφασιστεί η ποινική ή πειθαρχική δίωξη του Ανώτερου Αξιωματικού, συντρέχουν δε προς τούτο ειδικοί λόγοι, ο καθ΄ ου, με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα «.. παρατείνει τη διαθεσιμότητα του μέλους μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης.». Το σαφές λεκτικό της δεύτερης επιφύλαξης δεν αφήνει περιθώρια στην κατανόηση του. Ούτε και υπάρχει ασάφεια, λεκτική ή συντακτική, για να παρέχεται δυνατότητα ερμηνείας κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η δεύτερη επιφύλαξη αναφέρεται σε στάδιο χρονικά μεταγενέστερο της διάρκειας της έρευνας κατά την οποία μπορεί ο Ανώτερος Αξιωματικός να τεθεί σε διαθεσιμότητα και η οποία κατά την πρώτη επιφύλαξη δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες, με δυνατότητα παράτασης για περίοδο ή περιόδους μέχρι άλλους τρεις μήνες. Η δεύτερη επιφύλαξη αναφέρεται σαφώς στο στάδιο που έχει ήδη αποφασιστεί και επομένως αναμένεται η καταχώρηση, ή, έχει ήδη ασκηθεί πειθαρχική ή ποινική δίωξη, οπότε με τη συνύπαρξη ειδικών λόγων είναι δυνατή η παράταση της διαθεσιμότητας μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης. Και είναι σαφές ότι «υπόθεση» σημαίνει, εδώ, την ποινική ή πειθαρχική δίωξη που έχει ήδη αποφασιστεί και έχει βεβαίως καταχωρηθεί.
Μια επιφύλαξη πρέπει εκ πρώτης όψεως να αναγιγνώσκεται και να έχει αναφορά στο κύριο θέμα στο οποίο αυτή τίθεται. Δεν αποτελεί αυτοδύναμη ή ξέχωρη δήλωση. Όπως λέχθηκε στην Thompson v. Dibdin (1912) AC 533:
«.. A proviso must prima facie be read and considered in relation to the principal matter to which it is a proviso....... It is not a separate or independent enactment. The words are dependent on the principal enacting words to which they are tacked as a proviso. They cannot be read as divorced from their context."
Έχει πλειστάκις καθοριστεί μέσα από τη νομολογία ότι η διαθεσιμότητα δεν είναι τιμωρητικό μέτρο, αλλά τροχιοδρομείται προς το δημόσιο συμφέρον για να προχωρεί απρόσκοπτα η έρευνα, η οποία βεβαίως αναμένεται να τελειώσει με κάθε δυνατή σπουδή, γι΄ αυτό και περιορίζεται νομοθετικά στους τρεις μήνες. (δέστε την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Καψός ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 4 Α.Α.Δ. 123). Σχετικές είναι επίσης οι αποφάσεις Βαρβάρα Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579 και Πολύβιος Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959. Αναφέρθηκε στην τελευταία αυτή απόφαση ότι η διαθεσιμότητα αποκόπτει προσωρινά το δεσμό του προσώπου με την υπηρεσία του και παρόλον ότι αποτελεί διοικητικό και όχι πειθαρχικό μέτρο, δεν παύει να είναι δραστικό, επιτρεπόμενο μόνο εφόσον επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον που «... συναρτάται κατ΄ εξοχήν με την αποτελεσματικότητα της έρευνας και τις προϋποθέσεις που την προοιωνίζουν.».
Εδώ, εφόσον δεν είχε τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας ώστε να συνδέεται με το τελεσφόρο αυτής, ελλείπει το υπόβαθρο για την επίκληση της δεύτερης επιφύλαξης του Καν. 47(1). Η λέξη «παρατείνω» σημαίνει, σύμφωνα και με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, 2η έκδ., σελ. 1338, την επέκταση των χρονικών πλαισίων, ορίων, γεγονότων ή καταστάσεων. Προϋποθέτει επομένως την ύπαρξη ενός αρχικού χρονικού πλαισίου και αυτό ακριβώς είναι που αποφασίστηκε από τον Χατζηχαμπή, Δ., και στις υποθέσεις Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1983/06 και 256/07, ημερ. 4.6.08, που ακολουθήθηκαν και από την Παπαδοπούλου, Δ., στη Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 823/05, 1087/05, 64/06 και 561/06, ημερ. 22.1.09. Στις πιο πάνω υποθέσεις, αλλά και άλλες του ιδίου προσφεύγοντος που αναφέρονται στις αποφάσεις, έχει λεχθεί (και αυτό είναι που ενδιαφέρει εδώ), από τον Χατζηχαμπή, Δ., ότι:
«Η ίδια η έννοια της παράτασης είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την αρχική θέση σε διαθεσιμότητα προς την οποία και συναρτάται. Η απόφαση για παράταση δεν είναι απόφαση για εξ υπαρχής θέση σε διαθεσιμότητα αλλά για συνέχιση της ήδη θέσης σε διαθεσιμότητα και έτσι έχει εκείνη ως βάση και προϋπόθεση της, όπως διατυπώνεται η γενική αρχή και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας στα οποία αναφέρονται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τον Αιτητή.»
Είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι ο υφιστάμενος Καν. 47(1), είχε αρχικά διαφορετικό λεκτικό όταν εκδόθηκαν οι βασικοί περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί του 1989, Κ.Δ.Π. 53/89. Ο αρχικός Κανονισμός είχε ως εξής:
«47. - (1) Σε περίπτωση κατά την οποία διεξάγεται αστυνομική έρευνα εναντίον οποιουδήποτε Ανώτερου Αξιωματικού για τους σκοπούς ποινικής δίωξης του ή διατάσσεται η έρευνα εναντίον του για πειθαρχικό αδίκημα ο Υπουργός, κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Αρχηγό, μπορεί να τον θέσει σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της έρευνας και μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης.»
Επήλθε τροποποίηση με την Κ.Δ.Π. 215/04, με την οποία διαγράφηκε η φράση «και μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης» η οποία φράση παρέπεμπε, ενδεχομένως, σε χρονικό διάστημα μέχρι και τη συμπλήρωση της όλης υπόθεσης, παρατεινομένης δηλαδή της διαθεσιμότητας πέραν της διάρκειας της έρευνας, μέχρι και την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης, ενώ προστέθηκαν και οι δύο επιφυλάξεις που καταγράφηκαν προηγούμενα στο σκεπτικό. Παρουσιάζεται, επομένως, ορθή η θέση του συνηγόρου ότι περιορίστηκε το δικαίωμα του καθ΄ ου ούτως ώστε η αρχική διαθεσιμότητα να έχει αυστηρά και μόνο συνάρτηση με τη διεξαγωγή της έρευνας και κατά την εκκρεμότητα της, με δυνατότητα παράτασης μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης, αφού όμως προηγουμένως και μετά το τέλος της αρχικής έρευνας, αποφασιστεί και τροχιοδρομηθεί πλέον η ποινική ή πειθαρχική δίωξη του μέλους.
Η θέση του καθ΄ ου στην επίδικη επιστολή ότι δεν μπορούσε να τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα διότι «... η ποινική έρευνα που διεξαγόταν δεν στρεφόταν από την αρχή εναντίον συγκεκριμένων προσώπων αλλά επρόκειτο για έρευνα ποινική που στρεφόταν κατά παντός», δεν αφορά, αφενός, τον αιτητή, ούτε και μπορεί, αφετέρου, να αποτελεί δικαιολογητικό υπόβαθρο για την επίκληση της δεύτερης επιφύλαξης του Καν. 47(1). Η έρευνα από τους ποινικούς ανακριτές θα μπορούσε ενδεχομένως σε κάποιο χρονικό στάδιο να προδιέγραφε ή να σύγκλινε προς την πιθανότητα ανάμειξης του αιτητή, οπότε και θα ήταν τότε δυνατή η διαθεσιμότητα του με την ενεργοποίηση των εξουσιών που προσφέρονται στον καθ΄ ου από τον Καν. 47(1). Δεν έγιναν όμως έτσι τα πράγματα. Σε κανένα στάδιο δεν τέθηκε ο αιτητής σε διαθεσιμότητα κατ΄ επίκληση του κύριου κορμού του Καν. 47(1). Φαίνεται δε ότι ο καθ΄ ου αναφερόμενος στην επίδικη επιστολή στα δύο διακριτά στάδια δυνατότητας να τεθεί Ανώτερος Αξιωματικός σε διαθεσιμότητα, δηλαδή, το στάδιο της διεξαγωγής ποινικής ή πειθαρχικής έρευνας και το στάδιο μετά την άσκηση ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης με αναφορά στις διατάξεις της Κ.Δ.Π. 53/89, παραγνώρισε την τροποποίηση που επήλθε στον Καν. 47(1) με την Κ.Δ.Π. 215/04, στην οποία ο ίδιος αναφέρθηκε στην αρχική επιστολή του, ημερ. 6.8.09. Εν πάση περιπτώσει είναι σαφές ότι ο καθ΄ ου δεν ακολούθησε την προδιαγεγραμμένη πορεία των διατάξεων του Καν. 47(1). Συνεπώς η δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (1), δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί in vacuo.
Όπως εύστοχα έχει αναφερθεί και από τον Αρτέμη, Δ., όπως ήταν τότε, στη Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 615, η αναστολή διοικητικής πράξης θεωρείται εξαιρετικό μέτρο που διαταράσσει την άμεση εκτελεστότητα των διοικητικών πράξεων, στην περίπτωση όμως
«... που η πράξη της οποίας ζητείται αναστολή είναι έκδηλα παράνομη, το Δικαστήριο οφείλει να διατάξει την αναστολή της έστω και αν τούτο θα προκαλέσει πρόσκομμα στην εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης .. Η λέξη "έκδηλη" υποδηλώνει τις περιπτώσεις όπου η παρανομία είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.».
Υπενθυμίζονται, δε, και τα εκφρασθέντα στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd (ανωτέρω), ότι η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για προσωρινό διάταγμα αναλαμβάνεται εφόσον διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι έκδηλα παράνομη, με αναφορά δε στην προηγούμενη απόφαση Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - «θα πρέπει, η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης.».
Από το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό προκύπτει, ως η θέση και του ίδιου του καθ΄ ου, ότι ο αιτητής δεν είχε τεθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας σε διαθεσιμότητα, το δε σαφές λεκτικό του αναδιαμορφωμένου Καν. 47(1), δεν επιδέχεται στάθμιση ή έκφραση κρίσης, αλλά διαβάζεται και αποδίδεται σ΄ αυτό η καθαρή γραμματική απλή ερμηνεία. Προκύπτει, επομένως, στη βάση των πιο πάνω έκδηλη παρανομία στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία ως εκ τούτου θα πρέπει να ανασταλεί.
Εκδίδεται επομένως το αιτούμενο Διάταγμα. Η απόφαση του καθ΄ ου ημερ. 18.8.09, με την οποία ο αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα από 18.8.09 μέχρι την ολοκλήρωση της ασκηθείσας ποινικής δίωξης στην Ποινική Υπόθεση αρ. 8211/09 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αναστέλλεται μέχρι τις 11.9.09 και ώρα 9.00 π.μ. όταν και ορίζεται επιστρεπτέο το παρόν προσωρινό Διάταγμα για τα περαιτέρω.
Αντίγραφο του Διατάγματος να επιδοθεί αμέσως στον καθ΄ ου η αίτηση.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ