ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1586/2007
14 Ιουλίου, 2009.
[Μ.ΦΩΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΟΝΑ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ
Αιτήτρια
- και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθής η αίτηση
........
Μ. Καλλιγέρου (κα), για την αιτήτρια
Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την καθής η αίτηση
Σ. Ανδρέου, για το ενδιαφερόμενο μέρος Φρόσω Ευσταθίου
Καμιά εμφάνιση, για το ενδιαφερόμενο μέρος Θεοδόση Τσιόλα
..........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή ζητά από το δικαστήριο δήλωση ότι η απόφαση της καθής η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 19/10/07 σύμφωνα με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη 1. Φρόσω Ευσταθίου και 2. Θεοδόσης Τσιόλας προάχθηκαν στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λογιστή Γενικό Λογιστήριο από 1/10/07 αντί της αιτήτριας, είναι άκυρη και χωρίς νόμιμο αποτέλεσμα.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας με επιστολή του ημερ. 1/8/07 που λήφθηκε στο Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής Ε.Δ.Υ.) στις 2/8/07 ζήτησε την πλήρωση τριών κενών μόνιμων θέσεων Ανώτερου Λογιστή, Γενικό Λογιστήριο.
Επειδή σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας η θέση Ανώτερου Λογιστή είναι θέση προαγωγής, η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της με ημερ. 21/8/07 αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων σε ημερομηνία που θα οριζόταν αργότερα και στη συνεδρία να παραστεί και ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας.
Στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ. με ημερ. 27/9/07 ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας σύστησε τρεις υποψήφιους συμπεριλαμβανομένων και των δύο ενδιαφερόμενων μερών (ε.μ.) προς επιλογή για προαγωγή και στη συνέχεια αφού αυτός αποχώρησε, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Στη συνέχεια αφού εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης καθώς και από τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και έλαβε επίσης υπόψη τις συστάσεις του Γενικού Λογιστή έκρινε ότι τα δύο ε.μ. και η υποψήφια Μαριάννα Α. Μανούχου υπερέχουν της αιτήτριας και τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτούς προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λογιστή, Γενικό Λογιστήριο από 1/10/07. Οι εν λόγω προαγωγές δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερ. 19/10/07. Ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής η οποία όμως περιορίστηκε στα δύο προαναφερθέντα ενδιαφερόμενα μέρη.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας με τη γραπτή της αγόρευση προβάλλει τους εξής λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης: (α) καταχρηστική απόδοση βαρύτητας στην αξία (βαθμολογίες) για 10 χρόνια ειδικά στη σύγκριση με το ε.μ. 1 Φρόσω Ευσταθίου, (β) παράνομη απόδοση βαρύτητας στο προσόν BSc του ε.μ. 2 Τσιόλα κατά παραγνώριση της πείρας στη θέση Λογιστικού λειτουργού 2ης τάξης, (γ) Παραγνώριση της αρχαιότητας της αιτήτριας έναντι της ε.μ.1 και της υπεροχή της αξίας της αιτήτριας έναντι του ε.μ. 2, και (δ) ελλιπής έρευνα στους προσωπικούς φακέλους. Σε συμπληρωματική της αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας πρόβαλε και (ε) λόγο ακύρωσης, ότι, δηλαδή, η αιτιολογία της απόφασης είναι αντιφατική, πεπλανημένη και καταχρηστική.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της καθής η αίτηση όπως και ο συνήγορος του ε.μ. 1 σε δικές τους αγορεύσεις, αναφέρουν ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογα επιτρεπτή και κανένας λόγος ακυρότητας δεν έχει στοιχειοθετηθεί και ζητούν την απόρριψη της προσφυγής. Το ενδιαφερόμενο μέρος 2 δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Ενόψει του ότι κατά την απόφαση της η Ε.Δ.Υ. ακολούθησε τη σύσταση του Γενικού Λογιστή (Διευθυντή του Τμήματος) το θεωρώ ορθό να παραθέτω το ουσιαστικό μέρος της σύστασής του.
«Ύστερα από αξιολόγηση του συνόλου των ενώπιόν μου στοιχείων, υπό το φως των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω, και αφού κατέβαλα κάθε δυνατή, υπό τις περιστάσεις, προσπάθεια σύνθεσης της πραγματικής εικόνας κάθε υποψηφίου, κρίνω ως καταλληλότερους και συστήνω για προαγωγή στις υπό πλήρωση θέσεις τους υποψήφιους: Μανούχου Μαριάννα, Τσιόλα Θεοδόση και Ευσταθίου Φρόσω.
Η Μανούχου Μαριάννα υπηρετεί στη Διεύθυνση Λογιστικών και Δημοσιονομικών Υπηρεσιών του Γενικού Λογιστηρίου. Συστήνοντας την, έλαβα υπόψη ότι προηγείται της μη συστηνόμενης σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε προσόντα και αξία.
Ο Τσιόλας Θεοδόσης υπηρετεί στην Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων του Γενικού Λογιστηρίου. Συστήνοντας τον, έλαβα υπόψη ότι προηγείται της μη συστηνόμενης σε αρχαιότητα και προσόντα, και, επιπλέον, δεν υστερεί σε αξία. Διαθέτει Bachelor of Arts in Accounting and Finance with Computing (University of Kent at Canterbury), το οποίο αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας εντούτοις είναι άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, του απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα.
Η Ευσταθίου Φρόσω είναι προϊστάμενη του Λογιστηρίου των Τελωνείων. Συστήνοντας την, έλαβα υπόψη ότι όσον αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων δέκα χρόνων, υπερτερεί της μη συστηνόμενης, αφού έχει αξιολογηθεί ως καθόλα εξαίρετη, ενώ, παράλληλα, δεν υστερεί σε προσόντα. Δεν παρέλειψα να λάβω υπόψη μου ότι η Ευσταθίου υστερεί οριακά από τη μη συστηνόμενη σε αρχαιότητα λόγω ημερομηνίας διορισμού σε προηγούμενη θέση, το γεγονός αυτό όμως δεν μπορεί από μόνο του να μειώσει τη συνολική υπεροχή της συστηνόμενης.
Συνεκτιμώντας όλα τα δεδομένα και ύστερα από αξιολόγηση του συνόλου των ενώπιόν μου στοιχείων, θεωρώ ότι οι συστηνόμενοι είναι οι καταλληλότεροι για προαγωγή.»
Αφού αποχώρησε ο Γενικός Λογιστής, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στην επιλογή των ενδιαμερομένων μερών και της Μαριάνας Α. Μανούχου με το ακόλουθο ουσιαστικά σκεπτικό:
«Επιλέγονας τους Μανούχου Μαριάννα και Τσιόλα Θεοδόση, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβε υπόψη ότι αυτοί δεν υστερούν ή/και υπερέχουν σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων δέκα χρόνων στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, λόγω της καθολικής ισοπέδωσης που παρατηρείται κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, αξιολογηθέντες ως καθόλα εξαίρετοι, υπερέχουν σε αρχαιότητα, δεν υστερούν ή/και υπερέχουν σε προσόντα και, επιπλέον, διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση του Γενικού Λογιστή, που συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων.
Όσον αφορά τον Τσιόλα Θεοδόση, η Επιτροπή έλαβε, επίσης, υπόψη ότι διαθέτει πανεπιστημιακό δίπλωμα, το οποίο αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε, βάσει αυτού, αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα.
Καταλήγοντας στην απόφαση της για επιλογή της Ευσταθίου Φρόσως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή υπερέχει σε αξία έναντι της υποψήφιας με αυξ. Αρ. 3, Πολυδώρου Δόνας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων δέκα χρόνων στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, λόγω της ισοπέδωσης που παρατηρείται κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, δεν υστερεί από την Πολυδώρου σε προσόντα και, επιπλέον, έχει την υπέρ της σύσταση του Γενικού Λογιστή, που συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων. Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι η επιλεγείσα υστερεί οριακά σε αρχαιότητα από την Πολυδώρου λόγω της ημερομηνίας διορισμού σε προηγούμενη θέση, το γεγονός αυτό, όμως, από μόνο του δεν μπορεί να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας, όπως αυτή παρατίθεται αναλυτικά πιο πάνω.»
Αναφορικά με τον (α) λόγο ακυρώσεως ο ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ότι στο κριτήριο «αξία» δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα υπέρ του ε.μ. 1 Φρόσως Ευσταθίου, απλώς διότι τα τελευταία 10 χρόνια το ε.μ. 1 είχε 79 «Εξαίρετα» αντί 75 «Εξαίρετα» και 3 «Πολύ Ικανοποιητικά» που είχε η ίδια. Σημειώνεται ότι κατά τα έτη 2002-2006, τα τελευταία δηλαδή 5 έτη πριν τον ουσιώδη χρόνο, η αιτήτρια και το ε.μ. 1 Φρόσω Ευσταθίου είχαν ακριβώς την ίδια βαθμολογία 40 «Εξαίρετα» η μία και 40 «Εξαίρετα» η άλλη. Η μικρή διαφοροποίηση υπέρ του ε.μ. 1 οφείλεται στη βαθμολογία των ετών 1997-2001.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας αναφέρθηκε σε νομολογία, σύμφωνα με την οποία η μικρή αυτή διαφοροποίηση και μάλιστα όχι στα πρόσφατα αλλά απομακρυσμένα χρόνια, δεν ήταν τέτοια που μπορούσε να δώσει υπεροχή στο ε.μ. 1 αλλά ότι επρόκειτο για ισοδύναμους υπαλλήλους σε αξία. Η πλευρά των καθών η αίτηση απλώς ανάφεραν ότι «νόμιμα ο Γενικός Λογιστής και η ΕΔΥ αναζήτησαν τη διαφορά σε αξία ανατρέχοντας σε εκθέσεις των παλαιότερων ετών». Το ίδιο εισηγείται και η πλευρά του ε.μ. 1. Ούτε όμως η δικηγόρος των καθών η αίτηση ούτε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του ε.μ. 1 παρέθεσαν οποιαδήποτε αυθεντία που να απαντά στα όσα, με νομολογία επικαλείται η αιτήτρια.
Τόσο στην υπόθεση Μουσιούτας ν. Δημοκρατίας, υποθ. Αρ. 339/03 ημερ. 24/3/04 όσο και σε άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει λεχθεί στη μια μικρή διαφοροποίηση στη βαθμολογία (αξιολογήσεις) των υποψηφίων, όπως προκύπτει από τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, δεν έχει τέτοια σημασία που να χαρακτηρίζει αυτό που έχει μερικά «Εξαίρετα» περισσότερα, ότι έχει υπεροχή. Απλώς οι υπάλληλοι χαρακτηρίζονται ότι είναι περίπου ισοδύναμοι σε αξία.
Στην υπόθεση Μουσιούτας ν. Δημοκρατίας, για μια περίοδο 9 ετών ο αιτητής και το ε.μ. είχαν βαθμολογηθεί με 69 «Εξαίρετα» και 3 «Πολύ Ικανοποιητικά», ο αιτητής και 64 «Εξαίρετα» και 8 «Πολύ Ικανοποιητικά» το ε.μ.. Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι είχε υπεροχή του ε.μ. απορρίφθηκε από το δικαστήριο, ενόψει του ότι στα τελευταία χρόνια ήταν ισοδύναμοι. Ο Καλλής, Δ., ανέφερε τα εξής:
«Η νομολογία υπαγορεύει όπως λαμβάνεται υπόψη το σύνολό της σταδιοδρομίας των υποψηφίων αλλά πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στις πιο πρόσφατες αξιολογήσεις. Σε σχέση με το σύνολο της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων (1993-2001) ο αιτητής έχει βαθμολογηθεί με 69 «εξαίρετα» και 3 «πολύ ικανοποιητικά» το δε Ε.Μ. με 64 «εξαίρετα» και 8 «πολύ ικανοποιητικά».
΄Εχει νομολογηθεί ότι κατά την κρίση της αξίας λαμβάνεται υπόψη η γενική αξιολόγηση και εικόνα που παρουσιάζουν οι υποψήφιοι και όχι η επί μέρους βαθμολογία (βλ. Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α., Α.Ε. 3039/31.3.2003). Εδώ οι δύο υποψήφιοι ισοβαθμούν στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων 4 ετών. Θεωρώ ότι η γενική εικόνα της αξίας που παρουσιάζει το σύνολο της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων είναι περίπου η ίδια. Η δε διαφορά των 5 «εξαίρετα» σε σύνολο υπηρεσίας 9 ετών δεν μπορεί να δώσει οποιαδήποτε υπεροχή στον αιτητή δεδομένης της ισοβαθμίας τους στις πλέον πρόσφατες αξιολογήσεις.»
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
Στην υπόθεση Βασιλειάδης κα ν. Τσιάππα κα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403, σελ. 414, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Λαμβάνοντας υπόψη ότι η μόνη υπεροχή της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα ήταν στο κριτήριο «αξία» και αυτή απλώς διότι κατά τα τελευταία 5 έτη στα οποία δόθηκε περισσότερη βαρύτητα, είχε 5 αξιολογήσεις «εξαίρετος» περισσότερο του εφεσείοντα, ενώ ο τελευταίος υπερείχε ουσιωδώς στο θέμα αρχαιότητα όπως και στο κριτήριο των προσόντων, κρίνουμε ότι ορθά ο Γενικός Εισαγγελέας σύστησε τον εφεσείοντα αφού τέτοια σύσταση συνάδει πλήρως με τα στοιχεία των φακέλων (βλ. Φέττας ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 394, σελ. 401, Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833, σελ. 836). Το ότι τα 5 περισσότερα «εξαίρετος» που έχει η εφεσίβλητη δεν μπορούσαν να έχουν τη βαρύτητα που δόθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά αυτά θα έπρεπε να εξεταστούν κάτω από το φως της γενικής εικόνας των υποψηφίων, υποστηρίζεται και από την απόφαση της Ολομέλειας Ελένη Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485 και τις Πούρος κα ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου κα (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 374 όπου γίνεται αναφορά και σε παλαιότερη νομολογία. .............»
Στη σελ. 415 της ίδιας υπόθεσης διαβάζουμε τα εξής:
«Στη δική μας περίπτωση ο εφεσείων και η εφεσίβλητη ήσαν ουσιαστικά ίσοι αφού η υπεροχή της εφεσίβλητης στην αξία ήταν οριακή, δηλαδή με 5 «εξαίρετος» περισσότερα κατά τα τελευταία 5 έτη, ο δε εφεσείων υπερείχε στα προσόντα, ούτως ώστε και το κριτήριο της αρχαιότητα μπορούσε να ληφθεί υπόψη με τρόπο που να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του.»
Ενόψει των πιο πάνω και της νομολογίας ότι μπορεί νομικά η Ε.Δ.Υ. να λάβει υπόψη περισσότερα από τα 5 χρόνια, αλλά έμφαση πρέπει να δίδεται στα πιο πρόσφατα, έχω καταλήξει να δεχθώ τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι τόσο ο Γενικός Λογιστής όσο και η Ε.Δ.Υ. έδωσαν υπέρμετρη βαρύτητα στα 5 «Εξαίρετα» του ε.μ. 1 με αποτέλεσμα να την χαρακτηρίσουν ότι υπερέχει σε αξία. Επομένως αυτός είναι αρκετός λόγος για αποδοχή της προσφυγής όσον αφορά το ε.μ. 1 Φρόσω Ευσταθίου.
Στρέφομαι τώρα στο ε.μ. Θεοδόση Τσιόλα. Αυτός έχει αξιολογηθεί για 6 μόνο χρόνια (αντί 10 που αξιολογήθηκε η αιτήτρια και το ε.μ. 1). Η αιτήτρια συγκέντρωσε για τα 6 χρόνια 41 «Εξαίρετα» και 1 «Πολύ ικανοποιητικά» ενώ το ε.μ. 2 24 «Εξαίρετα» και 18 «πολύ ικανοποιητικά». Το βασικό παράπονο της αιτήτριας (βλ. (β) λόγο ακυρώσεως) είναι ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο πρόσθετο προσόν του ε.μ., που, όπως αναφέρει η Ε.Δ.Υ. «αν και δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε, βάσει αυτού, αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου του απέδωσε ανάλογη βαρύτητα».
Το ε.μ. 2 κατέχει Bachelor of Arts in Accounting and Finance with Computing που δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας για την επίδικη θέση. Συγκεκριμένα το σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει τα εξής:
«3. Απαιτούμενα προσόντα
Α. Για τη θέση Λογιστή 1ης τάξης:
(1) Για πρώτο διορισμό
(α).........
(β) .............
(2) Για προαγωγή
(α) Μέλος ενός από τα πιο κάτω Σώματα Επαγγελματιών
Λογιστών ή οποιουδήποτε άλλου Σώματος που θα έχει
Εγκριθεί ως ισότιμο από τον Υπουργό Οικονομικών.
........................
(β) (i) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος, κατά προτίμηση
εις συναφές θέμα (ή)
(ii) τριετής τουλάχιστον υπηρεσία εις την θέσιν Λογιστού και/ή Λογιστού 2ης τάξης.
Σημ. Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει
και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.»
Η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας είναι ότι η έμφαση που δόθηκε από το Γενικό Λογιστή στο γεγονός ότι το ε.μ. 2 κατέχει το προαναφερθέν προσόν, χωρίς να κάνει αναφορά στην μεγαλύτερη πείρα της αιτήτριας και υπεροχή της σε αξία, είναι τρωτή και συμπαρασύρει και την υιοθέτηση της από την Ε.Δ.Υ. η οποία επίσης δεν είπε οτιδήποτε για την τριετή πείρα της αιτήτριας. Εφόσον, σύμφωνα με τη συνήγορο, η τριετής πείρα της αιτήτριας με βάση την οποία κρίθηκε προσοντούχος για προαγωγή στη θέση Λογιστή 1ης τάξης, εξισώθηκε στην ουσία με το πρόσθετο προσόν του ε.μ. 2, με βάση το οποίο είχε κριθεί προσοντούχος για προαγωγή στην εν λόγω θέση, η παράλειψη αναφοράς και στην πείρα της αιτήτριας είναι νομικά εσφαλμένη.
Η πλευρά των καθών η αίτηση προβάλλει ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός δε βρίσκει έρεισμα στη νομολογία. Επικαλείται τη Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 319, ότι η πείρα δεν αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης.
Εξέτασα τις αντίστοιχες θέσεις. Ότι η κατοχή πρόσθετων προσόντων μη απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης μπορεί και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, είναι σαφές από τη νομολογία. Όμως σ' αυτό δεν μπορεί να δίδεται υπέρμετρη βαρύτητα αλλά οριακή, ή περιορισμένη, όπως έχει διαφορετικά περιγραφεί. Το θέμα είναι στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και εφόσον δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια, η απόφαση του δε θα ανατραπεί από το δικαστήριο. (βλ. μεταξύ άλλων Πούρος κα ν. Χατζηστεφάνου κα (2001) 3 Α.Α.Δ. 374). Στην παρούσα υπόθεση η βαρύτητα που δόθηκε στο προσόν αυτό, ήταν υπέρμετρη αν ληφθούν υπόψη τα υπόλοιπα γεγονότα που δείχνουν ότι η αιτήτρια υπερτερούσε σε αξία του ε.μ. 2. Η γενική βαθμολογία των δύο αυτών υπαλλήλων για την περίοδο των 6 ετών, όπως την παρέθεσα πιο πάνω, που η αιτήτρια είχε σχεδόν διπλάσια «Εξαίρετα» από το ε.μ. 2, δείχνουν σαφώς υπεροχή της αιτήτριας σε αξία. Επομένως κρίνω ότι και η προαγωγή του ε.μ. 2 θα πρέπει να ακυρωθεί.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθής η αίτηση.
Μεταξύ αιτήτριας και ενδιαφερομένων μερών καμιά διαταγή για έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς