ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 4 ΑΑΔ 423

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ.465/2007)

 

19 Ιουνίου, 2009

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ (ΣΟΔΑΠ) ΛΤΔ.,

Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

3.    ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Μ. Αναστασιάδης για Π. Αναστασιάδη, για τους Αιτητές.

Μ. Θεοκλήτου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Οι Αιτητές, οι οποίοι είναι βιομηχανική μονάδα παραγωγής οινικών προϊόντων, λειτουργούν κατόπιν αδείας, φορολογική αποθήκη αποταμίευσης, με βάση τον περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο.  Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους οι Αιτητές εναποθέτουν στις αποθήκες εμπορεύματα μεταξύ των οποίων και αιθυλική αλκοόλη, η οποία με βάση το άρθρο 51 του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου του 2004 (Ν. 91(Ι)/2004), επιβαρύνεται με ειδικό φόρο κατανάλωσης.

 

Στις 26.6.2006, λειτουργοί του Τμήματος Τελωνείων, επιθεώρησαν την αποθήκη αρ. 2, στην οποία βρισκόταν η δεξαμενή αρ. 3 για την οποία οι Αιτητές πληροφόρησαν τους καθ' ων η αίτηση, ότι παρατηρήθηκε έντονη δυσάρεστη οσμή και υγρασία στο δάπεδο.  Μετά από επιτόπια εξέταση, Λειτουργοί του Τμήματος Τελωνείων, διαπίστωσαν ότι η δεξαμενή ήταν άδεια και υπήρχαν έντονα σημάδια οξείδωσης.  Υπήρξε υποψία ότι προκλήθηκε διαρροή του περιεχομένου της δεξαμενής, γι' αυτό και η αποθήκη σφραγίστηκε.  Στις 29.6.2006, η αποθήκη επιθεωρήθηκε εκ νέου από λειτουργούς των καθ'ων η αίτηση, οι οποίοι επιβεβαίωσαν ότι η δεξαμενή αρ. 3, χωρητικότητας 25.000 λίτρων, ήταν άδεια.  Σύμφωνα με τον τελευταίο αποθεματικό έλεγχο, στις 31.5.2006, στη συγκεκριμένη δεξαμενή, υπήρχαν αποταμιευμένα 3.613,81 λίτρα άνυδρα αιθυλικής αλκοόλης.  Για σκοπούς πληρέστερης διερεύνησης της υπόθεσης, το Τμήμα Τελωνείων, ζήτησε τις απόψεις των Αιτητών αναφορικά με τις συνθήκες της απώλειας της πιο πάνω ποσότητας αιθυλικής αλκοόλης, η οποία τελούσε υπό καθεστώς αναστολής της καταβολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

 

Οι Αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 29.7.2006, πληροφόρησαν τους καθ' ων η αίτηση ότι η απωλεσθείσα ποσότητα οφειλόταν σε τυχαίο γεγονός και όχι σε δική τους ευθύνη και ως εκ τούτου ζήτησαν την απαλλαγή τους από την υποχρέωση καταβολής των αναλογούντων φόρων.

 

Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, το Τμήμα Τελωνείων δεν ικανοποιήθηκε για τις εξηγήσεις που έδωσαν οι Αιτητές ως προς την απώλεια.  Ως αποτέλεσμα, το Τμήμα Τελωνείων με επιστολή του ημερ. 10.1.2007, πληροφόρησε τους Αιτητές σχετικά και αξίωσε από αυτούς την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης εκ Λ.Κ. 12.648, του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) εκ Λ.Κ. 2.168 και της χρηματικής επιβάρυνσης που αναλογούσε στην απωλεσθείσα ποσότητα της αιθυλικής αλκοόλης εκ Λ.Κ.1.482, δηλαδή συνολικού ποσού Λ.Κ.16.298  πλέον τόκο.

Επιπρόσθετα, οι καθ'ων η αίτηση πληροφόρησαν τους Αιτητές αναφορικά με το ποινικό μέρος της υπόθεσης και συγκεκριμένα ότι η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων, ήταν διατεθειμένη με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται από το άρθρο του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν. 94(Ι)/2004) και το άρθρο 137 του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου του 2004 (Ν. 91(Ι)/2004), ότι ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί εξώδικο συμβιβασμό των διαπραχθέντων τελωνειακών αδικημάτων, με την καταβολή του συμβιβαστικού ποσού των Λ.Κ.100 αντί ποινικής δίωξης τους.

 

Στις 13.2.2007 οι Αιτητές κατέβαλαν το συμβιβαστικό ποσό των Λ.Κ.100, καθώς επίσης και το ποσό των Λ.Κ.16.298, το οποίο αναλογούσε στα βεβαιωθέντα ποσά.  Επίσης, καταβλήθηκε το ποσό των Λ.Κ.949 το οποίο αναλογούσε στους σχετικούς τόκους.  Όλα τα ποσά πληρώθηκαν άνευ βλάβης των δικαιωμάτων των Αιτητών.

 

Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων ημερομηνίας 10.1.2007, με την οποία τους επιβλήθηκαν οι πιο πάνω φόροι και πρόστιμο.

 

Οι Αιτητές εγείρουν πέντε λόγους ακύρωσης: (1) αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την επίδικη απόφαση, (2) μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας που οδήγησε σε πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, (3) έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος, (4) μη ύπαρξη κατά νόμο εξουσίας και (5) παράβαση των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος και των κανόνων δίκαιης δίκης.

 

Οι καθ' ων η αίτηση, με την ένσταση τους εγείρουν δύο προδικαστικές ενστάσεις: (α) Ότι μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης ήτοι η επιβολή ποσού εκ Λ.Κ.1.482 ως χρηματική επιβάρυνση, πλέον 9% τόκο ετησίως, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.  (β) Άνευ βλάβης της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης, ότι μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι η επιβολή ποσού εκ Λ.Κ.100 ως εξώδικου συμβιβασμού, αντί ποινικής διώξεως, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Θα ξεκινήσω από την πρώτη προδικαστική ένσταση η οποία αφορά στο ότι η επιβολή της χρηματικής επιβάρυνσης και τόκων, δεν αποτελεί αυτόνομη εκτελεστή πράξη, αλλά πράξη η οποία προέκυψε απευθείας από την εφαρμογή επιτακτικών νομοθετικών διατάξεων, χωρίς το θέμα να εξαρτάται από τη βούληση του Διευθυντή Τελωνείου. 

 

Η πρώτη προδικαστική ένσταση είναι βάσιμη.

 

Στην υπόθεση Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 772 η οποία επιβεβαιώθηκε στην Καλαπαλίκκης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 818, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά με την επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης:-

 

«Πράξη είναι εκτελεστή εφ΄ όσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, που δεν υφίστανται πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεστεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Ο τόκος και η πρόσθετη επιβάρυνση προβλέπονται άμεσα από το Νόμο 4/78 και δεν συνιστούν άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου (βλέπε Παξιόλας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 988/96, ημερ. 21.4.99 και Καλαπαλίκκης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 704/96 κ.α., ημερ. 5.2.1999. Βλέπε επίσης Κώστας Γαβριηλίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 767/95, ημερ. 20.6.1996, όπου υποστηρίχτηκε ότι η σχετική επιβολή επιβάρυνσης ήταν πληροφοριακού περιεχομένου και όχι εκτελεστή πράξη).»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η επιβολή της χρηματικής επιβάρυνσης των £1482 πλέον τόκο, δεν προέκυψε μετά από άσκηση διακριτικής ευχέρειας, αλλά από την εφαρμογή νομοθετικών διατάξεων και συγκεκριμένα του άρθρου 23 του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου 91(Ι)/2004 και του άρθρου 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(Ι)/2004[1].  Η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκων, επιβάλλεται κάθε φορά που τελωνειακή οφειλή επιβάλλεται εκ των υστέρων.  Από τη στιγμή που η επιβολή προβλέπεται απευθείας από το Νόμο, το όλο ζήτημα δεν εξαρτάται από τη βούληση του Διευθυντή Τελωνείων.

Και η δεύτερη προδικαστική ένσταση ευσταθεί.  Το θέμα έχει ξεκαθαρίσει νομολογιακά, γι' αυτό και δεν χρειάζεται να επεκταθώ.  Σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Eleni Herodotou v. Republic (1987) 3 CLR 874 και Boyatzis v. Republic (1988) 3 CLR 2458, στις οποίες η πληρωμή προστίμου για εξώδικο συμβιβασμό θεωρήθηκε ότι δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Θα εξετάσω στη συνέχεια την ουσία της υπόθεσης. 

 

Θα αρχίσω με τους λόγους ακύρωσης 1 και 4, με τους οποίους οι Αιτητές προβάλλουν ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, χωρίς κατά νόμον εξουσία.  Δεν επεξηγούν όμως τον ισχυρισμό τους, με αποτέλεσμα να μην προσδιορίζεται ούτε το νομικό κώλυμα που υπάρχει, αλλά ούτε και να  υποδεικνύεται ποιο κατά την άποψη των Αιτητών είναι το ορθό όργανο.

 

Οι λόγοι ακύρωσης είναι εν πάση περιπτώσει, αβάσιμοι.  Σε σχέση με το φόρο κατανάλωσης, αρμοδιότητα έχει το Τμήμα Τελωνείων δια του Διευθυντή του.  Αυτό προβλέπεται ρητά από το Μέρος ΙΙ, άρθρο 3 του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου του 2004 (Ν. 91(Ι)/2004), καθώς επίσης και από το άρθρο 4(1), Μέρος ΙΙ του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94/2004, το οποίο προβλέπει για την βεβαίωση και είσπραξη των επιβαλλόμενων φόρων και άλλων επιβαρύνσεων, καθώς και το άρθρο 6 του ίδιου Νόμου, το οποίο εξουσιοδοτεί τον Διευθυντή να ενεργεί για το σκοπό αυτό μέσω των Λειτουργών του Τμήματος του.  Αναφορικά με το ΦΠΑ, η σχετική αρμοδιότητα παρέχεται από τα άρθρα 13(1), 13Ε-ΣΤ και 20 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν. 95(Ι)/2000) ο οποίος ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Κατά την άποψη μου, οι συγκεκριμένοι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν.

 

Με τον λόγο ακύρωσης 5, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκαν τα συνταγματικά δικαιώματα των πελατών του, επειδή, μεταξύ άλλων, ο διευθυντής των Αιτητών, προτού δώσει γραπτή κατάθεση σε Λειτουργό των καθ' ων η αίτηση, ζήτησε να συμβουλευθεί το δικηγόρο του αλλά δεν του επετράπη.  Αυτό, σύμφωνα με το δικηγόρο των Αιτητών, κ. Αναστασιάδη, παραβιάζει τα Άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Τα συγκεκριμένα άρθρα αφορούν σε ποινικές διαδικασίες και όχι σε διαδικασίες δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. (Βλ. Herodotou v. Republic (1987) 3 CLR 874 και Stakasco Trading Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 687/98, ημερ. 6.3.2000).

 

Στην προκειμένη περίπτωση τα παράπονα των Αιτητών θα είχαν σημασία αν το περιστατικό προχωρούσε με τη διατύπωση κατηγοριών εναντίον τους οπότε και θα είχαν κάθε δικαίωμα να εγείρουν θέμα δίκαιης δίκης και παραβίασης των συνταγματικών τους δικαιωμάτων.  Όμως, τέτοιες κατηγορίες δεν προσάχθηκαν, ως αποτέλεσμα την αποδοχή εκ μέρους τους εξώδικου συμβιβασμού.  Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί, ότι επί των πραγματικών γεγονότων δεν φαίνεται να υπάρχει ουσιώδης αμφισβήτηση.  Η νομιμότητα της πράξης κρίνεται περισσότερο επί νομικών σημείων.

 

Έρχομαι τώρα στο λόγο ακύρωσης 2.  Οι Αιτητές προβάλλουν ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση, ήταν το αποτέλεσμα έλλειψης έρευνας, η οποία οδήγησε σε πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο.  Δύο είναι τα παράπονα τους.  Πρώτον, ότι ως αποτέλεσμα της ανεπαρκούς έρευνας, οι καθ'ων η αίτηση οδηγήθηκαν στην πεπλανημένη θέση ότι το περιεχόμενο της δεξαμενής 3 ήταν αιθυλική αλκοόλη, ενώ στην πραγματικότητα ήταν παραπροϊόντα χαμηλής απόσταξης, δηλαδή «κεφαλαουρές» («low wines & feints»).

Κατά την άποψη μου, δεν υπήρξε ούτε έλλειψη έρευνας αλλά ούτε και πλάνη ως προς το προϊόν που θα φορολογείτο.  Στην επιστολή ημερομηνίας 10.1.07 η οποία περιέχει την επίδικη απόφαση, αναφέρεται ότι τα αποθηκευμένα προϊόντα ήταν «6.300 λίτρα παραπροϊόντα χαμηλής απόσταξης (low wine & feints) με βαθμό 60.2%, δηλαδή 3.613,81 λίτρα άνυδρα αιθυλικής αλκοόλης».

 

Επομένως, δεν δικαιολογείται το παράπονο των Αιτητών ότι υπήρξε σύγχυση των δύο προϊόντων.  Εάν το παράπονο των Αιτητών εστιάζεται στο ότι είναι λανθασμένο το συμπέρασμα ότι τα 6.300 λίτρα παραπροϊόντων χαμηλής απόσταξης με βαθμό 60.2% ισοδυναμεί με 3.613,81 λίτρα άνυδρα αιθυλικής αλκοόλης, θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε τεχνικής φύσεως θέματα, για τα οποία ο καλύτερος κριτής είναι η διοίκηση.  Εν πάση περιπτώσει, η απάντηση δίδεται από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση, στη σελίδα 17 της γραπτής της αγόρευσης, όπου επεξηγείται ο ορισμός της λέξης «αιθυλική αλκοόλη», σύμφωνα με το νόμο και οι σχετικές μετατροπές.

 

Το δεύτερο παράπονο των Αιτητών, είναι ότι οι καθ' ων η αίτηση, ως αποτέλεσμα μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, παρέλειψαν να διαπιστώσουν τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη διαρροή και αυθαίρετα καταλόγισαν ευθύνη στους Αιτητές για την απουσία του περιεχομένου της δεξαμενής αρ. 3.

 

Δεν συμφωνώ ότι δεν διεξήχθη έρευνα.  Οι καθ'ων η αίτηση, μέσα στα πλαίσια της έρευνας που διεξήγαγαν, πήραν καταθέσεις από διάφορα πρόσωπα που ήταν στην εργοδοσία των Αιτητών και τα οποία θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να βοηθήσουν την έρευνα τους.  Από την έρευνα δεν αμφισβητήθηκε ότι υπήρξε διαρροή.  Όμως οι καθ'ων η αίτηση θεώρησαν ότι η διαρροή δεν ήταν τυχαίο γεγονός.  Θεώρησαν ότι προέκυψε από αμέλεια των Αιτητών, με αποτέλεσμα να τους επιβληθούν οι φόροι και οι επιβαρύνσεις.  Το σχετικό απόσπασμα από την επιστολή του Διευθυντή Τελωνείων, ημερομηνίας 10.1.2007 έχει ως εξής:-

 

«Αφού διερεύνησα όλες τις παραμέτρους της υποθέσεως αυτής και μελέτησα προσεκτικά τις πρόνοιες της κείμενης Νομοθεσίας, έκρινα ότι, οι εξηγήσεις που έχετε δώσει για την τύχη του ελλειμματικού προϊόντος, δεν είναι ικανοποιητικές και ως εκ τούτου απεφάσισα ότι οι αναλογούντες φόροι, χρηματική επιβάρυνση και τόκοι που αφορούν την ελλειμματική ποσότητα αλκοόλης δέον όπως καταβληθούν άμεσα στο Τμήμα Τελωνείων από τον διαχειριστή/κάτοχο της φορολογικής αποθήκης Τ 501200CY, εταιρία ΣΟΔΑΠ Λτδ.»

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο λόγος ακύρωσης 2, κατά την άποψή μου, δεν ευσταθεί. 

 

Με το λόγο ακύρωσης 3, οι Αιτητές αμφισβητούν την κατάληξη του Διευθυντή Τελωνείων να τους επιβάλει φόρους και επιβαρύνσεις.  Θεωρούν την όλη αιτιολογία που έδωσαν ανεπαρκή και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ'ων η αίτηση, λανθασμένο.

 

Οι Αιτητές δεν αμφισβητούν τις υποχρεώσεις τους ως ιδιοκτήτες εγκεκριμένης αποθήκης, όπως αυτές απορρέουν από τον περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο και τον περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμο.  Ούτε διαφωνούν ότι ολόκληρη η ποσότητα των προϊόντων που ήταν αποθηκευμένη στην αποθήκη 3 απωλέσθηκε λόγω διαρροής.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 5(3) του Νόμου 91(Ι)/2004, ο φόρος κατανάλωσης επί ελλειμμάτων, καταβάλλεται κατά την ημερομηνία διαπίστωσης των ελλειμμάτων από το Τελωνείο.  Επίσης, σύμφωνα με τον Καν. 5(ε) της ΚΔΠ 130/2004, ο εγκεκριμένος αποθηκευτής, όπως ήταν οι Αιτητές, αναλαμβάνει πλήρη ευθύνη για οποιεσδήποτε απώλειες και ελλείμματα παρουσιαστούν στη φορολογική αποθήκη.

 

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91(Ι)/2004, ο φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός «κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση ή κατά τη διαπίστωση των ελλειμμάτων».  Σύμφωνα με το άρθρο 13(3) του ιδίου Νόμου, σε περίπτωση ελλειμμάτων, ο φόρος κατανάλωσης καταβάλλεται εκτός αν η περίπτωση εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 13(1)(α) του Ν. 91(Ι)/2004 το οποίο προβλέπει ότι:-

 

«13(1)(α) Εφόσον αποδειχθεί στο Διευθυντή από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή ότι εναρμονισμένα προϊόντα που βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής παρουσιάζουν:

(i)                 απώλειες που οφείλονται σε τυχαία περιστατικά ή σε ανωτέρα βία,

(ii)               απώλειες (φύρες) που είναι εγγενείς στη φύση των προϊόντων κατά τη διαδικασία παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης και μεταφοράς των προϊόντων,

ο Διευθυντής δύναται να απαλλάσσει τα προϊόντα από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις και οι όροι που τίθενται στη γνωστοποίηση που εκδίδεται με βάση την παράγραφο (γ).»

 

Ο Διευθυντής Τελωνείων, έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση τα ελλείμματα δεν ήταν το αποτέλεσμα τυχαίου περιστατικού ή ανωτέρας βίας.

 

Το ερώτημα που τίθεται εδώ, είναι κατά πόσο οι καθ'ων η αίτηση ορθά θεώρησαν ότι η απώλεια ή τα ελλείμματα δεν οφείλονταν σε «τυχαίο περιστατικό ή σε ανώτερη βία».  Φαίνεται ότι οι καθ'ων η αίτηση, υιοθέτησαν τη θέση ότι το «τυχαίο περιστατικό» θα πρέπει να είναι άσχετο και ανεξάρτητο με τους Αιτητές.  Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ'ων η αίτηση, εισηγήθηκε ότι η θέση του Διευθυντή Τελωνείων ήταν εύλογη.  Προς υποστήριξη της εισήγησης της, αναφέρθηκε σε νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Υπόθεση C-314/06[2], στην οποία ερμηνεύθηκε η αντίστοιχη πρόνοια του άρθρου 13 του Ν. 91(Ι)/04, ο οποίος έχω ήδη αναφέρει, θεσπίστηκε για να εναρμονιστεί η νομοθεσία μας με το άρθρο 14(1) της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.  Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεώρησε ότι οι σχετικές έννοιες στους εθνικούς νόμους που αντιστοιχούν σε αντίστοιχες έννοιες σε κοινοτικές οδηγίες (όπως είναι η πρόνοια του άρθρου 13(1)(α)(i) του περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου 91(Ι)/2004 που αντιστοιχεί με το άρθρο 14(1) της Οδηγίας 92/12/ΕΟΚ), θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά και σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

 

Η φράση «ανωτέρα βία», εντός της εννοίας του νόμου, θα πρέπει σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, να ερμηνεύεται με τρόπο ώστε να καλύπτει μη φυσιολογικές και απρόβλεπτες περιστάσεις, ξένες προς τον εγκεκριμένο αποθηκευτή, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την εκ μέρους του επίδειξη δέουσας επιμέλειας.  Στην πρόταση της Γενικής Εισαγγελέως στην πιο πάνω Υπόθεση C-314/06 ημερ. 18.12.07, στην οποία παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ'ων η αίτηση, γίνεται αναφορά και στην έννοια της φράσης «τυχαίο περιστατικό», το οποίο όπως η Γενική Εισαγγελέας εισηγήθηκε στο ΔΕΚ, θα πρέπει να ερμηνεύεται με τέτοιο τρόπο ώστε να συνάδει με την ερμηνεία  που έδωσε το ΔΕΚ σε παρόμοια φράση σε άλλους τομείς.  Η Γενική Εισαγγελέας στην Πρόταση της προς το ΔΕΚ, που φαίνεται να έγινε δεχτή, θεώρησε ότι οι έννοιες «ανωτέρα βία και τυχαίο περιστατικό» κατά την κρατούσα άποψη στα πλείστα Ευρωπαϊκά δικαία, φαίνεται να αλληλοκαλύπτονται και δεν οριοθετούνται σαφώς μεταξύ τους.  Επισημαίνει επίσης ότι στο κοινοτικό δίκαιο, μέχρι τότε (18.7.2007), ούτε το ΔΕΚ είχε προβεί σε οριοθέτηση, αλλά «εξετάζει συχνά αυτό το ζεύγος εννοιών βάσει των ίδιων κριτηρίων, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις.  Τις περισσότερες όμως φορές, το ΔΕΚ επικέντρωσε το σκεπτικό του στην έννοια της ανώτερης βίας»[3].  Όπως αναφέρεται στη σχετική Πρόταση της Γενικής Εισαγγελέως του ΔΕΚ, στην παράγραφο 30:-

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, η έννοια της ανωτέρας βίας ή του τυχαίου συμβάντος πρέπει να νοείται ως καλύπτουσα μόνον ξένες προς τον επικαλούμενο την ανωτέρα βία περιστάσεις, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επιδειχθείσα επιμέλεια.  Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι οι έννοιες της ανωτέρας βίας και του τυχαίου συμβάντος εμπεριέχουν ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες.»

 

Τα πιο πάνω συνάδουν και με το δικό μας δίκαιο· όταν αποδειχθεί ότι το αποτέλεσμα πράξης οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε αναπόφευκτο ατύχημα, δηλαδή σε κάποιο συμβάν που δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί με την άσκηση συνήθους επιμέλειας, τότε ο αδικοπραξίας απαλλάσσεται ευθύνης για αμέλεια και το ατύχημα θεωρείται αναπόφευκτο ή τυχαίο.

 

Το Δικαστήριο σε προσφυγές δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας μιας πράξης και όχι της ορθότητας της.  Εξετάζει αν η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου, ξεφεύγει των ακραίων ορίων της και κατά πόσον ήταν εύλογα επιτρεπτό για το όργανο να αποφασίσει όπως αποφάσισε, ανεξάρτητα αν το ίδιο το Δικαστήριο ενδεχομένως να κατέληγε σε διαφορετική απόφαση.  Το κριτήριο κατά πόσον μια απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή είναι αντικειμενικό και σχετίζεται με το αν ένα λογικό πρόσωπο θα μπορούσε με βάση τα ίδια στοιχεία να καταλήξει στην ίδια απόφαση (Βλ. Καλογήρου ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1992) 3 ΑΑΔ 534).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, έχοντας υπόψη όλα τα γεγονότα η απόφαση των καθ'ων η αίτηση, να θεωρήσουν ότι τα ελλείμματα δεν ήταν το αποτέλεσμα «τυχαίου περιστατικού» μέσα στην έννοια του Νόμου, ήταν εύλογα επιτρεπτή και επομένως νόμιμα κατά την άποψη μου επέβαλαν τους σχετικούς φόρους κατανάλωσης και ΦΠΑ.  Η απόφαση των καθ'ων η αίτηση όπως επεξηγείται στην επιστολή του Διευθυντή Τελωνείων ημερομηνίας 10.1.2007, είναι σαφής, δεν αφήνει αμφιβολία ως προς τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης και ως τέτοια είναι πλήρως αιτιολογημένη.

 

Με βάση τα πιο πάνω, κανένας από τους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1200 έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ



[1] Οι δύο νόμοι είναι εναρμονιστικοί.

[2] Βλ. υπόθεση Societe Pipeline Mediterranee et Rhone (SPMR) v. Administration des douaneset droits indirects και Direction nationale du reseignement et des enquets douanieres (DNRED), Υπόθεση C-314/06, ημερομηνίας 18.12.07.

[3] Όμως επισημαίνεται ότι στην απόφαση Bayer v. Επιτροπής, C-195/9/P, ημερ. 15.12.1994, το ΔΕΚ άφησε ανοικτό το ερώτημα κατά πόσον οι έννοιες αυτές διαφοροποιούνται.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο