ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 396
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 5/2007)
16 Ιουνίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ΧΩΜΑΤΕΝΟΥ,
Αιτητής,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Μ. Κωνσταντινίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Κυπριανού-Τρυφωνοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 21.8.2006, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 24.10.2006, με την οποία απορρίφθηκε εκ νέου ιεραρχική προσφυγή του εναντίον απόφασης του Επάρχου Λάρνακας να κηρύξει με βάση το άρθρο 18 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου ως ετοιμόρροπη και συνιστώσα κίνδυνο για τους διερχόμενους, οικοδομή ιδιοκτησίας του που βρίσκεται στο τεμάχιο υπ΄ αρ. 210 του Φ/Σχ. 39/56 (χωρ.) στο χωριό Κόρνος.
Το συγκεκριμένο τεμάχιο είναι εγγεγραμμένο επ΄ ονόματι του αποβιώσαντος πατέρα του αιτητή Κύπρου Χαραλάμπου Χωματένου. Ο αιτητής είναι ο διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα του.
Η προσβαλλόμενη απόφαση προέκυψε ύστερα από επανεξέταση η οποία κατέστη αναγκαία μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε επιτυχή προσφυγή την οποία καταχώρησε ο αιτητής εναντίον προηγούμενης απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 20.10.2004, με την οποία απορρίφθηκε ιεραρχική προσφυγή του εναντίον της απόφασης του Επάρχου Λάρνακας να κηρύξει ως ετοιμόρροπη την πιο πάνω οικοδομή. Το δικαστήριο έκρινε ότι η μονογραφή του Υπουργού και η αναγραφή της ημερομηνίας «20/10», δίπλα από τις λέξεις «Κύριε Υπουργέ» σε σημείωμα του αρμόδιου λειτουργού, δεν ήταν δυνατόν να δεικνύει ότι η απόφαση αυτή ελήφθη αρμοδίως (Χωματένου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 9/05, ημερ. 13.2.2006).
Μετά την απόφαση του δικαστηρίου ο Υπουργός Εσωτερικών (στο εξής «ο Υπουργός»), προέβη σε ανάκληση και επανεξέταση της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή.
Η οικοδομή για την οποία γίνεται λόγος είναι ένα δωμάτιο-γκαράζ που όπως είδαμε ήταν εγγεγραμμένο επ΄ ονόματι του πατέρα του αιτητή. Η οικοδομή κρίθηκε από τον Επαρχιακό Μηχανικό Δημοσίων ΄Εργων Λάρνακας στις 18.9.2002 ως ακατάλληλη και έγινε εισήγηση για κατεδάφισή της. Ο ΄Επαρχος Λάρνακας, ως αρμόδια αρχή, επέδωσε στον αιτητή προσωπικά σχετική ειδοποίηση στις 11.7.2003. Εναντίον της πιο πάνω ειδοποίησης της αρμόδιας αρχής καταχωρήθηκε ιεραρχική προσφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, με την οποία ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε αν ο πατέρας του είχε ένα τέτοιο ακίνητο.
Κατά την επανεξέταση της υπόθεσης μελετήθηκε το σημείωμα του Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού και όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα, καθώς και οι λόγοι που υποβλήθηκαν στην ιεραρχική προσφυγή. Στις 24.10.2006 ο αιτητής πληροφορήθηκε την απόφαση από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Στις 5.11.2006, ο αιτητής, με επιστολή του προς τον Υπουργό, αναφέρει ότι δεν του κοινοποιήθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση η διεξαγωγή επανεξέτασης της ιεραρχικής του προσφυγής, ενώ παραπονείται ότι είναι ιδιαίτερα πολυδάπανη η επισκευή της οικοδομής και ως εκ τούτου θα έπρεπε να του είχε δοθεί η δυνατότητα να θέσει τους λόγους για τους οποίους η οικοδομή δεν είναι επικίνδυνη.
Στην παρούσα προσφυγή ο αιτητής υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί ελήφθη υπό πλάνη περί τα πράγματα και στην απουσία δέουσας έρευνας. Αναφέρεται στο λανθασμένο προσδιορισμό του τεμαχίου στις επιστολές των καθ΄ ων η αίτηση προς τον ίδιο με τις οποίες του εζητείτο η κατεδάφιση του ακινήτου στο τεμάχιο με αρ. 110, το οποίο άλλοτε ήταν καταγραμμένο ως υπ΄ αρ. 210, όπως έγινε στην τελευταία επιστολή για κατεδάφιση ημερ. 11.7.2003. Ουδέποτε, υποστηρίζει, έγινε σαφής προσδιορισμός του τεμαχίου από τους καθ΄ ων η αίτηση. Ισχυρίστηκε ακόμα ότι ουδέποτε του κοινοποιήθηκε το περιεχόμενο του πιστοποιητικού έρευνας του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας που έλαβε ο ΄Επαρχος και στο οποίο περιγράφεται το εν λόγω τεμάχιο, φέροντας ως ιδιοκτήτη του τεμαχίου 210 τον πατέρα του. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι ο Υπουργός λαμβάνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, ενήργησε με την εντύπωση ότι το εν λόγω πιστοποιητικό έρευνας ήταν γνωστό στον αιτητή. Συνεπώς, τεκμαίρεται, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, ότι η απόφαση του Υπουργού στηρίχτηκε επί ανύπαρκτου γεγονότος.
Ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα ότι η ιεραρχική του προσφυγή απορρίφθηκε χωρίς προηγουμένως να έχει εξεταστεί εκ νέου αν η απόφαση της Επαρχιακής Διοίκησης ήταν ορθή ή όχι. ΄Επρεπε, υποστηρίζει, να είχε γίνει νέα εξέταση από την προϊσταμένη αρχή για να διαπιστωθεί αν τα πορίσματα και οι διαπιστώσεις του κατώτερου οργάνου είναι ορθά. Όλα τα πιο πάνω οδηγούν σε έλλειψη δέουσας έρευνας από τους καθ΄ ων η αίτηση, η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων και συνδρομή πλάνης περί τα πράγματα.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή θα πρέπει να απορριφθούν. Το θέμα του αριθμού του τεμαχίου στο οποίο βρίσκεται η ετοιμόρροπη οικοδομή, έχει ήδη ξεκαθαρίσει στην ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ΄ αρ. 9/05, στην οποία γίνεται αναφορά στη λανθασμένη αρίθμηση. Η απόφαση καταλήγει ότι τα τεμάχιο εντός του οποίου βρίσκεται η οικοδομή είναι το τεμάχιο 210 και όχι το 110. Στην ίδια απόφαση επισημαίνεται περαιτέρω ότι στο πιστοποιητικό έρευνας το οποίο το Κτηματολόγιο απέστειλε στον ΄Επαρχο διευκρινίζεται με κόκκινο μελάνι το σωστό τεμάχιο. Στην ίδια απόφαση γίνεται επίσης αποδεκτό ως γεγονός ότι η συγκεκριμένη επικίνδυνη οικοδομή βρίσκεται στο τεμάχιο το οποίο είναι εγγεγραμμένο επ΄ ονόματι του πατέρα του αιτητή, καθώς και το γεγονός ότι ο ίδιος είναι ο δεόντως εγγεγραμμένος διαχειριστής τόσο του συγκεκριμένου τεμαχίου, όσο και της υπόλοιπης ακίνητης ιδιοκτησίας του αποβιώσαντος πατρός του.
Είναι αυτονόητο ότι ο αιτητής ως διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα του, είχε την υποχρέωση να γνωρίζει ή να είναι σε θέση να εντοπίσει ποια είναι η εγγεγραμμένη επ΄ ονόματι του πατέρα του περιουσία και όχι να επιζητεί, στην ουσία, άλλοθι και δικαιολογίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σημείωμα του ανώτερου διοικητικού λειτουργού, στο οποίο στηρίχτηκε ο Υπουργός για να καταλήξει στην απόφασή του, τονίζεται ότι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι δεν γνωρίζει σε ποιο υποστατικό αναφέρεται η ειδοποίηση του Επάρχου, ο οποίος απορρίπτεται, γιατί στο πιστοποιητικό έρευνας φαίνεται τόσο ο νέος, όσο και ο παλιός αριθμός του τεμαχίου, ενώ ο αιτητής ως διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα του δυνάμει δικαστικού διατάγματος, γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την περιουσία που διαχειρίζεται. Εν πάση περιπτώσει μπορούσε να εξασφαλίσει πιστοποιητικό έρευνας από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα ούτε έλλειψης δέουσας έρευνας, ούτε πλάνης περί τα πράγματα.
Θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός ότι η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκε χωρίς να έχει προηγουμένως εξεταστεί εκ νέου η απόφαση της Επαρχιακής Διοίκησης. Μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Υπουργός ανακάλεσε την προηγούμενη απόφασή του και προχώρησε στην επανεξέταση της ιεραρχικής προσφυγής του. Σύμφωνα με το άρθρο 18(2) του Κεφ. 96, το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα καταχώρησης ιεραρχικής προσφυγής, ο Υπουργός δύναται, προτού αποφασίσει, να αναθέσει σε λειτουργό ή επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου του, την εξέταση ορισμένων θεμάτων που προβάλλονται στην ιεραρχική προσφυγή. Οι λειτουργοί στους οποίους έχει ανατεθεί η εξέταση του θέματος υποβάλλουν στον Υπουργό πόρισμα της εξέτασης προτού αυτός εκδώσει την απόφασή του.
Στην παρούσα περίπτωση ο ανώτερος διοικητικός λειτουργός Μ. Κιτρομηλίδης υπέβαλε στις 21.8.2006 σημείωμα προς τον Υπουργό στο οποίο παρατίθενται τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα. Όπως τονίζεται στο σημείωμα, ο Επαρχιακός Μηχανικός του Τμήματος Δημοσίων ΄Εργων Λάρνακας, κατόπιν επιθεώρησης, διαπίστωσε ότι η οικοδομή στο υπ΄ αρ. 210 τεμάχιο, στον Κόρνο, είναι ετοιμόρροπη και χρήζει επιδιόρθωσης ή κατεδάφισης.
Η διαπίστωση από τον Επαρχιακό Μηχανικό περί του ακατάλληλου της οικοδομής δεν πρόκειται να αλλάξει. Αναφέρεται σε διαπιστώσεις της πραγματικής επί τόπου κατάστασης, όπως για παράδειγμα στο ότι η στέγη είναι κατασκευασμένη με κεραμίδια και ο πισινός τοίχος έχει καταρρεύσει. Περαιτέρω πρόκειται για τεχνικό θέμα στο οποίο το δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει. Συνεπώς, κάτω από τις περιστάσεις, δεν νοείται νέα εξέταση της απόφασης της Επαρχιακής Διοίκησης.
Είναι λοιπόν δεδομένο ότι ο αιτητής υποχρεούται είτε να προβεί σε επιδιόρθωση της οικοδομής, είτε σε κατεδάφισή της. Μάλιστα η απαίτηση του αιτητή προς τον Υπουργό την οποία έθεσε με την επιστολή του ημερ. 5.11.2006, ότι δηλαδή επειδή ενδεχόμενη επιδιόρθωση στοιχίζει πολύ, αξιώνει να του δοθεί η ευκαιρία να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους η οικοδομή δεν αποτελεί κίνδυνο για κανένα, κρίνεται ως απαράδεκτη.
Έτσι, με βάση όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω, καταρρίπτεται ο ισχυρισμός του αιτητή για έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα, αλλά και πλάνης περί το νόμο. Σημειώνεται ότι το άρθρο 15Α του Νόμου προβλέπει ότι σε περίπτωση επικίνδυνων οικοδομών είναι επιβεβλημένη η λήψη μέτρων προς άρση του κινδύνου. Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται και η διαδικασία η οποία θα πρέπει να τηρηθεί.
΄Οσα έχουν λεχθεί πιο πάνω καθιστούν φανερό ότι και οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του αιτητή για έλλειψη αιτιολογίας, ότι δεν υπάρχει πρακτικό απόφασης ότι υπάρχει παράβαση αρχών της χρηστής διοίκησης και ότι η απόφαση αποτελεί κατάχρηση εξουσίας, θα πρέπει να απορριφθούν.
Πριν τελειώσω θα ήθελα να σχολιάσω τον ισχυρισμό του αιτητή ότι δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί και να δώσει, όπως υποστηρίζει, τους λόγους που δεικνύουν ότι η οικοδομή δεν είναι επικίνδυνη. Το δικαίωμά του αυτό στηρίζει στο άρθρο 18 του Κεφ. 96. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 18(2) κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής αν ο Υπουργός θεωρήσει κάτι τέτοιο αναγκαίο ή σκόπιμο, ακούει ή με άλλο τρόπο δίνει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή. Είναι φανερό ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική ευχέρεια να καλεί ιεραρχικώς προσφεύγοντες για να ακούσει τις απόψεις τους, μόνο όταν ο ίδιος το κρίνει αναγκαίο ή σκόπιμο.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα τα οποία υπολογίζω στα €1.300 εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ