ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 585/2007)
9 Ιουνίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΥΡΟΦΟΡΑ (ΜΙΡΑΝΤΑ) ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α. Ανδρέου, για την Αιτήτρια.
Α. Τριανταφυλλίδης, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: H Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου λειτουργεί δυνάμει του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Ν. 64(I)/2001) («ο Νόμος») και έχει την ευθύνη λήψης προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων για πράξεις που προσκρούουν στις πρόνοιες του Νόμου της Κεφαλαιαγοράς. H Επιτροπή διόρισε δυο ερευνώντες λειτουργούς προκειμένου να εξετάσουν τις συναλλαγές των μετοχών της εταιρείας «Tsokkos Hotels Public Ltd» για ενδεχόμενη παράβαση του περί των Πράξεων Προσώπων που Kατέχουν Eμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου Ν.116(Ι)/2005. Η αιτήτρια στις 22/09/06 προσήλθε στα γραφεία της Επιτροπής όπου, στην παρουσία του δικηγόρου της, δεσμεύτηκε να αποστείλει σχετική επιστολή στην οποία να αναφέρει γεγονότα σχετικά με την υπόθεση το αργότερο μέχρι 25/09/06 και η Επιτροπή, επιφύλαξε το δικαίωμα να της ζητήσει να προσέλθει για κατάθεση αναλόγως του περιεχομένου της επιστολής της.
Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι αγόραζε μετοχές της A. Tsokkos Hotels Ltd από το 2001 κατόπιν συμβουλών των χρηματιστών της αλλά και λόγω της προσωπικής της πεποίθησης ότι η συγκεκριμένη εταιρεία θα είχε προοπτικές και προσφερόταν για σοβαρές επενδύσεις. Για τις πηγές των εισοδημάτων της ανέφερε απλά ότι έχει οικονομική άνεση προς εξασφάλιση των αναγκαίων χρηματικών ποσών προς επένδυση. Αρνήθηκε τις κατηγορίες για χειραγώγηση της τιμής της μετοχής και ότι κατείχε εμπιστευτικές πληροφορίες ή ότι είχε ποτέ ιδιαίτερη ή εμπιστευτική πληροφόρηση. Προειδοποίησε ότι σε περίπτωση μελλοντικής ανάκρισης της θα κάμει χρήση του δικαιώματος της σιωπής.
Η αιτήτρια κλήθηκε εκ νέου για να δώσει κατάθεση. Οι ερευνώντες λειτουργοί, διαπίστωσαν από το περιεχόμενο της δοθείσας κατάθεσης ότι ενδεχομένως προκύπτει παράβαση των άρθρων 37(4) και 42 του Νόμου, τα οποία έχουν ως εξής:
«37(4) Ο ερευνών λειτουργός έχει εξουσία να καλεί, να ακούει μαρτυρία και να παίρνει κατάθεση από πρόσωπα που δυνατό να έχουν στοιχεία ή να γνωρίζουν οτιδήποτε σχετικά με την υπόθεση, τα οποία οφείλουν να παρέχουν τις πληροφορίες που κατέχουν.»
«42. Πρόσωπο που προβαίνει κατά την παροχή πληροφορίας για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή αποκρύπτει ουσιώδες στοιχείο ή παραλείπει την υποβολή στοιχείων ή με οποιοδήποτε τρόπο παρεμποδίζει τη διενέργεια ελέγχου της Επιτροπής, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι εκατό χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές:
Νοείται ότι πρόσωπο που ενεργεί κατά τον τρόπο που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, τεκμαίρεται ότι ενεργεί εν γνώσει του:
Νοείται περαιτέρω ότι πρόσωπο που ενεργεί κατά παράβαση του παρόντος άρθρου υπόκειται στις διοικητικές κυρώσεις κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38.»
Στο σημείωμα που ετοίμασαν οι ερευνώντες λειτουργοί και απέστειλαν προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Επιτροπής, παραθέτουν σχετικά αποσπάσματα της κατάθεσης της αιτήτριας πάνω στα οποία στήριξαν τις πιο πάνω κατηγορίες και με σχετικές σημειώσεις διατυπώνουν την αιτιολογία που οι ίδιοι αποδίδουν.
Η Επιτροπή μελέτησε το σημείωμα των ερευνώντων λειτουργών και αποφάσισε όπως καλέσει την αιτήτρια να προβεί σε παραστάσεις για ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 37(4) και 42 του Νόμου. Η αιτήτρια απάντησε με επιστολή της ημερ. 2/02/07. Επικαλέστηκε προσωπική σύγχυση και το ότι τα γεγονότα για τα οποία ρωτήθηκε, ανάγονταν σε περίοδο πολλών μηνών πριν. Ανέφερε ότι αντιδρούσε χωρίς σκέψη και προβληματισμό και δεν είχε πρόθεση να παραπλανήσει ούτε να αποκρύψει στοιχεία.
Η καθ' ης η αίτηση, με βάση το άρθρο 38 του Νόμου, αποφάσισε αφού έλαβε υπόψη τις γραπτές παραστάσεις και την κατάθεση της αιτήτριας να της επιβάλλει διοικητική κύρωση για παράβαση του άρθρου 42 του Νόμου, ύψους ΛΚ10.000.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται αναρμοδιότητα του οργάνου και ελλιπή πρακτικά που τηρήθηκαν κατά τις συνεδρίες στις 5/2/07 και 8/01/07 κατά τις οποίες απουσίαζε ο Κ. Χ»Πιερής, χωρίς να φαίνεται αν κλήθηκε νομότυπα. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι πέραν της παραβίασης των επιβαλλόμενων βάσει του άρθρου 21(3) και 23 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, τίθεται επίσης θέμα παραβίασης της ειδικότερης πρόνοιας του άρθρου 19(2) του Νόμου που προνοεί ότι «πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και απευθύνεται προς τα μέλη του Συμβουλίου δυο τουλάχιστον ημέρες πριν την καθορισμένη ημερομηνία».
Η αντικρουόμενη νομολογία που υπήρχε για το θέμα αποκρυσταλλώθηκε στη Sigma Radio Tv Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ΑΕ 50/2006, ημερ. 22/01/09, όπου τέθηκαν οι προϋποθέσεις για την απόδειξη της δέουσας και νομότυπης πρόσκλησης των μελών συλλογικού οργάνου.
Από τα πρακτικά των πιο πάνω συνεδριών φαίνεται ότι ο κ. Χ»Πιερής είχε προσκληθεί, αλλά δεν παρευρέθηκε στη συνεδρία επειδή απουσίαζε στο εξωτερικό. Προς τεκμηρίωση του νομότυπου της πρόσκλησης επισυνάφθηκαν στην αγόρευση της καθ΄ ης η αίτηση, σχετικές επιστολές ημερ. 4/01/07 και 1/02/07 που φέρουν τη σφραγίδα της Επιτροπής καθώς και ειδοποιήσεις του κ. Χ»Πιερή προς την Επιτροπή στις οποίες βεβαιώνεται η πρόσκληση του στις προαναφερόμενες συνεδρίες και αναφέρεται επίσης ότι ο λόγος που δεν προσήλθε ήταν γιατί απουσίαζε στο εξωτερικό. Οι ειδοποιήσεις αυτές ημερ. 12/01/07 και 9/02/07 αντίστοιχα στάληκαν με φάξ και είναι μεταγενέστερες των ημερομηνιών που έγιναν οι συνεδρίες. Με βάση τα πιο πάνω, αποδεικνύεται ότι ο κ. Χ»Πιερής κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον σημασία έχει η ημερομηνία αποστολής των κλήσεων και όχι η ημερομηνία απάντησης του απόντος μέλους που στην προκειμένη περίπτωση, προφανώς λόγω της απουσίας του στο εξωτερικό, είναι μεταγενέστερη.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ήταν αναρμόδια να επιβάλλει κυρώσεις με βάση το άρθρο 42 του Νόμου. Η λήψη της επίδικης απόφασης, εκτός από το ίδιο το άρθρο στο οποίο αναφέρεται ρητά μπορεί να έχει και υπαλλακτική νομική βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, η αρμοδιότητα της Επιτροπής θεμελιώνεται βασικά στα άρθρα 42 και 38 του νόμου. Πηγάζει δε και από τα άρθρα 10 και 11(στ) που οριοθετούν τη γενικότερη εξουσία της στην εφαρμογή του Νόμου.
Η υπό κρίση διαδικασία που αφορούσε κατηγορίες για παραβάσεις του άρθρου 42 του Νόμου, κατέληξε στην επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38*. Η Επιτροπή, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, έκρινε ότι η αιτήτρια προέβη σε ψευδείς δηλώσεις και απόκρυψη στοιχείων που παρεμπόδιζε το έργο διερεύνησης της υπόθεσης.
Το γεγονός ότι η επίμαχη πρόνοια συνιστά ποινική διάταξη, δυνάμει της οποίας μπορεί να στοιχειοθετείται και ποινική ευθύνη δεν αναιρεί την αυτοτελή και ανεξάρτητη εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει διοικητική κύρωση για την διοικητική παράβαση. Αυτή δεν αποτελεί ποινή με την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα έννοια για να προκύπτει θέμα αναρμοδιότητας της Επιτροπής ως διοικητικού οργάνου να την επιβάλλει. Η βάση της επιβολής διοικητικού προστίμου κρίνεται απολύτως συνταγματική και νόμιμη.
Θα εξετάσω στη συνέχεια τα όσα έθεσε η αιτήτρια για παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Εχω τη γνώμη πως σε όλα τα στάδια της διερεύνησης της παράβασης και λήψης του διοικητικού μέτρου, τηρήθηκαν τα εχέγγυα του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και του άρθρου 30.2 του Κυπριακού Συντάγματος. Συγκεντρώθηκαν τα στοιχεία, αξιολογήθηκαν προκαταρκτικά και ακολούθησε η ενημέρωση της αιτήτριας ως προς αυτά και για τις κατηγορίες σε βάρος της. Δόθηκε στην αιτήτρια δικαίωμα να ακουστεί, γραπτώς ή προφορικώς, τόσο πριν τη διαπίστωση της παράβασης όσο και μετά την καταδίκη για σκοπούς επιβολής της αρμόζουσας κύρωσης, στην τελική αιτιολογημένη κρίση. Βλ. SIGMA RADIO TV LTD v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134).
Ο επόμενος λόγος ακύρωσης αναφέρεται στην κατ΄ ισχυρισμό υπέρβαση εξουσίας των ερευνώντων λειτουργών που τους παρέχει το άρθρο 33(4) του Νόμου. Η αιτήτρια διατείνεται ότι βάσει της εν λόγω διάταξης, οι λειτουργοί νομιμοποιούνται μόνο να συλλέγουν πληροφορίες από την άρση του τραπεζικού απορρήτου και όχι από οποιαδήποτε άλλη πηγή.
Η εισήγηση παραγνωρίζει ότι οι λειτουργοί δυνάμει του άρθρου 37(3)(4), περιβάλλονται με τις ευρύτερες εξουσίες της Επιτροπής για συλλογή πληροφοριών, είσοδο και έρευνα, λήψη μαρτυρίας και κατάθεσης από πρόσωπα που είναι δυνατό να έχουν στοιχεία ή γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπό διερεύνηση υπόθεση. Συνεπώς, η κλήση της αιτήτριας να καταθέσει, προσκομίζοντας κάθε σχετικό έγγραφο αναφορικά με τις αγοραπωλησίες των μετοχών της Tsokkos Hotels Public Ltd πέραν των αποκαλύψεων των προσωπικών της τραπεζικών λογαριασμών, βρισκόταν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων των ερευνώντων λειτουργών.
Η αιτήτρια λέγει επίσης, ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 33(1) και 33(2) του Νόμου και των σχετικών τύπων. Στην επιστολή της καθ' ης η αίτηση ημερ. 19/09/06, αναφέρονται τα εξής:
«Συνεπεία των πιο πάνω και δυνάμει των εξουσιών που περιβαλλόμαστε από το άρθρο 37 των Περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμων του 2001-2004 (ο Νόμος της Επιτροπής) σας καλούμε όπως εμφανιστείτε ενώπιόν μας την Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου και ώρα 11 π.μ. στα γραφεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οδός Στασικράτους αρ. 32, 2ος όροφος, στη Λευκωσία, για να καταθέσετε, να μαρτυρήσετε και να προσκομίσετε κάθε σχετικό έγγραφο, αναφορικά με τις αγοραπωλησίες από μέρους σας μετοχών της εταιρείας A. Tsokkos Hotels Public Ltd, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία που θα βοηθήσει στην διερεύνηση της υπόθεσης.
Σημειώνουμε ότι τα πιο πάνω δεν περιορίζουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα μας να προβούμε σε οποιεσδήποτε άλλες ερωτήσεις κατά τη λήψη της σχετικής κατάθεσης και μαρτυρίας.
Με βάση το άρθρο 33(2) του Νόμου της Επιτροπής είμαστε υποχρεωμένοι να επιστήσουμε την προσοχή σας στις κυρώσεις οι οποίες δυνατόν να επιβληθούν από την Επιτροπή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης σας με την παρούσα ειδοποίηση, ήτοι διοικητικό πρόστιμο μέχρι εκατόν χιλιάδων λιρών και/ή διοικητικό πρόστιμο μέχρι πεντακοσίων λιρών για κάθε ημέρα συνέχισης της παράλειψης προς συμμόρφωση με το παρόν αίτημα.»
Το γραπτό αίτημα της Επιτροπής, σε συμμόρφωση με τις επιταγές των πιο πάνω άρθρων, περιλάμβανε τη νομική βάση του αιτήματος, επαρκή πληροφόρηση, ότι δηλαδή, η κατάθεση της θα αφορούσε τις εκ μέρους της αγοραπωλησίες των μετοχών της Tsokkos Hotels Public Ltd καθώς και επαρκή προθεσμία προς συμμόρφωση αλλά και τις ενδεχόμενες κυρώσεις.
Η αιτήτρια αντιδρά ειδικότερα για την αιφνιδιαστική κλήση της. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την πρόνοια του άρθρου 37(2), ότι η έρευνα θα πρέπει να διεξάγεται το συντομότερο δυνατό, οι 3 ημέρες προθεσμίας που μεσολάβησαν θεωρώ ότι ήταν εύλογος χρόνος προετοιμασίας της κατάθεσης της. Εξάλλου, κατόπιν διαπραγματεύσεων με τον δικηγόρο της η κατάθεση της αναβλήθηκε για τις 25 Σεπτεμβρίου 2006, συνεπώς ο χρόνος που είχε στην διάθεση της ήταν αρκετός.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι υπήρξε πλάνη ως προς την επιβολή κύρωσης βάσει του άρθρου 42 και ως προς τις εξουσίες που παρέχονται στην Επιτροπή από το Νόμο. Βασικά ο λόγος αυτός καλύφθηκε με τα όσα έχουν ήδη ειπωθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 39 η Επιτροπή με επιστολή ημερ. 16/01/07 κοινοποίησε την πρόθεση της για διερεύνηση ενδεχόμενης παράβασης των άρθρων 37(4) και 42, επειδή η αιτήτρια στην κατάθεση της προς τους ερευνώντες λειτουργούς προέβη σε ψευδείς κλπ δηλώσεις, ως προς ουσιώδη στοιχεία που αφορούσαν στις συναλλαγές μετοχών δηλαδή την παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων, τη χρήση τους και τη συγγένεια της με πρόσωπα που ενέχονται στην υπό διερεύνηση υπόθεση. Η απόφαση συνεπώς της επιβολής προστίμου βάσει του άρθρου 38 ήταν απόλυτα αιτιολογημένη, δεδομένης της παράβασης του άρθρου 42 του Νόμου. Η Επιτροπή επικαλέστηκε επίσης και ενδεχόμενη παραβίαση της υποχρέωσης παροχής πληροφοριών προς τον ερευνώντα λειτουργό βάσει του άρθρου 37(4) του Νόμου, για την οποία τελικά αποφάσισε να αναβάλει την εξέταση επιβολής κύρωσης μέχρις ότου εκπνεύσει η προθεσμία που δόθηκε στην αιτήτρια για συμμόρφωση με το γραπτό αίτημα συλλογής πληροφοριών.
Το ίδιο αβάσιμος είναι και ο επόμενος λόγος ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια και αφορά στην παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, επειδή η Επιτροπή προσπάθησε να την παγιδεύσει. Η Επιτροπή ακολούθησε με πλήρη νομιμότητα την διαδικασία για την επιβολή προστίμου. Είχε την εξουσία να καλέσει την αιτήτρια για να δώσει κατάθεση και να λάβει από αυτήν κάθε σχετικό στοιχείο. Η άρνηση της αιτήτριας να απαντήσει επί της ουσίας σε πολλές κρίσιμες ερωτήσεις καθώς και οι συγκεκριμένες παραπλανητικές πληροφορίες που έδωσε τόσο προφορικά όσο και με γραπτές παραστάσεις, εύλογα κρίθηκε ότι συνιστούσαν παρεμπόδιση στο έργο των ερευνόντων λειτουργών και εύλογα οδήγησαν στην καταδίκη της. Οι ισχυρισμοί περί παγίδευσης δεν τεκμηριώθηκαν. Η Επιτροπή επιτέλεσε το εκ του Νόμου καθήκον της χωρίς να εξαπατήσει ή να ταλαιπωρήσει την αιτήτρια κακόπιστα και χωρίς να εκτραπεί από το απαραίτητο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της.
Το επόμενο θέμα που θίγει η αιτήτρια σχετίζεται με το αναιτιολόγητο της απόφασης. Οι καθ' ων η αίτηση αιτιολόγησαν πλήρως το ύψος του προστίμου λαμβάνοντας υπόψη τόσο την αποτρεπτική φύση των κυρώσεων που πρέπει να επιβάλλονται για παραβάσεις που πλήττουν το έργο της Επιτροπής στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς και την προστασία των επενδυτών, όσο και στους ελαφρυντικούς προσωπικούς παράγοντες της αιτήτριας (βλ. επιστολή ημερ. 5/02/07, Παράρτημα Ι στην ένσταση).
Η αιτήτρια υποβάλλει ότι οι διατάξεις του Νόμου πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η έκδοση της απόφασης είναι αντισυνταγματικές καθότι παραβιάζουν τα άρθρα 12.5 και 25 του Συντάγματος. Τα άρθρα 38 και 42 του Νόμου, τεκμαίρονται συνταγματικά εκτός αν αυτός που τα αμφισβητεί, αποδείξει το αντίθετο και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στην προκείμενη περίπτωση τα γενικά επιχειρήματα της αιτήτριας δεν καταρρίπτουν το βάρος απόδειξης. Το διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση δεν είναι κύρωση ποινικού δικαίου, αλλά προκύπτει αμιγώς από διοικητική διαδικασία. Σύμφωνα με τη νομολογία, η διά νόμου παροχή εξουσίας σε διοικητικό όργανο να επιβάλλει πρόστιμο ως διοικητικό ή/και πειθαρχικό μέτρο, δεν είναι αντισυνταγματική. Βλ. σχετικά Μ. Αποστόλου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου ΕΤΕΚ, υπόθ. αρ. 482/2001, ημερ. 18.6.2004.
Οι ισχυρισμοί περί παραβίασης της οικονομικής ελευθερίας που κατοχυρώνει το άρθρο 25 του Συντάγματος δεν ευσταθούν. Με τη θέσπιση των σχετικών διατάξεων του νόμου διασφαλίζεται η λειτουργία της Επιτροπής και η δυνατότητα έρευνας για την προάσπιση των σκοπών δημοσίου συμφέροντος στα πλαίσια της αποστολής της και των συμφερόντων του ευρύτερου επενδυτικού κοινού. Δεν αντιλαμβάνομαι πώς η επιβολή του διοικητικού προστίμου ΛΚ10000 στην αιτήτρια επειδή βρέθηκε ένοχη διάπραξης διοικητικής παράβασης μπορεί να αποβεί στερητική της ελευθερίας να επενδύει και να ασκεί επικερδή εργασία.
Κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκε δεν ευσταθεί. Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Η αιτήτρια να καταβάλει €1200 έξοδα.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.
*«38(1) Η Επιτροπή έχει εξουσία προς επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους μέχρις εκατό χιλιάδων λιρών και σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης ύψους μέχρι διακοσίων χιλιάδων λιρών ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι φυσικό πρόσωπο ή οργανισμός παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι Αποφάσεις της Επιτροπής και η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.»