ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 942/2007)
18 Ιουνίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΛΟΨΙΔΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------
Μ. Αντωνίου (κα), για τον Αιτητή.
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μετά την ακυρωτική απόφαση ημερ. 23.1.06 στην προσφυγή αρ. 761/04, η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το ζήτημα και αφού έκρινε ότι ο αιτητής δεν κατείχε με βάση τα σχέδια υπηρεσίας 5ετή τουλάχιστο λογιστική/ελεγκτική πείρα μετά την απόκτηση του επαγγελματικού του προσόντος, αποφάσισε εκ νέου όπως η διαδικασία της πλήρωσης της μιας κενής θέσης Ανώτερου Λειτουργού Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών, τερματιστεί.
Το επίμαχο ζήτημα που είχε δημιουργηθεί κατά την προηγούμενη προσφυγή ήταν ακριβώς ο χειρισμός εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. ο οποίος κρίθηκε λανθασμένος ως προς τον αποκλεισμό της υποψηφιότητας του αιτητή, όταν αποφασίστηκε ότι δεν πληρούσε τα απαιτούμενα από την παρ. Α(3) του σχεδίου υπηρεσίας. Κατά το Δικαστήριο ήταν ασαφές και άγνωστο ποια πτυχή της προαπαιτούμενης πείρας δεν πληρούσε ο αιτητής ώστε να κριθεί μη προσοντούχος. Ελλείψει αιτιολογίας της απόφασης ως προς την κατοχή των προσόντων του αιτητή, η τότε απόφαση της Ε.Δ.Υ. να τερματίσει τη διαδικασία της πλήρωσης της θέσης, κηρύχθηκε άκυρη.
Τα απαιτούμενα προσόντα διορισμού στην επίδικη θέση περιελάμβαναν εκτός από πανεπιστημιακό δίπλωμα και την ιδιότητα του μέλους αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών ή Αναλογιστών και πενταετή τουλάχιστο λογιστική/ελεγκτική πείρα μετά την απόκτηση του επαγγελματικού προσόντος, δηλαδή την ιδιότητα του μέλους του πιο πάνω Σώματος, από την οποία πενταετή πείρα, θα έπρεπε να υφίστατο τουλάχιστον τριετής πείρα σε διοικητικά ή εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν τον προγραμματισμό, την οργάνωση, την καθοδήγηση, το συντονισμό και τον έλεγχο οργανισμών (το στοιχείο Α(3) του σχεδίου υπηρεσίας που αναφέρθηκε προηγουμένως). Να σημειωθεί εδώ ότι από το ιστορικό της όλης διαδικασίας απορρέει ως κοινός τόπος ότι ο αιτητής είχε όλα τα απαιτούμενα προσόντα προς διορισμό, είχε περάσει με επιτυχία τις σχετικές εξετάσεις, η δε Συμβουλευτική Επιτροπή που είχε συσταθεί τον σύστησε για διορισμό, θεωρώντας ότι κατείχε την προνοούμενη ως ανωτέρω 5ετή πείρα. Η Ε.Δ.Υ. είχε ζητήσει διαπίστωση στη βάση περαιτέρω στοιχείων της κατοχής της 5ετούς πείρας και η Συμβουλευτική Επιτροπή σε συμπληρωματική έκθεση της, αφού μελέτησε τις επιστολές διορισμού και βεβαιώσεις εργασίας που απέστειλε προς αυτή ο αιτητής, έκρινε και πάλι ότι ικανοποιείτο το στοιχείο της λογιστικής/ελεγκτικής πείρας. Η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία της ημερ. 20.1.04, ζήτησε από τον αιτητή πρόσθετα στοιχεία ως προς την πείρα αυτή, καθώς και την πείρα του σε διοικητικά και εποπτικά καθήκοντα με λεπτομέρειες για τη φύση και το περιεχόμενο των καθηκόντων του. Ο αιτητής στις 29.1.04 απέστειλε τα ίδια στοιχεία που είχε στείλει και στη Συμβουλευτική Επιτροπή, πλην όμως αυτά δεν ικανοποίησαν την Ε.Δ.Υ. λαμβάνοντας στις 10.2.04 την απόφαση να τερματίσει τη διαδικασία, η οποία απόφαση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Μετά την ακυρωτική απόφαση η Ε.Δ.Υ., ως ήτο άλλωστε υποχρεωμένη, επανεξέτασε την όλη διαδικασία πλήρωσης της θέσης με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τη λήψη της πρώτης απόφασης. Στη συνεδρία της ημερ. 21.7.06, το όλο ζήτημα επανεξετάστηκε στη βάση των τότε υπαρχόντων στοιχείων και αφού κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα προνοούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας, τερμάτισε εκ νέου την όλη διαδικασία. Οι δικηγόροι του αιτητή με επιστολή τους ημερ. 18.4.07 προς την Ε.Δ.Υ. με αφορμή την αναζήτηση από τον αιτητή στοιχείων για την 5ετή του πείρα στα πλαίσια όμως της διαδικασίας πλήρωσης δύο τώρα μόνιμων θέσεων που προκηρύχθηκαν στις 27.8.04, την πληροφόρησαν ότι ο αιτητής ανέμενε το αποτέλεσμα της διαδικασίας επανεξέτασης, για να ληφθεί όμως στις 24.4.07, απάντηση από την Ε.Δ.Υ. ότι ο αιτητής είχε ήδη ενημερωθεί για το αποτέλεσμα της επανεξέτασης με την προηγούμενη επιστολή της, ημερ. 24.7.06.
Δεν εγείρεται οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με την ημερομηνία γνωστοποίησης στον αιτητή της απόφασης της Ε.Δ.Υ. ημερ. 21.7.06 και έτσι η προσφυγή καλώς εγείρεται.
Έχοντας εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή την όλη υπόθεση παρουσιάζεται ότι πράγματι η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε υπό πλάνη περί τα πράγματα και δεν προέβη στη δέουσα έρευνα με βάση τα στοιχεία που ήταν ήδη ενώπιον της. Στην επίδικη απόφαση ημερ. 21.7.06, (ερυθρά 2-2Δ του Τεκμ. Β όπως κατατέθηκε στις διευκρινίσεις), η Ε.Δ.Υ. ορθά σημείωσε ότι η 5ετής προνοούμενη πείρα θα μπορούσε να μετρήσει από την ημερομηνία απόκτησης από τον αιτητή του επαγγελματικού του προσόντος, δηλαδή, από τις 31.8.92. Με βάση το πιστοποιητικό ημερ. 10.3.04 που είχε επισυνάψει τόσο στην επιστολή του ημερ. 9.10.03, προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και στην επιστολή του ημερ. 29.1.04, προς την Ε.Δ.Υ., που προερχόταν από την εταιρεία Coopers & Lybrand, αποδεικνυόταν η εκεί εργοδότηση του και άρα η απόκτηση λογιστικής/ελεγκτικής πείρας για 18 μήνες και 13 ημέρες, δηλαδή, από τις 31.8.92-16.3.94. Περαιτέρω, με βάση την εργοδότηση του στην Alico στην οποία διορίστηκε ως οικονομικός διευθυντής στις 16.2.94, (σχετική η επιστολή ημερ. 16.2.94 που επίσης επισυνάφθηκε στις δύο προαναφερόμενες επιστολές του τόσο προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και προς την Ε.Δ.Υ.), αποδεικνυόταν πρόσθετη εργοδότηση από 21.3.94. Στις 31.3.97, ο αιτητής διορίστηκε σε νέα θέση, αυτή του Chief Operation Officer, με βάση συγχαρητήρια επιστολή ημερ. 31.3.97, που επισύναψε στην επιστολή του ημερ. 29.1.04, προς την Ε.Δ.Υ. Την ίδια επιστολή επισύναψε και στις 9.10.03, προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
Από αυτή την επιστολή απορρέει και το πρόβλημα εφόσον κατά την Ε.Δ.Υ., κατά την επανεξέταση στις 21.7.06, η επιστολή αυτή ήταν μια συγχαρητήρια επιστολή χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά για τα ακριβή καθήκοντα του αιτητή στη θέση του Chief Operation Officer. Η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι ο αιτητής είχε αποδείξει πρόσθετη πείρα ακόμη 3 χρόνων και 10 ημερών, δηλαδή, από τις 21.3.94, ημερομηνία εργοδότησης του στην Alico, μέχρι τις 31.3.97, ημερομηνία διορισμού του στη θέση του Chief Operation Officer, χωρίς έτσι να συμπληρώνεται η αναγκαία 5ετής πείρα. Περαιτέρω, η Ε.Δ.Υ. στην απόφαση της σημείωσε ότι στην επιστολή του ημερ. 29.1.04, ο αιτητής ανέφερε ότι επισύναπτε επιστολή στην οποία καταγράφονταν τα καθήκοντα στη θέση του διοικητικού διευθυντή συν τα καθήκοντα του οικονομικού διευθυντή, αλλά από τα στοιχεία που είχε ενώπιον της δεν συνάγετο κάτι τέτοιο.
Σε όλη την απόφαση της κατά την επανεξέταση, η Ε.Δ.Υ. ουδεμία αναφορά κάνει στην επιστολή ημερ. 20.3.97, που ο αιτητής επισύναψε μαζί με τη συγχαρητήρια επιστολή ημερ. 31.3.97, όταν απέστειλε τα ζητηθέντα στοιχεία προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή με την επιστολή του ημερ. 9.10.03. Η επιστολή ημερ. 20.3.97 είναι σημειωμένη ως ερυθρό 45 στο Τεκμ. Γ, όπως κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις. Πράγματι, στην επιστολή ημερ. 29.1.04, που ο αιτητής απέστειλε προς την ίδια την Ε.Δ.Υ., (ερυθρό 62 του Τεκμ. Γ), τα επισυνημμένα από αυτόν έγγραφα (ερυθρά 61-57), δεν περιλαμβάνουν αυτή την επιστολή ημερ. 20.3.97. Η Ε.Δ.Υ. όμως σημείωσε στην απόφαση της κατά την επανεξέταση (σελ. 2Γ-2Δ του Τεκμ. Β), ότι είχε υπόψη της τα πιστοποιητικά και επιστολές που ο αιτητής είχε υποβάλει τόσο στην αίτηση του, όσο και στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Επομένως, η επιστολή ημερ. 20.3.97, ήταν ήδη ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και έπρεπε να συνεξεταζόταν από αυτή για να οδηγηθεί στην τελική της κρίση κατά την επανεξέταση. Δεν έγινε όμως, όπως λέχθηκε, καμιά αναφορά σ΄ αυτή.
Η επιστολή ημερ. 20.3.97 ήταν μια εσωτερική ανακοίνωση από τον Α. Καρπασίτη προς το διοικητικό και παραγωγικό προσωπικό της Alico, με την οποία ανακοινωνόταν ο διορισμός του αιτητή στη θέση του διοικητικού και οικονομικού διευθυντή από 1.3.97, με ταυτόχρονη σημείωση ότι ο αιτητής κατείχε τη θέση του αναπληρωτή διοικητικού και οικονομικού διευθυντή από 1.12.95. Πράγματι η επιστολή αυτή δεν αναφέρει οτιδήποτε σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά στην επιστολή ημερ. 31.3.97, τη συγχαρητήρια δηλαδή επιστολή του Α. Καρπασίτη προς τον αιτητή με την ευκαιρία του διορισμού του στη θέση του Chief Operating Officer, υπάρχει αναφορά στους πρωταρχικούς στόχους που ο αιτητής θα πρέπει να επιδιώξει από τη νέα του θέση. Εκτός από την ανάγκη επιτήρησης του προσωπικού κατά τρόπο ώστε όλοι να είναι απασχολημένοι και συγκεντρωμένοι στις εργασίες τους, με έμφαση στον επαγγελματισμό των υπαλλήλων, γίνεται αναφορά και στον προϋπολογισμό που θα πρέπει να είναι ο οδηγός του αιτητή, όσον αφορά τα έξοδα και τα έσοδα, στη συνεχιζόμενη αναβάθμιση και ανάπτυξη μέσα από την εκπαίδευση, την εφαρμογή επαρκών οικονομικών και άλλων ελέγχων με έμφαση στον τομέα των επισφαλών λογαριασμών και ανάκτησης, καθώς και τη συνεχή εξέταση και αναβάθμιση των διοικητικών διαδικασιών και συστημάτων. Υπάρχει επομένως μια έμμεση καταγραφή των καθηκόντων του αιτητή από τη νέα του θέση, η οποία θα έπρεπε να συνδυαστεί με το γεγονός ότι αυτά τα καθήκοντα θα πρέπει να ασκούνταν ήδη από τον αιτητή από την 1.12.95, όταν κατείχε τη θέση του αναπληρωτή διοικητικού και οικονομικού διευθυντή. Και όπως ορθά επισημαίνει η συνήγορος του αιτητή στην απαντητική της αγόρευση σελ. 5-6, η πείρα που αποκτήθηκε από τον αιτητή από 1.12.95 μέχρι 31.3.97, αναγνωρίστηκε από την Ε.Δ.Υ. ως συνάδουσα με το σχέδιο υπηρεσίας. Η νέα θέση του Διοικητικού και Οικονομικού Διευθυντή («Chief Operation Officer»), εμπεριέχει όμως και τα καθήκοντα του Οικονομικού Διευθυντή που κατείχε προηγουμένως, η πείρα και τα καθήκοντα της οποίας επίσης αναγνωρίστηκαν από την Ε.Δ.Υ. Υπήρξε επομένως πλάνη στην όλη κρίση χωρίς να περιέχεται καμιά εξειδικευμένη αναφορά στην απόφαση της Ε.Δ.Υ., ως προς αυτά τα θέματα.
Περαιτέρω, σε αντίθεση με την επιστολή ημερ. 9.10.03, ερυθρό 48 του Τεκμ. Γ, προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στη νέα του επιστολή προς την ίδια την Ε.Δ.Υ. ημερ. 29.1.04, ερυθρό 62, ο ίδιος ο αιτητής αναφέρθηκε στην επιστολή ημερ. 20.3.97 καταγράφοντας ότι ήταν υπεύθυνος για τα τμήματα που είχαν αναφερθεί στην πρώτη παράγραφο της επιστολής του, δηλαδή, του λογιστηρίου, του ταμείου είσπραξης ασφαλίστρων, των προμηθειών και των επενδύσεων, με επιπλέον ευθύνες από τη νέα του θέση, στα τμήματα μηχανογράφησης, αποζημιώσεων, έκδοσης συμβολαίων, εξυπηρέτησης πελατών, αναλογιστικού τμήματος, και υπεύθυνος του διοικητικού προσωπικού των υποκαταστημάτων της Alico. Σε όλα αυτά τα θέματα καμία αναφορά δεν έκανε η Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση παραγνωρίζοντας τόσο την επιστολή ημερ. 20.3.97, όσο και την επιστολή ημερ. 31.3.97, αλλά και τα ίδια τα καθήκοντα που ο αιτητής κατέγραψε στην επιστολή του ημερ. 29.1.04. Υπενθυμίζεται ότι η τελευταία αυτή επιστολή αποστάληκε με βάση την απόφαση της Ε.Δ.Υ. στις 20.1.04, που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή της ημερ. 22.1.94, να αποστείλει πρόσθετα στοιχεία ως προς την πείρα του ως λογιστής/ελεγκτής και ως προς τα διοικητικά και ή εποπτικά του καθήκοντα.
Στην ακυρωτική του απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι η ληφθείσα από την Ε.Δ.Υ. αρχική απόφαση ημερ. 10.2.04, δεν έδειχνε με σαφήνεια «... ποια ακριβώς πτυχή της απαιτούμενης πείρας δεν πληρούσε ο αιτητής, δηλαδή την 5ετή λογιστική πείρα ή την 3ετή σε διοικητικά και/ή εποπτικά καθήκοντα ...». Το Δικαστήριο περαιτέρω σημείωσε ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ότι δηλαδή ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος ενόψει της έλλειψης πείρας, όπως η ίδια έκρινε, ήταν και αντίθετη με την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Πράγματι, η αρχική απόφαση ημερ. 10.2.04, δεν περιείχε τέτοια επιμέρους κρίση. Γενική και αόριστη ήταν η θέση της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με τη μη πλήρωση των απαιτουμένων προσόντων και επομένως αναμενόταν από αυτή κατά την επανεξέταση να καταγράψει με λεπτομέρεια την όποια κρίση της. Παρόλον ότι η Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση προέβηκε σε υπολογισμό και καταγραφή της συνολικής πείρας που αποκτήθηκε με βάση την εργοδότηση του αιτητή στους Coopers & Lybrand και στην Alico, εν τούτοις απέτυχε να καθορίσει πού υστερούσε ο αιτητής από πλευράς πείρας, ενώ όπως αναφέρθηκε και πριν παρέλειψε να προσδώσει σημασία και να εξετάσει τα στοιχεία που ο ίδιος ο αιτητής κατέγραψε όσον αφορά τα καθήκοντα του, αλλά και τα προερχόμενα από τις επιστολές ημερ. 20.3.97 και 31.3.97. Παρουσιάζεται, όμως, ότι ο αιτητής και μετά την ανάληψη της θέσης του Chief Operation Officer εξακολουθούσε να έχει λογιστικά καθήκοντα εφόσον αυτά ήδη ασκούνταν από αυτόν από τη θέση του οικονομικού διευθυντή, ενώ είχε και διάφορα εποπτικά και διοικητικά καθήκοντα. Αυτά όλα σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ. δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη ερμηνεία του συγκεκριμένου σχεδίου υπηρεσίας, ώστε να έχουν θέση τα όσα αναφέρει η συνήγορος της Ε.Δ.Υ. ότι η ερμηνεία αυτή ανήκει στο διορίζον όργανο, το δε αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση αυτή, εκτός αν η κρίση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. (δέστε Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, και Δαυΐδ Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 696).
Εάν η Ε.Δ.Υ. εξέταζε με τη δέουσα προσοχή τα όσα ο αιτητής είχε παρουσιάσει, θα μπορούσε σε περίπτωση διατήρησης αμφιβολιών, να ζητούσε πρόσθετες διευκρινίσεις από αυτόν, αφού ο ίδιος ο αιτητής στην επιστολή του ημερ. 29.1.04, ανέφερε τα καθήκοντα του τα οποία κατά την κρίση του εξάγονταν από τις επιστολές που επισύναψε. Επομένως η Ε.Δ.Υ. θα μπορούσε εύλογα είτε να τον καλούσε σε προφορική συνέντευξη ή να ζητούσε περαιτέρω στοιχεία, έχοντας υπόψη ότι με βάση τους υπολογισμούς της Ε.Δ.Υ. (αφού σταμάτησε να μετρά οποιαδήποτε πείρα στην εργοδότηση του μετά τις 31.3.97) υπολείπονταν στην ουσία λιγότερο από 6 μήνες για να συμπλήρωνε ο αιτητής την 5ετή πείρα στη λογιστική/ελεγκτική εργασία. Κρίνεται ότι η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε κάτω από πλάνη και η απόφαση της εν τέλει ήταν αναιτιολόγητη. Πλάνη, σύμφωνα με το σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄ 1977, σελ. 179-180, θεωρείται ότι υπάρχει όποτε εισχωρεί στην κρίση της διοίκησης εσφαλμένη αντίληψη ως προς το υπαρκτό των πραγματικών προϋποθέσεων μιας διοικητικής πράξης. Στη Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 863, υιοθετήθηκε η αναφορά στην Παπαϊωάννου (αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, περί πλάνης περί τα πράγματα όταν διαπιστώνεται παρανομία που εμφιλοχωρεί στον «ειρμό των σκέψεων» της διοίκησης. Και εφόσον είναι ουσιώδης, αφαιρεί το νόμιμο υπόβαθρο της έκδοσης της διοικητικής πράξης. Εδώ, και πλάνη υπήρξε και ουσιώδης ήταν, με αποτέλεσμα η απόφαση για τερματισμό της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης να καθίσταται αδικαιολόγητος.
Έπεται ότι η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ