ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 427/2007)

 

16 Ιουνίου, 2009

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

MEDUSA CONSULTING LIMITED,

 

Αιτητές,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Αλέκο Ευαγγέλου, για τους Αιτητές.

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανωτ. Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή αξιώνουν ακύρωση της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 19.1.2007, με την οποία βεβαιώθηκε ως οφειλόμενος φόρος προστιθέμενης αξίας για τη φορολογική περίοδο από 1.6.2001-28.2.2006, το ποσό των £15.955.  Οι αιτητές οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, έχουν εγγραφεί στο Μητρώο Φ.Π.Α. από το Μάϊο του 2001.  ΄Υστερα από σχετικό έλεγχο που διενεργήθηκε από το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Λευκωσίας σχετικά με επιδοτήσεις που δόθηκαν από το ΄Ιδρυμα Τεχνολογίας Κύπρου (στο εξής «το ΄Ιδρυμα») σε διάφορες επιχειρήσεις, πελάτες των αιτητών για υιοθέτηση προτύπων HACCP και ISO, η καθ΄ ης η αίτηση, (στο εξής «η ΄Εφορος»), κατέληξε ότι τιμολόγια συμβουλευτικών υπηρεσιών που είχαν εκδοθεί για σκοπούς επιδότησης, δεν είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία και αρχεία των αιτητών, με αποτέλεσμα να μην έχει αποδοθεί ο οφειλόμενος φόρος προστιθέμενης αξίας. ΄Ετσι ακολούθησε βεβαίωση φόρου ύψους £15.955 που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Σκοπός του πιο πάνω ελέγχου ήταν να διερευνηθεί κατά πόσο τα τιμολόγια που εξέδιδαν οι αιτητές για τις  συμβουλευτικές υπηρεσίες που παρείχαν και παρουσιάζονταν στο ΄Ιδρυμα για σκοπούς επιδότησης πελατών τους, καταχωρούνταν στα βιβλία και αρχεία τους και απέδιδαν τον ανάλογο φόρο εκροών.  Στα πλαίσια του πιο πάνω ελέγχου το ΄Ιδρυμα ανταποκρινόμενο σε σχετικό αίτημα της Εφόρου, απέστειλε αναλυτική κατάσταση των επιδοτήσεων που πραγματοποίησε σχετικά με τους αιτητές.

 

Στη συνέχεια έγινε έλεγχος στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης οπότε και ζητήθηκαν στοιχεία τα οποία οι αιτητές όφειλαν να τηρούν για την περίοδο από 1.6.2001 μέχρι 28.2.2006, για να εξεταστούν σε σχέση με τα υποβληθέντα στοιχεία στις φορολογικές δηλώσεις για την ίδια περίοδο.

 

Σε κάποιο στάδιο προτάθηκε από την ΄Εφορο συμβιβασμός, αλλά ο διευθυντής των αιτητών,  παρόλον ότι ζήτησε χρόνο για εξέταση του θέματος, τελικά δεν ανταποκρίθηκε. ΄Ετσι, στις 19.1.2007 η ΄Εφορος έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή τη βεβαίωση φόρου ως ανωτέρω.  Συγκεκριμένα ο έλεγχος έφερε σε φως ότι για την ρηθείσα περίοδο τα τιμολόγια των συμβουλευτικών υπηρεσιών που είχαν εκδοθεί για σκοπούς επιδότησης από το ΄Ιδρυμα για σχεδιασμό και ανάπτυξη συστήματος HACCP και ISO, δεν είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία και αρχεία των αιτητών, με αποτέλεσμα να μην έχει αποδοθεί ο οφειλόμενος φόρος.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.  Υποστηρίζουν ότι η ΄Εφορος εξέδωσε την επίδικη απόφαση επειδή οι αιτητές εξέδωσαν τιμολόγια συμβουλευτικών υπηρεσιών για σκοπούς επιδότησης από το ΄Ιδρυμα, τα οποία δεν έχουν καταχωρήσει στα βιβλία τους.  Δηλαδή στην ουσία η καθ΄ ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι οι αιτητές προέβηκαν σε παράνομες πράξεις για να διευκολύνουν τρίτους να εξασφαλίσουν επιδότηση χωρίς να δικαιούνται.  Εν όψει τούτου, υποστηρίζουν ότι η καθ΄ ης η αίτηση δεν νομιμοποιείται να αξιώνει από τους αιτητές οφειλόμενο φόρο, ο οποίος προέκυψε κάτω από τις πιο πάνω περιστάσεις, αφού το άρθρο 7(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν.95(Ι)/2000 καθορίζει ότι φόρος προστιθέμενης αξίας επιβάλλεται επί οποιασδήποτε παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιείται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση οποιασδήποτε επιχείρησης που ασκεί.  Εφ΄ όσον η καθ΄ ης η αίτηση τους κατηγορεί ότι προέβησαν σε πράξεις συνωμοσίας διευκολύνοντας τρίτους να εξασφαλίσουν επιδότηση με δόλο, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν αυτές οι πράξεις ότι αποτελούν συναλλαγές που έχουν γίνει μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση της επιχείρησης που ασκούν.

 

Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί.  Είναι φανερό από τα γεγονότα της υπόθεσης ότι η ΄Εφορος δεν άσκησε καταχρηστικά τη διακριτική της εξουσία, αλλά ενήργησε μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται τόσο από το Νόμο, όσο και από τη νομολογία.  Είναι καθιερωμένο ότι όταν το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο δεν παρέχει στον ΄Εφορο πλήρη στοιχεία και δεν υποβάλλει αληθείς και τεκμηριωμένους λογαριασμούς, ενεργοποιείται το άρθρο 49, το οποίο, σε μια τέτοια περίπτωση, προνοεί ότι ο ΄Εφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο.

 

Όπως έχει τονιστεί και στην υπόθεση Σουβλάκια-Γύρος «Κρητικός Λτδ» ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 935, 941-942, ο φορολογούμενος έχει νομική υποχρέωση να παρέχει στον ΄Εφορο πλήρη στοιχεία και να υποβάλλει αληθείς και τεκμηριωμένους λογαριασμούς.

 

Στην παρούσα περίπτωση οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν για τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν ελλιπείς  ή περιείχαν σφάλματα, αφού τα τιμολόγια συμβουλευτικών υπηρεσιών που εξέδωσαν για σκοπούς επιδότησης από το ΄Ιδρυμα δεν είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία και αρχεία τους, με αποτέλεσμα να μην έχει αποδοθεί και ο οφειλόμενος φόρος προστιθέμενης αξίας.  Συνεπώς, πρόκειται για παροχή υπηρεσιών των αιτητών προς τους πελάτες τους, μέσα στα πλαίσια λειτουργίας της επιχείρησής τους, σύμφωνα με το άρθρο 7, το οποίο προβλέπει ότι επιβάλλεται Φ.Π.Α. επί οποιασδήποτε παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιείται στο εσωτερικό της Δημοκρατίας, όταν είναι φορολογητέα συναλλαγή που πραγματοποιείται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση οποιασδήποτε επιχείρησης που ασκεί.

 

Εν όψει των πιο πάνω, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί άτοπος και άστοχος ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, γιατί δήθεν κατηγορούνται από τους καθ΄ ων η αίτηση ότι προέβηκαν σε πράξεις συνωμοσίας, διευκολύνοντας τρίτους να εξασφαλίσουν επιδότηση με δόλο.  Και είναι άτοπος ο ισχυρισμός γιατί ακριβώς η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών από τους αιτητές προς διάφορους πελάτες τους για σκοπούς επιδότησης είναι μέσα στα πλαίσια λειτουργίας της επιχείρησης που ασκούν.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί είναι αναιτιολόγητη.  Στην απόφαση δεν αναφέρονται οι λόγοι και τα στοιχεία στα οποία στηρίχτηκε η καθ΄ης η αίτηση. Δεν αναφέρεται ακόμα που στηρίχτηκε η ΄Εφορος για να διαπιστώσει ότι τα τιμολόγια δεν έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία και αρχεία των αιτητών, με αποτέλεσμα το δικαστήριο, μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, να μην μπορεί να ασκήσει έλεγχο της νομιμότητας της συγκεκριμένης βεβαίωσης.  Οι αιτητές παραπέμπουν στο άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99, για να υποστηρίξουν ότι η αιτιολογία μιας πράξης πρέπει να είναι σαφής και όχι γενική και αόριστη και χωρίς να αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το όργανο στη λήψη της απόφασης.

 

Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί.  Τα γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, όπως βρίσκονται στο φάκελο περιγράφουν με πλήρη λεπτομέρεια πως τα συγκεκριμένα τιμολόγια δεν έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία και αρχεία των αιτητών.  Καθοριστικό είναι και το σημείωμα της λειτουργού κας Μαρίας Κυριάκου προς τον κ. Χ. Χριστούδη, Ανώτερο Λειτουργό Φ.Π.Α., ημερομηνίας 6.7.2006, όπου σημειώνεται ότι διαπιστώθηκε ότι σε όλες τις επιχειρήσεις που έτυχαν επιδότησης από το ΄Ιδρυμα υποβλήθηκαν αναληθή έγγραφα τα οποία εκδόθηκαν μόνο για το σκοπό αυτό και δεν είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία και αρχεία των αιτητών.  Ακόμα, τα εκδοθέντα τιμολόγια που είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία τους απέδιδαν λιγότερο φόρο εκροών από τα τιμολόγια που είχαν εκδοθεί για σκοπούς της επιχορήγησης.  Σημειώνεται περαιτέρω, ότι οι αιτητές διατηρούσαν δεύτερη σειρά χειρόγραφων τιμολογίων τα οποία παρουσίαζαν για επιδοτήσεις. Μεγάλης επίσης σημασίας είναι και η έκθεση πληροφοριών που απέστειλε το ΄Ιδρυμα προς την ΄Εφορο, σχετικά με τις παρεχόμενες από τους αιτητές προς τους πελάτες τους υπηρεσίες, όπου παρουσιάζονται τα επί μέρους πραγματικά ποσά και τα εκδοθέντα τιμολόγια.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, είναι φανερό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, αφού έχει βεβαιωθεί ότι τα εκδοθέντα τιμολόγια για συμβουλευτικές υπηρεσίες δεν έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία και αρχεία τους, ώστε να αποδοθεί ο οφειλόμενος φόρος.

 

Παραμένει τέλος ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει γιατί είναι αποτέλεσμα ουσιώδους πλάνης περί τα πράγματα. Υποστηρίζουν ότι λανθασμένα αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η διαπίστωση στην οποία προέβηκε η ΄Εφορος για μη καταχώρηση των τιμολογίων στα βιβλία και αρχεία τους προέκυψε από την εξέταση των βιβλίων που τηρούσαν οι ίδιοι για τη συγκεκριμένη περίοδο.  Η βεβαίωση προέκυψε αφού η καθ΄ ης η αίτηση έλαβε υπ΄ όψιν της στοιχεία που προέρχονται από τρίτους, η εγκυρότητα των οποίων αμφισβητήθηκε.  Οι αιτητές υποστηρίζουν ακόμα ότι η ΄Εφορος ενήργησε υπό πλάνη περί το νόμο αφού οι προϋποθέσεις που θέτει  το άρθρο 49(1) δεν ισχύουν και έτσι η ΄Εφορος δεν μπορούσε να προχωρήσει στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Τονίζουν ότι ουδέποτε παρέλειψαν να υποβάλουν τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτεί ο Νόμος, τηρούσαν όλα τα απαραίτητα έγγραφα που απαιτούνται, εξέδιδαν δε τιμολόγια για τις συμβουλευτικές υπηρεσίες που προσέφεραν στους πελάτες τους.

 

Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί.  Από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτει ότι μελετήθηκαν ειδικά τα βιβλία και αρχεία που τηρούσαν οι αιτητές από λειτουργούς της Εφόρου, οι οποίοι μάλιστα προέβηκαν και σε σχετικές παρατηρήσεις αναφορικά με μη ενδεδειγμένες ενέργειες των αιτητών.  Λήφθηκαν ακόμα υπ΄ όψιν πληροφορίες από το ΄Ιδρυμα Τεχνολογίας Κύπρου.

 

Το άρθρο 49 (1) προβλέπει ότι όταν οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείψει να υποβάλει οποιεσδήποτε φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται ή να τηρήσει οποιαδήποτε έγγραφα και παράσχει τις διευκολύνσεις που είναι απαραίτητες για να επαληθευτούν τέτοιες δηλώσεις ή όταν ο ΄Εφορος κρίνει ότι τέτοιες δηλώσεις είναι ελλιπείς ή ανακριβείς, δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο από το πρόσωπο και να γνωστοποιήσει το ποσό στο πρόσωπο αυτό (βλέπε μεταξύ άλλων και K. Athanasiou Motors Ltd  v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21, 30).

 

Στην απόφαση Τσίκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 603, 608 επισημάνθηκε ότι δεν αποτελεί ευθύνη των φορολογικών αρχών η αναζήτηση στοιχείων αναφορικά με τα εισοδήματα του φορολογούμενου.  Ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, οι φορολογικές αρχές έχουν το δικαίωμα να απορρίψουν τους ισχυρισμούς του φορολογούμενου και να καταλήξουν στα δικά τους συμπεράσματα στη βάση των στοιχείων που έχουν ενώπιόν τους όπως και των αποτελεσμάτων της έρευνας που διεξήγαγαν στη συγκεκριμένη περίπτωση.

 

Εν όψει των ανωτέρω δεν βλέπω με ποιο τρόπο πλανήθηκε η καθ΄ης η αίτηση, είτε ως προς τα γεγονότα, είτε ως προς το νόμο.  Η βεβαίωση του φόρου έγινε ορθά και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της Εφόρου.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των αιτητών τα οποία υπολογίζω στα €1.300.

 

 

Φρίξος Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο