ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Υποθ. Αρ.2316/2006)

 

22 Ιουνίου, 2009

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 και 28 του Συντάγματος

 

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΑΚΡΗΣ

                                                            Αιτητής,

-και -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

 

                                                                   Καθ΄ης η αίτηση.

------------------------

Α.Τσούντας, για τον Αιτητή.

Ε.Λοϊζίδου (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η αίτηση.

A.Σ.Aγγελίδης, για Ενδιαφερόμενα Μέρη

-----------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η προαγωγή από τη 1η Σεπτεμβρίου, 2006 των Ενδιαφερομένων Μερών (1.  Ανδρέα Κανάρη και 2.  Ανδρέα Χαραλάμπους) στη θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης (Δημοτική Εκπαίδευση) αντί του αιτητή, έδωσε το έναυσμα για την καταχώριση της παρούσας προσφυγής. 

 

Η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού διαβίβασε προς την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (θ΄αποκαλείται η Επιτροπή) αίτημα για πλήρωση δύο κενών θέσεων Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στη Δημοτική Εκπαίδευση.

 

Η Επιτροπή αποφάσισε στις 15.12.2005 την προκήρυξη των δύο κενών θέσεων, που αποτελούν θέσεις προαγωγής.  Σχετική δημοσίευση έγινε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 23.12.2005.  Για τις πιο πάνω θέσεις υποβλήθηκαν 11 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων και του αιτητή.

 

Η Επιτροπή γνωστοποίησε στις 20.1.2006 τον κατάλογο όλων των αιτητών και διαβίβασε την προκήρυξη και τους φακέλους των υπηρεσιακών τους εκθέσεων στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.  Ορίστηκε για το σκοπό αυτό, Πρόεδρος της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου.

 

Η Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής με επιστολή της ημερ. 13.3.2006 διαβίβασε στην Επιτροπή την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μαζί με κατάλογο των υποψηφίων τους οποίους αυτή πρότεινε για προαγωγή. 

 

Η Επιτροπή σε συνεδρία ημερ. 30.5.2006 διαπίστωσε ότι όλοι οι προτεινόμενοι για προαγωγή υποψήφιοι πληρούσαν τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας της, υπό πλήρωση θέσης, και προχώρησε στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου των υποψηφίων, στον οποίο περιέλαβε και τον αιτητή.  Στη συνέχεια αποφάσισε να καλέσει τους υποψήφιους σε προσωπική συνέντευξη. 

 

Οι προσωπικές συνεντεύξεις έγιναν στις 3.6.2006 και η Επιτροπή, σε συνεδρία που έγινε στις 5.6.2006, αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή, στις υπό πλήρωση θέσεις Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης, στα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2. 

 

Το πρώτο σκέλος της επιχειρηματολογίας του αιτητή εδράζεται στο γεγονός ότι η Επιτροπή έχει αξιολογήσει τους υποψήφιους κατά τρόπο αντικανονικό και αποφάσισε ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερέχουν του αιτητή, χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. 

 

Ο αιτητής υπερέχει σε αξία, είπε ο συνήγορος του, γιατί την περίοδο 2003-2005 βαθμολογήθηκε με 8(Ε) για κάθε χρόνο, ενώ το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 είχε αξιολογηθεί για μεν το 2003 με 6(Ε) 2(ΠΙ).  Το 2004 7(Ε) 1(ΠΙ) και μόνο για το 2005 αξιολογήθηκε με 8(Ε).  Το ίδιο ισχύει και για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.  Επομένως η Επιτροπή έσφαλε, κατά την εισήγηση του κ.Τσούντα, αφού έλαβε υπόψη της στοιχεία τα οποία δεν αντιστοιχούν στο περιεχόμενο των φακέλων.  Αναγνωρίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι σύμφωνα με το άρθρο 35(Β)(10)(α) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, Ν.10/69, η απόδοση, κατά το στάδιο της προφορικής συνέντευξης, αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας ενός υποψηφίου.  Αποδίδει όμως κακή πίστη στην Επιτροπή η οποία αξιολόγησε τον αιτητή κατά το στάδιο της προφορικής συνέντευξης ενώπιον της, με τη βαθμολογία «καλά», ενώ τα δύο Ενδιαφερόμενα Μέρη αξιολογήθηκαν ως «σχεδόν εξαίρετα». 

 

Το δεύτερο σκέλος της εισήγησης δεν έχει έρεισμα.  Η Επιτροπή προσδιόρισε το εύρος των θεμάτων που θα αποτελούσαν το αντικείμενο των υποβληθέντων κατά την προφορική συνέντευξη ερωτήσεων.  Σε κανένα στάδιο των πρακτικών ή του διοικητικού φακέλου δεν στοιχειοθετείται αυτό το παράπονο του αιτητή.  Σε συνάρτηση με το πρώτο σκέλος της εισήγησης είναι γεγονός ότι για τα έτη 2003 και 2004 ο αιτητής έχει βαθμολογηθεί με 8(Ε) ενώ τα Ενδιαφερόμενα Μέρη με κάτι λιγότερο.  Η διαφορά όμως είναι πάρα πολύ μικρή, και θα την χαρακτήριζα, ως οριακή.  Βλ. Βασιλειάδης κ.α. ν. Τσιάππα κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 404. Επομένως, η κατάληξη της Επιτροπής ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν σε αξία, αφού όπως αναφέρθηκε πιο πάνω συμπεριελήφθηκε κατά το στάδιο της κρίσης και το αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης, ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε παρατυπία στην υπό κρίση απόφαση της Επιτροπής. 

 

Ο αιτητής παραδέχεται ότι και οι τρεις υποψήφιοι ήταν ισοδύναμοι σε σχέση με τα προσόντα που κατείχαν.  Υπάρχει όμως το θέμα της αρχαιότητας, σύμφωνα με το οποίο, όπως είναι αποδεκτό, ο αιτητής κατείχε τη θέση του επιθεωρητή (κατά 2.5 χρόνια περισσότερα από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.  Η νομική θέση που πρόβαλε ο συνήγορος ότι από τη στιγμή που όλα τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσεως είναι ίσα, θα πρέπει να διορίζεται ο αρχαιότερος, είναι ορθή.  Βλ. Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 54, Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και  Μικελλίδου ν. Δημοκρατία (2001) 3 Α.Α.Δ. 105. Πλην όμως στην προκείμενη περίπτωση, όπως έχω σημειώσει, τα δύο Ενδιαφερόμενα Μέρη κρίθηκαν, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή και έχω αποδεχθεί ως ορθή προσέγγιση, ότι υπερτερούσαν του Αιτητή ως προς την αξία.  Υπαρχούσης αυτής της διαφοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αρχαιότητα θα μπορούσε να διαδραματίσει το ρόλο που εισηγείται ο συνήγορος. 

 

Υπήρξε εισήγηση από τον αιτητή ότι η Επιτροπή έχει αποδώσει υπέρμετρη βαρύτητα στη συνέντευξη που έγινε με στόχο να αποκλειστεί ο αιτητής.  Κάτι τέτοιο δεν έχει στοιχειοθετηθεί και η εισήγηση περί μη αντικειμενικότητας της Επιτροπής ή διεξαγωγής συνέντευξης με άνισους όρους, έμεινε στο  στάδιο του γενικού ισχυρισμού και δεν λαμβάνεται υπόψη.  Βλ. Κυθρεώτης ν. Δημοκρατίας ΑΕ41/06 ημερ. 12.2.2009. Ως προς το βασικό παράπονο ότι δόθηκε από την Επιτροπή υπέρμετρη βαρύτητα στη συνέντευξη η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο γιατί, από το κείμενο της σχετικής απόφασης της Επιτροπής ημερ. 5.6.2006, καταδεικνύεται ότι η συνέντευξη ήταν ένα από τα θέματα τα οποία λήφθηκαν υπόψη κατά το στάδιο της αξιολόγησης ενός από τα θεσμοθετημένα κριτήρια προαγωγής, της αξίας.

 

Το τελευταίο σκέλος της εισήγησης του αιτητή ήταν ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν αναιτιολόγητη.  Η νομολογία επιβάλλει ότι η αιτιολόγηση πρέπει να είναι επαρκής και εντελώς πειστική έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της εγκυρότητας και νομιμότητας της (βλ. Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας ΑΕ48/06 ημερ. 14.10.2008Ούτε η πιο πάνω εισήγηση του αιτητή δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Η Επιτροπή έχει παραθέσει με επάρκεια τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση. 

 

Για να πετύχει η αίτηση θα πρέπει ο αιτητής να καταδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των προαχθέντων ενδιαφερομένων μερών.  Βλ. Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989)3 Α.Α.Δ. 1318.  Δημοκρατία κ.α. ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329 και Πιττοκοπίτης ν. Συμβ.Εγγρ.Εργ.Οικ.Τεχν.΄Εργων ΑΕ104/05, ημερ. 22.1.2008Κάτι τέτοιο, όπως έχω σημειώσει, δεν έχει στοιχειοθετηθεί, αντίθετα, από τα γεγονότα κρίνεται η απόφαση της Επιτροπής, ως ορθή. 

 

Συνακόλουθα η προσφυγή απορρίπτεται με €1500 έξοδα.

 

 

 

                                                          Κ. Παμπαλλής,

                                                                      Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο