ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                (Υποθ. Αρ.436/2008)

 

19 Ιουνίου, 2009

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 7, 17, 20, 25, 28, 30, 35 και 146

του Συντάγματος

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΒΑΛΑΝΙΔΗΣ

                                                  Αιτητής,

-και -

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ, μέσω

της Πειθαρχικής Επιτροπής Ελέγχου

 

                                                        Καθ΄ης η αίτηση.

------------------------

Α.Σ.Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Μ.Ιεροκηπιώτου (κα.) για ΄Αντη Τριανταφυλλίδη και Υιοί ΔΕΠΕ, για την Καθ΄ης η αίτηση

-----------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή υποβάλλεται αίτημα όπως κηρυχθεί ως παράνομη η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 2.2.2008 σύμφωνα με την οποία ο αιτητής βρέθηκε ένοχος πειθαρχικού αδικήματος και του επιβλήθηκε ποινή απαγόρευσης εκλογής και συμμετοχής στο Συμβούλιο της Σχολής για τις επόμενες δύο θητείες. 

 

Γενονότα:

Το Πανεπιστήμιο Κύπρου αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που συστάθηκε και λειτουργεί δυνάμει του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου Ν.144/89.  Η διαδικασία για πειθαρχική δίωξη μέλους του ακαδημαϊκού προσωπικού διέπεται από τους περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Πειθαρχικός ΄Ελεγχος Ακαδημαϊκού και ΄Αλλου Προσωπικού) Κανονισμούς του 1989 ΚΔΠ 282/89 και τους Κανόνες Πειθαρχικού Ελέγχου του Ακαδημαϊκού και άλλου Εκπαιδευτικού Προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου. 

 

Στις 29.3.2006 ο κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών Αγωγής υπέβαλε προς την Πειθαρχική Επιτροπή καταγγελία εναντίον του αιτητή για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος εκ μέρους του.  Στις 12.3.2007 ο αιτητής ζήτησε με επιστολή του προς τη Σύγκλητο να ενημερωθεί για την εναντίον του καταγγελία.  Στις 26.3.2007 ο πρύτανης ενημέρωσε σχετικώς τον αιτητή.  Ταυτοχρόνως με επιστολή ιδίας ημερομηνίας ο Πρόεδρος της Επιτροπής Πειθαρχικού Ελέγχου ενημέρωσε επίσης τον αιτητή για την καταγγελία. 

 

Η Επιτροπή Πειθαρχικού Ελέγχου με επιστολή της ημερ. 2.2.2008, το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, ενημέρωσε τον αιτητή για την επιβολή σε αυτόν της πειθαρχικής ποινής της απαγόρευσης εκλογής και συμμετοχής στο Συμβούλιο της Σχολής για δύο θητείες.   Ο αιτητής προχώρησε με την καταχώριση της παρούσας προσφυγής στις 19.3.2008. 

 

Η Επιτροπή Πειθαρχικού Ελέγχου με επιστολή της ημερ. 7.4.2008 εξήγησε στον αιτητή τους λόγους επιβολής της πειθαρχικής ποινής.  Ο πρύτανης με σημείωμα ημερ. 14.4.2008 ενημέρωσε τον αιτητή για το δικαίωμα άσκησης έφεσης εναντίον της πιο πάνω απόφασης στη Σύγκλητο μέχρι τις 30.4.2008.  Ο αιτητής με επιστολή του ημερ. 15.4.2008, άσκησε το δικαίωμα έφεσης εναντίον της απόφασης, στη Σύγκλητο.   Στις 13.10.2008 η Επιτροπή Πειθαρχικού Ελέγχου με επιστολή της ενημέωσε τον αιτητή για την απόφαση της να ανακαλέσει την απόφαση της για την ύπαρξη πειθαρχικού παραπτώματος εκ μέρους του.  Ο αιτητής απάντησε με επιστολή 24.10.2008 και η Επιτροπή Πειθαρχικού Ελέγχου σε συνεδρία της ημερ. 16.12.2008 αποφάσισε εκ νέου την ανάκληση της απόφασης εναντίον του αιτητή για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος εκ μέρους του.  Ο αιτητής ενημερώθηκε για την πιο πάνω απόφασης με επιστολή ημερ. 30.1.2009.

 

 

 

Aνάκληση:

Όταν γνωστοποιήθηκε στο Δικαστήριο από τη συνήγορο των καθ΄ων η αίτηση ότι υπήρξε ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης τέθηκε θέμα κατά πόσο η προσφυγή μπορεί να προχωρήσει ή έχασε την εκτελεστότητα της συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί. 

 

Κατά την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή υποβλήθηκε η εισήγηση ότι η πειθαρχική ποινή που είχε επιβληθεί στον αιτητή εφαρμόστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.  Στο διάστημα αυτό προβλήθηκε, ο αιτητής υπέφερε, είχε υποστεί συνέπειες και αυτές δεν εξαφανίστηκαν με την ανάκληση.  Η ανάκληση, εισηγήθηκε ο κ.Αγγελίδης, λήφθηκε υπό το βάρος της επερχόμενης δικαστικής διαδικασίας και δεν εξαφάνισε εξ αρχής τα αποτελέσματα τα οποία θα ανέμενε κάποιος μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης, σύμφωνα με τα άρθρα 146 4 και 5 του Συντάγματος. 

 

Ο συνήγορος αναφέρθηκε στην υπόθεση Παπαδóπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ.(Ε) 973 σύμφωνα με την οποία η εξάλειψη των ζημιογόνων επιπτώσεων από μια προσβαλλόμενη πράξη στερούν από αυτή το αναγκαίο αντικείμενο λόγω της έλλειψης εννόμου συμφέροντος και συνεπώς η δίκη καταργείται.  Αν όμως παρά την ανάκληση διαφαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι παρέμεινε ζημιογόνο κατάλοιπο για το οποίο ενδεχομένως να προκύπτει θέμα αποζημίωσης, με βάση το άρθρο 146.6, η προσφυγή διατηρεί το αντικείμενο της. 

 

Συγκεκριμενοποιώντας το θέμα ο συνήγορος είπε ότι ο αιτητής αποκλείστηκε από τη διαδικασία των εκλογών που ακολούθησαν την περίοδο αμέσως μετά την καταδίκη του.  Η ανάκληση εισηγήθηκε, δεν εξαλείφει και δεν διαφοροποιεί τον αποκλεισμό του και τις συνέπειες που έπαθε ως αποτέλεσμα τούτου.  Το μεγάλο χρονικό διάστημα περαιτέρω, είπε ο δικηγόρος, που μεσολάβησε μεταξύ της καταγγελίας του κοσμήτορα ημερ. 29.3.2006 μέχρι και την ανάκληση που έγινε το Δεκέμβρη του 2008, αφήνει περιθώρια για ύπαρξη επιπλέον ζημιογόνων γεγονότων τα οποία πρέπει να αποφασιστούν τελεσιδίκως από το Δικαστήριο.  Ένα τελευταίο θέμα που έθεσε ο συνήγορος είναι το γεγονός ότι η ανάκληση τίθεται υπό όρους.   Ζητείται δηλαδή από τον αιτητή να προσκομίσει στοιχεία που να δικαιολογούν τις απουσίες του.  Οι απουσίες αυτές ήταν και το έναυσμα, όπως καταφαίνεται, για την πειθαρχική του δίωξη.  Η προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν μπορεί να εξαλείφεται, κατέληξε ο κ.Αγγελίδης, με μια ανάκληση, εισηγούμενος ότι η προσφυγή θα πρέπει να προχωρήσει σε εκδίκαση.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ ων η αίτηση με τη δική της αγόρευση, εισηγήθηκε ότι η ανάκληση της επίδικης διοικητικής πράξης έχει καταστήσει την προσφυγή του αιτητή άνευ αντικειμένου και ως αποτέλεσμα τούτου θα πρέπει να απορριφθεί.  Οι καθ΄ων η αίτηση με απόφαση τους ημερ. 18.12.2008 ανακάλεσαν, όπως είπε, την αρχική τους απόφαση για την ύπαρξη πειθαρχικού παραπτώματος λόγω της απουσίας του αιτητή από τις συνεδρίες του Συμβουλίου της Σχολής. 

 

Η συνήγορος έκανε αναφορά στην απόφαση Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, προβάλλοντας ότι, κατά κανόνα, η προσφυγή δεν μπορεί να προωθηθεί και πρέπει να διαγραφεί αν μετά την καταχώριση και πριν την εκδίκαση της επισυμβούν γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση του αντικειμένου της, όπως η ρητή ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολο της.  Η περίπτωση αυτή είναι τέτοια που πρέπει η δίκη να διακοπεί και να καταργηθεί γιατί δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό η συνέχιση της.  Στην υπόθεση Στράκκα Λτδ επιβεβαιώνεται συνέχισε, η υποχρέωση του αιτητή να αποδείξει ότι έχουν προκύψει ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκληση της και συντρέχει επομένως λόγος για συνέχιση της δίκης.

 

Κάτι τέτοιο δεν έχει αποδείξει με οποιοδήποτε τρόπο ο αιτητής, πρόσθεσε η κα.Ιεροκηπιώτου, επομένως πρέπει η δίκη να διακοπεί από τη στιγμή που υπήρξε ανάκληση της επίδικης διοικητικής πράξης.  Χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω θέσης της η συνήγορος πρόσθεσε ότι η ισχυριζόμενη ζημιά που προβάλλει ο αιτητής ότι έχει υποστεί δεν είναι τέτοια που μπορεί να αποκατασταθεί με εύλογη αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, ακόμη και σε περίπτωση που η προσφυγή επιτύχει.

 

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η νομολογία στην οποία έχουν  αναφερθεί και από τις δύο πλευρές, τείνει να καταδείξει ότι η ανάκληση μιας διοικητικής πράξης που εξαλείφει και τις ζημιογόνες επιπτώσεις καθιστά μια προσφυγή άνευ αντικειμένου λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος και κατά συνέπεια η δίκη καταργείται.  Βλ. Παπαδοπούλου (ανωτέρω), Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 493, Κουμέρας ν. Α.Η.Κ., ΑΕ97/2005, ημερ. 12.11.2007.

 

Το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο του Δαγτόγλου, 3η έκδοση, σελ.368-369 είναι σχετικό.

 

«Ο αιτών (αν και όχι το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως) μπορεί όμως, επικαλούμενος ιδιαίτερο έννομο συμφέρον, να ζητήσει την συνέχιση της δίκης και μάλιστα τόσο επί ατομικών όσο και επί κανονιστικών πράξεων.  Τέτοιο συμφέρον δέχεται η νομολογία όταν με την προσβαλλόμενη πράξη θίγονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα και επάγονται οικονομικές συνέπειες για τον αιτούντα.  Απαιτείται πάντως η εξακολούθηση και στο μέλλον δυσμενών συνεπειών για τον ασκήσαντα την αίτηση ακυρώσεωςμόνη η πρόκληση στο παρελθόν οικονομικής ζημίας δεν αρκεί, κατά την νομολογία, γιατί η αποκατάστασή της μπορεί να επιδιωχθεί στα πολιτικά δικαστήρια.  Μετά την υπαγωγή όμως των αναφορών από αστική ευθύνη του κράτους στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί πλέον.»

 

  Η πιο πάνω αρχή που θεμελιώνει η νομολογία, ισχύει, κατά κανόνα, εφόσον υπήρξε ρητή ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολο της, όπως αναφέρεται με σαφήνεια στην υπόθεση Στράκκα Λτδ.  Στην προκείμενη υπόθεση, η επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής Πειθαρχικού Ελέγχου με την οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή η ανάκληση της αρχικής απόφασης για την ύπαρξη πειθαρχικού παραπτώματος εκ μέρους του, δεν αίρει ουσιαστικώς όλο το φάσμα του ισχυριζόμενου παραπτώματος για το οποίο έχει αρχικώς «καταδικαστεί» ο αιτητής.  Με τη δεύτερη παράγραφο της σχετικής επιστολής ουσιαστικά ζητείται από τον αιτητή να προσκομίσει εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος «στοιχεία που να δικαιολογούν τις απουσίες σας προς διερεύνηση του εν λόγω θέματος».  Αυτό καταδεικνύει από μόνο του ότι υπάρχει κάποιο θέμα προς συζήτηση και περαιτέρω διερεύνηση από την Επιτροπή Πειθαρχικού Ελέγχου.  Σημειώνω ότι σχεδόν πανομοιότυπο λεκτικό παρουσιάζεται στην επιστολή της Επιτροπής Πειθαρχικού Ελέγχου ημερ. 26.3.2007, που στάληκε πολύ πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης (2.2.2008).  Είναι συνεπώς έκδηλο ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ότι εξέλειπε το αντικείμενο της προσφυγής στο σύνολο του.

 

Το σκέλος αυτό θεωρώ ότι επηρεάζει καταλυτικά την πορεία της υπόθεσης.  Περαιτέρω, η προβολή από τον αιτητή του ισχυρισμού περί μη εκλογής στο Συμβούλιο της σχολής, ή μη ανέλιξης του, αφήνει περιθώρια για εξέταση θεμάτων ύπαρξης καταλοίπων από την αναστολή της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρώ ότι ο αιτητής έχει αποδείξει ότι, εκ πρώτης όψεως, υπάρχουν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη αφού ουσιαστικά δεν είχε λήξει με την προσβληθείσα «ανάκληση» της και κατ΄επέκταση συντρέχει λόγος για συνέχιση της δίκης.

 

Συνακόλουθα η υπόθεση ορίζεται για προδικασία.

 

 

                                                          Κ.Παμπαλλής,

                                                                    Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο