ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 2379/2006)
23 Ιουλίου, 2009
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
SAMOR CHANDRO SARKER,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
Α. Ευτυχίου, για τον Αιτητή.
Λ. Χατζηαθανασίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από το Μπαγκλαντές και ήρθε στην Κύπρο νόμιμα στις 02/03/2003 ως φοιτητής. Μετά από εννέα μήνες, στις 09/12/2003 υπέβαλε αίτημα για πολιτικό άσυλο. Κλήθηκε σε συνέντευξη από αρμόδιο λειτουργό, στις 01/12/2005, ο οποίος ετοίμασε εισηγητική έκθεση προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Εισηγείτο την απόρριψη της αίτησης κρίνοντας ότι ο αιτητής ήταν αναξιόπιστος όσον αφορά τα γεγονότα και τους πραγματικούς λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του. Το ίδιο σε σχέση με τον ισχυρισμό του ότι κινδυνεύει η ζωή του σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του. Αναξιόπιστος κρίθηκε και σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό ότι ανήκει στην ινδουιστική θρησκεία Hindu και στο κόμμα Awami League. Η Υπηρεσία Ασύλου κατόπιν εξέτασης των στοιχείων που είχε ενώπιον της, απέρριψε την αίτηση.
Ο αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή στις 02/02/2006. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων αφού μελέτησε τη σχετική έκθεση από αρμόδιο λειτουργό, εξέδωσε απορριπτική απόφαση στις 20/10/2006 και επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Η απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή στις 24/10/2006 και με την παρούσα προσφυγή επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης.
Ο αιτητής προβάλλει ως λόγο ακύρωσης ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ότι λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας αναφορικά με το βάσιμο των ισχυρισμών και των στοιχείων που παρουσίασε και ότι αυτοί επέβαλλαν περαιτέρω διερεύνηση. Επίσης είναι η θέση του ότι δικαιούται προστασίας βάσει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004 (άρθρα 3, 19(1) και (2) και 19Α) και του Νόμου Ν. 73/68 και του άρθρου 1 της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης, λόγω πολιτικής καταδίωξης.
Η δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση αντιτείνει ότι η αιτιολογία που δόθηκε στον αιτητή σε σχέση με τον κλονισμό της αξιοπιστίας του είναι αναλυτική και ενδελεχής και ότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε μπορεί να υποκαταστήσει την κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Αναφορικά με την έρευνα που προηγήθηκε της επίδικης απόφασης, ισχυρίζεται ότι η έκθεση του αρμόδιου λειτουργού από μόνη της εμπεριέχει όλο το υλικό, που προέκυψε κατόπιν προσωπικής έρευνας και εμπεριστατωμένης μελέτης. Ο σχολιασμός των επιχειρημάτων του αιτητή προκαθορίζει ότι έγινε, όπως σημειώνει η συνήγορος, η δέουσα έρευνα. Τέλος προβάλλεται από τους καθ'ων η αίτηση ότι ο αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει, δυνάμει του άρθρου 16 του περί Προσφύγων Νόμου Ν. 6(Ι)/2000, παραλείποντας να δώσει τα αναγκαία έγγραφα, λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το άτομο και το παρελθόν του και να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου για την εξακρίβωση των γεγονότων που περιέβαλλαν την υπόθεση του.
Διερχόμενος το φάκελο της υπόθεσης, όπως έχει κατατεθεί, διαπιστώνω ότι η ακολουθηθείσα από τους καθ'ων η αίτηση διαδικασία ήταν η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τους περί Προσφύγων Νόμους 2000-2004.
Όπως έχει καθιερωθεί από τη νομολογία και αναφέρομαι στις υποθέσεις Harpreet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, Shahadat v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 573, Batim Bokov ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 614, Abul Kalam Kalam v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585, Ibrahim Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609, Mehmet Nesin Aydin v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 578, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητα της. Υπό κρίση είναι η νομιμότητα της, και η διαπίστωση του κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Μελετώντας την επίδικη απόφαση είναι γεγονός ότι ο αιτητής περιέπεσε σε αντιφάσεις και πλείστοι ουσιώδεις ισχυρισμοί του παρέμειναν ατεκμηρίωτοι, σε βαθμό που η επί τούτου κρίση των καθ' ων η αίτηση περί αναξιοπιστίας να θεωρείται ως ευλόγως επιτρεπτή.
Περαιτέρω βρίσκω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διεξαγωγής δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Ούτε το εγερθέν από το συνήγορο δόγμα του ευεργετήματος της αμφιβολίας μπορεί να εφαρμοστεί από τη στιγμή που ο αιτητής κρίθηκε ως αναξιόπιστος. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας προσφέρεται σ' ένα προσφεύγοντα όταν αυτός δεν είναι σε θέση να τεκμηριώσει τους κατά τα άλλα βάσιμους και αξιόπιστα προσβαλλόμενους ισχυρισμούς.
Με γνώμονα τα πιο πάνω δεν διαπιστώνω κανένα βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000,00 έξοδα σε βάρος του αιτητή και υπέρ των καθ'ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΔΓ